Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Νόμακ - Κεφάλαιο 5)

Σε έναν από τους πύργους του Πρίγκιπα Κάανν, λίγο έξω από την Κατάα, την πρώτη πρωτεύουσα της Μεγάλης Νήσου, δυο καβαλάρηδες, ένας άντρας και μια γυναίκα, σταματούν μες τη νύχτα.

Ο πύργος, που ήταν χτισμένος κάποιον παλιότερο αιώνα, άνηκε ανέκαθεν στους Κάανν. Οι Κάανν -των οποίων οι γυναίκες και κόρες έπαιρναν το επίθετο Μπέθιελ- ήταν η βασιλική οικογένεια, μια από τις πλουσιότερες στη Γηραιά Ήπειρο και νόμιμοι κάτοχοι του θρόνου του Νυχτερινού Βασιλείου. Πέρασαν πολλοί βασιλιάδες και βασίλισσες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, κόμηδες, δούκες, επίτροποι, για να φτάσουμε στη σημερινή Βασίλισσα Ντιλέχγουιν Κάανν –ο εστεμμένος πάντα έπρεπε να φέρει το επίθετο Κάανν-. Η Βασίλισσα Ντιλέχγουιν ήταν μήτερα του μοναχογιού Άιντεν Κάανν, επίσης γνωστού και ως Μαυροφορεμένου Πρίγκιπα.

Στον πύργο, τα πάνω πατώματα ήταν φωτισμένα. Την απόλυτη ηρεμία της περιοχής έσπαγε μια φασαρία από φωνές, χρυσά κύπελλα και πιάτα να χτυπούν. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε για να υποδεχθεί τους δυο καλεσμένους.

«Αρχόντισσα Γκαμπριέλλ! Καλωσορίσατε! Και σεις κύριε μου…» υποκλίθηκε ο Τσάμπερλεϊν, ο μπάτλερ του πύργου.

«Φαίνεται πως ο μαυροντυμένος άρχισε το πάρτι χωρίς εμάς» παρατήρησε ο Μάριο Νόμακ, ο νυχτερινός. Η Γκαμπριέλλ που έδειξε να δυσανασχετεί του απάντησε:

«Όσο λιγότερο ανοίγεις το στόμα σου, τόσο το καλύτερο για σένα ανατολίτη…».

Ο μπάτλερ τους καθοδήγησε, μέσω φωτεινών σκαλιών, στους πάνω ορόφους, στην αίθουσα χορού, όπου και τους υποδέχθηκε ο Πρίγκιπας.

«Αρχόντισσα Γκαμπριέλλ! Πιο όμορφη και πιο εντυπωσιακή κάθε φορά που συναντιόμαστε…» αποκρίθηκε ευγενικά ο Κάανν. «…Και ο κύριος Μάριο Νόμακ… ο νυχτερινός της Κίσσε, σωστά;»

«Είναι μεγάλη τιμή, πρίγκιπα μου…» υποκλίθηκε ο Νόμακ.

«Ω! Η τιμή είναι όλη δική μου, αγαπητέ! Έχω ακούσει τόσα πολλά για σας… Μου έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια ο καλός μου φίλος μου Χάμπε, ο Κόμης της Κίσσε…» απάντησε ο Κάανν και τους έκανε νόημα να προχωρήσουν στην αίθουσα. Η Γκαμπριέλλ έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα στο Νόμακ, που είχε φουσκώσει σαν παγώνι από καμάρι. Δεν ήταν και λίγο πράγμα να σου λέει ολόκληρος Πρίγκιπας, πως αισθάνεται τιμή που σε γνωρίζει.

«Τι;» της είπε χαμογελώντας.

Η Γκαμπριέλλ δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, μα είχε αρχίσει να συμπαθεί το Νόμακ, όσο ανεύθυνος και ασόβαρος φαινόταν τώρα.

