Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 34)

Κάσσιαν


Καχύποπτες ματιές τον ακολουθούσαν καθώς διέσχιζε το στρατόπεδο των Ντρόγκομιρ. Ο Κάσσιαν τις αγνόησε και συνέχισε να προχωράει κρατώντας το κεφάλι του ψηλά. Στρατιώτες απέστρεφαν το βλέμμα τους όταν περνούσε από δίπλα τους ή τον κοίταζαν με ξεκάθαρο μίσος και αηδία. Αδιαφορούσε παγερά για την άποψη ανθρώπων που δεν είχαν καμία σημασία για εκείνον. Αν ήθελαν να τον φοβούνται ή να τον υποπτεύονται ας το έκαναν. Με το πέρασμα των χρόνων είχε μάθει να διασκεδάζει με τέτοιες συμπεριφορές. Κοίταξε έναν στρατιώτη που καθόταν σε ένα σκαμνί και ακόνιζε το σπαθί του. Γέλασε σιγανά όταν ο άντρας μάζεψε βιαστικά τα πράγματα του και υποχώρησε μέσα στην κοντινότερη σκηνή. Ήταν αστείο να φοβάσαι κάποιον που δεν γνώριζες, δεν είχες ανταλλάξει κουβέντα μαζί του, και δεν σου είχε δώσει πραγματικό λόγο για να τον φοβάσαι

Πάντα ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του. Ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν καλό άτομο. Έλεγε ψέματα και εξαπατούσε. Ήταν διατεθειμένος να χειραγωγήσει τον οποιονδήποτε αν αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς του. Δεν έψαχνε για φίλους και δεν τους χρειαζόταν. Άλλωστε, ποιος θα ήθελε παρτίδες με έναν τέτοιο άντρα;

Είχε θυσιάσει τη θέση του στη Σύναξη του, αλλά ποιος νοιαζόταν; Καλύτερα μόνος του, χωρίς την Ασάρα να του λέει τι επιτρεπόταν και τι δεν επιτρεπόταν να κάνει. Είχε χάσει το σπίτι του αλλά ο κόσμος ήταν γεμάτος μέρη που τον περίμεναν, πολύ πιο συναρπαστικά από το μικρό, άχρωμο χωρίο στο οποίο είχε μεγαλώσει. Και αν υπήρχαν κάποιες στιγμές που ένιωθε μια τσιμπιά νοσταλγίας για εκείνο το απαγορευμένο μέρος μια-δυο κούπες κρασί την έδιωχναν μακριά.

Το μόνο πράγμα που δεν είχε καταφέρει να αφήσει πίσω του ήταν οι μνήμες εκείνης της βραδιάς. Τον ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε, σαν ένα μαύρο αγκάθι που ήταν σφηνωμένο στα πλευρά του και τον πονούσε κάθε φορά που έπαιρνε ανάσα. Θυμόταν καθαρά κάθε λεπτομέρεια από εκείνη τη νύχτα. Λες και ήταν ποτέ δυνατόν να ξεχάσει.

Λίγες μέρες πριν είχε θάψει την αδελφή του. Η εικόνα θα τον στοίχειωνε μέχρι το τέλος των ημερών του: Το μικρό προσωπάκι της Άννας να σκεπάζεται από χώμα και να εξαφανίζεται μέσα στην κρύα γη. Όλη η Σύναξη ήταν εκεί. Το χωριό του ήταν μικρό και η ζωή μπορούσε να γίνει σκληρή, ιδικά τους δύσκολους μήνες του χειμώνα, αλλά αυτό έφερνε τους κατοίκους πιο κοντά. Ήταν σαν οικογένεια. Υπήρχαν διαφωνίες και τριβές, η ζωή θα ήταν βαρετή χωρίς αυτά, αλλά βοηθούσαν και στήριζαν ο ένας τον άλλο. Αυτό έκανε την αμαρτία του ακόμα μεγαλύτερη.

