Το Τέλος είναι μονάχα η Αρχή, του Γιάννη Στόιτση


Μία φράση είχε κολλήσει στο μυαλό μου, σαν να έπαιζε σε επανάληψη. Ξανά και ξανά, ασταμάτητα, σαν ένα κολλημένο CD: «Το Τέλος είναι μονάχα η Αρχή».


Μια φράση που μου είπε ένας από τους γιατρούς, το όνομα του οποίου δεν κατάφερε να μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, μέσα στον χαμό όλων εκείνων των ημερών που προηγήθηκαν κατά το τελευταίο διάστημα της παραμονής μου στη Γη.

Εκείνες τις τελευταίες ημέρες βρέθηκα ανάμεσα σε ειδικούς και επιστήμονες, ώστε να αξιολογηθώ και να εξεταστώ ψυχικά και σωματικά πριν από το μεγάλο, χωρίς επιστροφή, ταξίδι μου.

Όλα έμοιαζαν με όνειρο. Σαρωτές εγκεφαλικής δραστηριότητας, τεστ εγκεφαλικής αξιολόγησης, εξετάσεις σωματικής αντοχής και αποδοτικότητας. Οθόνες, σύριγγες, γιατροί, χέρια, πρόσωπα… Όλα συγχυσμένα, όλα μπλεγμένα, όλα θολά, σαν μουτζούρα, όπως η όραση μέσα σε ένα ομιχλώδες τοπίο.

Όλα αυτά όμως είχαν συμβεί. Αυτό το ήξερα. Ήταν το μόνο για το οποίο μπορούσα να εμπιστευθώ το μυαλό και τις σκέψεις μου. Τα υπόλοιπα είχαν χαθεί.

Λες και ο χρόνος είχε πάψει να ισχύει.

Λες και η ίδια η ζωή είχε πάψει να συμβαίνει.


Το όνειρο είναι πάντα ίδιο, κάθε φορά. Ξέρω ότι είμαι εγώ, ότι είμαι πίσω στη Γη, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Όπως πάντα, το όνειρο –το όραμα του παρελθόντος– δεν καταφέρνει να μου δώσει κάποια άλλη απάντηση. Δεν καταφέρνει να μου δώσει πίσω ούτε το όνομά μου. Η ταυτότητά μου είναι κάτι που διέγραψαν από την πρώτη στιγμή που πέρασα την είσοδο του εργαστηριακού συγκροτήματος της Κεντρικής Ομοσπονδίας Διαγαλαξιακών Αποστολών.

Ένα παιδί, ένα ασήμαντο ορφανό. Πεταμένο στο περιθώριο από την ίδια την κοινωνία.

Τα φώτα ανάβουν απότομα, νιώθω λες και το νερό εισβάλει μέσα στα πνευμόνια μου και μου κόβει την αναπνοή. Θέλω να γελάσω νευρικά με αυτήν τη σκέψη. Μία σκέψη που μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Διότι το να κάνουν την αναπνοή μου να πάψει τους είναι πολύ εύκολο και έχω δει να συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους εδώ μέσα.

Όχι! Στριγκλίζει η φωνή μέσα στο μυαλό μου. Όχι άνθρωποι, υποκείμενα! Αυτό είμαστε γι’ αυτούς. Υποκείμενα. Αριθμοί σε μία λίστα με πειραματόζωα στα χέρια τους.

«Καλά ξυπνητούρια», φωνάζει το Κοράκι.

Είναι ψηλός και ξερακιανός με γαμψή μύτη σαν αρπακτικού, με σκούρο εβένινο χρώμα στα μαλλιά. Δεν ξέρω το όνομα του. Δεν ξέρω το όνομα κανενός από τους γιατρούς και τους επιστήμονες. Διάολε, εδώ δεν μπορώ να θυμηθώ το δικό μου όνομα.

Η ίδια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα είναι εκείνη που με βοηθάει να ξεχωρίζω το πέρασμα των ημερών. Το πότε ολοκληρώνεται ο κύκλος μεταξύ μίας ημέρας και της επόμενης.

Όπως κάθε πρωί, οι γιατροί έρχονται και μας παίρνουν από τους κοιτώνες ύπνου. Αφού μας πετάξουν έναν μεταλλικό δίσκο με έναν απαίσιο σε όψη και μυρωδιά χυλό, μας χωρίζουν και μας στέλνουν στις αίθουσες Εξέτασης, εκεί όπου έχουν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν επάνω μας ό,τι κατεβάσει το αρρωστημένο τους μυαλό.

Σήμερα η τύχη μου είναι χειρότερη από τις περισσότερες ημέρες, αν μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού αυτός που με αρπάζει μετά το πρωινό μας τάισμα είναι το Κοράκι. Εκτός από εμένα, διατάζει μερικούς από τους φύλακες επιτήρησης να πάρουν άλλα δέκα ‘Υποκείμενα’ και όλοι μαζί οδηγούμαστε στην πτέρυγα των εργαστηρίων όπου βρίσκεται το εργαστήριό του.

Φτάνουμε σε έναν χώρο που βρομάει χλωρίνη, οινόπνευμα και αποστειρωμένο θάνατο.

«Μπορείτε να φύγετε», δίνει εντολή το Κοράκι στους φύλακες επιτήρησης.

Γυρίζει και μας κοιτάζει έναν έναν στα μάτια. Στη μούρη του σχηματίζεται μία γκριμάτσα, λες και μυρίζει κάτι βρομερό. Έπειτα, μέσα από μία τσέπη της άσπρης ιατρικής του ρόμπας, βγάζει μία οθόνη δεδομένων. Σέρνει το δάχτυλο του επάνω της για μερικές στιγμές.

«Υποκείμενο 099856», ανακοινώνει.

Το νούμερο δε μου λέει κάτι, αλλά αναγνωρίζω αμέσως το ‘Υποκείμενο’ με αυτήν την κωδική ονομασία από την κοφτή ανάσα που παίρνει στο άκουσμα των αριθμών. Γυρίζω το βλέμμα μου τη στιγμή που το ‘Υποκείμενο’ κάνει μία ανεπαίσθητη οπισθοχώρηση λες και κάτι το χτύπησε. Δύο φύλακες επιτήρησης επιστρέφουν στον χώρο και αρπάζουν το ‘Υποκείμενο 099856’ –σαν να ήταν κάτι αναγκαίο, λες και η ισχνή και μικροκαμωμένη κορμοστασιά τού επιτρέπει να προτάξει κάποια αντίσταση– και το σέρνουν πίσω από το Κοράκι, που γυρίζει και χάνεται στα ενδότερα των εργαστηρίων του.

Δεν μπορώ να υπολογίσω πόση ώρα έχει περάσει από τη στιγμή που οι φύλακες επιτήρησης μας μετέφεραν στον συγκεκριμένο χώρο. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαστε παρατημένοι εδώ, περιμένοντας τη σειρά μας.

Ο χώρος είναι χωρισμένος με μεταλλικές ράβδους σε μικρά ατομικά κελιά. Το πάτωμα και οι τοίχοι είναι καλυμμένα με κάτι που μοιάζει με γρανίτη αλλά η επιφάνειά του είναι τραχιά στο χρώμα του όνυχα. Οι λάμπες φθορίου, εκπέμποντας ένα άσπρο γαλακτερό χρώμα, φωτίζουν αχνά τον χωρίς παράθυρα χώρο. Εκτός από το δικό μου κελί, άλλα τέσσερα είναι κατειλημμένα από ένα ‘Υποκείμενο’.

Σηκώνω το κεφάλι μου. Είμαι το μοναδικό ‘Υποκείμενο’ που βρίσκει για έναν ανεξήγητο λόγο το θάρρος να κάνει κάτι τέτοιο. Όλα τα υπόλοιπα ξυρισμένα κεφάλια είναι στραμμένα προς τα κάτω. Η νεκρική σιωπή επιτρέπει στην απειροελάχιστη αυτή κίνησή μου να ακουστεί καθώς η συνθετική στο χρώμα του εμετού φόρμα μου θροΐζει.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ακούω μία κίνηση από το κελί στα δεξιά μου. Κοιτάζω προς το μέρος του δεύτερου ‘Υποκειμένου’ που παίρνει το βλέμμα του από το πάτωμα. Τα βλέμματά μας συναντιούνται. Είναι η πρώτη φορά εδώ και καιρό που κοιτάζω κατάματα κάποιο από τα άλλα ‘Υποκείμενα’. Περιμένω να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Η αλήθεια είναι πως σκέφτομαι να το κάνω εγώ, αλλά μία εσωτερική δύναμη με ωθεί να συνεχίσω.

Δεν ξέρω πόση ώρα κοιταζόμαστε, αλλά το θάρρος και των δύο μας κάνει την καρδιά μου να χάσει έναν χτύπο της. Βλέπω τα χείλη του άλλου ‘Υποκειμένου’ να κουνιούνται ανεπαίσθητα. Κάτι προσπαθεί να πει, αλλά ο ήχος σκαλώνει στο λαρύγγι του μετά από τόσο καιρό αχρησίας της φωνής του. Η προσπάθειά του να μου μιλήσει με κάνει να κινηθώ προς το μέρος του. Κοιτάζω προς τη μεταλλική, δίφυλλη, βαριά πόρτα του χώρου, μήπως και κάποιος φύλακας εισβάλει. Αλλά εκείνη παραμένει ερμητικά κλειστή. Το άλλο Υποκείμενο γελά – ή αυτό προσπαθεί να κάνει τέλος πάντων.

