Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 18 - μέρος 1)

«Πιστεύεις πως είναι παγίδα;» ρώτησε η Νάγια, κοιτάζοντας προβληματισμένη την ελαφρά τσαλακωμένη περγαμηνή που κρατούσε στην ποδιά της. «Η μητέρα μου είπε ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι προχώρησαν τόσο βαθιά μέσα στο δάσος. Έχουν γεμίσει τα δέντρα με αυτά τα μηνύματα» Σήκωσε το χαρτί για να δώσει έμφαση στα λόγια της.

Η Αριάνα, καθισμένη στο παράθυρο του δωματίου της, άκουγε την φίλη της χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή. Αυτή ήταν η αγαπημένη θέση της Σελίν. Έλεγε πως προτιμούσε το παράθυρο για να μπορεί να φεύγει γρήγορα όταν γύριζε ο Ελάιζα στο σπίτι. Η Αριάνα την έβλεπε κάθε φορά που βρισκόντουσαν σε κλειστό χώρο, τον τρόπο που τα μάτια της έψαχναν κάθε έξοδο σαν να ήταν έτοιμη να τρέξει έξω ανά πάσα στιγμή. Ίσως η καταπίεση του Άιζακ της είχε δημιουργήσει την ανάγκη να θέλει συνεχώς να ξεφύγει.

Και να που τους είχε οδηγήσει αυτό.

«Το περίεργο είναι ότι οι Κυνηγοί έδεσαν τις περγαμηνές πάνω στα κλαδιά. Αναρωτιέμαι πως κατάλαβαν ότι αν χρησιμοποιούσαν καρφιά τα δέντρα θα τους σκότωναν όλους. Αυτό θα μας γλίτωνε από πολλά προβλήματα» Αναστέναξε. « Όχι πως θα ευχόμουν στον οποιοδήποτε να πεθάνει αλλά... Εσύ τι λες, δεν είναι περίεργο;»

«Προτιμώ να ακούσω τις δικές σου θεωρίες» της είπε, με την ελπίδα πως θα συνέχιζε να μιλάει εκείνη και η ίδια δεν θα χρειαζόταν να συμμετέχει πολύ στη συζήτηση.

«Δεν έχω κάποια θεωρία» είπε η Νάγια με έναν τόνο που υπονοούσε πως σίγουρα είχε. «Αλλά αν είχα θα έλεγα πως κάποιος τους προειδοποίησε»

Η Αριάνα την κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια της. «Ο Έρικ;»

Η Νάγια ετοιμάστηκε να απαντήσει αλλά τελευταία στιγμή το ξανασκέφτηκε, έκλεισε το στόμα της και ξεφύσηξε με παραίτηση. «Όχι. Γι' αυτό δεν έχω ιδέα τι να υποθέσω» Τα ανοιχτόχρωμα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στο χαρτί λες και θα ανακάλυπτε κάτι που της είχε ξεφύγει τις προηγούμενες είκοσι φορές που το είχε διαβάσει. «Το ξέρω πως οι λύκοι προκάλεσαν προβλήματα και στα χωριά των ανθρώπων αλλά είναι δυνατόν να θέλουν πραγματικά να συμμαχήσουμε; Το μυαλό μου δεν μπορεί να επεξεργαστεί αυτή την ιδέα. Το σκέφτομαι και νιώθω πως το κεφάλι μου θα να εκραγεί!»

Και η Αριάνα δυσκολευόταν να το πιστέψει. Σε έναν ειδυλλιακό κόσμο οι μάγισσες και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλο και να πολεμήσουν ενάντια στην Μπαστιάνα και τους εξόριστους. Αλλά δεν ζούσαν σε έναν τέτοιο κόσμο και η Αριάνα φοβόταν να εμπιστευτεί τις υποτιθέμενες καλές προθέσεις των ανθρώπων.

Το λογικό συμπέρασμα ήταν πως αυτή η «συμμαχία» ήταν μια παγίδα για να τους κάνουν να βγουν από το δάσος. Αλλά δεν πίστευε ότι ο Έρικ ήταν μέρος της. Ο νεαρός Κυνηγός φαινόταν σχεδόν... καλός. Είχε φοβηθεί για την Σελίν όταν αρρώστησε, το είχε δει με τα μάτια της. Δεν μπορεί όλο αυτό να ήταν θέατρο.

«Ο πατέρας σου δεν σου έχει πει τίποτα;» την ρώτησε η κοκκινομάλλα που καθόταν στο κρεβάτι της. «Είναι στο Συμβούλιο, θα ξέρει αν σκοπεύουν να απαντήσουν στο κάλεσμα ή να το αγνοήσουν»

Η Αριάνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν μου έχει πει τίποτα»

Η αλήθεια ήταν πως τις τελευταίες μέρες ο πατέρας της ήταν σπάνια στο σπίτι. Το Συμβούλιο είχε αναστατωθεί πολύ όταν ο Ρόραν τους ανακοίνωσε ότι η Σελίν πήγε να βρει την Μπαστιάνα, αφότου η κοπέλα είχε αναχωρήσει. Η Αριάνα καταλάβαινε γιατί ήθελαν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την καρδιά του δάσους και δεν τους άρεσε αυτή η εξέλιξη. Αλλά όλος αυτό ο πανικός για μια μάγισσα ήταν υπερβολικός. Δεν ήταν ότι είχαν κάποια ιδιαίτερη αδυναμία στη Σελίν και φοβόντουσαν για την ασφάλεια της.

«Που ταξιδεύεις;» την ρώτησε η Νάγια.

«Σκέφτομαι την Σελίν. Που λες να είναι τώρα;»

Ξέροντας την φίλη της ήταν σίγουρη πως ήδη ζούσε μια μεγάλη περιπέτεια. Η Σελίν ήταν σαν την μεγαλύτερη αδελφή που δεν είχε ποτέ. Εκείνη και η Νάγια την είχαν πάρει υπό την προστασία τους και πάντα την υπερασπιζόντουσαν απέναντι σε όσους την κοροϊδεύαν επειδή δεν τα κατάφερνε καλά με τα ξόρκια. Μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες αλλά η Αριάνα ένιωθε ότι αυτός ήταν λόγος που ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη. Εκεί που η Σελίν ήταν πάντα έτοιμη να τις βάλει σε μπελάδες και η Νάγια υπερβολικά ενθουσιώδης, η Αριάνα τις συγκρατούσε. Όταν εκείνη ένιωθε ανασφαλής και ήθελε να κρυφτεί στις σκιές οι φίλες της την τραβούσαν έξω στο φως.

«Και εγώ ανησυχώ» ξεφύσηξε η Νάγια. «Μόλις την βρήκαμε και είναι σαν να την χάσαμε ξανά»

Αυτή τη φορά, η Αριάνα έστρεψε όλη της την προσοχή πάνω της. «Ανησυχείς; Δηλαδή αυτή τη φορά δεν θα βγάλεις τα μυστικά της στη φόρα; Μη νομίζεις πως δεν ξέρω τι έκανες»

Η Νάγια μόρφασε. «Μη μου το θυμίζεις. Ήδη νιώθω άσχημα. Αν ήξερα τι είχε περάσει δεν θα μου ξέφευγε ποτέ στον Ρόραν»

«Είσαι σίγουρη ότι σου ξέφυγε;»

Το πρόσωπο της Νάγιας σκλήρυνε. «Τι θες να πεις;»

«Δεν είμαι τυφλή, Νάγια. Ξέρω ότι είσαι ερωτευμένη με τον Ρόραν. Και αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι αν του τα είπες όλα επίτηδες για να διαβάλεις την Σελίν στον αρραβωνιαστικό της»

«Πως μπορείς να με κατηγορείς για κάτι τέτοιο;» της φώναξε θιγμένη. «Η Σελίν είναι φίλη μου. Ποτέ δεν θα έκανα κάτι σκόπιμα για να την βλάψω. Και μη το κάνεις να ακούγεται λες και εγώ είμαι η κακιά της ιστορίας. Ξέρεις πόσες φορές ο Ρόραν με συνόδεψε μέχρι το σπίτι μου -χωρίς να του το ζητήσω- ή ήρθε μαζί μου στο δάσος για να με βοηθήσει να μαζέψουμε βότανα; Πόσες φορές μου είπε πως είμαι όμορφη και έβρισκε δικαιολογίες για να με αγγίξει;»

«Σε όλες το κάνει αυτό, Νάγια! Αυτός είναι ο χαρακτήρας του»

Η Νάγια την κοίταξε πληγωμένη για μια στιγμή και στη συνέχεια πήρε μια αμυντική στάση. «Η Σελίν δεν τον ήθελε. Το ξέρεις καλά όπως κι εγώ»

«Αυτό δεν κάνει την συμπεριφορά σου σωστή»

«Καλύτερα να πηγαίνω» είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι, ξεχνώντας το γράμμα των ανθρώπων που έπεσε πάνω στο στρώμα.

Η Αριάνα δεν έκανε κάποια κίνηση για να την σταματήσει. Κάθε φορά που η Νάγια θύμωνε έφευγε πριν πει κάτι που θα μετάνιωνε αργότερα. Μπορεί να έμενε έτσι για μέρες αλλά στο τέλος θα αναγνώριζε το λάθος της και θα γυρνούσε για να ζητήσει συγνώμη. Έτσι ήταν η Νάγια.