Ήξερε όλους τους μάγους που δολοφόνησε εκείνη τη νύχτα. Ήταν άτομα που γνώριζε όλη του τη ζωή, του είχαν συμπαρασταθεί όταν έχασε τους γονείς του και αργότερα όταν έχασε την αδελφή του. Τα πρόσωπα τους θα έμεναν για πάτα χαραγμένα στη μνήμη του. Συχνά έλεγε από μέσα τους τα ονόματα τους. Σάρα, Υβέτ, Μαίρη. Δεν ήταν δίκαιο να τους αφήσει να ξεχαστούν. Ρόμπερτ, Λύντια. Όλοι τους ήταν καλά άτομα. Το μόνο σφάλμα που είχαν διαπράξει ήταν πως του είχαν ανοίξει την πόρτα τους εκείνο το μοιραίο βράδυ. Τζόναθαν, Γουίλ, Ελέιν. Είχε επιλέξει σπίτια χωρίς παιδιά. Ποιος ο λόγος να καταστρέψει περισσότερες ζωές; Κατρίνα, Λούσιεν. Εμφανίστηκε στο κατώφλι τους ζητώντας βοήθεια. Αν ήξεραν μόνο τι είδους βοήθεια... Κανείς δεν του είχε κάνει ερωτήσεις. Τον είχαν προσκαλέσει μέσα, υποθέτοντας ότι ζητούσε κάποιον να τον παρηγορήσει για τον ξαφνικό χαμό της αδελφής του. Μαρκ, Έμαλιν, Πίττερ, Ναθάνιελ. Δεν είχαν αμφισβητήσει την περίεργη ώρα. Ο καημένος νεαρός, θα σκέφτηκαν. Έχασε όλη την οικογένεια του και έμεινε ολομόναχος στον κόσμο. Ίσως η θλίψη πείραξε το μυαλό του.

Του είχαν προσφέρει κουβέντες παρηγοριάς και εκείνος τους είχε κόψει τον λαιμό για να μην φωνάξουν και ειδοποιήσουν το υπόλοιπο χωριό. Άτιμος τρόπος να σκοτώσεις κάποιον, ειδικά από τη στιγμή που δεν το περίμενε και είχες μπει στο σπίτι του με κόλπο. Δεν τους ζήτησε να τον συγχωρήσουν καθώς τους παρακολουθούσε να ξεψυχούν, κρατώντας τον λαιμό τους λες και μπορούσαν να εμποδίσουν την ζωή να φύγει από μέσα τους. Δεν του άξιζε η συγχώρεση τους.

Εκείνη τη νύχτα κάτι έσπασε μέσα του. Το μυαλό του είχε μουδιάσει, αποστασιοποιώντας τον από τα πτώματα που ήταν σωριασμένα στο πάτωμα μέσα σε λίμνες από το ίδιο τους το αίμα, λες και ήταν έργο κάποιου άλλου. Θυμόταν πως είχε αναρωτηθεί αν αυτό ήταν το πρώτο σημάδι της τρέλας. Δεν είχε νιώσει μεταμέλεια, θλίψη για τις ζωές που χάθηκαν, ή αηδία με τον εαυτό του για το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε διαπράξει. Μονάχα θυμό και απόγνωση επειδή είχε αποτύχει. Ήταν σαν να είχε ακρωτηριάσει ένα κομμάτι της ψυχής του, καταδικάζοντας τον εαυτό του να ζει σε ένα περίεργο ενδιάμεσο. Ανέπνεε αλλά δεν ένιωθε ζωντανός. Αντιλαμβανόταν την ομορφιά γύρω του αλλά δεν μπορούσε να την εκτιμήσει. Έβλεπε τους άλλους να νιώθουν χαρά και απόλαυση αλλά εκείνος δεν μπορούσε να τις βιώσει. Συναισθήματα όπως αυτά είχαν αμβλυνθεί και είχαν θολώσει. Είχε χάσει το σπίτι του και την Σύναξη του. Το όνομα του είχε συρθεί στη λάσπη. Είχε ξεπουλήσει τη ψυχή και την συνείδηση του. Εξαιτίας του είχαν χαθεί δεκαπέντε ζωές, επειδή και ο δικός του κόσμος είχε διαλυθεί.

Είχε σκεφτεί να δώσει τέλος στη ζωή του. Αλλά ήταν πολύ εγωιστής για να το κάνει. Γραπώθηκε από το μοναδικό φως που του είχε απομείνει, την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα το έκανε σωστά. Ήταν ο μόνος τρόπος να τα κάνει όλα να αξίζουν.

Έδωσε νέο σκοπό στον εαυτό του. Ταξίδεψε από τόπο σε τόπο φτιάχνοντας μια νέα φήμη. Άφησε πίσω τους τους κανόνες της Σύναξης και άρχισε να πουλάει τις υπηρεσίες του σε όποιον ήταν πρόθυμος να πληρώσει. Από μικρός άκουγε ότι είχε ταλέντο στην μαγεία, ήταν καιρός να το εκμεταλλευτεί. Σκοπός του ήταν να έρθει σε επαφή με ισχυρά άτομο που θα του παρείχαν τα μέσα που χρειαζόταν για να κάνει την τελετή που θα έφερνε πίσω την αδελφή του. Εξάλλου, χρειαζόταν χρυσάφι αν ήθελε να έχει γεμάτη κοιλιά και ένα ζεστό μέρος για να κοιμάται.

