Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 21: Μάθημα Ξιφομαχίας)

Η τεχνική που είχε ζητήσει ο Ζεραήλ να κάνει ο Μιχάλης ήταν ακόμη πιο δύσκολη, ειδικά μετά τον εκνευρισμό του. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να βγάλει κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό του, απλά προσπαθώντας να ακούσει όλους τους ήχους που υπήρχαν μέσα στην καλύβα. Έφτασε σε σημείο να ακούει και το χτύπημα του αέρα στην οροφή, πέρα από το συνεχές βούισμα από την περιστροφική κίνηση του μπαστουνιού του Ζεραήλ. Παράλληλα όμως, άρχισε να νιώθει μία αίσθηση δροσιάς, στο στήθος του, πάνω σε όλη την πληγή, εξωτερικά και εσωτερικά, στο χέρι που είχε σπάσει, αλλά και στο σημάδι από την πληγή που του έκανε το διαμάντι.

«Φτάνει» άκουσε τον Ζεραήλ να του λέει.

Σταμάτησε την αυτοσυγκέντρωση και άνοιξε τα μάτια, κοιτώντας τον άνδρα, που σταμάτησε να παίζει τώρα με το μπαστούνι του και τον κοιτούσε με το γνωστό, άγριο και αυταρχικό ύφος του.

«Επειδή δεν έχεις ιδέα από τη μαγεία και τι είναι αυτή, θα σου πω λίγα πράγματα, μήπως και ξεστραβωθείς καθόλου. Αυτή λοιπόν είναι κάτι σαν μια ενέργεια με πνευματική υπόσταση, η οποία μπορεί να δώσει σε κάποιον πολλές δυνατότητες, απλές ή πολύπλοκες. Υπήρχε πάντα, εμφανιζόμενοι σε λίγους μόνο ανθρώπους. Λένε ότι πηγάζει από την ψυχή του ανθρώπου, αλλά αυτό δεν το ξέρει με σιγουριά κανείς. Κάποτε όμως, μερικοί από εκείνους που δεν μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν, τους λεγόμενους πια θνητούς, αισθάνθηκαν μειονεκτικά και προσπάθησαν να καταστρέψουν τους μάγους διαδίδοντας κάτι γελοίες φήμες ότι αυτή είναι διαβολικό δημιούργημα. Κι έτσι φτάσαμε ως εδώ, με εμάς να ζούμε χωριστά από εκείνους. Όσον αφορά τώρα τον έλεγχό της, αν έχεις έστω και ελάχιστο μυαλό, θα μπορέσεις να την εντοπίσεις μέσα σου, μοιάζει με τον τρόπο που κουνάς τους μύες σου, και να τη χρησιμοποιείς με όποιον τρόπο θέλεις φυσικά. Δεν αποτελεί πολεμικό όπλο, αλλά περισσότερο μέσον για βελτίωση του τρόπου ζωής, είτε σαν θεραπευτικό μέσο είτε σαν βοηθητικό σε πολλές δραστηριότητες του ανθρώπου. Αυτό να το βάλεις στο μικροσκοπικό μυαλό σου, όσο μπορεί να γίνει αυτό φυσικά».

Ο Μιχάλης άκουγε με προσοχή όσα του έλεγε ο Ζεραήλ, χωρίς να αντιδρά καθόλου.

«Φυσικά, υπάρχουν και κάποιοι εξυπνάκηδες που τη χρησιμοποιούν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους σε βάρος άλλων, κάτι όμως που δεν πρόκειται να ανεχτώ από σένα»

Αυτό ήταν κάτι που θα έκανε έτσι κι αλλιώς. Το τελευταίο που θα ήθελε ήταν να βασανίσει άλλους, όπως έκαναν σε εκείνον στον Χίελθ.

«Πάρε αυτό το βιβλίο και άρχισε να το μελετάς» του είπε μετά δείχνοντας το βιβλίο πάνω στο τραπέζι, «και σε δύο μέρες θα είσαι και πάλι εδώ, γνωρίζοντας άψογα αυτοσυγκέντρωση, αλλιώς θα σε πετάξω έξω από το χωριό. Εξαφανίσου τώρα» με την πόρτα να ανοίγει απότομα κατά την τελευταία του φράση.

