Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 31-Μέρος 2)

Το έδαφος ήταν άνισο και το χώμα ήταν υγρό και μαλακό. Η λάσπη κατάπινε τις μπότες τους, δυσκολεύοντας τα βήματα του και επιβραδύνοντας την ανάβαση τους. Η Κίρα στάθηκε μια στιγμή για να πάρει μια ανάσα και κοίταξε το καφεπράσινο τοπίο που τους περικύκλωνε. Είχαν πετάξει ως ένα σημείο αλλά τα δέντρα είχαν πυκνώσει πολύ και αν επιχειρούσαν να πετάξουν πάνω από το δάσος στην υπόλοιπη διαδρομή υπήρχε πιθανότητα να μη βρουν σημείο για να προσγειωθούν.

Οπότε περπατούσαν.

Πίσω στο Δάσος των Ψιθύρων, η Ραζιγιέ είχε δείξει στον Νάριαν πώς να χρησιμοποιήσει το φυλαχτό του Ραίγκαρ σαν πυξίδα για να βρουν τους Ορεσίβιους. Αλλά ο μικρός δεν είχε χαρεί καθόλου όταν ο θείος του προσπάθησε να του το πάρει. Έκλαιγε τόσο δυνατά που η Κίρα περίμενε να δει τους Ορεσίβιους να βγαίνουν μέσα από τα δέντρα και να έρχονται εκείνοι να βρουν αυτούς για να δουν τι έκανε τόση φασαρία.

'Συγχωρέστε με για αυτό που θα πω, αλλά ο γιος σας είναι ένα μικρό κακομαθημένο τους είχε πει ο Νάριαν. Τώρα βάδιζε δίπλα στην Κίρα για να μπορεί να χρησιμοποιεί το φυλαχτό χωρίς να χρειαστεί να το βγάλει από το χέρι του μωρού, κάτι που τους ανάγκαζε να κάνουν συχνές στάσεις για να επαναλαμβάνει το ξόρκι.

Λεπτές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό της. Παρά την παγωνιά, υγρασία νότιζε τα ρούχα τους και το κρύο δάγκωνε το δέρμα τους κάθε φορά που τον χτυπούσε ο άνεμος. Παλιά δεν την ενοχλούσε το κρύο. Μπορούσε να κάθεται για ώρες στο μπαλκόνι της και να κοιτάζει τα άστρα ή να ατενίζει το σκοτεινό, αλλά οικείο, φαράγγι που απλωνόταν μπροστά της. Θα έμενε εκεί, ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα, ώσπου να έρθει μια υπηρέτρια και να την μαλώσει που καθόταν έξω επειδή «δεν ήταν ασφαλές». Αλλά ο Ντέβαν, όπως όλοι οι δράκοι, προτιμούσε τα ζεστά μέρη και της είχε μεταδώσει αυτή τη συνήθεια.

Για να ξεχάσει το κρύο και να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο στη διάρκεια της διαδρομής άρχισε να πλέκει ιστορίες με τον νου της. Μια από αυτές ήταν μια εξέγερση στο στρατόπεδο του Αΐρυς. Οι στρατιώτες, γεμάτοι οργή για τον Άρχοντα που τους είχε σύρει μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειες τους, ξεσηκωνόντουσαν εναντίον του και τον ανέτρεπαν. Μετά, βλέποντας πως ο Ντέβαν ήταν καλύτερη επιλογή από τον πατέρα του -επειδή ακόμα και ο πιο αργόστροφος θα το καταλάβαινε αυτό- τον έστεφαν Άρχοντα.

Ήταν μια ευχάριστη σκέψη. Δυστυχώς, ο μισός στρατός ήταν κρεβατωμένος, άρα ανίκανος να πάρει τα όπλα και η Κίρα δεν ήξερε πως να οργανώσει μια εξέγερση.

Επιτέλους, η Σύναξη φάνηκε μπροστά τους. Η Κίρα είχε την αίσθηση ότι περπατούσαν για ώρες. Ήταν ελαφρά λαχανιασμένη και το χέρι της που στήριζε το βάρος του Ραίγκαρ είχε μουδιάσει. Τα πέτρινα σπίτια των μαγισσών ήταν χτισμένα σε πολύ κοντινές αποστάσεις το ένα με το άλλο, λες και είχαν μαζευτεί όλα μαζί για να ζεσταθούν. Η σκεπές τους είχαν έντονη κλίση ώστε να μη συγκρατούν χιόνι και να μη κινδυνεύουν να καταρρεύσουν από το βάρος.

