Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Πρόλογος)

«Όλα έγιναν στάχτη…» ξεφύσηξε ο ‘Ινις πριν κλείσει τα ανοιχτόχρωμα μάτια του, παραδίδοντας το σώμα του στη φωτιά, που είχε έρθει στο χωριό εκείνη τη νύχτα. 
 
Ο πυκνός καπνός, που υψωνόταν πάνω από τα βουνά στο βάθος, έκρυβε τον ήλιο. Δεν είχε πολλή ώρα που είχε ξημερώσει, μα η μέρα ήταν τόσο λυπημένη και γκρίζα, που θύμιζε περισσότερο ανοιξιάτικο σούρουπο. Δεκάδες χωριά είχαν καεί εκείνο το βράδυ. Εκατοντάδες βουνίσιοι άντρες έπεσαν ηρωικά, προστατεύοντας τα χαμόσπιτά τους και τις οικογένειές τους. Κι όσοι επέζησαν είχαν όλοι χάσει από κάτι.

Κατάφεραν όμως να διώξουν τους νυχτερινούς κατακτητές. Η γη τους πλέον ήταν μεν καμένη και ρημαγμένη, μα ήταν γη ελεύθερη και λίγο καιρό μετά, ξανά πρόθυμη να καλλιεργηθεί, να χτιστεί, να ποτιστεί.

Κοιτάζοντας γύρω της, η μικρή Νυάννα, πάσχιζε να θυμηθεί πώς έμοιαζε το χωριό της πριν την καταστροφή. Μάταια. Τα πανέμορφα γαλανά, σχεδόν μπλε μάτια της, δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον ποταμό από δάκρυα που διέσχιζε το παγωμένο της προσωπάκι. Από μωρό δεν είχε γνωρίσει άλλα μέρη, ούτε άλλους ανθρώπους. Είχε ακούσει για τους νυχτερινούς, μα δεν τους είχε δει από κοντά. Μέχρι εκείνο το βράδυ, που καταστράφηκαν τα πάντα. Κι όμως, ούτε τότε τους είδε από κοντά. Μόνο την κατάρα που άφησαν πίσω τους. Και τις σκιές τους.

Κόσμος πολύς μαζεύτηκε κοντά της. Βουνίσιοι, αγρότες, τεχνίτες, έμποροι… Χωρικοί, που είχαν ντυθεί μαχητές και πολέμησαν στο πλευρό του πατέρα της: του Κόμη Ούλβιρ.

Μαζεύτηκαν κοντά της, για να την παρηγορήσουν, καθώς της μετέφεραν τα άσχημα νέα εκείνο το πρωί. Ο πατέρας της είχε πέσει σε κάποιο ελεύθερο χωριό. Δεν της είπαν ούτε πώς, ούτε γιατί και το μικρό κορίτσι δε ρώτησε. Μόνο θρήνησε για κάμποσες μέρες και νύχτες, για μήνες και χρόνια, όντας ολομόναχη. Χαμένη κάπου μέσα στα πυκνά και αρχέγονα δάση των Μούλτιμε, των βουνών πριν την Ανατολή…

Οι βουνίσιοι, καθώς ο χρόνος κυλούσε, ξεκίνησαν να φτιάχνουν τα χωριά τους από την αρχή. Είδαν καυτά καλοκαίρια και τρομερούς χειμώνες εκείνη την εποχή. Χάλασαν τα πλούσια δάση τους, κόβοντας αμέτρητα ξύλα, είτε για να ζεσταθούν ή για να χτίσουν. Έφτασαν βαθιά μέσα στα δάση χωρίς φόβο και σεβασμό. Μα τα δέντρα, όσο και να πληγώνονταν, τους καταλάβαιναν.

Για πολλά χρόνια, κανείς δεν είχε νέα από τη μικρή Νυάννα. Πολλοί είπαν πώς δεν άντεξε και πέθανε κάποιον χειμώνα, άλλοι έλεγαν πως την είχαν ακούσει να τραγουδά το λυπημένο της τραγούδι, που έκανε ακόμα και τα πιο άγρια ζώα να κλαίνε. Ιστορίες που έγιναν θρύλοι. Θρύλοι που έγιναν τραγούδια...

Τα ζώα του δάσους, και περισσότερο από όλα οι λύκοι, είχαν συνηθίσει εκεί τριγύρω τους ανθρώπους. Τα Μούλτιμε ήταν γεμάτα από λύκους, συμφιλιωμένους με τους βουνίσιους. Μάλιστα, ο Κόμης Ούλβιρ συνοδευόταν πάντοτε από τρεις ολόμαυρους, γεροδεμένους λύκους.

Κι έτσι, έπειτα από χρόνια, όταν πλήρωσε ο καιρός της εκδίκησης, βουνίσιοι και λύκοι πολέμησαν στην ίδια πλευρά τους νυχτερινούς εχθρούς, στο όνομα του Κόμη Ούλβιρ, επίσης γνωστού και ως… κύρη των Λύκων.
 
 
 
 
Κυριάκος Μαυροειδέας
Επιμέλεια: Έλενα Παπαδοπούλου