Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κάανν - Κεφάλαιο 6)

Ο Πρίγκιπας Κάανν πήρε το λόγο:

«Αγαπητοί φίλοι μου, νυχτερινοί, νυχτοβάτες, νυχτόβιοι, ισκιοπερπατητές… και όπως αλλιώς μας έχουν αποκαλέσει…»

«…Βρικόλακες!» συμπλήρωσε ο Εσκόλτα.

«Δε μου αρέσει, ο όρος Βρικόλακες…» γκρίνιαξε ο Πρίγκιπας «…Δεν τρώμε ανθρώπους. Άσε που το μόνο κοινό που έχουμε με δαύτους, είναι το ότι δεν αντέχουμε το φώς του ήλιου, κι αυτό τις ζεστές μέρες…» απάντησε με αυστηρό ύφος ο Κάανν και συνέχισε

«…Ούτε ζούμε εκατοντάδες χρόνια, ούτε φοβόμαστε τα σκόρδα, ούτε, όπως γνωρίζετε, τους αναθεματισμένους σταυρούς!» είπε και έδειξε, τινάζοντας απότομα το χέρι του, τον Τζάρβις Λαγκ.

«Πρίγκιπά μου…» τον διέκοψε η Σιν-Σι, «…κάτι ξεκίνησες να μας πεις…» του είπε προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.

Ο Μαυροφορεμένος Πρίγκιπας, όσο ευγενική και φιλόξενη καρδιά κι αν είχε, άλλο τόσο νευρικός και εριστικός μπορούσε να γίνει. Είχε όμως αδυναμία στη μικρή του Σιν-Σι, η οποία σχεδόν κάθε φορά κατάφερνε να τον ηρεμήσει.

Ο Κάανν ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί από την κούπα του, καθάρισε το λαιμό του και ξεκίνησε ξανά

«Λοιπόν, φίλοι μου νυχτοβάτες, καλώς ήλθατε στον πύργο μου. Ελπίζω να απολαύσετε το κρασί και το υπέροχο κρέας του κυρίου Τσάμπερλεϊν. Ο λόγος όμως που σας κάλεσα εδώ, δεν είναι για να παραθέσω μια ακόμη δεξίωση με άφθονο κέφι κι εκλεκτούς καλεσμένους. Αλλά γιατί κινδυνεύουμε. Και όχι μοναχά εμείς εδώ, μα ολόκληρο το γένος των νυχτερινών»

Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε όρθιος, κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να παραμείνουν καθιστοί. Και συνέχισε το λόγο του με φωνή δυνατή και καθαρή.

«Γνωρίζετε όλοι τις ιστορίες για τον άρχοντα των Μούλτιμε, των βουνών πριν την Ανατολή…»

«…Τον Δούκα Ούλβιρ;» τον διέκοψε ο Λίον Νοξ.

«…ή αλλιώς, τον Κύρη των Λύκων…» συμπλήρωσε η Γκαμπριέλλ.

«Δεν είναι δυνατόν να κινδυνεύουμε από τον Ούλβιρ…, πολλά χρόνια πριν, η Αυτής Μεγαλειότητα, Βασίλισσα Ντιλέχγουιν, τον σκότωσε και μοίρασε τα κομματάκια του για μεζέ στους λύκους του…» προέτρεξε ο Λίον.

«Κι έκαψε και τα χωριά των Μούλτιμε…» συμφώνησε ο Εσκόλτα.

Ο Πρίγκιπας Κάανν ήπιε πάλι από την κούπα του και ξαναπήρε το λόγο, εμφανώς εκνευρισμένος.

«Η Βασίλισσα όμως, έκρινε σωστό να χαρίσει τη ζωή στη μικρότερη κόρη του Ούλβιρ, την… ούτε θυμάμαι πως τη λένε…»

«Νυάννα…» του θύμισε η Σιν-Σι.

«Αυτήν, ναι!» συνέχισε ο πρίγκιπας. «Αυτό το μικρό κοπρόσκυλο λυπήθηκε η Βασίλισσα, όταν έκανε όλα τα χωριά στάχτες. Ήταν, βλέπετε, οι μέρες που είχε γεννηθεί η Σιν-Σι, η εγγονή της, και προφανώς το θεώρησε κακοτυχία να την σκοτώσει…»

«Η Νυάννα, λοιπόν…» έκρινε σωστό να τον διακόψει η Σιν-Σι, «…έχει μεγαλώσει. Είναι βέβαιο πως θα ψάξει για εκδίκηση. Θέλει να βρει τους σφαγείς της οικογένειάς της – και του λαού της – και να τους κάνει να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα…»

«…Και θα έχει και όλα τα Μούλτιμε στο πλευρό της…» σκέφτηκε δυνατά ο Τζάρβις Λαγκ. Ο Ραμόν τον κοίταξε και κούνησε σκεπτικός το κεφάλι του.

«Εσείς κύριε Λαγκ… κι εσύ Ραμόν ταξιδεύετε συνεχώς…» είπε η Σιν-Σι. «…Έχετε επισκεφθεί μέρη, βουνά, θάλασσες και πόλεις, περισσότερο από τον καθένα εδώ μέσα. Συναντάτε και γνωρίζετε πολύ κόσμο. Μιλάτε και με πολύ κόσμο, επίσης. Τι νέα έχετε από τα βουνά πριν την Ανατολή;»

Πρώτος απάντησε ο Ραμόν:

«Έχω πολύ καιρό να ταξιδέψω ανατολικά…, τελευταία μου φορά ήταν πριν χρόνια. Ποτέ δε μου άρεσε να κινούμαι προς την Ανατολή, νιώθω σαν να ταξιδεύω μπροστά στο χρόνο… Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά για τα Μούλτιμε, είναι πως εντυπωσιάστηκα με το πόσο γρήγορα ξανάχτισαν τα κατεστραμμένα χωριά τους».

