Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 3) - Ζώντας στην αφάνεια

Η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στο Λουρμαρέν ήταν το καταφύγιό του. Μικρή, γοτθικού ρυθμού, ήταν η καρδιά αυτού του τόπου και ησυχαστήριο για όλους τους πιστούς. Ποτέ του δεν πήγαινε όταν έβλεπε κόσμο. Συνήθως, εμφανιζόταν τα βράδια, καλυμμένος με ένα κουρελιασμένο ύφασμα, με το μυστήριο και το σκοτάδι να τον στεφανώνουν. Μονάχα ο ιερέας καταλάβαινε τις στιγμές που ερχόταν και καθόταν στο εσωτερικό του μικρού ναού. Υπήρχαν φορές, που είχε προσπαθήσει να του πιάσει την κουβέντα, να καταλάβει αν εκείνο το πλάσμα ήταν άνθρωπος, ή πνεύμα. Στο τέλος, με τις προσπάθειές του να έχουν καταλήξει στο κενό, έκλεινε την πόρτα του ναού. Εξάλλου, ως δια μαγείας, ο Φιλίπ έβρισκε πάντοτε τον τρόπο να αποδράσει, δίχως να χρειαζόταν να ξεκλειδώσει κάποιος την πόρτα. Ήταν σαν να γνώριζε κάθε γωνιά, κάθε σπίτι και κάθε κτίριο αυτού του τόπου, σαν την παλάμη του χεριού του. Κινούταν πάντοτε αέρινα και αθόρυβα ανάμεσα στους ζωντανούς, δίχως να μπορούν εκείνοι να τον παρατηρήσουν.

Κάθε βράδυ, πρόσμενε τα δώρα των χωριανών. Όποιο σπίτι τον ξεχνούσε, βανδαλιζόταν με άγριο τρόπο. Ωστόσο, εκείνος ο φιλότιμος ιερέας που ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία, δίχως δική του οικογένεια, ένιωθε την καρδιά του να βουλιάζει από θλίψη, κάθε φορά που αισθανόταν την σκιά του Φιλίπ να σέρνεται μονάχη της μέσα στον ναό. Όπως τα υπολόγιζε, θα ήταν περίπου τριάντα χρονών τώρα. Ακόμη θυμόταν εκείνο το φρικτό βράδυ της καύσης της μονοκατοικίας του. Είχε προσευχηθεί στον Θεό για έλεος, καθώς η γιαγιά του νεαρού όσο ζούσε, ερχόταν συχνά στην εκκλησία, πάντοτε φουρτουνιασμένη. Το διάβαζε στον καλύτερο καθρέπτη της ψυχής, που ήταν τα μάτια της. Εκείνα τα όμορφα, κυανά μάτια, τα οποία καθώς του είχε πει και η ίδια, είχε κληρονομήσει ο εγγονός της. Οι γονείς του Φιλίπ, τον είχαν εγκαταλείψει από την πρώτη μέρα που ήρθε στον κόσμο και τον είχαν αφήσει στο κατώφλι της γιαγιάς του, σε εκείνη τη στοιχειωμένη πλέον μονοκατοικία. Η γυναίκα είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με την κόρη της, που ήταν και η μητέρα του παιδιού, ωστόσο το μόνο που βρήκε έξω από την πόρτα της εκτός από το παιδί που κοιμόταν ήσυχο, ήταν ένα γενναίο ποσό για την διατροφή και την φροντίδα του. Από εκείνη τη φορά, η κόρη της και ο γαμπρός της δεν επικοινώνησαν ποτέ ξανά μαζί της.
 
Την επομένη, είχε έρθει σε επαφή με τον ιερέα παλεύοντας να του εξομολογηθεί το πρόβλημά της. Ήξερε πως το μεγάλωμα του μικρού θα ήταν πολύ δύσκολο, ωστόσο η καρδιά της δεν της επέτρεπε να τον αφήσει να ζήσει μέσα σε κάποιο ίδρυμα.

