Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 1 - Μέρος 3) - Από το Παρίσι, στο Λουρμαρέν

Έχοντας ξαπλώσει, ο μόνος ήχος που ακουγόταν και αυτός μακρινός, ήταν εκείνος των πλασμάτων της εξοχής. Η Ελοντί είχε επικεντρώσει εκεί την προσοχή της, προκειμένου να κατορθώσει να κοιμηθεί, ωστόσο εξαιτίας της υπερέντασης της μετακόμισης και αλλαγής περιβάλλοντος, ένιωθε να βασανίζεται στριφογυρνώντας διαρκώς. Στο τέλος, αποφάσισε να σηκωθεί και ακροπατώντας, κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο όπου είχε τοποθετήσει το σκίτσο και μερικά ακόμη εργαλεία ζωγραφικής και σκιτσογραφίας. Άναψε ένα πολύ μικρό φωτάκι και έφερε στο νου της εικόνες από την ζωή στο Παρίσι. Τους γονείς της, τους φίλους τα μέρη και φυσικά τον Πιερ. Διστακτικά πήρε το μολύβι και ξεκίνησε να ζωγραφίζει σχηματίζοντας γραμμές που σιγά σιγά έπαιρναν μορφή, ώσπου μέσα από τον διπλανό καθρέπτη, ένιωσε πως πέρασε και χάθηκε μία σκιά. Δευτερόλεπτα αργότερα, αισθάνθηκε στο δέρμα της και τον αέρα που αφήνει πίσω της μία γρήγορη φυγή. Με μία κίνηση, άνοιξε όλα τα φώτα μα κανένας απολύτως δεν στεκόταν μπροστά της. Παρατώντας το έργο της ξεκίνησε να κάνει κύκλους νευρικά μέσα στο δωμάτιο, μα τα πάντα ήταν στη θέση τους. ΄΄Τελικά, έχω και εγώ μεγάλη φαντασία΄΄ συλλογίστηκε.

Την επομένη το πρωί, το σώμα της το ένιωθε πιασμένο. Σήκωσε το κεφάλι της αργά και κοίταξε γύρω της. Την είχε πάρει ο ύπνος στο διπλανό δωμάτιο εξαιτίας της υπερβολικής κούρασης. Μπροστά της ήταν απλωμένα τα σκίτσα της προηγούμενης μέρας, μα όταν τα κοίταξε, έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της. Στο σκίτσο απεικονιζόταν μία φρικτή μορφή, μία παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη φιγούρα του εαυτού της. Δεν ήξερε, ή μάλλον δεν έβρισκε λόγια για να το περιγράψει. Θυμόταν πως το προηγούμενο βράδυ είχε προσπαθήσει να απεικονίσει στο χαρτί εκείνη και την Σοφί, μονάχα που τώρα μπροστά της δέσποζαν δύο παραμορφωμένες κοπέλες.

«Ελοντί, καλημέρα. Εδώ κοιμήθηκες;» άκουσε την αγουροξυπνημένη φωνή του Πιέρ και η πρώτη της δουλειά, ήταν να κρύψει τα σκίτσα.

«Ήμουν πολύ κουρασμένη και όπως ήρθα για να ζωγραφίσω εξαιτίας της υπερέντασης, φαίνεται πως με πήρε ο ύπνος εδώ» δικαιολογήθηκε παλεύοντας να κρύψει ένα τρέμουλο στην φωνή της.

Ο Πιέρ στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, με τα καστανά μαλλιά του ανακατεμένα. Πλησιάζοντάς την άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της και ξεκίνησαν να ετοιμάζονται για τις νέες τους δουλειές. Κρυφά από εκείνον, η Ελοντί έσκισε σε χιλιάδες κομμάτια το σκίτσο και μπήκε κατευθείαν για μπάνιο, με τον Πιέρ να την συνοδεύει μιας και ήταν η αγαπημένη του στιγμή. Οι δυο τους γυμνοί, με χιλιάδες αρώματα γύρω τους, ξεκίνησαν να χαϊδεύουν ο ένας το σώμα του άλλου ερωτικά. Τα μακριά δάχτυλα του Πιέρ πέρασαν επιδέξια ανάμεσα από τα βρεγμένα μαλλιά της Ελοντί, αφήνοντας ταυτόχρονα φιλιά στον υγρό λαιμό της. Άξαφνα ωστόσο, αποτραβήχτηκε, με την κοπέλα να τον κοιτάζει με απορία, όταν τα μάτια της στράφηκαν προς τον πάτο της μπανιέρας και στο νερό που είχε ένα παράξενο, άλικο χρώμα.

«Πιέρ τι είναι...»πήγε να ρωτήσει όταν ένιωσε μέσα από τον θολό καθρέφτη του απέναντι τοίχου, μια σκιά να διασχίζει τον διάδρομο και να χάνεται.

Ο νεαρός πετάχτηκε έξω και χτύπησε ελαφρώς την βρύση της μπανιέρας με το νερό να επανέρχεται αμέσως.