Ο Μιχάλης πήρε το μαύρο εξωτερικά βιβλίο και έφυγε από την καλύβα. Άκουσε την πόρτα να κοπανά πίσω του και έβρισε μέσα από τα δόντια του. Κατευθύνθηκε προς τον ξενώνα τώρα, θυμούμενος πια τη διαδρομή.

Κοιτούσε τη λίμνη καθώς περπατούσε, θέαμα που του άρεσε εκεί. Όλο το μέρος φυσικά ήταν πολύ όμορφο, αλλά η λίμνη ξεχώριζε. Η διατήρησή της ήταν κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που φανέρωνε και την αγάπη των κατοίκων για αυτήν και τα πτηνά που την επισκέπτονταν. Σκέφτηκε να καθίσει για λίγο στην όχθη της, μελετώντας εκεί το βιβλίο που του έδωσε ο Ζεραήλ, αφού δεν ήθελε να πάει μέσα στο δωμάτιό του στον ξενώνα, έχοντας πια μια αποστροφή για τους κλειστούς χώρους μετά την κράτησή του στο Χίελθ. Βρέθηκε λοιπόν καθισμένος μπροστά από τη λίμνη σε ένα σημείο που προσφερόταν για κάτι τέτοιο, έτοιμος να ανοίξει το νέο του βιβλίο.

«Γεια, τι λέει;» άκουσε κάποιον από πίσω του να του μιλάει.

Γύρισε και αντίκρισε τον Νίκο, να τον κοιτάζει, τώρα όμως με ήρεμο ύφος, χωρίς κάποια εχθρότητα. Ο Μιχάλης τον κοίταξε παραξενεμένος, αφού δεν περίμενε να έρθει εκείνος εκεί και να του μιλήσει. Τον χαιρέτησε προσεκτικά.

«Ε, να, ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για χθες, δεν έπρεπε να σου φερθώ έτσι. Απλά φοβάμαι μην πάθει τίποτα η Μαρία» του εξήγησε στη συνέχεια εκείνος.

«Εντάξει, δεν πειράζει. Το κατάλαβα άλλωστε ότι ήθελες να την προστατεύσεις. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση σου»

«Είναι και επειδή έχει συγγένεια με τον Ζεραήλ. Ισως να ήθελαν να τη χρησιμοποιήσουν για να τον απειλήσουν. Αυτός είναι που κρατάει το μέρος κρυφό, άρα εκεί θα χτυπήσουν»

Εξεπλάγη ελαφρώς με αυτό, μιας και η Μαρία δε φαινόταν να έχει τόσο οικεία με τον ηλικιωμένο άνδρα.

«Κι εγώ ερχόμουν και διάβαζα μπροστά στη λίμνη. Σε βοηθάει η ηρεμία της» πρόσθεσε μετά από λίγο ο Νίκος, κοιτάζοντας τη λίμνη.

«Πράγματι. Εσύ έχεις τελειώσει;»

«Όχι ακριβώς, αλλά με τον πόλεμο και αυτά που έγιναν μετά δεν προλαβαίνουν ή δεν μπορούν να διδάξουν πια οι δάσκαλοι»

«Είμαι ο μοναδικός μαθητής εδώ δηλαδή;»

«Στο χωριό, ναι. Πρέπει να έχεις κάτι ξεχωριστό για να σε αναλάβει ο Ζεραήλ, ειδικά τώρα»

Ο Μιχάλης φυσικά είχε ακούσει ξανά να του λένε κάτι τέτοιο. «Τι να σου πω, δεν ξέρω»

«Είσαι τυχερός πάντως. Αν ήσουν αλλού στη χώρα, θα σε αναλάμβαναν τα τσιράκια των Ηγετών και θα σε μετέτρεπαν σε υπηρέτη... το λιγότερο»

Δεν ήθελε να μάθει περισσότερα. Το φοβόταν λίγο. Προτίμησε να αλλάξει θέμα. «Άλλους στην ηλικία μας δεν έχει εδώ;» τον ρώτησε μετά από λίγο, θέλοντας να σπάσει τη σιωπή.

«Έχει, αλλά δε βγαίνουν από τους ξενώνες ή τις καλύβες που βρίσκονται»

«Πολύ ωραία» σχολίασε ειρωνικά ο Μιχάλης για αυτή την κατάσταση που υπήρχε.

«Πρέπει να φύγω» είπε μετά ο Νίκος κοιτάζοντας προς τα πίσω, σαν να θυμήθηκε κάτι εκεί καιι έπειτα απομακρύνθηκε.

