Κίρα
Τις επόμενες μέρες η Ορόρα έστειλε γράμματα στον Έντγκαρ, στην Κάλικ, στον Κάσρελ, ακόμα και στον Γκρέγκορ, αλλά η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Ο Νάριαν και η Νερίσσα αποφάσισαν να πάνε αυτοπροσώπως να μιλήσουν στον Αίρυς, αλλά τα λόγια τους έπεσαν σε κουφά αυτιά. Μετά από μια σύντομη απαίτηση του Αίρυς να μάθει πώς ήταν δυνατόν ο νεκρός ανιψιός του να στέκεται μπροστά του, αποφάσισε ότι δεν τον ενδιέφερε η ιστορία τους, όπως δεν τον ενδιέφερε και να ακούσει αυτά που είχαν να πουν.
«Αν θες να επιστρέψεις σε όποια από τις Εφτά Κολάσεις ξεγλίστρησες, αγόρι, υπάρχουν πιο εύκολοι τρόποι για να το κάνεις από το να δοκιμάζεις την υπομονή μου» είχε χλευάσει, και η Νερίσσα θα είχε μεταμορφωθεί εκείνη τη στιγμή και θα είχε φάει το άσχημο κεφάλι του, αν δεν την συγκρατούσε ο Νάριαν. Ο Αίρυς την κοίταζε με απάθεια, λες και ήταν μια ενοχλητική μύγα και τίποτα περισσότερο.
«Γονατίστε και ορκιστείτε πίστη και υποταγή σε εμένα, αλλιώς χαθείτε από μπροστά μου. Πολεμήστε για μένα ή χάστε το όνομά σας, τους τίτλους σας και την περιουσία σας. Ο Οίκος των Ντρόγκομιρ θα είναι κλειστός για εσάς»
«Έχουμε φύγει από τον Οίκο σου εδώ και χρόνια, παλιόγερε!» του πέταξε η Νερίσσα και με αυτά τα λόγια της η προσπάθειά τους να λογικεύσουν τον Άρχοντα έληξε άδοξα. Το σπίτι της Ντεσμέρας είχε γεμίσει εξόριστους.
«Δεν πειράζει» ανακοίνωσε η ξανθιά Ντρόγκομιρ, μόλις τελείωσε την αφήγησή της, σηκώνοντας τους ώμους της. Ήταν καθισμένη πάνω στο χαλί μπροστά στο τζάκι, απολαμβάνοντας τη ζέστη της δυνατής φωτιάς στην πλάτη της. «Έχω πολύ χρυσάφι. Αν ο Αίρυς πιστεύει πως οι τίτλοι του και η περιουσία του θα τον κρατήσουν ζωντανό στο πεδίο της μάχης, είναι γελασμένος. Όταν καταλάβει το λάθος του, θα είναι αργά, και εμείς θα ξεκινάμε τη ζωή μας σε κάποια παραθαλάσσια πόλη με χρυσό ήλιο»
Κοίταξε τα ξαδέρφια της. Η Ορόρα καθόταν κι εκείνη στο πάτωμα, δίπλα σε μια ξύλινη κουνιστή καρέκλα που είχε καταληφθεί από τον Νάριαν, ενώ ο Ντέβαν στην πολυθρόνα της Ντεσμέρας με το χέρι του γύρω από την μέση της Κίρας. «Θα σας πρότεινα να έρθετε μαζί μας, αλλά μάλλον θα προτιμήσετε να μείνετε στο κάστρο των Σέλτιγκαρ»
«Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο» μουρμούρισε η Κίρα, χαϊδεύοντας το χέρι του Ντέβαν. «Ο Αίρυς δε θα αφήσει τον Ντέβαν έτσι απλά. Κάθε βασιλιάς χρειάζεται έναν διάδοχο. Θα προσπαθήσει να σε αναγκάσει να γυρίσεις πίσω και να σταθείς δίπλα του»
«Θα το κάνει» συμφώνησε το αγόρι. «Αλλά προς το παρόν είναι απασχολημένος με άλλα πράγματα»
«Ο Αίρυς και ο Κάσρελ θέλουν πόλεμο. Πώς σταματάς δυο άντρες που θέλουν να πολεμήσουν;»
«Ο Κάσρελ Ρίχακ είναι ένας θρασύδειλος» είπε η Ορόρα και ίσιωσε το γαλάζιο σάλι που είχε γλιστρήσει από τους ώμους της. «Αν ο πατέρας μας δεν του έδινε την αφορμή, δε θα τολμούσε να κάνει κινήσεις εναντίον μας»
«Αν σκοτώναμε τον έναν, τότε ο άλλος δε θα έχει αντίπαλο για να πολεμήσει» είπε η Νερίσσα, απαντώντας στην ερώτηση της Κίρας.