«Ίσως λόγω παλαιότητας να έχουν θέμα τα υδραυλικά του σπιτιού. Μπορούμε να φωνάξουμε κάποιον να το δει» της είπε ελαφρώς μαγκωμένα.

«Είδες μήπως κάτι να κινείται;» τον ρώτησε ντροπαλά.

«Η αλήθεια είχα την προσοχή μου στραμμένη στη βρύση. Είδες εσύ κάτι;» την ρώτησε εκείνος τώρα.

«Όχι, θαρρώ πως τελικά όλες αυτές οι χαζές ιστορίες φταίνε» πρόφερε αποφασισμένα.

«Μην δίνεις σημασία» της είπε αφήνοντας ένα φιλί στα χείλη της. «Ανυπομονώ να επιστρέψουμε το απόγευμα μαζί» συμπλήρωσε κλείνοντάς της το μάτι με εκείνη να χαμογελά.

Το χωριό που λατρευόταν από τον νομπελίστα λογοτέχνη Αλμπέρ Καμύ, τους καρτερούσε για να τους γνωρίσει από κοντά. Ήταν Οκτώβρης και καθώς βρίσκονταν πλέον στα νότια της χώρας, ο καιρός ήταν πιο γλυκός. Στην κοιλάδα ολόγυρα χιλιάδες ηλιοτρόπια παρασέρνονταν από τον άνεμο γλυκά. Οι πλούσιες, ανθισμένες ακόμη αμυγδαλιές, το έντυναν με έναν ρομαντισμό που πολλοί θα ζήλευαν. Σε ένα υψωματάκι δέσποζε το κάστρο του και η Ελοντί είχε την επιθυμία να το επισκεφτεί μία μέρα. Διασχίζοντας τα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια, έκαναν στάση σε ένα μικρό φούρνο για να πάρουν το πρωινό τους, όπου με μεγάλη τους χαρά διαπίστωσαν πως η Ναταλί και ο Ναπολεόν ήταν οι ιδιοκτήτες.

«Καλημέρα!» τους φώναξε η Ναταλί από το βάθος, καθώς τοποθετούσε μερικά φρέσκα κρουασάν σε ένα καλάθι. «Δοκιμάστε» τους είπε προσφέροντάς τους δύο, με το χαμόγελο να στολίζει το στρουμπουλό της πρόσωπο. «Λοιπόν πώς κοιμηθήκατε;» τους ρώτησε κρύβοντας και κάποια περιέργεια στην φωνή της.

«Νομίζω πως η κούραση μας έκανε να κοιμηθούμε λες και είχαμε πέσει σε κώμα» την πείραξε ο Πιέρ. «Σας ευχαριστούμε για όλα όσα μας προσφέρατε, μα αφήστε με να σας πληρώσω έστω τα κρουασάν» της είπε και εκείνη ένευσε αρνητικά.

«Δεν χρειάζεται. Την επόμενη φορά που θα αγοράσετε κάτι, θα με πληρώσετε» τους είπε.

«Εντάξει τότε, στην επιστροφή» της υποσχέθηκε η Ελοντί και στο σταυροδρόμι ο δρόμος της με τον Πιέρ χώριζε.

Εκείνη θα εργαζόταν σε ένα υπέροχο, παραδοσιακό ξενοδοχείο, το Mas de Guilles, του οποίου οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι ολόκληροι με γιασεμιά. Για τα καλοκαίρια είχε και κήπο με πισίνα. Μπαίνοντας, βρήκε μία κυρία στην ρεσεψιόν να επεξεργάζεται πληροφορίες στον υπολογιστή. Ήταν σχετικά μεγάλη σε ηλικία με κοντοκουρεμένα, ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια.

«Καλημέρα. Θα πρέπει να είσαι η Ελοντί» της είπε ευγενικά, όταν πίσω της εμφανίστηκε η Ζακελίν.

«Ναι μαμά την γνωρίσαμε χτες» πρόφερε πρόσχαρα.

«Ονομάζομαι Μαρί Κουρλετόν και καθώς το Λουρμαρέν τραβά όλο και περισσότερους επισκέπτες, χρειαζόμουν μία βοήθεια εδώ στην υποδοχή. Από ό,τι είδα γνωρίζεις καλά αγγλικά και έχεις εμπειρία με ξένους φοιτητές. Θα μας φανείς πολύ χρήσιμη. Θα εργάζεσαι πλάι στην κόρη μου» της είπε χαμογελαστά και η Ζακελίν έχοντας πάρει την άδεια από την μητέρα της ξεκίνησε να την ξεναγεί στον τεράστιο κήπο του με την πισίνα, ο οποίος είχε θέα την απέραντη κοιλάδα.

«Πραγματικά το μέρος είναι φανταστικό και οι κάτοικοι ευγενέστατοι. Δεν μετανιώνω λεπτό που ήρθα» είπε η Ελοντί καθώς βρισκόταν καθισμένη σε ένα τειχάκι.