Ο Πρίγκιπας, ξακουστός για την ευγένεια και τη φιλοξενία του, τους προέτρεψε να σερβιριστούν κόκκινο κρασί και να απολαύσουν ό,τι ήθελαν από το μεγάλο τραπέζι των κρεάτων, προτού απομακρυνθεί. Ο Νόμακ έριξε μια ματιά στο τραπέζι, που είχε φρεσκοσφαγμένα αρνιά και κουνέλια, φιλέτα μοσχαριού, καπνιστό αγριογούρουνο, κομμάτια από ζαρκάδι και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τι ήταν. Όλα μισοψημένα.

Συνειδητοποίησε πως παρατηρούσε πολλή ώρα το φαγητό και είχε χάσει την εντυπωσιακή Γκαμπριέλλ από δίπλα του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην αίθουσα μήπως ήταν πουθενά τριγύρω.

Η αίθουσα δεν είχε τόσο πολύ κόσμο, όσο φανταζόταν όταν κατέβηκε από το άλογο. Ξανακοίταξε μήπως τύχαινε να γνωρίζει κανέναν, αλλά μάταια. Γνώριζε βέβαια τον Πρίγκιπα, αλλά δεν τολμούσε να τον πλησιάσει και να του πιάσει την κουβέντα. Ούτως ή άλλως, ο Κάανν ήταν ήδη απασχολημένος, συζητώντας με έναν μεγαλόσωμο καλοντυμένο τύπο. Του έκανε εντύπωση το πόσο ασυνήθιστα μεγαλόσωμος ήταν. Όχι μόνο πανύψηλος, μα και φαρδύς σαν κορμός από γέρικο δέντρο. Πρόσεξε κι άλλον έναν μεγαλόσωμο άντρα στην αίθουσα, ο οποίος μιλούσε με μια γυναίκα με ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Στην παρέα τους ήταν και ένας νεαρός ξανθός, ο οποίος έμοιαζε να είναι τσιγγάνος από τη Μικρή Ήπειρο.

Ένας λεπτοκαμωμένος, σκουρόχρωμος άντρας πλησίασε το τραπέζι των κρεάτων, οπού ακόμα στεκόταν ο Νόμακ.

«Καλό βράδυ και καλή όρεξη κύριε…» είπε ο Μάριο Νόμακ και τον πλησίασε.

«Επίσης, κύριε!» του απάντησε τυπικά ο λεπτοκαμωμένος άντρας.

«Το όνομα μου είναι Μάριο Νόμακ και έρχομαι από τη μακρινή Κίσσε… την πρωτεύουσα του κρύσταλλου…»

Ο σκουρόχρωμος άντρας, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα κρέατα, του απάντησε:

«Δεν μου αρέσει στα αλήθεια το κρύσταλλο. Σπάει πάρα πολύ εύκολα… Προτιμώ το ασήμι…»

Μόλις έβαλε στο πιάτο του λίγο αρνί, γύρισε προς το Νόμακ.

«Εγώ ήρθα από ακόμα μακρύτερα, κ. Νόμακ… Ζω στη Λιμνούπολη... και το όνομά μου είναι Χαράμ…» του είπε παρατηρώντας την αποκρουστική ουλή, που είχε δίπλα στο μάτι.

Ο Νόμακ θέλησε, μα δεν πρόλαβε να του εξηγήσει, καθώς η κεντρική πόρτα της αίθουσας ξανάνοιξε και τους τράβηξε την προσοχή. Ήταν ο Τσάμπερλεϊν με έναν υπηρέτη πλάι του.

«Πρίγκιπά μου, συγχωρείστε με που διακόπτω τη δεξίωση, αλλά η αίθουσα της βιβλιοθήκης είναι έτοιμη…»

«Σε ευχαριστώ Τσάμπερλεϊν…» απάντησε ο Κάανν και στράφηκε προς τους καλεσμένους του «Παρακαλώ κύριοι, όποτε είστε έτοιμοι, ας περάσουμε στη βιβλιοθήκη»

Ο Μαυροφορεμένος Πρίγκιπας προχώρησε βιαστικά έξω από το δωμάτιο της τραπεζαρίας και πίσω του τον ακολούθησαν οι υπόλοιποι.