Ο πατέρας Αυγουστίνος στάθηκε δίπλα της σε πολλές στιγμές και μάλιστα, είχε παλέψει με όποιον τρόπο μπορούσε να αλλάξει και την γνώμη των υπόλοιπων κατοίκων του χωριού απέναντι στην ιδιομορφία αυτού του παιδιού. Τον Φιλίπ, τον είχε δει αρκετές φορές καθώς μεγάλωνε. Ερχόταν και τον περίμενε στο εσωτερικό του ναού, πάντοτε κρυμμένος και απόμακρος. Δεν ήθελε να τον δει ποτέ και κανένας. Σήμερα λοιπόν, αρκετό καιρό μετά το φρικαλέο περιστατικό, ένα αμυδρό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπό του, μόλις ένιωσε την παρουσία του νεαρού. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα.

Έπειτα, στην σκέψη του ήρθε η εικόνα εκείνου του ζευγαριού που είχε νοικιάσει το σπίτι. Την κοπέλα, την είχε δει φευγαλέα. Ήταν όμορφη και ντελικάτη, με μία αγγελική, φυσική ομορφιά. Ο πατέρας Αυγουστίνος είχε το χάρισμα να μπορεί να βλέπει το φως στις ψυχές των ανθρώπων και η ψυχή της Ελοντί, ήταν το δίχως άλλο ολοφώτιστη. Για την ακρίβεια, ήταν σαν να είχε έρθει ένας άνθρωπος, με αγγελικές δυνάμεις, να βγάλει από τον βούρκο αυτό το μικρό μέρος. Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, έκλεισε για ακόμη μία φορά την πόρτα την ξύλινη του ναού. Ήταν πεπεισμένος εξάλλου, πως ο Φιλίπ θα έβρισκε όπως πάντα, τον τρόπο του να δραπετεύσει.

Ο Πιέρ επέστρεψε σπίτι του κατάκοπος, μα η όμορφη μυρωδιά από το φαγητό, του έφτιαξε τη διάθεση. Η Ελοντί τον καρτερούσε όπως πάντα με ένα χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της και ένα φιλί στα δικά του χείλη.

«Πώς ήταν η μέρα σου;» τον ρώτησε με έκδηλο το ενδιαφέρον, εστιάζοντας ωστόσο στο αφηρημένο του βλέμμα και στο πιρούνι του που στριφογυρνούσε άνευρα στο πιάτο του.

«Ήταν δύσκολα όπως πάντα, ωστόσο ευτυχώς τα λεφτά στο τέλος του μήνα θα είναι αρκετά καλά και έτσι δεν παραπονιέμαι καθόλου για τις υπερωρίες» της απάντησε χαμογελώντας της.

«Η αλήθεια είναι πως εγώ παραπονιέμαι, γιατί σε βλέπω ελάχιστα. Υποτίθεται πως ήρθαμε στην επαρχία, προκειμένου να ξεφύγουμε από τους εξουθενωτικούς ρυθμούς της πρωτεύουσας και φτάσαμε στο σημείο να βλεπόμαστε λιγότερο» του παραπονέθηκε με νάζι και εκείνος έπιασε το χέρι της τρυφερά.

«Έχεις δίκιο. Σου υπόσχομαι αύριο που είναι Παρασκευή να παλέψω να σχολάσω όσο πιο γρήγορα μπορώ, προκειμένου να περάσουμε χρόνο μαζί» της απάντησε και τότε, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Ελοντί, η οποία δεν είχε ποτέ της μυστικά από εκείνον, αποφάσισε να του αναφέρει το γεγονός πως είχε ακούσει τη φωνή του πλάσματος που στοίχειωνε το σπίτι.

«Θα ήθελα να σου πω κάτι» ξεκίνησε την συζήτηση, ενώ ο Πιέρ έγειρε το σώμα του μπροστά ως ένδειξη ενδιαφέροντος. «Άκουσα τη φωνή του Φιλίπ» πρόφερε και ο Πιέρ τινάχτηκε επάνω ξαφνιασμένος.