«Αν δεν μας τα χαλούσε όλο αυτό το παραμύθι με τον Φιλίπ, νομίζω το μέρος είναι ιδανικό. Για χιλιοστή φορά απέρριψε το φαγητό μου, ενώ της απέναντι το πήρε. Αλήθεια, πως κοιμήθηκες χτες στο σπίτι; Μεταξύ μας είναι ανατριχιαστικό. Και η ζωγραφιά; Βρέθηκε;» ξεκίνησε τις απανωτές ερωτήσεις η Ζακελίν.

«Την ζωγραφιά την βρήκε ο Πιέρ. Ίσως και να την είχα ξεχάσει εγώ στο δωμάτιο το διπλανό και να μην θυμάμαι καλά. Όμως...» πήγε να πει η Ελοντί, μα δίστασε.

«Όμως;» την ρώτησε η Ζακελίν με αγωνία.

«Νομίζω πως ένιωσα μία παρουσία. Αλλά όταν άναψα τα φώτα δεν ήταν κανείς εκεί. Επιπλέον, το βράδυ έμεινα στο διπλανό δωμάτιο για να ζωγραφίσω και το επόμενο πρωί οι ζωγραφιές ήταν αλλιώτικες, παραμορφωμένες, απόκοσμες. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω» της είπε η Ελοντί θέλοντας για κάποιον λόγο να πετάξει το βάρος από πάνω της προβληματίζοντας την νεαρή κοπέλα.

«Ελοντί, φαίνεσαι καλό άτομο και εσύ και ο Πιέρ. Δυστυχώς όλα έτσι ξεκινάνε πάντα και με όλους. Πρώτα διαμαρτύρονται πως βλέπουν σκιές και στο τέλος καταλήγουν να φεύγουν μέσα στη νύχτα. Δεν θέλω να περάσεις και εσύ τα ίδια, δεν σου αξίζει» της είπε και η Ελοντί σκυθρώπιασε.

«Ίσως, αν του αφήνω και εγώ φαγητό στην κουζίνα, να καταπραΰνω λίγο την ψυχή του. Μαγειρεύω καλά, όχι τόσο παραδοσιακά αλλά νόστιμα» της είπε και η Ζακελίν χαμογέλασε.

«Λοιπόν, μην το σκέφτεσαι άλλο. Μπορεί να ήταν τυχαίο. Όλες αυτές οι ιστορίες επηρεάζουν. Άντε, πάμε κάτω τώρα να σου δείξω πώς λειτουργούν και πώς γίνονται οι κρατήσεις» πρόφερε η Ζακελίν και μαζί κατέβηκαν μέχρι την υποδοχή.

Η αλήθεια υπήρχε πολύ δουλειά μιας και το χωριό συγκέντρωνε αρκετούς τουρίστες. Ευτυχώς την ίδια αποδοχή από το αφεντικό του είχε και ο Πιέρ, ο οποίος διόλου σκεφτόταν όλα αυτά τα τρελά γεγονότα. Το κακό ήταν πως νύχτωνε νωρίς και ο Πιέρ ειδοποίησε την κοπέλα πως θα καθυστερούσε για λίγο στην δουλειά. Εκείνη έτρεξε να προλάβει τον φούρνο για ψωμί λίγο πριν κλείσει και κατόπιν κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Το βράδυ έβαζε ψύχρα και η Ελοντί τύλιξε πάνω της σφιχτά την ζακέτα της. Το σπίτι της ήταν το τελευταίο στην άκρη του δρόμου και καθώς ακούγονταν μονάχα τα βήματά της στις πέτρες, ένιωθε να ανατριχιάζει. Οι γείτονες ξεκίνησαν να αφήνουν το καθιερωμένο τους καλάθι έξω από την πόρτα. Η Ελοντί κοίταξε την αυλόπορτα και για λίγο δίστασε, αλλά μετά συλλογίστηκε πως όλα ήταν απλώς φήμες.

Μπαίνοντας στο εσωτερικό του, επικρατούσε μία ανατριχιαστική σιωπή. Η κοπέλα ανέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα για τα δωμάτια, όταν ένιωσε την καρδιά της να χτυπά γρήγορα. Η πόρτα του δωματίου τους ήταν μισάνοιχτη, μα όταν την έσπρωξε ελαφρώς, αντίκρυσε το απόλυτο χάος. Τα ρούχα τους ήταν σκισμένα και πεταμένα στο πάτωμα. Η Ελοντί ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της. Καθώς ήταν πεσμένη στο πάτωμα μαζεύοντας ό,τι μπορούσε, αισθάνθηκε πίσω από την πλάτη της τον ίδιο άνεμο κίνησης. Έστρεψε απότομα το βλέμμα της μπροστά και διαπίστωσε πως η πόρτα κινήθηκε. Με φόρα σηκώθηκε και κάρφωσε το βλέμμα της στο διάδρομο, αντικρίζοντας το κενό. Δάκρυα σκαρφάλωσαν ξανά στα μάτια της, αλλά δεν θα το έβαζε κάτω. Τρέμοντας κατέβηκε στην κουζίνα αποφασίζοντας να αφήσει ένα καλάθι με φαγητό και να το παρακολουθήσει όλο το βράδυ.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη