Έµαθε να καταπιέζει την πραγµατική της φύση, χωρίς να τα καταφέρνει πάντα, µε αποτέλεσµα να έρχεται συχνά σε συγκρούσεις µε τη θετή της µητέρα. Η βίαιη συµπεριφορά του αλκοολικού, θετού της πατέρα, την ωθεί καθηµερινά στα άκρα και µοιάζει αδύνατο να συγκρατήσει την οργή της.
Ο φόβος συγκρούεται µε τον θυµό και η ανάγκη της Γαλάτειας για ελευθερία αρχίζει να υπερνικά τη λογική της.
Στα δεκαεφτά της, πια, καλείται να πάρει µια απόφαση:
Να φύγει όσο πιο µακριά γίνεται απο το µέρος που ζει ή να µείνει, µε τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν οι δυνάµεις της.
Όταν, όµως, µπαίνει στη ζωή της ο έρωτας, κάθε κίνδυνος µοιάζει αδιάφορος. Κάθε σχέδιο απόδρασης ξεθωριάζει, αρκεί να βρίσκεται κοντά του.
Τόσο κοντά, που το πάθος, όπως και η φωτιά, µπορεί να την κάψει.
Η αλήθεια είναι ότι το «Ψυχές στον Χρόνο» είχε μπει στη λίστα ανάγνωσής μου από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας, αλλά λόγω μεγέθους (726 σελίδες δεν το λες ελαφρύ ανάγνωσμα) υποχρεώσεων κ.λπ, η ανάγνωσή του αναβαλλόταν διαρκώς. Μόλις όμως το έπιασα στα χέρια μου, το διάβασα σε τρεις μέρες! Δεν μπορούσα να το αφήσω, ενώ εν τέλει ξενύχτησα, για να το τελειώσω, και έστελνα μηνύματα SOS στη συγγραφέα στις τρεις τα χαράματα.
Μετά από αυτήν την καταπληκτικά αχρείαστη εισαγωγή (είχα καιρό να γράψω και σας έλειψε, το ξέρω), θα αναλύσω τους λόγους για τους οποίους το «Ψυχές στον Χρόνο» έγινε ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα φαντασίας.
Βρισκόμαστε στη Σκωτία, το 1618 (αλήθεια, χρειάζεται να πω κάτι άλλο;) και ακολουθούμε τη νεαρή Γαλάτεια Άσνε, μια δεκαεφτάχρονη μάγισσα σε μια εποχή που ακόμα και το να είσαι γυναίκα είναι επικίνδυνο, πόσο μάλλον μάγισσα. Η Γαλάτεια κρύβεται από τότε που ήταν παιδί, το οποίο ίσως να μην ακούγεται τόσο τραγικό (αφού η εναλλακτική είναι η πυρά), είναι όμως εντελώς κόντρα στον χαρακτήρα της. Η Γαλάτεια είναι ελεύθερο πνεύμα, ονειρεύεται να φύγει μακριά από το μικρό και στενόμυαλο χωριό και την επαναλαμβανόμενη ζωή. Θέλει να ξεφύγει από τον αλκοολικό πατριό της και να αναζητήσει μια τελείως διαφορετική ζωή. Και είναι σχεδόν έτοιμη να το κάνει, όταν στη ζωή της μπλέκεται αναπάντεχα ο έρωτας, που φέρνει τα πάνω κάτω και η Γαλάτεια πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις εν ριπή. Τίποτα δε θα είναι ίδιο.
Αχ, θέλω να πω και άλλα, αλλά αν κάνω σπόιλ θα με κυνηγάτε, οπότε σταματάω εδώ. Μετά από αυτήν τη σύντομη, και ειλικρινά απλοϊκή, περίληψη, πάμε στο ζουμί.
Ένα από τα πράγματα που απόλαυσα πάρα πολύ στο βιβλίο ήταν η γλώσσα. Το «Ψυχές στον χρόνο» είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που είναι η αγαπημένη μου, αφού η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, που την κάνει πιο άμεση και επιτρέπει πιο γρήγορο δέσιμο με τον χαρακτήρα, με μια απλή μα συνάμα λυρική γλώσσα. Οι περιγραφές ήταν τόσο όσο. Ναι μεν δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, αλλά δεν βάρυναν το κείμενο. Οι διάλογοι και η προσπάθεια να μεταφερθούν οι ιδιωματισμοί στα ελληνικά δεδομένα μου άρεσε επίσης αρκετά, αν και στην αρχή χρειάστηκε μια περίοδος προσαρμογής. Η διάλεκτος που δημιουργήθηκε με έκανε να γελάω σε αρκετά σημεία και με ξεκούραζε.
Ένα πράγμα που απόλαυσα επίσης ιδιαίτερα ήταν η σχέση της Γαλάτειας και του Άιζακ, και αυτό γιατί ήταν μια αυθεντική φιλία ανάμεσα σε δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Η χημεία και η πολυετής φιλία τους φαίνεται από την πρώτη κουβέντα που ανταλλάσσουν στο βιβλίο. Γενικότερα, όλοι οι χαρακτήρες είναι καλοδουλεμένοι και δοσμένοι με τρόπο τέτοιο, ώστε να νιώθεις ότι έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον, που ξετυλίγεται ανεξάρτητα από τον αναγνώστη και την ιστορία.
Η ροή του βιβλίου ήταν εκπληκτική, αφού δεν ένιωσα ότι έκανε κοιλιά, ούτε πως θα μπορούσα να αφαιρέσω κομμάτια που πλάτειασαν. Και αυτό από μόνο του είναι κατόρθωμα για ένα βιβλίο 720 σελίδων.
Εντάξει, και τώρα πάμε σε αυτό που μας καίει όλους και όλες: το ρόμανς στοιχείο. Λατρεύω υβριδικά βιβλία, που παντρεύουν τη φαντασία με άλλα είδη, στη συγκεκριμένη περίπτωση το αισθηματικό μυθιστόρημα. Παρότι είχε κεντρικό ρόλο, δεν επισκίαζε όλα τα υπόλοιπα. Υπήρχε χώρος για κοσμοπλασία, για ανάπτυξη χαρακτήρων, για μαγεία και φιλία και συζητήσεις πέρα από το ρομαντικό κομμάτι. Η σχέση τους με έκανε να παραληρώ, άλλοτε ενθουσιασμένη, άλλοτε μπερδεμένη ή και συγχυσμένη, σε μια ιστορία αγάπης που θα μου μείνει χαραγμένη στο μυαλό για καιρό. Δε νομίζω ότι έχω δεθεί περισσότερο με χαρακτήρα.
Το τέλος; Τι να πω… Νομίζω αρκεί αυτό που είπα στην εισαγωγή: έστειλα μήνυμα στη συγγραφέα στις 3 το χάραμα. Και εκείνη απάντησε! Άρα καταλαβαίνετε. (Ωστόσο δεν το προτείνω να το κάνουμε συνήθεια, γιατί μετά θα είναι κουρασμένη και πώς θα γράψει τη συνέχεια; Εγώ θα σκάσω!)
Συνολικά είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο φαντασίας, που παντρεύει όμορφα τη φαντασία και τον ρομαντισμό, με ωραία γραφή και ανατροπές που έρχονται από εκεί που δεν το περιμένεις. Από όλα τα σενάρια που έκανα, και ήταν πολλά, πιστέψτε με, δε βγήκε αληθινό ούτε μισό. Το συστήνω ανεπιφύλακτα!