«Τι εννοείς όταν λες πως άκουσες την φωνή του; Πού την άκουσες; Εδώ μέσα; Ελοντί, θα σου το ξαναπώ, πως πρέπει να προσέχεις. Αυτός είναι κάποιος επικίνδυνος που εκμεταλλεύεται την φήμη του. Θα ψάξω το σπίτι όλο, εδώ και τώρα» της είπε και ευθύς αρπάζοντας ένα μαχαίρι από την κουζίνα ξεκίνησε να οργώνει κυριολεκτικά όλα τα δωμάτια, όταν είδε τα φώτα του διαδρόμου να αναβοσβήνουν με μανία.

Με την καρδιά του να βροντοχτυπά, ξεκίνησε να φωνάζει :

«Αποκαλύψου! Ξέρω πολύ καλά πως δεν είσαι φάντασμα, αλλά ένας εγκληματίας» του έφτυσε, όταν σε κλάσματα τα φώτα έσβησαν και το μαχαίρι κυριολεκτικά πέταξε από το χέρι του για να βρεθεί καρφωμένο στην άκρη της μπλούζας του, με το φως να επανέρχεται αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα.

Η Ελοντί ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά τρομοκρατημένη, όταν τον βρήκε ιδρωμένο και με το μαχαίρι καρφωμένο στην άκρη της μπλούζας του.

«Πιέρ..» ψιθύρισε η Ελοντί, ενώ εκείνος μέσα στον πανικό του, άρπαξε το μαχαίρι και το πέταξε στο πάτωμα κατευθυνόμενος στο μπάνιο.

Μπαίνοντας, είδε ένα μήνυμα στον καθρέπτη γραμμένο με ένα κόκκινο υγρό που έμοιαζε εκπληκτικά με αίμα. ΄΄Έγκλημα είναι και η εγκατάλειψη΄΄.

Στη θέα του μηνύματος, ο Πιέρ οργίστηκε και πάλεψε με μανία να το σβήσει, όταν είδε την Ελοντί να στέκεται περίλυπα πίσω του, βουρκωμένη.

«Αυτός...παλεύει να μας τρελάνει. Ελοντί συγγνώμη που δεν ήμουν δίπλα σου χθες. Συγγνώμη ειλικρινά που επέτρεψα να συμβεί αυτό το κακό, εγώ φταίω» ξεκίνησε να ωρύεται σε έξαλλη κατάσταση, όταν είδε την Ελοντί να τρέχει προς το μέρος του και να τον αγκαλιάζει.

«Πιερ, ειλικρινά σε έχω συγχωρέσει. Ήταν μία άτυχη στιγμή. Σε παρακαλώ, ησύχασε και μην στεναχωριέσαι. Πάμε μέσα στο δωμάτιό μας;» τον ρώτησε ωστόσο εκείνος εξακολουθούσε να τρέμει.

«Πως μπορώ να παραστήσω πως δεν συνέβη τίποτε; Ένα μαχαίρι, για την ακρίβεια το μαχαίρι που κρατούσα, βρέθηκε καρφωμένο επάνω μου. Ελοντί, δεν ξέρω πώς εσύ το αντιμετωπίζεις..» πήγε να της πει αλλά εκείνη του έκανε σήμα να σωπάσει.

Τη στιγμή που τον οδηγούσε στο δωμάτιό τους, έκανε μία στάση για να μπει στο διπλανό δωμάτιο από το δικό τους, το οποίο το είχε μετατρέψει σε εργαστήρι ζωγραφικής. Εκεί, πάνω ακριβώς στο ξύλινο τραπεζάκι, βρήκε την ζωγραφιά της ίδιας εκείνης βενετσιάνικης μάσκας, μονάχα που το ύφος της τώρα, ήταν αλλαγμένο, πιο σκοτεινό.

΄΄Οι μάσκες ξεκίνησαν να πέφτουν΄΄ έγραφε ακριβώς από κάτω με υπέροχα, καλλιγραφικά γράμματα.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη