Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 18 - μέρος 2)

Ήταν εξαντλημένη, από το ταξίδι, από την γιορτή των ξωτικών, από όλα. Αλλά δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να καταρρεύσει. Έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένη στον λόγο που είχε αποφασίσει να κάνει αυτό το ταξίδι, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η ζεστασιά του Έρικ που την τύλιγε.

Έμειναν έτσι χωρίς να κουνηθούν ή να μιλάνε. Θα μπορούσαν να είχαν περάσει ώρες ή μονάχα λίγα λεπτά. Ήξερε πως έπρεπε να τον αφήσει αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμη να απομακρυνθεί. Της άρεσε η αίσθηση των χεριών του γύρω της και ο τρόπος που μπορούσε να ακουμπήσει το κεφάλι της πάνω από την καρδιά του και να ακούει τον σταθερό χτύπο της. Η μυρωδιά του την τύλιγε, ένα ζεστό, οικείο άρωμα που ανήκε μονάχα σε εκείνον και έκανε τους παλμούς της να επιταχύνονται. Ήταν μια ωραία θέση για να βρίσκεται αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα.

Έχοντας ηρεμίσει αρκετά, έβαλε σε μια σειρά μέσα στο μυαλό της τα πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Θα συγκεντρωνόταν σε ένα πράγμα τη φορά, και μετά στο επόμενο, και το επόμενο. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει το χάος στο οποίο είχε μετατραπεί η ζωή της.

Αυτοεξόριστη από το χωριό της. Στον δρόμο για μια επικίνδυνη αποστολή. Ερωτευμένη με έναν Κυνηγό.

Το πρώτο που θα έκανε ήταν να βρει τις πληροφορίες που χρειαζόταν ο Ρόραν και η Σύναξη. Τα υπόλοιπα θα τα ανακάλυπταν στην πορεία. Κοίταξε το αγόρι που στεκόταν δίπλα της νιώθοντας λίγο πιο σίγουρη απ’ ότι πριν. Μια περιπέτεια, της είχε πει πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους αν και κανένας από τους δυο τους δεν είχε προβλέψει πόσο μεγάλη θα αποδεικνυόταν.



Η Αλθία είχε δίκιο όταν έλεγε ότι όλα τα προβλήματα φαινόντουσαν μικρότερα μετά από ένα γεύμα και έναν καλό ύπνο.

Κανένας από τους δυο τους δεν είχε το κουράγιο να περπατήσει μετά από την άυπνη, εξουθενωτική νύχτα που είχαν περάσει. Ωστόσο, απομακρύνθηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν από την περιοχή των ξωτικών προτού ψάξουν ένα ασφαλές μέρος για να κατασκηνώσουν. Κόντευε να ξημερώσει όταν επιτέλους σταμάτησαν.

Άφησε το σακίδιο της να πέσει στο χώμα και άρχισε να στήνει προστατευτικά ξόρκια γύρω από την μικρή τους κατασκήνωση. Ήταν ανόητο εκ μέρους της που το είχε αμελήσει νωρίτερα. Αν ήταν πιο προσεχτική θα είχαν αποφύγει την δυσάρεστη συνάντηση με τα ξωτικά. Είχε δείξει υπερβολική πίστη στις ικανότητες της και στην πεποίθηση ότι μια μάγισσα θα ήταν ασφαλής από τα πλάσματα σε αυτή τη πλευρά του δάσους και τα Πνεύματα την είχαν τιμωρήσει για την αλαζονεία της. Δεν θα επαναλάμβανε το ίδιο λάθος δεύτερη φορά.

«Πεινάς;» την ρώτησε ο Έρικ όταν τελείωσε.

«Όχι» Ήταν εξουθενωμένη, τα βλέφαρα της ήταν τόσο βαριά που έκλειναν μόνα τους. Δίπλωσε τον μανδύα της μερικές φορές για να σχηματίσει ένα αυτοσχέδιο μαξιλάρι. Αποκοιμήθηκε αμέσως μόλις το κεφάλι της ακούμπησε πάνω του.