Δεν τον ένοιαζε τι ψέματα θα χρειαζόταν να πει, ποιον θα εξαπατούσε ή θα πλήγωνε. Τίποτα και κανένας δεν είχε σημασία εκτός από τον ίδιο και την αποστολή του. Δεν είχε ρίζες πουθενά και δεν δενόταν με κανέναν.

Ανόητε ψεύτη, απέτυχες να ακολουθήσει τους ίδιους σου τους κανόνες.

Επειδή είχε αφήσει τον εαυτό του να νοιαστεί για την Νερίσσα Ντρόγκομιρ. Πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά;

Την πρώτη φορά που την είχε δει ήταν σαν να είχε απέναντι του δυο γυναίκες: Μια που ήταν πρόθυμη να τον δωροδοκήσει ή να χρησιμοποιήσει βία για να εξασφαλίσει την συνεργασία του και μια που τον εκλιπαρούσε με το βλέμμα της να την βοηθήσει. Μια περήφανη γυναίκα, ήταν η πρώτη του εντύπωση, που όμως ήταν διατεθειμένη να ρίξει τον εγωισμό της αν χρειαζόταν. Όταν άκουσε πως προσπαθούσε να φέρει πίσω τον νεκρό αδελφό της ένιωσε μια σύνδεση ανάμεσα τους. Πως θα μπορούσε να της αρνηθεί την βοήθεια που κανένας δεν είχε δεχθεί να δώσει σε εκείνον; Ήξερε πως ένιωθε, και αν υπήρχε ένα άτομο στον κόσμο που θα μπορούσε να καταλάβει πως ένιωθε εκείνος αυτή ήταν η Νερίσσα. Της είχε εξομολογηθεί την ιστορία του και εκείνη δεν τον είχε κρίνει ούτε τον είχε αντιμετωπίσει σαν να ήταν ένα τέρας.

Με τον καιρό άρχισε να προσέχει κι άλλα πράγματα πάνω της. Η αποφασιστικότητα της, η παθιασμένη φύση της, ο ενθουσιασμός της, είχαν ξυπνήσει κάτι μέσα του. Του θύμισαν εκείνη τη σπίθα που είχε χάσει και τον έκαναν να θέλει να την ανακαλύψει ξανά. Η αφοσίωση της στην οικογένεια της ήταν κάτι που δεν μπορούσε να μην θαυμάσει. Και ο τρόπος που αντιδρούσε στα μικρά πειράγματα του ήταν αξιολάτρευτος. Ήταν σίγουρος πως πίσω από την επιθετική συμπεριφορά της κρυβόταν μια γλυκιά κοπέλα, και ήταν περίεργος να γνωρίσει καλύτερα αυτή την πλευρά της.

Το ότι ήταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που είχε συναντήσει στη ζωή του ήταν εντελώς συμπτωματικό. Δεν τον ενδιέφερε ο τρόπος που τα μαλλιά της έπιαναν το φως του ήλιου και έλαμπαν σαν χρυσό στέμμα γύρω από το κεφάλι της. Δεν παρατηρούσε τις μικρές γκριμάτσες που έκανε, τον τρόπο που οι άκρες τον χειλιών της τρεμόπαιζαν όταν προσπαθούσε να μη γελάσει, πως ύψωνε τα φρύδια της όταν κοιτούσε ειρωνικά κάποιον, πως στένευε τα μάτια της όταν την αποκαλούσε «πριγκίπισσα» σαν να του υποσχόταν ότι θα του συνέβαιναν άσχημα πράγματα όταν δεν θα το περίμενε αλλά όταν γυρνούσε το κεφάλι της κρυφογελούσε νομίζοντας ότι δεν το πρόσεχε. Τι σημασία είχε που το δέρμα της μύριζε σαν άνθη λεμονιού και ήταν ό,τι πιο απαλό είχε αγγίξει; Απολύτως καμία. Και σε καμία περίπτωση δεν είχε προσέξει τον τρόπο που περπατούσε, με την πλάτη της στητή, αποπνέοντας κάτι αρχοντικό και εκλεπτυσμένο, σαν να ήταν μια βασίλισσα.

Έδιωξε όλες αυτές τις ασήμαντες σκέψεις από το μυαλό του. Άλλωστε τι σημασία είχαν τώρα; Η Νερίσσα ήταν ένα άτομο που έπρεπε να παλέψεις για να την κάνεις να σου ανοιχτεί. Η εμπιστοσύνη της ήταν ένα σπάνιο δώρο. Του το είχε προσφέρει και εκείνος την είχε κάνει να το μετανιώσει.