«Αν σκοτώσουμε τον Κάσρελ, θα ξεσπάσει χάος στη Νταχάρα» της απάντησε ο Ντέβαν. «Τα παιδιά του είναι ακόμα μωρά. Ο καθένας θα είναι ελεύθερος να προσπαθήσει να αρπάξει τον θρόνο. Το εσωτερικό της χώρας θα αποδιοργανωθεί και ο πατέρας μου θα είναι ελεύθερος να εισβάλει. Θα γίνει μακελειό»
«Ο λαός της Νταχάρας είναι περήφανος» πρόσθεσε η Ορόρα. «Ο πατέρας μας μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο, αλλά οι άνθρωποι δε θα σκύψουν τα κεφάλια και θα τον δεχθούν ως ηγέτη. Θα υπάρχουν συνέχεια προβλήματα και ξέρετε πόσο σκληρός μπορεί να γίνει ο Αίρυς Ντρόγκομιρ»
«Η αλήθεια είναι πως δεν είναι ο πιο στοργικός ηγέτης» συμφώνησε ο Νάριαν.
«Οι άνθρωποι της Νταχάρας είναι αθώοι» είπε ο Ντέβαν. «Δεν τους αξίζει να υποφέρουν, επειδή δυο άντρες δε μπορούν να ξεπεράσουν το μίσος τους»
Τα ζαφειρένια μάτια της Νερίσσας καρφώθηκαν στα χρυσά μάτια του Ντέβαν. «Ποιος είπε πως μιλούσα για τον Άρχοντα Κάσρελ; Ο διάδοχός του είναι ένα παιδί που δε μπορεί να κυβερνήσει ακόμα, αλλά εσύ...»
«Μη λες ανοησίες, Νερίσσα» τη διέκοψε απότομα ο Ντέβαν. Το βλέμμα της ξανθιάς Ντρόγκομιρ σκλήρυνε. Η φωτιά πίσω της έριχνε χάλκινες ανταύγειες στα μαλλιά της που έμοιαζαν με περικεφαλαία γύρω από το πρόσωπό της. Μια πολεμίστρια έτοιμη για μάχη.
«Γιατί ανοησίες; Επειδή δεν σου αρέσει αυτό που ακούς; Είμαστε στα πρόθυρα πολέμου, Ντέβαν! Σε τέτοιους καιρούς αναγκαζόμαστε να πάρουμε αποφάσεις που δε μας αρέσουν. Αν θέλαμε να νικήσουμε αυτόν τον πόλεμο, υπάρχει μια καλή πιθανότητα να τα καταφέρναμε, αλλά δεν προσπαθούμε να νικήσουμε, προσπαθούμε να μειώσουμε τις απώλειες!»
«Και η λύση που προτείνεις είναι να σκοτώσω τον πατέρα μου;»
«Μια ζωή για να σωθούν χιλιάδες. Εμένα μου ακούγεται καλή συμφωνία»
«Αν σκοτώσω τον ίδιο μου τον πατέρα, θα είμαι καταραμένος στα μάτια των Θεών και των ανθρώπων. Ποιος θα δεχόταν να ακολουθήσει έναν άντρα που θα έπαιρνε την εξουσία με αυτόν τον τρόπο;»
«Πολλοί, επειδή ξέρουν τι είσαι εσύ και τι είναι ο Αίρυς!» φώναξε αγανακτισμένη. «Και αν ανησυχείς τόσο για την καταδίκη της ψυχής σου, θα το κάνω εγώ!»