Η Σύναξη είχε μαζευτεί, άντρες και γυναίκες με βαριά μάλλινα ρούχα στέκονταν σαν φρουροί μπροστά στις πόρτες των σπιτιών τους, παρατηρώντας την κάθε κίνηση των νεοφερμένων. Τα πρόσωπα τους ήταν βλοσυρά και τα βλέμματα τους ήταν καχύποπτα. Κανείς δεν μιλούσε ούτε σάλευε, μονάχα στεκόντουσαν ριζωμένοι στις θέσεις τους χωρίς να κουνιούνται ούτε σπιθαμή.

Η Κίρα και οι Ντρόγκομιρ ήταν ανεπιθύμητοι σε αυτό το μέρος.

Κοίταξε τον γιο της που είχε αποκοιμηθεί, με το κεφάλι του να ακουμπάει στον ώμο της και το χέρι του γύρω από τον λαιμό της. Οι μάγισσες δεν θα τους έβλαπταν. Αν κινδύνευαν ο Ραίγκαρ θα το ένιωθε, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Ένιωσε μια σιγουριά να την πλημμυρίζει.

Δεν είχε καμία σημασία που οι μάγισσες δεν τους ήθελαν εδώ. Είχαν έρθει με μια αποστολή και θα την έφερναν εις πέρας.

Ο Ντέβαν σάρωσε τη σκηνή με το βλέμμα του, υπολογίζοντας την κατάσταση.

«Ονομάζομαι Ντέβαν Ντρόγκομιρ», ανήγγειλε με καθαρή, δυνατή φωνή. «Έχω έρθει εδώ για να δω τον Ελεαζάρ».

Μια από τις ξύλινες πόρτες των σπιτιών άνοιξε και ένας ψηλός, ξανθός άντρας εμφανίστηκε στο κατώφλι. «Ξέρουμε ποιος είσαι. Ελάτε μέσα». Δεν περίμενε απάντηση, απλά χάθηκε ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

Η Κίρα, ο Ντέβαν και ο Νάριαν αντάλλαξαν ένα βλέμμα και προχώρησαν μπροστά. Η αλήθεια ήταν πως κανένας τους δεν ήλπιζε σε μια πιο θερμή υποδοχή. Οι Συνάξεις είχαν συνηθίσει να ζουν αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο και η παρουσία ξένων τους αναστάτωνε.

«Θα ήταν καλύτερα για εσένα να μη βροντοφωνάζεις το όνομά σου», είπε ο ξανθός μάγος στον Ντέβαν. «Ειδικά από τη στιγμή που οι συγγενείς σου προκαλούν τέτοια αναστάτωση στην περιοχή, Μπορεί να εκπλαγείς, αλλά οι περισσότεροι εδώ δεν ενθουσιάζονται με την ιδέα να έχουν τον γιο του Αΐρυς Ντρόγκομιρ ανάμεσα τους. Κλείστε την πόρτα πίσω σας».

Τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν σε μια ξύλινη τραπεζαρία από βελανιδιά και τράβηξε μια καρέκλα.

«Αν αξίζει κάτι αυτό, ζητώ συγνώμη εκ μέρους του Οίκου μου για την ταραχή που σας προκάλεσε ο άρχοτας-πατέρας μου», είπε ο Ντέβαν όταν όλοι τους είχαν καθίσει.

«Δεν αξίζει πολλά», του απάντησε ο Ελεαζάρ. «Αλλά ακούγεσαι ειλικρινής, οπότε το εκτιμώ».

Η Κίρα παρατήρησε τον Ελεαζάρ. Ήταν ένας άντρας στην ακμή του, πιθανότατα κοντά στην τρίτη δεκαετία της ζωής του. Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα του σταχυού και τα διαπεραστικά μπλέ μάτια του παρατηρούσαν και υπολόγιζαν τα πάντα. Είχε ένα ελκυστικό πρόσωπο, γεμάτο σκληρές γραμμές. Θα μπορούσε να είναι άρχοντας ή πολεμιστής.