Η μέρα του ήταν καταδικασμένη να εξελιχθεί όσο πιο στραβά γινόταν. Έξω από τη σκηνή του Ντέβαν Ντρόγκομιρ στεκόντουσαν οι ίδιοι φρουροί με την προηγούμενη φορά. Και μα τα ιερά βιβλία του Έγκενθαρ, δεν χάρηκαν καθόλου που τον έβλεπαν. Ένας του γρύλισε. Με συγχρονισμένες κινήσεις τράβηξαν όλοι ταυτόχρονα τα σπαθιά τους και εφτά λεπίδες βρέθηκαν να σημαδεύουν το στήθος του Κάσσιαν. Ο μάγος κατέπνιξε την παρόρμηση να στριφογυρίσει τα μάτια του. Έπρεπε να αναγνωρίσει πως είχαν κάποιο δίκιο που ήταν θυμωμένοι. Τους είχε εξευτελίσει στα μάτια του άρχοντα τους παρουσιάζοντας τους σαν ανίκανους και είχε εξαφανιστεί με την αρχόντισσα που είχαν αναλάβει να προστατεύσουν.

Οι τύψεις τον χτύπησαν σαν γροθιά στο στομάχι μόλις σκέφτηκε την Κίρα. Είχε πει πως δεν νοιαζόταν για το ποιος θα πληγωνόταν. Αλλά δεν μπορούσε να μη νοιαστεί. Η Κίρα τον είχε βοηθήσει παρόλο που είχε κάθε λόγο να αρνηθεί. Και είχε πληρώσει το τίμημα.

«Ντέβαν Ντρόγκομιρ!» φώναξε. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που να φοβόταν στη ζωή του. Αλλά έτρεμε τη στιγμή που θα έπρεπε να κοιτάξει εκείνον τον άντρα στα μάτια και να του δώσει εξηγήσεις. Τι θα μπορούσε να πει για να απαλύνει την οδύνη που είχε φέρει στην οικογένεια του;

Η σκηνή άνοιξε και ο Ντέβαν βγήκε έξω. Τον είχε δει με την μορφή δράκου, να έρχεται προς το μέρος του έτοιμος να τον αρπάξει και να τον κόψει στα δυο. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά του είχε διαφορετική εμφάνιση αλλά τα χρυσά μάτια του γυάλιζαν με τον ίδιο απειλητικό τρόπο. Γένια μερικών ημερών φύτρωναν στο πρόσωπο του. Έδειχνε κουρασμένος και γεμάτος θυμό που κόχλαζε επικίνδυνα κοντά στην επιφάνεια. Είχε δει πολλούς άντρες σε ταβέρνες που είχαν αυτή την έκφραση λίγο πριν αρπάξουν ένα μαχαίρι και επιτεθούν στον πρώτο φουκαρά που θα είχε την ατυχία να τους ενοχλήσει.

«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» απαίτησε να μάθει.

«Ήρθα για την Κίρα. Πως είναι;»

«Πως λες να είναι; Είπες πως μπορούσες να ελέγξεις την ενέργεια!» τον κατηγόρησε.

«Είναι ζωντανή, έτσι δεν είναι;» αποκρίθηκε ο μάγος.

Δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει ο Ντέβαν. «Πάρτε τον από εδώ» διέταξε τους φρουρούς του.

«Περίμενε» είπε ο Κάσσιαν. «Έφερα κάτι για την Κίρα» Τράβηξε ένα μικρό μπουκαλάκι από μπλε γυαλί μέσα από το μανίκι του. «Για τον πόνο» διευκρίνισε.

«Γιατί να σε εμπιστευτώ;» είπε πικρά ο Ντέβαν. «Μας έφερες μονάχα ψέματα και συμφορά»

«Ό,τι κι αν πιστεύεις, δεν είμαι άκαρδος. Δεν απολαμβάνω τον πόνο των άλλων. Πάρ' το» τον παρότρυνε. «Είναι ένα μίγμα από βότανα. Λοβελία, νυχτολούλουδο, φλοιός ιτιάς, και λίγο μελισσόχορτο. Η μητέρα σου είναι Θεραπεύτρια, θα το χρησιμοποιεί συχνά. Ίσως το αναγνωρίζεις»

Ο Ντέβαν κοίταξε σκεπτικός το μπουκαλάκι και πλησίασε. Οι φρουροί παραμέρισαν για να τον αφήσουν να περάσει αλλά τα σπαθιά τους δεν χαμήλωσαν. Τράβηξε τον φελλό και το έφερε κοντά στη μύτη του. «Πράγματι, μυρίζει σαν τα πράγματα που είπες»

«Δώσ' το στην Κίρα. Μην την αφήσεις να υποφέρει εξαιτίας της αντιπάθειας σου για 'μένα»

Ο Ντέβαν έκανε μεταβολή και μπήκε στη σκηνή χωρίς να του ρίξει άλλη ματιά.

Ο Κάσσιαν πήγε να τον ακολουθήσει αλλά τα σπαθιά των φρουρών σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω του.