«Μετά θα έπρεπε να κυβερνήσεις τον Οίκο» επισήμανε ήρεμα ο Νάριαν. «Και δεν το θέλεις αυτό. Εξάλλου, δε μπορείς να τον σκοτώσεις μόνη σου. Οι δράκοι μεγαλώνουν σε μέγεθος με τον χρόνο και ο Άρχοντας Αίρυς είναι ο μεγαλύτερος, εκτός του θείου Γκρέγκορ. Θα χρειαζόντουσαν δυο από εσάς για να τον σκοτώσετε και άλλοι δυο για να κρατάνε πίσω τον θείο Γκρέγκορ» πρόσθεσε, βολεύτηκε καλύτερα στην καρέκλα του και έμπλεξε τα δάχτυλά του πάνω στην ποδιά του. «Δεν έχουμε αρκετούς δράκους»
«Η δύναμη δεν είναι το παν σε μια μάχη» αντιγύρισε πεισματικά η Νερίσσα.
«Έχεις δίκιο, αδελφή, μετράει και η πείρα. Κάτι που εσείς δεν έχετε, γιατί κανένας σας δεν έχει βρεθεί σε πραγματική μάχη. Ξέρεις ποιος έχει πολεμήσει σε μάχες και σε πολέμους; Ο Αίρυς»
Τα ελαφριά βήματα της Αμελί ανήγγειλαν την είσοδό της στο καθιστικό. «Συμβαίνει κάτι; Η Ντεσμέρα με έστειλε να δω γιατί φωνάζετε. Μόλις βάλαμε το μωρό για ύπνο»
«Η Ντεσμέρα έμεινε μαζί του;» ρώτησε η Κίρα.
Η κοπέλα ένευσε καταφατικά. «Λέει πως της αρέσει να τον βλέπει να κοιμάται» είπε, και η Κίρα μπορούσε να φανταστεί γιατί. Ήταν σίγουρη πως ο Ραίγκαρ ήταν ολόιδιος με τον Ντέβαν, όταν ήταν μωρό. Το θέαμα του γιου της που κοιμόταν ξυπνούσε μνήμες στη Θεραπεύτρια.
«Θα φτιάξω τσάι» προσφέρθηκε η Αμελί και ακούμπησε το χέρι της πάνω στην κοιλιά της που φούσκωνε όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. «Χρειάζεστε κάτι άλλο;» ρώτησε. Όλοι κούνησαν αρνητικά τα κεφάλια τους και η Αμελί χάθηκε μέσα στην κουζίνα.
«Υπάρχει κι άλλος τρόπος» είπε κατόπιν ο Νάριαν, επαναφέροντας την προηγούμενη συζήτηση. «Μπορείς να προκαλέσεις τον άρχοντα πατέρα σου για τον θρόνο. Έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν»
Η Κίρα τον κοίταξε, με το μέτωπο της να ζαρώνει από την απορία. «Πριν από λίγο δεν έλεγες πόσο δύσκολο είναι να σκοτωθεί ο Αίρυς;»
«Δεν είπα πως ο Ντέβαν θα νικήσει, είπα απλά ότι υπάρχει και αυτή η επιλογή» διευκρίνισε και στράφηκε προς τον ξάδελφό του. «Λοιπόν, τι λες; Μια μονομαχία για τον θρόνο είναι πιο τίμιος τρόπος για να πάρεις την εξουσία»
«Η μονομαχία είναι μέχρι θανάτου;» ρώτησε η Κίρα, κοιτάζοντας μια τον Ντέβαν και μια τον Νάριαν.
«Όχι. Μόνο μέχρι ο ένας από τους δυο να παραδοθεί» απάντησε ανέκφραστα ο Ντέβαν. Η Κίρα ήθελε να τον ρωτήσει τι σκεφτόταν, αλλά υπήρχαν πολλά αυτιά και πολλά μάτια μέσα στο δωμάτιο για να το κάνει.
«Πράγμα που δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ» την ενημέρωσε ο Νάριαν. «Να παραδοθεί κάποιος, εννοώ. Οι περισσότεροι προτιμούν τον θάνατο από το να ρίξουν την περηφάνια τους και να ζήσουν ως εξόριστοι. Τι να πω, η οικογένεια μας δεν ξέρει πότε να υποχωρεί»
Εικόνες άστραψαν στο μυαλό της Κίρας, τα σαγόνια του μεγάλου ασημένιου δράκου να κλείνουν γύρω από τον λαιμό του μαύρου και να τον τσακίζουν, και κατέπνιξε το ρίγος που την διαπέρασε για να μην το αντιληφθεί ο Ντέβαν. Στην Αρχαία Πόλη πατέρας και γιος είχαν πολεμήσει. Αν έκλεινε τα μάτια της, μπορούσε να δει πεντακάθαρα τον Αίρυς να καρφώνει τα κοφτερά νύχια του στην ουρά του Ντέβαν και σχεδόν να τον γκρεμίζει από τον ουρανό, τα λυσσασμένα χτυπήματα που είχαν σκοπό να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά στον γιο του, ενώ ο Ντέβαν προσπαθούσε να αμυνθεί, αλλά όχι να σκοτώσει. Αυτή ήταν η διαφορά τους. Ο Ντέβαν δεν ήταν αδίστακτος σαν τον πατέρα του...
Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος, σκέφτηκε. Κάτι που δε θα ανάγκαζε να σκοτώσει τον πατέρα του ή να σκοτωθεί, επειδή η Κίρα ήταν απόλυτα βέβαιη πως ο Αίρυς δεν θα παραδινόταν.
Η Αμελί μπήκε ξανά στο καθιστικό κρατώντας έναν ξύλινο δίσκο γεμάτο αχνιστές κούπες. Η Κίρα πήρε μια και την ευχαρίστησε. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, εστιάζοντας στην αίσθηση του καψίματος πάνω στη γλώσσα της και στον λαιμό της, ελπίζοντας πως θα βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό της.
Τα προβλήματα δεν είχαν τελειωμό. Εκτός από τον Αίρυς και τον Κάσρελ, υπήρχε και ο Ελεαζάρ με τις μάγισσές του. Κατά τη γνώμη της Κίρας, εκείνος είχε το πραγματικό πλεονέκτημα σε αυτόν τον πόλεμο: τις Μάντισσες. Όποια απόφαση κι αν έπαιρναν οι Ντρόγκομιρ, όποια κίνηση κι αν σχεδίαζαν να κάνουν, εκείνος θα την ήξερε εκ των προτέρων. Η Ραζιγιέ είχε ξεκαθαρίσει πριν από μέρες ότι δεν είχε σκοπό να βοηθήσει.
«Μη διανοηθείς να μου ζητήσεις ξανά κάτι τέτοιο! Οι μάγισσες είναι οι άνθρωποί μου, όχι οι Ντρόγκομιρ. Δεν έχω έχθρα με τον Ελεαζάρ και δεν σκοπεύω να αποκτήσω για χάρη σας» είχε δηλώσει. Παντού εχθροί και πουθενά σύμμαχοι.
Ο θόρυβος από τα χτυπήματα στην πόρτα αντήχησε σε ολόκληρο το σπίτι. Η Κίρα αντάλλαξε ένα ανήσυχο βλέμμα με τον Ντέβαν. Τα χτυπήματα ήταν γρήγορα και βαριά, λες και το άτομο που χτυπούσε ήθελε να ρίξει την πόρτα. Ο Ντέβαν σηκώθηκε όρθιος. «Μείνετε εδώ» πρόσταξε και προχώρησε προς την είσοδο, με την Ορόρα και τη Νερίσσα να τον ακολουθούν. Ολόκληρη η πόρτα δονούταν από τα άγρια χτυπήματα. Έκανε νόημα στις δυο Μεταμορφίστριες να είναι έτοιμες, γύρισε το κλειδί και ξεκλείδωσε.
Η πόρτα πρόλαβε να ανοίξει ελάχιστα. Το άτομο που χτυπούσε την έσπρωξε με δύναμη για να περάσει και όρμησε μέσα στο σπίτι. Ο δίσκος μαζί με δυο κούπες γλίστρησαν από τα χέρια της Αμελί και έπεσαν με πάταγο στο πάτωμα, σχηματίζοντας λεκέδες από τσάι πάνω στο χαλί. Ο Έντγκαρ Ντρόγκομιρ διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε με τρεις μεγάλες δρασκελιές και τράβηξε τη σαστισμένη κοπέλα στην αγκαλιά του. Φαινόταν τόσο μικροσκοπική σε σύγκριση με τη ψηλή φιγούρα του, που χανόταν μέσα στην αγκαλιά του.
«Είσαι καλά;» ψιθύρισε μέσα στα καστανόξανθα μαλλιά της. «Το μωρό;»
Κάθε λέξη του ακουγόταν βραχνή, σχεδόν πνιχτή, λες και ήταν ένας άντρας που είχε μείνει για πολύ καιρό κάτω από την επιφάνεια του νερού και αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που του δινόταν να αναπνεύσει. Η Αμελί τύλιξε τα λεπτά χέρια της γύρω από την μέση του.
«Το μωρό είναι καλά. Και οι δυο είμαστε καλά»
«Ανάθεμά σε, Έντγκαρ, μας κατατρόμαξες!» είπε η Ορόρα, αλλά δεν υπήρχε κακία στη φωνή της. «Έτσι όπως χτυπούσες νομίζαμε πως δεχόμασταν επίθεση από τον στρατό της Νταχάρας!»
Ο Έντγκαρ ίσα που γύρισε το κεφάλι του για να της ρίξει μια λοξή ματιά πάνω από τον ώμο του.
«Επειδή υποθέσατε πως, αν κάποιος σκόπευε να σας επιτεθεί, θα ήταν αρκετά ευγενικός ώστε να χτυπήσει την πόρτα για να σας ειδοποιήσει πριν το κάνει;» ειρωνεύτηκε. Η Αμελί πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και πέρασε προσεχτικά τον αντίχειρα της πάνω από μια μεγάλη μοβ μελανιά πάνω στο δεξί ζυγωματικό του. Τα γεμάτα αγωνία καστανά μάτια της έψαξαν τα γαλάζια δικά του.
«Τι σου κάνουν;» ρώτησε, κι ο Έντγκαρ έπιασε το χέρι της και το κατέβασε.
«Μην ανησυχείς για μένα» απάντησε κι ο τόνος του ήταν κοφτός. Όπως κι αν είχε δημιουργηθεί η μελανιά, δεν είχε σκοπό να το αφηγηθεί.
«Δεν έχω πολύ χρόνο» είπε ξανά, μπλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά της. «Νομίζω πως ο Άρχοντας Αίρυς με άφησε να φύγω για να δοκιμάσει την αφοσίωσή μου. Για να δει αν θα επιστρέψω»
«Πώς είναι τα πράγματα στον Οίκο μας;» ρώτησε ο Ντέβαν. Ο Έντγκαρ τράβηξε το βλέμμα του από την Αμελί για να τον κοιτάξει, και με κάποιο τρόπο αυτή η μικρή κίνηση έδωσε την εντύπωση πως απαιτούσε κολοσσιαία προσπάθεια.
«Άσχημα. Ο Κάσρελ και η Κάλικ καβγαδίζουν συνέχεια. Χθες στο δείπνο λίγο έλειψε να γκρεμίσουν την τραπεζαρία. Οι υπηρέτες φοβούνται να διασχίσουν τους διαδρόμους από φόβο μήπως πέσουν πάνω τους ή στον Άρχοντα Αίρυς. Οι άρχοντες Όλσεν και Άσφολντ διαμαρτυρήθηκαν όταν τους ζητήθηκε να στείλουν στρατιώτες - τους ζητούν πάρα πολλούς και οι περιουσίες τους θα μείνουν αφύλακτες. Τώρα τα παιδιά του είναι στο κάστρο ως φιλοξενούμενοι του πατέρα σας»
«Εννοείς όμηροι, για να εξασφαλίσει πως ο Όλσεν και ο Άσφολντ θα συμμορφωθούν δίχως διαμαρτυρίες»
«Και εμείς δεν είμαστε σε καλύτερη θέση, Ντέβαν» είπε απότομα ο Έντγκαρ. «Ο Άρχοντας Αίρυς δε μας επιτρέπει να βγούμε από το κάστρο, ούτε καν στην αυλή. Παρακολουθεί την κάθε μας κίνηση και φροντίζει να μη γνωρίζουμε την παραμικρή λεπτομέρεια για τα σχέδιά του. Θα μπορούσε να είχε περάσει μια αλυσίδα γύρω από τον λαιμό μας λες και είμαστε κυνηγόσκυλα, δεν θα είχε μεγάλη διαφορά»
«Αλλά θα πρέπει να υπάρχει κάτι που να ξέρεις» είπε η Ορόρα, προσπαθώντας να διατηρήσει μια μικρή νότα αισιοδοξίας. Ο Έντγκαρ πήρε μια βαθιά ανάσα για να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να κρατήσει τον θυμό που έσταζε από τα προηγούμενα λόγια του.