Ανακουφισμένος πια μετά και από αυτό, που δεν είχε πια κάποιο πρόβλημα με εκείνο το αγόρι, στράφηκε και πάλι στο βιβλίο του. Ανοίγοντας την πρώτη σελίδα, είδε γραμμένη την έκφραση, που αποτελούσε και τον τίτλο του: Η κοινωνία των Ζέρκα. Γύρισε και διάβασε τις πρώτες σελίδες, όπου αναφερόταν στο πως ήταν αυτή φτιαγμένη και που στηριζόταν. Δεν είχε πολύ μεγάλες διαφορές από τη δικιά του, ενώ μερικά τα θυμόταν από εκείνα που του είχε πει ο Σέκαρ. Το μόνο που διέφερε ήταν οι οικονομικές συναλλαγές, που πολλές φορές γίνοταν με ανταλλαγή αγαθών αντί χρημάτων. Όσο για αυτά, χωρίζονταν σε τέσσερα είδη, κέρματα από λευκόχρυσο, χρυσό, ασήμι και χαλκό, όπου το καθένα ισοδυναμούσε με δέκα κέρματα του επομένου.

Επίσης, του φάνηκε αρκετά ενδιαφέρον το κομμάτι που αναφερόταν στις κατηγορίες των μάγων, για τις οποίες είχε φυσικά ακουστά. Αυτός ο χωρισμός γινόταν επειδή η μαγεία δεν ήταν κάτι σταθερό και ίδιο σε όλους, αλλά κάποιοι μάγοι μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν με διαφορετικό τρόπο από άλλους, χωρίς μεγάλη διαφορά όμως στα αποτελέσματα. Υπήρχαν οι Ζέρκα, οι Αριζέρκα, οι Χιζέρκα, οι Μαζέρκα, οι Ραζέρκα, οι Φεϊζέρκα, οι Γουιζέρκα και οι Λεζέρκα, αλλά δεν ανέφερε τις διαφορές τους.

Την υπόλοιπη μέρα την πέρασε διαβάζοντας και προσπαθώντας να εξασκηθεί στην αυτοσυγκέντρωση, νιώθοντας να έχει αρχίσει να κατανοεί τι έπρεπε να κάνει. Την επόμενη ξύπνησε νωρίς και αποφάσισε να κάνει μία βόλτα. Μόλις βγήκε όμως από την κεντρική πόρτα του ξενώνα, είδε τον Κώστα να πλησιάζει προς τα εκεί.

«Ο Ζεραήλ μου ζήτησε να σου μάθω ξιφομαχία»του ανέφερε ο νεαρός άνδρας μόλις τον χαιρέτησε, «λέει πως αν δεν μπορέσεις να μάθεις να ελέγχεις τη δύναμή σου, να ξέρεις τουλάχιστον να προστατευτείς με ένα σπαθί»

«Πιστεύει αρκετά σε μένα» σχολίασε ειρωνικά ο Μιχάλης, «είναι εύκολη η ξιφομαχία;»

Ο Κώστας γέλασε με αυτό που είπε ο Μιχάλης. «Κι όμως έτσι είναι. Για να θελήσει να μάθεις ξιφομαχία, σημαίνει ότι πιστεύει στις ικανότητές σου. Τώρα, σχετικά με την εξάσκηση που θα κάνουμε, στην αρχή θα μάθεις τις βασικές κινήσεις και μετά θα σου μάθω να μάχεσαι με χρήση μαγείας. Αυτό είναι το ανώτερο επίπεδο μάχης για έναν κάτοικο της χώρας, άρα θα δυσκολευτείς αρκετά»

Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει και κίνησαν προς την πλευρά που οδηγούσε στο σπίτι του Ζεραήλ, αλλά έστριψαν προς τα βόρεια πριν φτάσουν εκεί. Ο δρόμος πλέον ήταν έντονα ανηφορικός. Προχώρησαν αρκετά, μέχρι που έφτασαν σε ένα σημείο που δεν υπήρχαν καλύβες, αλλά μόνο ένας ανοιχτός χώρος που περιβαλλόταν από τα δέντρα της περιοχής. Σταμάτησαν στο κέντρο του.

«Εδώ θα κάνουμε την εξάσκηση όποτε βρίσκουμε χρόνο. Τώρα θα αρχίσουμε απλά, με κομμάτια ξύλου και αργότερα με σπαθιά. Είσαι έτοιμος;»

«Ναι»

Ο Κώστας έκανε μία κίνηση με το χέρι, απλώνοντάς το προς μία πλευρά και την επόμενη στιγμή πέταξαν προς αυτό δύο λεπτές ξύλινες βέργες, στο μέγεθος ενός σπαθιού. Τις έπιασε και μετά πέταξε τη μία προς τον Μιχάλη.

«Ας δούμε πρώτα πως σε βολεύει να πιάνεις το σπαθί. Με το ένα ή με τα δύο χέρια αισθάνεσαι καλύτερα;»

Ο Μιχάλης άρπαξε το ξύλο και με τα δύο χέρια, βάζοντας πρώτα το δεξί πάνω από το αριστερό και χτυπώντας τον αέρα με δύναμη, ενώ επανέλαβε την κίνηση βάζοντας το αριστερό πάνω από το δεξί. Κανένα όμως πιάσιμο από αυτά δεν τον βόλευε. Έπειτα το έπιασε μόνο με το δεξί και έκανε τις ίδιες κινήσεις. Ένιωσε πιο άνετα και πιο εύχρηστο το ξύλο.

«Είσαι επιθετικός τύπος. Σου αρέσουν οι γρήγορες και απότομες κινήσεις δηλαδή» εξήγησε στη συνέχεια ο Κώστας, «ας μάθουμε τώρα κάποιες βασικές κινήσεις»

Μετά έκανε μία επίθεση με το ξύλο, χτυπώντας τον αέρα δύο απανωτές φορές με αρκετή δύναμη. Αυτό ζήτησε να το κάνει και ο Μιχάλης. Στην αρχή του φάνηκε αστείο αυτό, αλλά μετά την πρώτη προσπάθεια ο Κώστας του είπε πως δεν ήταν καλός και ήθελε πολλή εξάσκηση. Έτσι, επανέλαβε αυτή την κίνηση πολύ περισσότερες φορές από όσες μπορούσε να φανταστεί, με αποτέλεσμα στο τέλος να πιαστεί το χέρι του, από το συνεχές πάνω-κάτω. Τελικά, μετά από όλες αυτές τις επαναλήψεις, ο Κώστας του είπε πως τα κατάφερε και συνέχισε δείχνοντάς του κάποια άλλη κίνηση.

Από την επίθεση πέρασαν στην άμυνα, αφού όπως του είπε είναι πιο βασικό να μάθει να αμύνεται και όχι να επιτίθεται. Μπορεί ο άλλος να είναι πιο ικανός και γρήγορος, άρα θα έπρεπε να μάθει πρώτα πώς να προστατεύεται. Τον έβαλε λοιπόν να φέρνει το ξύλο στον αέρα, σαν να προσπαθούσε κάποιος να του επιτεθεί και εκείνος να αμυνθεί, με διάφορους τρόπους και κινήσεις. Αυτό κράτησε για αρκετή ώρα, δηλαδή ώρες, μέχρι που του είπε να σταματήσουν.

«Από την επόμενη φορά θα εξασκηθούμε μαζί, εσύ δηλαδή θα προσπαθείς να προστατευτείς από τα χτυπήματά μου»

Στη συνέχεια εξαφάνισε τα ξύλα και τον ενημέρωσε πως το επόμενο μάθημα θα γινόταν μετά από δύο μέρες, λόγω μεγάλου φόρτου εργασίας.

«Δηλαδή; Νόμιζα ότι τώρα που κρύβονται εδώ όλοι, δε θα υπήρχαν δουλειές» υπέθεσε ο Μιχάλης.

«Ίσα-ίσα, τώρα χρειάζεται να δουλέψουμε πιο πολύ. Δεν έχουμε επαφή με την υπόλοιπη χώρα, επομένως πρέπει να καλύψουμε μόνοι μας όλες τις ανάγκες αυτών που μένουν εδώ, που είναι πολύ περισσότεροι από πριν. Και μην ξεχνάς ότι πρέπει να προσέχουμε για να μη μας βρουν»

Μόλις ολοκλήρωσε την κουβέντα του, έφυγε βιαστικά από εκείνο το μέρος. Το ίδιο έκανε και ο Μιχάλης, που πέρασε την υπόλοιπη μέρα εξασκούμενος στην αυτοσυγκέντρωση.