Κοίταξε την μικρή πήλινη γλαστρούλα πάνω στο περβάζι. Ήταν ένα μικρό φασκόμηλο. Η Αλθία της την είχε κάνει δώρο την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν τα μαθήματα. Εκτός από τις φαρμακευτικές του ιδιότητες της άρεσε αυτό το φυτό επειδή όταν άνθιζε έβγαζε ένα όμορφο, μακρόστενο μοβ λουλούδι. Τώρα τα φύλλα του ήταν ξερά και μαραμένα, δίχως άνθη. Αναστέναξε και πήρε την γλαστρούλα στην ποδιά της. Δεν μπορούσε να φροντίσει ένα φυτό, πως περίμεναν να τα καταφέρει με τα ξόρκια και τα φίλτρα;

Άρχισε να τρίβει απαλά τα εύθραυστα φύλλα ανάμεσα στα δάχτυλα της, ζητώντας του συγνώμη που το είχε παραμελήσει και κάρφωσε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Αν η Σελίν ήταν εδώ θα μπορούσε να το επαναφέρει.

Αναρωτήθηκε που να ήταν τώρα η φίλη της. Πως να ήταν το ταξίδι της με τον Κυνηγό; Μπορεί να είχαν μπλέξει κάπου επικίνδυνα και να μην είχαν κανέναν να τους βοηθήσει. Άραγε είχαν βρει τις πληροφορίες που αναζητούσαν; Η Αριάνα αποδοκίμαζε την επιλογή της να κάνει κάτι τόσο επικίνδυνο όπως το να πάει στη γη των εξόριστων και των στοιχειών αλλά ταυτόχρονα την θαύμαζε για αυτήν. Μακάρι να είχε και εκείνη το θάρρος να κάνει κάτι τέτοιο, να παραμερίσει τους φόβους της και να τους ακολουθήσει σε αυτή την περιπέτεια.

Κάτι άλλαξε. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν αλλά μπορούσε να το νιώσει. Χαμήλωσε το βλέμμα της στην ποδιά της και η γλάστρα παραλίγο να γλιστρήσει από το χέρι της.

Το μικρό φασκόμηλο ήταν πράσινο και ανθισμένο.





Το να προσποιείτε πως δεν είχε συμβεί τίποτα ήταν δύσκολο.

Λάθος λέξη. Δεν ήταν δύσκολο. Ήταν αβάσταχτο.

«Έτσι θα είμαστε τώρα;» φώναξε ο Έρικ που είχε ξεμείνει αρκετά βήματα πίσω της. Μάλλον έφταιγε το γεγονός ότι εκείνη σχεδόν έτρεχε λες και το δάσος είχε πιάσει φωτιά. «Δεν θα μιλάμε;»

Είχαν μιλήσει το πρωί, όταν κανόνισαν να μαζέψουν τα πράγματα τους και συνεννοήθηκαν για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν αλλά προφανώς το αγόρι δεν το μετρούσε όπως εκείνη.

«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε» Ένιωθε ευερέθιστη. Τα πάντα την ενοχλούσαν. Ο ήλιος ήταν αποπνιχτικός, το έδαφος είχε γίνει πιο ανώμαλο, και αυτά τα ζωύφια ξεπετάγονταν από παντού και πετούσαν μπροστά στα μάτια της λες και προσπαθούσαν να επιτεθούν στο πρόσωπο της. Ήθελε να ουρλιάξει και να βάλει τα κλάματα ταυτόχρονα.

Ο Έρικ επιτάχυνε το βήμα του. «Σοβαρά;» έπιασε το μπράτσο της, κάνοντας την να σταματήσει. «Με φίλησες. Σε φίλησα. Εγώ νομίζω πως έχουμε πολλά να πούμε»

«Το κρασί των ξωτικών με έκανε να σε φιλήσω» αποκρίθηκε χωρίς να γυρίσει για να τον κοιτάξει, κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο ευθεία μπροστά. «Δεν ήταν αληθινό και δεν σήμαινε τίποτα»

«Αυτό πιστεύεις;»

«Αυτό είναι»

Προσπαθούσε να το ξεχάσει αλλά ήταν λες και είχε χαραχτεί στη μνήμη της με πυρακτωμένο σίδερο. Ένιωθε εξαπατημένη, σαν να της είχαν δώσει κάτι και μετά το είχαν πάρει πίσω. Κάτι που δεν ήξερε ότι ήθελε αλλά τώρα που το είχε χάσει της έλλειπε.

«Κάνεις λάθος» της είπε ο Έρικ. «Δεν ήταν απλώς ένα κακόγουστο αστείο των ξωτικών. Ήταν αληθινό για 'μένα»

Γύρισε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε οργισμένα. «Δεν ξέρεις τίποτα από μαγεία, Έρικ! Πως μπορείς να ξεχωρίσεις το πραγματικό από την ψευδαίσθηση;»

«Μπορώ» Άφησε το μπράτσο της «Θέλεις να σου πω πως;»

«Πως;» τον ρώτησε.

Μια καταιγίδα μαινόταν στο βάθος των ματιών του που είχαν πάρει ένα βαθύ καστανό, σχεδόν μαύρο χρώμα. «Το ξέρω επειδή ένιωθα έτσι πριν την γιορτή» της είπε χαμηλόφωνα, σαν να της εξομολογούνταν κάτι που προοριζόταν μόνο για εκείνη και για κανέναν άλλον. «Όταν μου μίλαγες για τον Ρόραν, για τον γάμο σας, για τα παιδιά, την ζωή που θα μπορούσατε να έχετε... Δεν ήθελα να έχεις αυτή τη ζωή. Όχι μαζί του»

Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε κατάματα.

«Φίλα με» του ζήτησε.

Η φωνή της ακούστηκε μικρή, σχεδόν ικετευτική. Έπρεπε να βεβαιωθεί για το αν αυτό που είχε νιώσει στην γιορτή ήταν πραγματικό ή όχι πριν χάσει τελείως το μυαλό της.

Ο Έρικ έπιασε απαλά το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. Τα δάχτυλα του ήταν δροσερά αλλά το άγγιγμα του την έκαιγε. Έσκυψε προς το μέρος της αργά, δίνοντας της το περιθώριο να τον σταματήσει και να απομακρυνθεί από κοντά του αν το ήθελε, αλλά η Σελίν είχε ριζώσει στη θέση της ανίκανη να κουνηθεί σπιθαμή.

Τα χείλη του χάιδεψαν απαλά τα δικά της, διστακτικά, ο ψίθυρος ενός πραγματικού φιλιού, αλλά είχε την ίδια δύναμη με όλα τα παθιασμένα φιλιά που είχαν ανταλλάξει το προηγούμενο βράδυ. Ξύπνησε μέσα της την ίδια σπίθα, την ίδια επιθυμία που απειλούσε να την διαλύσει σε κομμάτια.

Είχε δίκιο. Κανένα φίλτρο δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να χτυπάει τόσο γρήγορα και να της κόψει την ανάσα όπως αυτό το φιλί. Αυτή την αίσθηση ολοκλήρωσης που έβαζε φωτιά στις αισθήσεις της και έκανε τα πόδια της να τρέμουν, ολόκληρο τον κόσμο της να γυρίζει. Καμία μαγεία δεν μπορούσε να το μιμηθεί αυτό. Και αυτό την τρομοκρατούσε επειδή ήξερε τι σήμαινε.

Ήταν ερωτευμένη μαζί του. Πως ήταν δυνατόν να μην το έχει καταλάβει νωρίτερα; Δεν ήξερε πότε ή πως είχε συμβεί αυτό, γιατί μετά από όλα όσα είχαν ζήσει αντί να τρέξει μακριά του ένιωθε ότι δεν υπήρχε μέρος που να ανήκε περισσότερο απ’ ότι στην αγκαλιά του αλλά ήξερε πως αν προσπαθούσε να το αρνηθεί θα ήταν σαν να κορόιδευε τον ίδιο της τον εαυτό.

Ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του και έκλεισε τα μάτια της. Μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να χτυπάει κάτω από το πουκάμισο του.

«Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί» ψιθύρισε. Όλο αυτό ήταν λάθος.

Ο Έρικ τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την κράτησε κοντά του. «Το φιλί ή το ότι σε ερωτεύτηκα;»

Τα μάτια της έτσουζαν από δάκρια που δεν τολμούσε να αφήσει. Ευχόταν να μην τον είχε ακούσει να ξεστομίζει αυτά τα λόγια. Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τέτοια ανησυχία, τέτοιο πανικό. Ολόκληρο το σώμα της έτρεμε. Καταράστηκε τον εαυτό της για την αδυναμία της.

«Τι μέλλον μπορούμε να έχουμε εμείς οι δυο;» τον ρώτησε. Δυστυχία, αποπνιχτική και μαύρη την πλημμύρισε, βαριά σαν ταφόπλακα. «Η Σύναξη δεν θα σε αποδεχθεί ποτέ. Αν πατήσουμε στο χωριό σου θα με εκτελέσουν»

«Θα βρούμε μια λύση» Ο τόνος του πρόδιδε πως ούτε ο ίδιος γνώριζε ποια ήταν αυτή η λύση αλλά ήταν αποφασισμένος να την βρει.

Φαίη