«Υπάρχει, αλλά δεν ξέρω πόσο μπορεί να βοηθήσει. Ο πατέρας σας θα ξεκινήσει να προελαύνει για τη Νταχάρα σε δυο μέρες. Λέει πως, αφού έχασε το στοιχείο του αιφνιδιασμού, δεν έχει πια λόγο να περιμένει»
«Μα όλα εκείνα τα παιδιά που είπαν ότι θα εκπαιδεύσουν...» χλόμιασε η Ορόρα.
«Ξύπνα, Ορόρα. Δεν έχει καμία σημασία αν εκείνα τα παιδιά θα προλάβουν να μάθουν πώς να χειρίζονται ένα σπαθί ή να κρατάνε μια ασπίδα Θα είναι στην πρώτη γραμμή, θα κουράσουν τους στρατιώτες του Άρχοντα Κάσρελ μέχρι να μπουν στη μάχη οι πραγματικοί πολεμιστές και στο τέλος της ημέρας θα καταλήξουν σε κάποιον ομαδικό τάφο στα σύνορα»
«Δε μπορούμε να επιτρέψουμε να συμβεί αυτό… Πρέπει να επέμβουμε» είπε ο Νάριαν, αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Ντέβαν και ολόκληρη η συζήτηση περί της μονομαχίας για τον θρόνο παίχτηκε ξανά στο μυαλό της Κίρας.
«Πόσους στρατιώτες έχει ο πατέρας μου;» ρώτησε ο Ντέβαν.
«Θα ξεκινήσει με περίπου είκοσι χιλιάδες, αλλά περιμένει κι άλλους από την επαρχία. Δεν ξέρω πόσους, ή ποιοι άρχοντες θα στείλουν άντρες. Όπως είπα, δε μοιράζεται τα σχέδιά του μαζί μας»
Μετά από αυτό ο Έντγκαρ δεν είχε να πει κάτι άλλο για να τους βοηθήσει, και αφού θα έφευγε για να σύνορα μαζί με τα αδέλφια του και τον πατέρα του σε δυο μέρες και κανείς δε γνώριζε πότε θα κατάφερνε να ξαναδεί την Αμελί, οι δυο τους αποσύρθηκαν στην κουζίνα, ώστε να μπορέσουν να έχουν μερικές ιδιωτικές στιγμές προτού αναγκαστεί να φύγει. Οι υπόλοιποι σχημάτισαν έναν κύκλο στο κέντρο του καθιστικού. Η ένταση ήταν σχεδόν απτή στον αέρα. Ο Νάριαν κάρφωνε το βλέμμα του στο κενό, ξύνοντας το ξανθό χνούδι που είχε φυτρώσει στα μάγουλά του. Η Ορόρα ήταν γενικά συγκρατημένη, αν εξαιρούσες ότι έσφιγγε και ξέσφιγγε νευρικά τις γροθιές της. Η Νερίσσα είχε μουρμουρίσει μερικές κατάρες, αλλά τώρα απλά περίμενε να ακούσει τι σκεφτόντουσαν οι υπόλοιποι.
«Πρέπει να πάμε» ανακοίνωσε τελικά ο Ντέβαν.
«Να πολεμήσουμε για τον πατέρα σου;» ρώτησε η Νερίσσα, με ύφος που καθιστούσε σαφές πως έβρισκε την ιδέα απεχθή.
«Να προστατεύσουμε τους ανθρώπους μας» τη διόρθωσε. «Οι ζωές των στρατιωτών που έχει μαζί του είναι ευθύνη μας. Δική μου ευθύνη»
«Αυτό σημαίνει ότι θα προκαλέσεις τον πατέρα σου σε μονομαχία για τον θρόνο;» ρώτησε ο Νάριαν.
«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά όποια κι αν είναι η λύση δε θα τη βρούμε αν μείνουμε εδώ. Δε θέλω να σας ζητήσω να με ακολουθήσετε, αλλά φοβάμαι πως η βοήθειά σας θα μου φανεί απαραίτητη»
«Εγώ θα έρθω μαζί σου» δήλωσε πρόθυμα ο Νάριαν.
«Κι εγώ» συμφώνησε η Νερίσσα. «Θέλω να είμαι εκεί για να δω το πρόσωπο του Αίρυς, όταν θα χάσει τον πολύτιμο τίτλο του»
Η Κίρα αναρωτήθηκε αν ήταν η μοναδική που διέκρινε την αμφιβολία μέσα στο κεχριμπαρένιο βλέμμα του Ντέβαν. Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος, επανέλαβε στον εαυτό της. Και θα τον βρω…
Φαίη