Και ο Τζάρβις συμπλήρωσε

«…Υπάρχουν φήμες που κυκλοφορούν στα υγρά σοκάκια της Λάκους Μοένια και στους φωτεινούς δρόμους της Αραζέμ, για μια νέα δύναμη που ολοένα και μεγαλώνει… Για χωριά-στρατόπεδα στις σκιές των βουνών πριν την Ανατολή, για τρομερά πλάσματα…, πολύ ισχυρότερα και ταχύτερα από τους λύκους του Ούλβιρ… Και για την Κυρά των Λύκων…, που κανείς μας δεν έχει δει ή ακούσει. Τραγουδούν όμως για αυτήν οι βουνίσιοι, με λόγια τρεμάμενα, γεμάτοι δέος για τη νέα τους αρχόντισσα…»

Ο Νόμακ και ο Χαράμ αυτόματα κοιτάχτηκαν αμήχανοι, αμέσως πριν ο Λίον Νοξ θέσει την πιο εύλογη ερώτηση της βραδιάς:

«Και τι ακριβώς θέλετε από μας, Πρίγκιπά μου; Για ποιο λόγο μαζευτήκαμε εδώ απόψε;»

Ο Κάανν γύρισε και κάθισε αργά στην πολυθρόνα του. Κι αφού ζήτησε από τον Τσάμπερλεϊν, που όλη αυτή την ώρα δεν είχε φύγει από το δωμάτιο, να του ξαναγεμίσει την κούπα, τους είπε:

«Απόψε θα φιλοξενηθείτε στον πύργο μου… Πιστέψτε με, εδώ είναι ένα από τα ασφαλέστερα μέρη στον κόσμο…» κόμπασε και το βλέμμα του έπεσε στον Ραμόν και τον Τζάρβις, τους δυο Μποέμιαν.

Ο Μαυροφορεμένος Πρίγκιπας συνέχισε χαμογελαστός

«…Αύριο, με το που σουρουπώσει και δεν θα σας ενοχλεί πια το φώς του ήλιου, θα κινήσετε ανατολικά. Θα πάρετε το βραδινό καράβι και θα αποβιβαστείτε, το πρωί, στο Γκόγκλεντολ. Δεν πρέπει να μείνετε εκεί για πολύ. Θα ξεκινήσετε το συντομότερο, με το που πέσει ο ήλιος δηλαδή, με προορισμό την Κίσσε, την πόλη του κυρίου Νόμακ, από όπου θα πάρετε την μεγάλη άμαξα για την Λούμπισα, τον σταθμό τον πιο κοντινό στα Μούλτιμε…»

Ο Κάανν σταμάτησε για να πιεί μια γουλιά από το κρασί του πριν συνεχίσει

«Στη συνέχεια, θα φροντίσω να φθάσετε ασφαλείς στα πρώτα χωριά των βουνών πριν την Ανατολή… Από εκεί κι έπειτα, τα εδάφη είναι δύσβατα και αφιλόξενα, οπότε θα πρέπει να συνεχίσετε με τα πόδια, αφήνοντας μακριά σας τα πολλά βλέμματα και ασφαλώς… τα δάση. Προπαντός τα δάση!»

Κανείς τους, φυσικά, δεν έδειχνε ενθουσιασμένος με αυτή την εξέλιξη στο πάρτι του Πρίγκιπα, που προφανώς δεν είχε ακόμη τελειώσει…

«…Θέλω να ψάξετε κάθε χαμόσπιτο, όρθιο ή γκρεμισμένο, κάθε χωριατόδρομο, κάθε πέτρα, βράχο, κλαρί, ποτάμι, λίμνη και ό,τι άλλο χρειαστεί, ώστε να βρείτε και να κομματιάσετε αυτό το «τσουλί των λύκων».

Οι νυχτερινοί παρέμεναν σιωπηλοί, περιμένοντας τον Κάανν να ολοκληρώσει. Δεκάδες ερωτήσεις γεννιόντουσαν στο κεφάλι τους, μετά από κάθε πρόταση που τελείωνε ο Πρίγκιπας. Μία από αυτές τελικά ξέφυγε.

«Τι να κάνουμε με το κεφάλι της;» ρώτησε αλαζονικά ο Κάρλος Εσκόλτα.

«Δε με ενδιαφέρει… Πετάξτε το να το φάνε οι λύκοι της, πάρτε το για έπαθλο, κάντε το πίνακα ζωγραφικής… Δε με νοιάζει καθόλου, Κάρλος!» απάντησε κοφτά ο Κάανν και γύρισε άγαρμπα προς τους υπόλοιπους

«Υπάρχουν ερωτήσεις;»

Ο Νόμακ δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Εκείνη τη στιγμή όμως, κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει κάτι. Η Σιν-Σι μοναχά χαμογέλασε ευγενικά, προσπαθώντας να κατευνάσει την ατμόσφαιρα και στη συνέχεια γύρισε με αυστηρό βλέμμα προς τον πατέρα της.

Ο Πρίγκιπας κάλεσε τον μπάτλερ κοντά του και του πρότεινε:

«Κύριε Τσάμπερλεϊν, οδηγείστε σας παρακαλώ, στα δωμάτια του ξενώνα τους καλεσμένους μας. Είμαι σίγουρος πως τους κούρασα αρκετά απόψε. Α! Και μην το ξεχάσω! Ειδοποιείστε παρακαλώ, τον αξιοσέβαστο κύριο Μπόραν στη Λούμπισα, πως επτά θα ξεκινήσουν αύριο βράδυ από τη Μεγάλη Νήσο με προορισμό τα Μούλτιμε…»

Κυριάκος Μαυροειδέας