Το δωμάτιο στο οποίο βρίσκονταν ήταν όσο μεγάλο χρειαζόταν για να είναι λειτουργικό και άνετο, όμως όχι υπερβολικό. Οι γκρίζοι πέτρινοι τοίχοι ήταν γεμάτοι πολύχρωμα υφαντά. Άλλα απεικόνιζαν τοπία, άλλα σκηνές από τελετές, και άλλα είχαν γεωμετρικά σχέδια. Οι λεπτομέρειες στο καθένα θα απαιτούσαν μεγάλη προσοχή και θα χρειαζόντουσαν το λιγότερο μερικές εβδομάδες για να τελειώσει το κάθε έργο, υπολόγισε η Κίρα. Εξίσου περίτεχνα χαλιά κάλυπταν το πάτωμα. Η φωτιά του απλού τζακιού στη γωνία έκαιγε δυνατά, ζεσταίνοντας ευχάριστά τον χώρο. Ράφια με βιβλία κάλυπταν τους τοίχους στα αριστερά και τα δεξιά του. Η Κίρα αναγνώρισε τη μυρωδιά των αποξηραμένων βοτάνων, που μέσα στο μυαλό της ήταν συνδεδεμένη με το σπίτι της Ντεσμέρας, αλλά δεν εντόπισε ματσάκια με βότανα. Μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον πάνω όροφο.

Για κάποιο λόγο, περίμενε κάτι πιο... επιβλητικό από τον επικεφαλής όλων των Συνάξεων στην οροσειρά. Δεν μπορούσε να φανταστεί ένα βασιλιά να δέχεται ακροάσεις σε ένα τόσο απλοϊκό μέρος. Συνήθως εκείνοι που κρατούσαν εξουσία στα χέρια τους ήθελαν να την επιδεικνύουν.

Αλλά ίσως αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό των ανθρώπων και όχι των μαγισσών. Ή ίσως αυτοί που είχαν πραγματική δύναμη δεν είχαν ανάγκη να εντυπωσιάσουν. Και κρίνοντας από την στάση του Ελεαζάρ, ίσχυε το δεύτερο. Ήταν από τα άτομα που η παρουσία του γέμιζε την αίθουσα. Ήξερε καλά ποιος ήταν και πόση επιρροή ασκούσε στα άτομα που είχε απέναντι του.

Το βαρύ τραπέζι στο οποίο κάθονταν θα μπορούσε να βολέψει τουλάχιστον δέκα άτομα. Ιδανικό για συναντήσεις ανάμεσα στους αρχηγούς των Συνάξεων.

Η Νιλάι θα μπορούσε να έχει καθίσει στην καρέκλα που κάθομαι εγώ τώρα

Αναρίγησε και μνήμες κατέκλυσαν το μυαλό της. Ξαφνικά βρισκόταν ξανά στα Σπήλαια των Οστών, το μέρος που την τρόμαζε πιο πολύ από καθετί στον κόσμο. Η καρδιά της άρχισε να τρέχει. Άκουγε το κλάμα του μωρού της πάνω στον πέτρινο βωμό. Τα αγκάθια των μπλε ρόδων έσκιζαν το δέρμα της καθώς πάλευε με την Νιλάι. Ο λαιμός της έκλεινε από το ξόρκι της μάγισσας και δεν μπορούσε να πάει ανάσα...

Η Νιλάι είναι νεκρή, θύμισε στον εαυτό της και επέστρεψε ξανά στην τραπεζαρία του Ελεαζάρ και στο παρών. Η μάγισσα της είχε κάνει αρκετό κακό όσο βρισκόταν στη ζωή. Δεν θα της επέτρεπε και να παίζει με το μυαλό της μέσα από τον τάφο.

«Θέλω να σε ευχαριστήσω που μας δέχθηκες», πήρε τον λόγο ο Ντέβαν. «Είναι τιμή μας...»

Ο Ελεαζάρ σήκωσε το χέρι του και τον διέκοψε. «Αντιπαθώ τα πολλά λόγια. Γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο βρίσκεσαι σήμερα εδώ, Ντέβαν Ντρόγκομιρ. Η Ραζιγιέ των Ημισελήνων μου έστειλε ένα μήνυμα φωτιάς που μου εξηγούσε την κατάσταση»

«Και τι ακριβώς είπε;» ρώτησε ο Ντέβαν, ισιώνοντας περισσότερο την πλάτη του, τόσο που η στάση πρέπει να ήταν άβολη.

«Για αρχή, να μη σας σκοτώσω πριν σας ακούσω. Είστε τυχεροί που σέβομαι την γνώμη της. Είναι μια εξαιρετικά χαρισματική μάγισσα. Ανέλαβε την διοίκηση των Συνάξεων του δάσους σε μια τόσο τρυφερή ηλικία και παρόλα αυτά κάνει εξαιρετική δουλειά με τις μάγισσες της».

«Σε αντίθεση με κάποιον άλλο που δεν μπορούσε να ελέγξει τις δικές του», μουρμούρισε η Κίρα.

Το έντονο βλέμμα του Ελεαζάρ καρφώθηκε πάνω της, ξεστράτισε για μια στιγμή στο κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της, και επέστρεψε στο πρόσωπο της. «Παρά τις ιστορίες που έχεις ακούσει για εμένα, κυρά, παραμένω θνητός, και οι θνητοί κάνουν λάθη ορισμένες φορές».

Η Κίρα του ανταπέδωσε το βλέμμα. «Λάθη που στοιχίζουν ζωές».

«Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τον παρελθόν,» επενέβη ο Ντέβαν, προτού η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο «αλλά για το κοινό μας μέλλον. Έχουμε να σου κάνουμε μια πρόταση».

Η προσοχή του Ελεαζάρ δεν ξεστράτισε από την Κίρα. «Ποιος είχε την ιδέα να κρύψετε τις αποφάσεις σας από τις Μάντισσες;»

«Δική μου ήταν».

«Εγώ έκανα το ξόρκι», πρόσθεσε βιαστικά ο Νάριαν, με την ελπίδα να πάρει την προσοχή μακριά από την Κίρα.

Χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Ντέβαν κοίταζε μια την Κίρα και μια τον Ελεαζάρ, προσπαθώντας να κρύψει την νευρικότητα του. Από τη μια ένιωθε την παρόρμηση να κρύψει την Κίρα από το βλέμμα του και από την άλλη ήξερε πως δεν είχε περιθώρια να προκαλέσει την οργή του Ελεαζάρ.

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, όπως όταν ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα σύννεφα και οι αστραπές ετοιμαζόντουσαν να πέσουν στη γη.

«Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι», είπε τελικά ο Ελεαζάρ. «Η ιδέα σου ήταν έξυπνη. Απλή και αποτελεσματική. Αυτός είναι ο τρόπος δράσης που προτιμώ κι εγώ. Κρίμα που δεν σας ωφέλησε πουθενά. Είχα ήδη δει αρκετά». Στράφηκε προς τον Ντέβαν. «Γι' αυτό κρατήστε την προσφορά σας. Μπορεί η Ραζιγιέ και οι Συνάξεις του δάσους να άδραξαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην ενδοχώρα, όταν και αν γίνεις Άρχοντας, αλλά εμείς διαφέρουμε. Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στη Ναβίντια, Ντέβαν Ντρόγκομιρ. Τα βουνά είναι το σπίτι μας. Ζούμε πολύ μακριά για να ωφεληθούμε από οποιαδήποτε συμμαχία μαζί σας, και ειλικρινά, δεν την θέλουμε. Οπότε, έχετε κάτι άλλο να μου προσφέρετε;»

Ο Ντέβαν έμεινε σιωπηλός. Τα γρανάζια του μυαλού του γύριζαν με αστραπιαία ταχύτητα για να βρουν μια λύση και να μην καταλήξει αυτό το ταξίδι σε φιάσκο.

«Πιστεύω πως αυτή η συνάντηση έφτασε στο τέλος της», δήλωσε ο Ελεαζάρ.

«Όχι ακόμα», παρενέβη η Κίρα. «Έχω να κάνω μια ερώτηση».

Ο Ελεαζάρ την κοίταξε με ενδιαφέρων και την έκανε νόημα να συνεχίσει.

«Πριν από λίγο καιρό ήρθε στη κατοχή μου ένα καταραμένο κολιέ. Μια ευγενική χειρονομία από τον Άρχοντα Κάσρελ, με σκοπό να σκοτώσει τον γιο μου. Ο Ντέβαν αρρώστησε βαριά εξ αιτίας του».

Ο μάγος την άκουγε με προσοχή.