Μπαίνοντας στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, ο Νόμακ ένιωσε δέος. Δεν είχε ξαναδεί καμιά τόσο μεγάλη βιβλιοθήκη σε ένα τόσο μεγάλο δωμάτιο. Εκτεινόταν για περισσότερα από είκοσι πόδια απέναντί τους, ξεκινώντας από τη μια άκρη της πόρτας, διασχίζοντας κάθε τοίχο του δωματίου μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη. Και ήταν τόσο θεόρατη, που σχεδόν άγγιζε τη θολωτή οροφή.

Στο κέντρο του δωματίου, ο Τσάμπερλεϊν με τους υπηρέτες είχαν ετοιμάσει έναν καθιστικό κύκλο από εννέα καρέκλες, κοντά σε μια ψηλή ξύλινη πολυθρόνα. Εκεί κάθισε ο Κάανν. Δίπλα του, από δεξιά, κάθισε η γυναίκα με τα ανατολικά χαρακτηριστικά, η ίδια, που είχε φέρει τον Χαράμ στη Μεγάλη Νήσο, το προηγούμενο βράδυ. Αφού κάθισαν και οι υπόλοιποι, ο οικοδεσπότης Κάανν προσφέρθηκε να κάνει τις συστάσεις.

«Κυρίες μου…, κύριοι…, είμαι ο Άιντεν Κάανν, Πρίγκιπας του Νυχτερινού Βασιλείου και είμαι πολύ χαρούμενος που σας έχω εδώ κοντά μου απόψε. Θα ήθελα να σας γνωρίσω και την κόρη μου, Σιν-Σι, που κάθεται εκ δεξιών μου. Αν και μερικοί, πιστεύω πως την έχετε γνωρίσει ήδη…» είπε και κοίταξε διαπεραστικά τον Χαράμ, χωρίς όμως να αλλάξει ύφος.

Ο βαρκάρης αμέσως θυμήθηκε πως ένιωθε στο λαιμό του την παγωμένη λεπίδα από το μαχαίρι του Κάανν. Η Σιν-Σι σηκώθηκε, έκανε μια διακριτική υπόκλιση και είπε:

«Είναι πρέπον, θεωρώ και ευγενικό, να συστηθούμε ένας-ένας…». Χαμογέλασε και ξανακάθισε.

Σχεδόν αμέσως, μίλησε ο μεγαλόσωμος άντρας που καθόταν δίπλα της και που πριν λίγο συζητούσαν στην αίθουσα χορού.

«Ονομάζομαι Λίον Νοξ, προέρχομαι από τη Σινές, την πόλη της Πράσινης Θάλασσας…».

Ο ξανθός τσιγγάνος κούνησε το κεφάλι του πριν πάρει με τη σειρά του το λόγο.

«Εγώ είμαι ο Ραμόν. Βρίσκομαι τον περισσότερο καιρό στη Γηραιά Ήπειρο, όμως δεν έχω γεννηθεί εδώ…»

«Είστε νομάς;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια, ο Λίον Νοξ.

«Είμαι νομάς, ναι» απάντησε ο Ραμόν.

«Είστε δηλαδή, τσιγγάνος;» τον ρώτησε αδιάκριτα ο Νόμακ.

Ο Ραμόν, παρά την αγενή ερώτηση, έδειξε πρόθυμος να απαντήσει. Έγνεψε λοιπόν, καταφατικά το κεφάλι.

Οι Μποέμιαν, ή αλλιώς τσιγγάνοι, είναι φυλή κυριολεκτικά προς εξαφάνιση. Έχουν απομείνει ελάχιστοι, ίσως λιγότεροι από είκοσι σε όλο τον κόσμο, εκ των οποίων ούτε οι μισοί δεν βρίσκονταν στη Γηραιά Ήπειρο.