Όταν ξύπνησαν το μεσημέρι είχε αρχίσει να δίνει την θέση του στο απόγευμα. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει στον ουρανό και κρυβόταν πίσω από τις ψηλές κορυφές των δέντρων που τους πρόσφεραν απλόχερα τον ίσκιο τους, μια ευχάριστη αλλαγή μετά από τις προηγούμενες καυτές μέρες. Είχαν χάσει μια μέρα ταξιδιού. Δεν πειράζει, σκέφτηκε η κοπέλα. Η περιοχή των εξόριστων δεν θα έφευγε από τη θέση της.

Σηκώθηκε και τίναξε την σκόνη από το παντελόνι της. Το παντελόνι και το λινό πουκάμισο που φορούσε ανήκαν στον Ρόραν αφού τα δικά της φορέματα δεν ήταν κατάλληλα για ένα τέτοιο ταξίδι. Κρεμόντουσαν χαλαρά πάνω της, αφού ήταν ραμμένα για ένα πολύ πιο μεγαλόσωμο άτομο, αλλά ήταν άνετα. Προσπάθησε να ισιώσει τις ζάρες του πουκαμίσου, που είχε αρχίσει να χάνει το αρχικό λευκό του χρώμα και να γίνεται καφετί, σε μια απόπειρα να φανεί πιο ευπαρουσίαστη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ευχήθηκε να μπορούσε να τα πλύνει και να κάνει ένα μπάνιο αλλά προς το παρών δεν είχε δει κάποιο ποτάμι ή κάποια πηγή. Ξεφύσηξε παραιτημένη και αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα πιο επείγον θέμα: το φαγητό.

Παρακολούθησε τον Έρικ να κατασκευάζει παγίδες από κλαδιά, κλίματα, και άλλα υλικά που έβρισκε στο δάσος.

«Θα με μάθεις να φτιάχνω παγίδες;» του ζήτησε. Ο Ρόραν την είχε μάθει πως να κυνηγάει χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις της, αν και ποτέ δεν είχε χρειαστεί να εφαρμόσει αυτές τις μεθόδους μιας και η Σύναξη είχε κυνηγούς που αναλάμβαναν αυτές τις δουλειές. Αλλά ο τρόπος που ο Έρικ ήξερε πως να χρησιμοποιήσει αυτά που του παρείχε η φύση για να επιβιώσει, ακόμα και χωρίς μαγεία, την συνάρπαζε.

«Αν το θέλεις θα σου μάθω» της απάντησε και έκρυψε την τελευταία παγίδα κάτω από έναν σωρό από φύλλα και σπασμένα κλαδιά. Σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του και πήγε κοντά της.

Η Σελίν ήταν γονατισμένη μπροστά σε έναν αγκαθωτό θάμνο με μαύρα και κόκκινα βατόμουρα. «Κοίτα αυτό. Αν βρεις μούρα αλλά δεν ξέρεις αν είναι φαγώσιμα μπορείς να τρίψεις ένα στο εσωτερικό του καρπού σου» Πίεσε απαλά ένα μαύρο μούρο στο εσωτερικό του καρπού της, αφήνοντας μια απαλή μοβ γραμμή πάνω στο χλωμό δέρμα της. «Αν το δέρμα κοκκινίσει και παρουσιάσει αντίδραση τότε είναι δηλητηριώδες. Αυτά εδώ είναι ασφαλή»

Πέρασε προσεχτικά τα δάχτυλα της μέσα από τα αγκάθια και έπιασε ένα κόκκινο μούρο. Είχε μαζέψει τουλάχιστον δυο χούφτες στην ποδιά της. Τώρα εκτός από χώμα, το παντελόνι του Ρόραν είχε κόκκινες και μοβ πιτσιλιές από μερικά μούρα που είχαν συνθλίβει. Ήλπιζε να μην περίμενε να του το επιστρέψει.

Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον Έρικ. «Θέλεις μερικά;»

Ο Έρικ κάθισε δίπλα της στο χορτάρι και η Σέλιν έριξε μια χούφτα από τα ώριμα μούρα στο χέρι του, πριν επιστρέψει σε αυτό που έκανε. Όση ώρα μάζευε τους καρπούς ένιωθε το βλέμμα του πάνω της. Το είχε προσέξει κι άλλες φορές αλλά τότε ήταν πιο εύκολο να το αγνοήσει ή να πείσει τον εαυτό της πως δεν σήμαινε τίποτα.

Όταν ο Έρικ της είχε εξομολογηθεί πως ένιωθε για εκείνη η Σελίν είχε φοβηθεί. Φοβήθηκε επειδή τα λόγια του την είχαν φέρει αντιμέτωπη με τα δικά της αισθήματα. Αισθήματα που δεν ήθελε να αναγνωρίσει και είχε προσπαθήσει να τα θάψει βαθιά μέσα της επειδή στο μυαλό της ήταν συνδεδεμένα με την προδοσία. Προδοσία απέναντι στην Σύναξη και στους ανθρώπους της επειδή ένιωθε έτσι για έναν Κυνηγό Προδοσία απέναντι στον Ρόραν επειδή του είχε ραγίσει την καρδιά επιλέγονταν έναν άλλον άντρα.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» τον ρώτησε, χαμογελώντας λίγο για να κρύψει την αμηχανία της -με οικτρά αποτελέσματα- προσπαθώντας να προσποιηθεί ότι το βλέμμα του δεν την επηρέαζε ούτε έκανε τους χτύπους της καρδιάς της να επιταχύνονται. «Δεν κάνω τίποτα ενδιαφέρων»

«Τα πάντα πάνω σου έχουν ενδιαφέρων»

Η καρδιά της φτερούγισε σαν ένα μικρό πουλί που είχε παγιδευτεί μέσα στο στήθος της. Αναρωτήθηκε αν αυτή η αίσθηση θα έφευγε κάποτε. «Χμ. Σε πόσες γυναίκες το έχεις πει αυτό, Έρικ Στόρμπορν;»

«Σε καμία» απάντησε ειλικρινά. «Επειδή ποτέ καμία δεν με έκανε να θέλω να μάθω τα πάντα για αυτή. Αλλά από την πρώτη φορά που σε είδα στην γιορτή ή στις συναντήσεις μας στον λόφο...» Σταμάτησε απότομα και το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Τα καστανά μάτια του έχασαν την λάμψη που είχαν πριν από λίγες στιγμές.

Η Σελίν γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοίταξε. «Μπορούμε να μιλάμε για αυτό» είπε μαλακά.

«Είναι μια περίοδος που θα προτιμούσα να ξεχάσω»

«Έκανες μια λάθος επιλογή και εγώ σου είπα τόσα ψέματα αλλά συγχωρέσαμε ο ένας τον άλλον. Όλα είναι κομμάτι του πως γνωριστήκαμε, και τα καλά και τα άσχημα, και πως φτάσαμε μέχρι εδώ. Εγώ δεν θέλω να ξεχάσω» Ακόμα και η ίδια ξαφνιάστηκε με το πόσο αληθινά ήταν τα λόγια της.

Έπιασε το χέρι της και φίλησε απαλά τις αρθρώσεις της. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είσαι αληθινή»

Η Σελίν έγειρε προς το μέρος του, λίγο διστακτικά και λίγο αδέξια, και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Η αίσθηση ήταν ακόμα καινούργια και λίγο αμήχανη αλλά αυτό δεν την πτόησε. Το στόμα του είχε πάρει την γλυκιά γεύση από τον χυμό των μούρων. Σταμάτησε να σκέφτεται τα πρέπει, από που προερχόντουσαν, ή πόσα πράγματα τους χώριζαν. Εστίασε μονάχα σε αυτά που τους ένωναν.

