Εκείνη η ανάμνηση από μνήμες που έφθιναν,
Που ο χρόνος έμοιαζε με κρύσταλλο εύθραυστο
Και ράγιζε και έσπαγε.
Οι ανάγκες μου μεγάλωναν όσο τα χρόνια πέρναγαν.
Οι ανάσες μου έτρεχαν για να προλάβουν το άσβεστο
Πάθος που με έσερνε.
Η τελευταία πνοή των στιγμών που πέθαιναν,
Με άφησε να στέκω μπροστά στην αλήθεια αναίσθητο
Γιατί ο κόσμος με ξέχασε.
Η βουή του κενού τσίριξε σε όσους δεν έβλεπαν,
Και άνοιξα τα βλέφαρά μου σε έναν κόσμο ξεχασμένο.
Που κανείς δεν έψαξε.
Τον κρυστάλλινο χρόνο μου οι μελωδίες θρυμμάτισαν
Σε αυτόν τον κόσμο ο χρόνος έρρεε και οι άνθρωποι ανέπνεαν.
Ο ζυγός μου έσπασε.
«Μην αφήνεις άλλο τον χρόνο σου να σπάσει» ψιθύρισαν.
Οι μελωδίες με άγγιζαν και οι σκέψεις μου με οργή σιγόκαιγαν.
Τότε η μελωδία σώπασε.
Εκείνη η ανάμνηση από μνήμες που έφθιναν,
Που ο χρόνος έμοιαζε με κρύσταλλο εύθραυστο
Και ράγιζε και έσπαγε.