«Πάρτε τα παιχνίδια σας από μπροστά μου αλλιώς θα το μετανιώσετε» Για κάποιο λόγο αυτή η σύντομη συνάντηση με τον Ντέβαν είχε κάνει τα νεύρα του να τεντωθούν σαν σχοινιά και την υπομονή του να εξαντλείτε με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό. Ήταν θυμωμένος, αλλά ήξερε πως αυτός ο θυμός δεν απευθυνόταν στον Ντέβαν ή στους φρουρούς του, αλλά στον εαυτό του.

Έσπρωξε στην άκρη τα δυο σπαθιά που ήταν μπροστά του, ανοίγοντας τα σαν πόρτα και πέρασε ανάμεσα από τους φρουρούς. Ευτυχώς είχαν την σύνεση να μην τον ακολουθήσουν. Παραμέρισε το ύφασμα που έκλεινε την πόρτα της σκηνής και μπήκε μέσα.

Η Κίρα ήταν στο κρεβάτι, θαμμένη κάτω από ένα βουνό από γούνες. Ο Ντέβαν τύλιξε ένα χέρι γύρω από τους ώμους της και ανασήκωσε απαλά. Έφερε το μπουκαλάκι στα χείλη της.

«Σε πόση ώρα θα δράσει;» την άκουσε να τον ρωτάει. Η φωνή της ήταν βραχνή και χαμηλή σαν ψίθυρος. Η αναπνοή της ακουγόταν βαριά και κοπιαστική, λες και οι πνεύμονες της δεν μπορούσαν να τραβήξουν όλον τον αέρα που χρειαζόντουσαν με μια μονάχα ανάσα.

«Σύντομα» της είπε ενθαρρυντικά και την χαμήλωσε ξανά στα μαξιλάρια. «Η μητέρα μου θα έχει φτάσει μέχρι το μεσημέρι. Κάνε λίγη υπομονή και όλα θα περάσουν»

«Δεν βιάζομαι» τον διαβεβαίωσε. Ο ήχος ήταν σαν πέτρες που τριβόντουσαν μεταξύ τους. Θα πρέπει να ήταν επώδυνο για τον λαιμό της να παράγει λέξεις. «Είμαι σε ένα άνετο κρεβάτι και με φροντίζεις λες και είμαι μωρό» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και κοίταξε τον μάγο. «Κάσσιαν;»

Το δέρμα της ήταν σταχτί, τα μάγουλα της αναψοκοκκινισμένα από τον πυρετό. Ιδρώτας μούσκευε τα μαλλιά της και έκανε το πρόσωπο και τον λαιμό της να γυαλίζουν. Τα χείλη της ήταν χλωμά και σκασμένα.

«Είσαι σαν ένα ενοχλητικό τσιμπούρι που δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε» είπε εκνευρισμένος ο Ντέβαν.

«Άφησε τον να μείνει» του ζήτησε η Κίρα. «Έλα πιο κοντά» είπε ξέπνοα στον μάγο. «Δυσκολεύομαι να μιλάω δυνατά. Πως είναι η αδελφή σου;»

«Προσαρμόζεται γρήγορα» της απάντησε και προχώρησε μπροστά όπως του ζήτησε, κάπως ξαφνιασμένος από την ερώτηση. Αντί να του πετάξει κατάρες για την κατάσταση στην οποία την είχε φέρει ζητούσε να μάθει για την αδελφή του; Η Κίρα Σέλτιγκαρ ήταν ένα πραγματικά αξιοπερίεργο πλάσμα.

Η Άννα είχε αντιδράσει πολύ διαφορετικά από τον Νάριαν.

«Ήξερα πως είχα πεθάνει» του είχε πει. «Αλλά δεν φοβόμουν. Σε έβλεπα, Κάσσιαν. Και αυτό με έκανε να στεναχωριέμαι»

«Γιατί;»

«Επειδή ήσουν μόνος. Δεν είχες φίλους. Σε άκουγα να μου ζητάς συγνώμη και δεν μπορούσα να σου πω πως δεν έπρεπε να απολογηθείς σε εμένα, αλλά στον εαυτό σου. Κατέστρεψες την ζωή σου για 'μένα. Μακάρι να μην το είχες κάνει»

Τα λόγια της τον είχαν ταράξει. Η Άννα δεν λυπόταν που είχε επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών αλλά πίστευε πως δεν άξιζε το τίμημα που είχε πληρώσει ο Κάσσιαν.

Τι ειρωνεία. Είχε περάσει χρόνια πιστεύοντας ότι απογοήτευσε την αδελφή του και τώρα εκείνη πίστευε πως είχε απογοητεύσει εκείνον.