«Η ερώτησή μου είναι η εξής: εσείς του δώσατε το κολιέ;»

«Βαριά κατηγορία και μάλιστα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι».

«Αν έχω κάνει λάθος στην κρίση μου θα απολογηθώ», του απάντησε, με διόλου απολογητικό ύφος. «Θα απαντήσεις στην ερώτησή μου;»

Ο Ελεαζάρ έγειρε την πλάτη του πάνω στην καρέκλα. «Οι γείτονές σας έμαθαν τις προθέσεις σας και ζήτησαν την βοήθειά μας. Αλλά δεν τους δώσαμε το κολιέ. Δεν θα συμβάλαμε ποτέ σε κάτι τέτοιο», της απάντησε. «Τους δώσαμε το ξόρκι».

Τρία ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω του.

«Και πώς αυτό είναι διαφορετικό;» απαίτησε να μάθει η Κίρα, συγκρατώντας μετά βίας την οργή της.

«Το ξόρκι ήταν αθώες λέξεις πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Δεν ήταν δικές μου για να τις δώσω ή να ελέγξω πώς θα τις χρησιμοποιήσει ο καθένας».«»«Μπάσταρδε», είπε ο Ντέβαν μέσα από τα δόντια του. «Νομίζεις πως αυτή η γελοία δικαιολογία σε απαλλάσσει από κάθε ευθύνη!» του φώναξε και κοπάνησε τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι, κάνοντας το να τρανταχτεί. Οι χρυσές κόρες των ματιών του είχαν χωριστεί στα δυο από κάθετες ερπετοειδείς κόρες και η υφή του δέρματος του τρεμούλιαζε γινόταν πιο τραχιά, λες και οι φολίδες προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από τη σάρκινη φυλακή τους και να βγουν στην επιφάνεια. «Η Κίρα φορούσε εκείνο το κολιέ για μέρες! Θα μπορούσε να είχε πληγωθεί σοβαρά εξαιτίας σου!»

«Όμως δεν πληγώθηκε, σωστά;» απάντησε ατάραχα ο μάγος. «Λόγω αυτού που είναι».

Οι φωνές τους ξύπνησαν τον Ραίγκαρ που άρχισε να κλαίει. Ο Ντέβαν πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια του και ξεφύσηξε. Τα σημάδια της μεταμόρφωσης υποχώρησαν. Όταν τα άνοιξε ξανά ήταν ψυχρά και επικίνδυνα.

«Αν είχε συμβεί τίποτα στην οικογένεια μου θα σε σκότωνα».

«Αν ο Άρχοντας Αΐρυς ανεβάσει τον στρατό του στο βουνό θα σας αφανίσω», αντιγύρισε ο Ελεαζάρ. «Όπως εσύ προστατεύεις τους δικούς σου, το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Η πρώτη επιδημία ήταν προειδοποίηση. Η δεύτερη δεν θα είναι. Δώσε αυτό το μήνυμα στον Άρχοντα σου».

«Οι στρατιώτες μου είναι αθώοι!»

«Το ίδιο και οι άνθρωποί μου».

Ένας ειρωνικός ήχος ξέφυγε μέσα από τον λαιμό της Κίρας τραβώντας την προσοχή των αντρών πάνω της. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με του Ελεαζάρ. «Η Νιλάι και οι δικοί της ήταν αθώοι;» ρώτησε φαρμακερά. «Ήθελε να θυσιάσει το αγέννητο παιδί μου. Με άφησε να πεθάνω στο δάσος λίγες στιγμές αφότου έφερα τον γιο μου στον κόσμο. Τον πήρε μακριά μου χωρίς να με αφήσει να τον κρατήσω στην αγκαλιά μου».

«Αν η Νιλάι δεν είχε χάσει τη ζωή της στο Ξέφωτο των Ρόδων θα είχε τιμωρηθεί όπως της άξιζε, σε διαβεβαιώ. Δεν γνώριζα τις προθέσεις της και δεν είχα ανάμιξη, αλλά αναγνωρίζω πως ήταν δική μου ευθύνη να την εμποδίσω να κάνει ένα διαπράξει ένα έγκλημα που θα σφράγιζε το μέλλον της Σύναξης».

Το τελευταίο κομμάτι δεν έβγαζε νόημα. «Τι σχέση έχει το μέλλον της Σύναξής σου;» ρώτησε μπερδεμένη η Κίρα.

Για πρώτη φορά είδε ρωγμές στο προσωπείο του Ελεαζάρ, λες και ο προηγουμένως απόλυτος έλεγχος της κατάστασης γλιστρούσε μέσα από τα χέρια του. «Οι Μάντισσες είδαν κάτι στο μέλλον μας, αφότου είχα δώσει το ξόρκι στον Κάσρελ Ρίχακ. Αν το ήξερα νωρίτερα δεν θα είχα δεχθεί να τον βοηθήσω». Κοίταξε για μια στιγμή τον Ραίγκαρ προτού επικεντρωθεί ξανά στα υπόλοιπα άτομα στο τραπέζι. «Η Νιλάι είδε την άμεση απειλή που αποτελούσαν οι Ντρόγκομιρ, και το προαίσθημα της αποδείχθηκε σωστό. Δυστυχώς, ο Αΐρυς Ντρόγκομιρ και ο στρατός του είναι το μικρότερο από τα προβλήματα μας».

«Είπες ότι αντιπαθείς τα πολλά λόγια», είπε απότομα ο Ντέβαν. «Μίλα ξεκάθαρα».

«Οι Μάντισσες είδαν ένα σκοτάδι να πλανιέται σαν σύννεφο πάνω από τους ανθρώπους μου. Ένα μεγάλο κακό που τους τύλιγε και διάβρωνε τις ψυχές τους. Αλλά τα οράματα τους είναι συχνά ασαφή. Δεν ξέρουμε τι είναι ή πότε θα έρθει, αλλά όταν θα συμβεί θα έχει την δύναμη να μας καταστρέψει. Όμως εκτός από σκοτάδι και θάνατο, είδαν και ελπίδα». Κοίταξε ξανά τον Ραίγκαρ. «Τον γιο σας».

Η Κίρα πάγωσε. «Ο γιος μου δεν έχει καμία ανάμιξη στις υποθέσεις των μαγισσών».

«Κι όμως. Ο γιος σου θα επιστρέψει σε αυτό το μέρος και μαζί του θα φέρει την ελπίδα να νικήσουμε το σκοτάδι προτού καταστρέψει ό,τι καλό έχουν να προσφέρουν οι μάγισσες αυτού του τόπου».

«Όχι!» του φώναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα της, θέλοντας να βάλει όση περισσότερη απόσταση μπορούσε ανάμεσα στον μάγο και στο παιδί της. «Ο γιος μου δεν θα δώσει τις μάχες σας! Τα προβλήματά σας είναι δική σας υπόθεση. Λύστε τα μόνοι σας!»

«Καταλαβαίνω την ανάγκη μιας μητέρας να προστατεύσει το παιδί της, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις τη μοίρα. Ο γιος σου γεννήθηκε με μια μεγάλη δύναμη, και η δύναμη βαδίζει χέρι-χέρι με την καταστροφή».

«Κάνεις λάθος».

«Κάνω; Φαντάζομαι πως θα πρέπει να περιμένουμε για να μάθουμε». Στράφηκε προς τον Ντέβαν που είχε σηκωθεί από τη θέση του, όπως και ο Νάριαν. «Ντέβαν Ντρόγκομιρ, δεν έχω κάτι προσωπικό απέναντί σου ούτε κερδίζω κάτι αν σε κάνω εχθρό μου. Θέλεις να προστατεύσεις τους ανθρώπους σου και εγώ θέλω να προστατεύσω τους δικούς μου. Δώσε μου τα μέσα για να το κάνω και ορκίζομαι στα Πνεύματα πως δεν θα προσφέρω άλλη βοήθεια στους Άρχοντες της Νταχάρα ούτε θα έχεις να φοβηθείς κάτι από εμένα».

«Αν θέλεις τον Ραίγκαρ...»

«Μην ανησυχείς», τον πρόλαβε. «Αυτό που ζητάω είναι κάτι πολύ πιο απλό. Θέλω τα μαγικά βιβλία που κράτησαν οι Ντρόγκομιρ από την εποχή των διωγμών. Δώσε μου τα και απέσυρε τον στρατό σου από τους πρόποδες του βουνού. Αυτοί είναι οι όροι μου».