Ύστερα, σειρά είχε μια κοκκινομάλλα νεαρή κοπέλα.

«Εγώ ονομάζομαι Βαλλιάνα και είμαι από το Μπαλέ στο Βορρά, οπότε μπορείτε να μαντέψετε και τη δική μου φυλή…»

Στο Μπαλέ του Βορρά, οι περισσότεροι νυχτερινοί είναι μάγιστροι, θεραπευτές δηλαδή, που χρησιμοποιούν διάφορα βοτάνια και γιατροσόφια για να απαλύνουν τον πόνο. Ούτε ο Νόμακ, μα ούτε κι ο Χαράμ είχαν ξαναδεί μάγιστρο από κοντά.

«Μάριο Νόμακ, από την Κίσσε…» συστήθηκε ο Μάριο και αμέσως μετά ο Χαράμ

«Είμαι ο Χαράμ, από τις καμάρες της Λάκους Μοένια, της Λιμνούπολης..» είπε ο Σεληνιασμένος και κοίταξε πρώτα τη Σιν-Σι και μετά το Μαυροφορεμένο Πρίγκιπα.

Στη συνέχεια συστήθηκε η Γκαμπριέλλ και τέλος ο δεύτερος θηριόσωμος της δεξίωσης:

«Κάρλος Εσκόλτα, χαίρω πολύ»

Υπήρχε μια καρέκλα που παρέμενε άδεια στο δωμάτιο, αλλά ο Κάανν δεν έδειξε να ανησυχεί για αυτό. Ο Εσκόλτα γύρισε προς τον πρίγκιπα και τον ρώτησε

«Να ξεκινήσουμε, Πρίγκιπά μου;».

Ο Κάανν δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς η πόρτα άνοιξε πίσω τους. Πρώτα, φάνηκε ο Τσάμπερλεϊν και ύστερα μια φιγούρα στο μισοφωτισμένο διάδρομο.

«Έφτασε και ο τελευταίος, Πρίγκιπά μου» ανήγγειλε ο μπάτλερ. Ο Κάανν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και η φιγούρα έκανε δυο βήματα μπροστά, ώσπου φάνηκε το πρόσωπό του.

«Κυρίες μου…, ευγενικοί μου κύριοι…, γνωρίστε παρακαλώ, τον κύριο Λαγκ!..» ανακοίνωσε ο Πρίγκιπας. «…Κύριε Λαγκ, πραγματικά δυσκολευτήκαμε πολύ να σας βρούμε» του είπε σχεδόν χαμογελώντας.

Όλοι γύρισαν προς το μέρος του, μα όχι και ο Ραμόν. Ο νεαρός τσιγγάνος είχε γονατίσει υποτακτικά μπροστά στον νέο καλεσμένο. Ο Λαγκ προχώρησε προς το μέρος του.

«Σήκω πάνω. Μη γονατίζεις σε μένα» του είπε.

«Γονατίζω μπροστά στον κάτοχο του μποέμικου σταυρού, του ιερού σύμβολου της φυλής μου» απάντησε χαμηλόφωνα ο Ραμόν.

«Της φυλής μας, εννοείς Ραμόν!..» τον διόρθωσε ο Λαγκ και τον σήκωσε όρθιο. Οι δυο τσιγγάνοι γνωρίζονταν, όπως και οι περισσότεροι τσιγγάνοι μεταξύ τους. Δεν ήτανε δα και τόσοι πολλοί.

«…Και επιτρέψτε μου, Πρίγκιπά μου, δε μου αρέσει το «κύριος Λαγκ». Με κάνει να νιώθω… ξέρετε… κύριος Λαγκ. Προτιμώ να με φωνάζετε Τζάρβις…»

Κυριάκος Μαυροειδέας