«Που είναι τώρα;» ρώτησε η Κίρα και μισόκλεισε τα μάτια της. Η λιγοστή ενέργεια που είχε απομείνει μέσα της είχε αρχίσει να εξαντλείται. Θα χρειαζόντουσαν μέρες για να ανακάμψει αλλά αν μια Θεραπεύτρια ήταν στον δρόμο για το στρατόπεδο θα σηκωνόταν ξανά στα πόδια της σύντομα.

«Την άφησα στο Άρντεντελ»

Ήταν η κοντινότερη πόλη. Την είχε αφήσει στο δωμάτιο ενός πανδοχείου και την είχε βάλει να του υποσχεθεί πως δεν θα άνοιγε την πόρτα σε κανέναν μέχρι να επιστρέψει.

«Δεν είμαι μωρό» του είχε πει, σουφρώνοντας τα χείλη της δυσανασχετιμένη.

«Το ξέρω. Είσαι μια πανίσχυρη μάγισσα»

Αυτό φάνηκε να την ικανοποιεί. «Σαν τον αδελφό μου»

Για παν ενδεχόμενο, είχε προειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του πανδοχείου πως αν συνέβαινε το οτιδήποτε στην αδελφή του όσο έλειπε θα έβαζε φωτιά στο κτίριο. Με εκείνον μέσα.

Δεν του άρεσε που είχε αναγκαστεί να την αφήσει μόνη τόσο σύντομα αφότου την είχε ξαναβρεί. Αλλά είχε δώσει μια υπόσχεση και σκόπευε να την τηρήσει.

Το μέλλον τους ήταν αβέβαιο. Η Άννα θα μπορούσε να επιστρέψει στη Σύναξη αν το ήθελε. Εκείνη δεν είχε διαπράξει έγκλημα. Θα την δεχόντουσαν. Άλλωστε ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε γνωρίσει. Όμως εκείνος δεν θα μπορούσε να την ακολουθήσει. Ήταν εγωιστικό, το ήξερε, αλλά φοβόταν πως η αδελφή του θα τον άφηνε πίσω και θα έμενε ολομόναχος.

«Πως νιώθεις;» την ρώτησε.

«Έχω δει καλύτερες μέρες» αποκρίθηκε σαν να μην ήταν κάτι σοβαρό.

Όμως ο Κάσσιαν ήξερε τις συνέπειες που άφησε όλη εκείνη η ενέργεια που είχε περάσει μέσα από το σώμα της. Θα πρέπει να ένιωθε λες και τα σωθικά της έλιωναν και τα κόκαλα της έσπαγαν ξανά και ξανά. Αν δεν ούρλιαζε ήταν για χάρη του Ντέβαν.

«Μην με κοιτάς σαν να με λυπάσαι» τον επέπληξε. «Είμαι πιο ανθεκτική απ' όσο δείχνω. Έχω ξυλοκοπηθεί από έναν Ντρόγκομιρ που σχεδόν μου έκοψε τον λαιμό και επιβίωσα από μια φριχτή γέννα. Αυτό δεν είναι τίποτα»

Μια έντονη κρίση βήχα έκανε ολόκληρο το σώμα της να τρανταχτεί. Έδειχνε τόσο αδύναμη και εύθραυστη που παρά τα λόγια της ο Κάσσιαν ανησύχησε πως οι πνεύμονες της θα κατέρρεαν ή θα κατέληγε με μερικά σπασμένα πλευρά. Ο Ντέβαν τινάχτηκε όρθιος και πήγε γρήγορα στο τραπέζι όπου ήταν ακουμπισμένος ένας ασημένιος δίσκος με μια στρογγυλωπή κανάτα και δυο ποτήρια. Καθώς γέμιζε ένα ποτήρι με νερό και η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς το μέρος τους ο Κάσσιαν είδε για πρώτη φορά τον πραγματικό πόνο στο πρόσωπο της Κίρας.

Η κοπέλα σφάλισε τα βλέφαρα της και έσφιξε τα δόντια της σαν να προσπαθούσε να εμποδίσει τον πόνο να ξεχυθεί στην επιφάνεια. Γραμμές που έδειχναν παράταιρες σε ένα τόσο νεανικό πρόσωπο σχηματίστηκαν στο μέτωπο της.

«Κάναμε μια συμφωνία, Κάσσιαν» του υπενθύμισε ψιθυρίζοντας.

Ένευσε καταφατικά και άγγιξε με τα ακροδάχτυλα του τη καρφίτσα που ήταν στερεωμένη στο μανίκι του. «Που είναι ο Ραίγκαρ;» την ρώτησε.



Κοντοστάθηκε έξω από την σκηνή και τράβηξε την καρφίτσα, απελευθερώνοντας την από το ύφασμα.