Κάτι μεγάλωνε ανάμεσα τους και ήθελε να του δώσει μια ευκαιρία. Και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να το χαλάσει. Δεν χρειαζόταν την έγκριση της Σύναξης και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να νιώσει τύψεις επειδή ερωτεύτηκε. Είχε φοβηθεί στην αρχή αλλά τώρα η σιγουριά ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν είχε αρχίσει να ριζώνει μέσα της. Ήδη είχαν σπάσει τόσους κανόνες. Τι ήταν ένας ακόμα;

«Είμαι αληθινή. Και εσύ είσαι πολύ τυχερός που με γνώρισες»

Ο Έρικ γέλασε και έπιασε το χέρι της για να την βοηθήσει να σηκωθεί από το έδαφος. Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει όταν επέστρεψαν στο σημείο και ανακάλυψαν τον γκρίζο λαγό που είχε πιαστεί μέσα σε μια από τις παγίδες. Η Σελίν γονάτισε μπροστά στο μικρό κλουβί και σήκωσε την πόρτα από πλεγμένα κλαδιά για να τον πιάσει.

Κράτησε το τρομαγμένο ζώο στην αγκαλιά της και χάιδεψε την απαλή σταχτιά γούνα του. «Ήρεμα» Ο λαγός έπρεπε να πεθάνει για να φάνε αυτοί, ήταν θέμα επιβίωσης και δεν θα μελαγχολούσε γι' αυτό όπως έκανε η Αριάνα κάθε φορά που έβλεπε ένα αρνί ή ένα ελάφι έτοιμο για σφαγή. Αλλά μπορούσε να του προσφέρει έναν πιο ανώδυνο θάνατο απ' ότι το μαχαίρι του Έρικ.

Ακούμπησε την παλάμη της στην τεντωμένη ράχη του ζώου και συγκεντρώθηκε στη ζωτική ενέργεια που κυλούσε μέσα του. Πάντα είχε στο μυαλό της την ενέργεια σαν ένα λαμπερό χρυσό νήμα, σαν την κλωστή σε ένα εργόχειρο που αν την αφαιρούσες θα καταστρεφόταν, ή αν την χρησιμοποιούσες κάπου αλλού θα μπορούσες να επιδιορθώσεις κάτι άλλο. Βρήκε αυτό το νήμα και άρχισε να το τραβάει έξω, σιγά- σιγά για να μην πανικοβληθεί το ζώο. Ο λαγός χαλάρωσε στην αγκαλιά της και τα στρογγυλά μαύρα μάτια του έκλεισαν. Η αναπνοή του σταμάτησε καθώς τα τελευταία ψήγματα ενέργειας εγκατέλειπαν το μικρό σώμα του.

Ένιωσε ένα βλέμμα καρφωμένο πάνω της και γύρισε για να κοιτάξει τον Έρικ που στεκόταν λίγα βήματα πίσω της και την παρακολουθούσε.

«Δεν ήθελα να υποφέρει» του εξήγησε και του έδωσε τον λαγό.

Σπάνια χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις της σε ζωντανά πλάσματα και όταν το έκανε συνήθως έδινε από την δική της ενέργεια αντί να πάρει. Τα φυτά ήταν διαφορετικά, μικρές ποσότητες ενέργειας σαν τις ευαίσθητες φλόγες των κεριών. Αυτή η αίσθηση ήταν πολύ διαφορετική. Ήταν λες και ζωηρές σπίθες χόρευαν μέσα στις φλέβες της. Αναρωτήθηκε πως θα ήταν αν απορροφούσε την ενέργεια κάτι πιο δυνατού απ' όσο ένας λαγός.

Και αν ανακάλυπτε πως αυτή η αίσθηση της άρεσε και ζητούσε διαρκώς περισσότερα; Η σκοτεινή σκέψη ξεπήδησε απρόσκλητη μέσα στο μυαλό της. Αν ήταν ανίκανη να σταματήσει και κατέληγε να κάνει κακό σε κάποιον; Ίσως αυτές τις ερωτήσεις είχε φοβηθεί και ο Άιζακ και είχε προσπαθήσει να την κάνει να θάψει την δύναμη της. Πότε και γιατί είχε σταματήσει να την βλέπει σαν το ορφανό παιδί που είχε πάρει υπό την προστασία του και είχε αρχίσει να την βλέπει σαν κάτι επικίνδυνο;

Φαίη