Ο Νάριαν τράβηξε λίγο παραπέρα τον ξάδερφο του και του ψιθύρισε στο αυτί. «Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα, Ντέβαν. Υπάρχει λόγος που οι Ντρόγκομιρ δεν έκαψαν αυτά τα βιβλία όπως χιλιάδες άλλα που έπεσαν στα χέρια τους. Τα ξόρκια που περιέχουν είναι επικίνδυνα. Δεν είναι απλά βιβλία, είναι όπλα».

«Έχεις κάποια καλύτερη ιδέα;» ψιθύρισε ο Ντέβαν. «Γιατί οι μόνες εκδοχές που μπορώ να σκεφτώ εγώ, αν δεν συμφωνήσουμε, καταλήγουν με τη Ναβίντια να γεμίζει χήρες και ορφανά. Πιστεύω πως ο Ελεαζάρ θα κρατήσει τον λόγο του».

«Έχω ένα προαίσθημα πως ετοιμάζεσαι να κάνεις ένα μεγάλο λάθος», τον προειδοποίησε ο Νάριαν.

«Είμαστε απελπισμένοι. Προτιμώ να σώσω τις ζωές των Ναβιντιανών σήμερα και να αντιμετωπίσω τις συνέπειες μιας λανθασμένης απόφασης αύριο».

«Εσύ ξέρεις, ξάδερφε».

Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο και κοίταξαν τον Ελεαζάρ.

«Είμαστε σύμφωνοι».

Αν ο αρχηγός των Ορεσίβιων έμεινε ευχαριστημένος από αυτή την εξέλιξη, δεν το έδειξε. «Πάρε τον στρατό σου και τους πολέμους σας μακριά από την περιοχή μας, Ντέβαν Ντρόγκομιρ. Δεν θα δεχθώ να διαπραγματευτώ για δεύτερη φορά».

Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη, αλλά για να την εκτελέσει έπρεπε να πάρει πρώτα την εξουσία. Αυτό ήταν. Ο χρόνος και οι αναβολές είχαν τελειώσει.

Με ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού αντί για χαιρετισμό, οι δυο Ντρόγκομιρ και η Κίρα με τον Ραίγκαρ ετοιμάστηκαν να φύγουν.

«Είδα και το δικό σου μέλλον, Κίρα Σέλτιγκαρ», ήχησε η φωνή του Ελεαζάρ πίσω τους. Τα βήματά τους πάγωσαν. Ο Ελεαζάρ καθόταν ακόμα στην καρέκλα του και τους παρατηρούσε. «Είναι γεμάτο πόνο και φόβο. Και πλησιάζει γρήγορα».

«Προσπαθείς να με τρομάξεις;»

«Τι όφελος θα είχα;» Κοίταξε τον Ντέβαν. «Μπορώ να σας πω περισσότερα. Δες το σαν μια κίνηση καλής θέλησης. Αν φυσικά θέλετε να ακούσετε περισσότερα».

«Όχι!» είπε απότομα η Κίρα και έπιασε το χέρι του Ντέβαν. «Φεύγουμε. Τώρα».

Πρόλαβε να δει τον Ελεαζάρ να χαμογελάει προτού του γυρίσει την πλάτη. Νόμιζε πως αν έπαιζε με το μυαλό της, αυτό θα την έκανε να αφήσει τον γιο της να γίνει στρατιώτης στον δικό του πόλεμο; Δεν υπήρχε περίπτωση.

Όμως τα λόγια του και το μυστήριο χαμόγελό του την ακολουθούσαν σε κάθε βήμα της διαδρομής προς το στρατόπεδο. Τα λόγια του δεν σημαίνουν τίποτα, επανέλαβε ξανά και ξανά στον Ντέβαν που ήταν έτοιμος να επιστρέψει για περισσότερες απαντήσεις. Έπρεπε να εστιάσει την προσοχή του στον πατέρα του και σε αυτό που έπρεπε να κάνει. Δεν είχε περιθώρια να ανησυχεί και για εκείνη. Άλλωστε, η Κίρα θα ήταν συνέχεια με την Ορόρα. Θα ήταν απόλυτα ασφαλής.

Όλα θα πάνε καλά. Τίποτα δε θα μου συμβεί.

Αλλά δεν μπορούσε να διώξει το σφίξιμο από το στήθος της. 
 
Φαίη