«Σταμάτα να προσπαθείς να τον κάνεις να πει το όνομα σου» άκουσε την φωνή του Νάριαν, επιβεβαιώνοντας πως βρισκόταν στο σωστό μέρος. «Δεν θα το κάνει»

«Μην τον ακούς, Ραίγκαρ. Ξέρω πως θα κάνεις την θεία Ορόρα περήφανη»

«Σήκω» πρόσταξε την καρφίτσα και φύσηξε πάνω της, εμφυσώντας ένα μέρος της μαγείας του μέσα στο μικροσκοπικό αντικείμενο. Η καρφίτσα υψώθηκε στον αέρα και αιωθήρηκε προς το μέρος της σκηνής. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω της, παρακολουθώντας την να τρυπώνει στο εσωτερικό της σκηνής.

«Θέλεις να τον κρατήσεις, Έντγκαρ; Θα χρειαστείς εξάσκηση»

Το ψιλό κλάμα του Ραίγκαρ τρύπησε τα αυτιά του Κάσσιαν.

«Μα τους Θεούς, τι έκανα λάθος; Ίσα που τον άγγιξα!»

«Κάτι τον τσίμπησε» συμπέρανε η Ορόρα.

«Μπήκε μέλισσα στην σκηνή;» αναρωτήθηκε μια άλλη γυναικεία φωνή.

«Δεν είναι τίποτα, μικρό μου...» συνέχισαν να παρηγορούν το μωρό.

Η καρφίτσα επέστρεψε κοντά του με την άκρη της να γυαλίζει από το αίμα του Ραίγκαρ. Μια μικροσκοπική σταγόνα που έκρυβε μέσα της απίστευτη δύναμη.

Αλχημιστές, Μεταμορφιστές, Θεραπευτές, Μάντισσες, όταν το αίμα τους ενωνόταν οι απόγονοι τους κληρονομούσαν -συνήθως- τα χαρίσματα του ενούς γονιού. Αλλά τις λίγες φορές που η Φύση αποφάσιζε να φανεί γενναιόδωρη... Είχαν υπάρξει μάγοι με την δύναμη να κάνουν πραγματικά θαύματα να συμβούν.

Και φυσικά, το αίμα τους ήταν πολυπόθητο συστατικό για κάθε φίλτρο. Μάγοι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν όποιο αντίτιμο τους ζητηθεί. Ένα φυαλίδιο από το αίμα του Ραίγκαρ θα άξιζε περισσότερο από κάστρα αρχόντων.

Έπιασε προσεχτικά την καρφίτσα και την τύλιξε σε ένα κομμάτι λευκό πανί.

«Έχεις μεγάλο θράσος»

Έκρυψε γρήγορα το πανί με την βελόνα μέσα στο μανίκι του και γύρισε προς το μέρος της φωνής. «Γεια σου, πριγκίπισσα» χαιρέτησε την Νερίσσα, μαζί με ένα μικρό στραβό χαμόγελο που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει.

Ήταν όμορφη όπως πάντα αλλά τώρα έμοιαζε περισσότερο με άγαλμα παρά με άνθρωπο. Παγερή. Απρόσιτη. Αμετακίνητη. «Τολμάς να εμφανίζεσαι εδώ μετά από αυτό που έκανες;»

Το πρόσωπο του Κάσσιαν να ψυχράνθηκε από τον εχθρικό τόνο της. «Πόσο εύκολα οι άνθρωποι ξεχνούν τα καλά που έχεις κάνει για εκείνους και διαλέγουν να θυμούνται μόνο τα άσχημα»

«Ποια είναι τα καλά;» τον προκάλεσε. «Το ότι μας ακολούθησες στα σύνορα δήθεν για να μας βοηθήσεις; Παραδέξου το, Κάσσιαν. Το σχεδίαζες αυτό από την μέρα που είδες την Κίρα στο σπίτι της Ντεσμέρας. Δεν μας ακολούθησες επειδή είσαι μεγαλόψυχος. Το έκανες επειδή ήξερες πως η Κίρα θα ήταν εδώ»

«Κάνεις λάθος» Ναι, η παρουσία της Κίρας ήταν ένα επιπλέον κίνητρο. Αλλά ακόμα κι αν εκείνη βρισκόταν στην άλλη άκρη της χώρας, και πάλι θα είχε ακολουθήσει την Νερίσσα αν του το ζητούσε.

«Κι όμως. Είσαι ένας ψυχρός άντρας, Κάσσιαν. Ψυχρός και εκμεταλλευτής»

Πως μπορούσε να το λέει αυτό; Δεν άφησε να φανεί πόσο τον πόνεσαν τα λόγια της. Αυτό θα της έδινε μεγαλύτερη δύναμη πάνω του και δεν ήταν διατεθειμένος να το κάνει. Αν είχε οποιονδήποτε άλλο απέναντι του απλώς θα τον είχε αγνοήσει.

Ήταν δικό του λάθος. Θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός. Είχε δώσει σε αυτό το κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά και τα ζαφειρένια μάτια την δύναμη να τον πληγώσει.

«Νόμιζα πως εσύ θα καταλάβαινες» της είπε, με μια νότα απογοήτευσης να χρωματίζει τον τόνο του. Δεν ήταν σίγουρος αν προοριζόταν για εκείνη ή για τον εαυτό του.

Πως μπόρεσε να πιστέψει ότι είχαν αντιμετωπίσει τα ίδια πράγματα; Η Νερίσσα είχε γεννηθεί σε μια προνομιούχα ζωή που πάντα θα της προσέφερε αυτά που χρειαζόταν. Ποτέ δεν θα αναγκαζόταν να φτάσει στο σημείο να δολοφονήσει δεκατέσσερις αθώους μέσα στην απελπισία της. Γιατί να λερώσει τα χέρια της με αίμα όταν μπορούσε να βρει και να αγοράσει έναν μάγο που θα έφερνε πίσω στην ζωή τον αδελφό της για χάρη της;

«Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω για να σώσω την οικογένεια μου. Το ίδιο πράγμα που έκανες και εσύ»

«Εγώ δεν πλήγωσα κανέναν!» του φώναξε. «Δεν πρόδωσα κανέναν» έφτυσε την λέξη σαν να ήταν φαρμάκι. Τα μάτια της έκαιγαν σαν δυο μπλε φλόγες. «Με κοροϊδεψες. Με έκανες να σε εμπιστευτώ. Με έκανες να πιστέψω πως νοιαζόσουν»

«Νοιάζομαι» Είχε πει πολλά ψέματα στη ζωή του αλλά αυτό δεν ήταν ένα από αυτά.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι» Η φωνή της ράγισε σε αυτή τη μικρή λέξη και αυτό ήταν χειρότερο από όλα τα λόγια που του είχε πει μέχρι τώρα. «Ποτέ δεν νοιάστηκες. Για 'σένα όλα ήταν ένα μέσο για να πετύχεις τον σκοπό σου. Νιώθω τόσο ανόητη που άφησα τον εαυτό μου να σε πιστέψει. Είσαι χειρότερος από τον Αίρυς. Τουλάχιστον εκείνος δεν επιχειρεί να κρύψει πως είναι σκληρός»

«Είσαι άδικη»

«Άδικη; Ξέρεις πως ο Ντέβαν δεν μπορεί να με κοιτάξει επειδή εγώ είμαι αυτή που τον διαβεβαίωσε ότι μπορεί να σε εμπιστευτεί; Είμαι το ίδιο υπεύθυνη με εσένα που η Κίρα υποφέρει. Τι θα συνέβαινε αν είχε πεθάνει στην τελετή; Τι εξήγηση θα μπορούσα να δώσω στον ξάδελφο και στον ανιψιό μου; Η εμπιστοσύνη που σου έδειξα παραλίγο να με κάνει την αιτία που θα διαλυόταν η οικογένεια τους. Καταλαβαίνεις σε τι θέση με έφερες;»

«Συγνώμη»

«Δεν θέλω την συγνώμη σου. Θέλω να εξαφανιστείς από την ζωή μου και να μην ξαναγυρίσεις»

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και την κοίταξε κατάματα. «Τουλάχιστον δώσε μου την ευκαιρία να εξηγηθώ για τις πράξεις μου»

«Όχι. Σε πλήρωσα για τις υπηρεσίες σου. Πήρες πίσω την αδελφή σου. Θεώρησε πως όλοι οι λογαριασμοί ανάμεσα μας έχουν κλείσει. Και τώρα φύγε»

Οι λέξεις της τον έκοψαν σαν παγωμένη λεπίδες αλλά ο Κάσσιαν δέχθηκε με στωικότητα τα χτυπήματα. Σχεδόν με απάθεια. «Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;»

«Ναι»

Την είχε μάθει αρκετά καλά ώστε να μην έχει κάποια ανόητη ελπίδα πως θα απαντούσε οτιδήποτε άλλο.

«Τότε θα σεβαστώ την επιθυμία σου» Έκανε μια μικρή υπόκλιση όπως άρμοζε όταν βρισκόταν στην παρουσία μιας γυναίκας της τάξης της. «Καλή σου μέρα, αρχόντισσα»

Της γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατάει, το ένα βήμα μετά το άλλο τον οδηγούσαν μακριά από το στρατόπεδο και την κοπέλα που τον απεχθανόταν.

Ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει.

Φαίη