«Δε φο-φοβάσαι;» με ρωτάει. Οι λέξεις αυτήν τη φορά ακούγονται. Περίεργα, αργά, κοφτά. Σκέφτομαι για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου και προσπαθώ να σχηματίσω μία λέξη: «Απογοήτευση».

Αν νιώθω φόβο; Σίγουρα. Τρόμο; Ακόμα περισσότερο. Όμως αυτό που υπερισχύει των πάντων, είναι η απογοήτευση του παιδιού εκείνου που το έκαναν να πιστέψει. Που του έδειξαν ένα καινούριο μέλλον ψηλά στον ουρανό. Που του υποσχέθηκαν, τη στιγμή που το έβαζαν μέσα στην κρυογονική κάψουλα, ένα καλύτερο αύριο όταν θα ξυπνούσε αρκετά χρόνια στο μέλλον. Σε έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο. Σε έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον τον λυπηρό, προβληματικό και τοξικό που άφηνε πίσω του στη Γη. Ενός παιδιού που κατάλαβε με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι ίσως η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε να αλλάξει στην ουσία της ποτέ, ακόμα κι αν άλλαζε πλανήτη διαμονής.

Η μεταλλική πόρτα ανοίγει με δύναμη και τρεις φύλακες εισβάλουν μέσα.

«Υποκείμενα 009990 και 009967 σηκωθείτε», γαβγίζει ένας από αυτούς. Ήρθε η σειρά μου. ‘Υποκείμενο 009990’. Μερικές στιγμές αργότερα, οι φύλακες έχουν μεταφέρει εμένα και το ‘Υποκείμενο 009967’ –το ‘Υποκείμενο’ με το οποίο ανταλλάξαμε μία μόλις κουβέντα– στο κυρίως τμήμα του εργαστηρίου του Κορακιού.

Το σώμα μου βρίσκεται καθηλωμένο σε μια καρέκλα εξέτασης από σκληρό μαύρο δέρμα ενώ τα άκρα μου –χέρια και πόδια– είναι σφιχτά δεμένα με χοντρά λουριά. Δεν κάνω κάποια κίνηση να ξεφύγω. Δεν αντιστάθηκα καν όταν με έδεσαν. Έχω συνηθίσει εδώ και καιρό απ’ ό,τι φαίνεται στην ιδέα του περιορισμού.

Ένα συνεχόμενο βουητό από τη λειτουργία όλων των ηλεκτρονικών συσκευών στον χώρο διαταράσσει τη σιωπή. Πίσω από την πλάτη μου, στην ίδια κατάσταση μ’ εμένα, βρίσκεται το ‘Υποκείμενο 009967’. Για αρκετές στιγμές είμαστε οι δύο μας. Περιμένω μήπως αποπειραθεί να μου μιλήσει ξανά, χωρίς όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αργότερα ακούω βήματα. Κάποιος έρχεται να μας ελέγξει. Καταλαβαίνω από τον βηματισμό πως δεν είναι το Κοράκι. Δεν μπορώ να δω ποιος είναι, αφού για λίγη ώρα ασχολείται με το άλλο ‘Υποκείμενο’.

Έπειτα έρχεται σ’ εμένα. Παρατηρώ ότι είναι μία βοηθός του επιστημονικού και ιατρικού προσωπικού. Είναι μετρίου αναστήματος, αδύνατη με έναν ψηλό και σφιχτό κότσο. Φοράει την γκρίζα στολή των βοηθών. Το βλέμμα της δε συναντάει το δικό μου. Είναι απόλυτα συγκεντρωμένη στη δουλειά της, στις κινήσεις της. Τα χέρια της είναι γρήγορα. Κινούνται με σιγουριά.

Ύστερα η βοηθός πιάνει καλώδια και ηλεκτρόδια και τα τοποθετεί στο μέτωπο και στο επάνω μέρος του κεφαλιού μου. Καταλαβαίνω πως το σημερινό είναι ένα τεστ ψυχοεγκεφαλικής εξέτασης.

Αφού τελειώνει με τη δουλειά της, φεύγει. Τη θέση της παίρνει έπειτα το Κοράκι. Κρατάει στο χέρι την οθόνη δεδομένων του, την οποία κοιτάζει με βαθιά προσήλωση. Ο φωτισμός στον χώρο χαμηλώνει, καθώς μία μεγάλη οθόνη στον απέναντι τοίχο –αόρατη μέχρι εκείνην τη στιγμή– παίρνει ζωή.

«Αυτή ήταν η εξελικτική πορεία της ζωής πίσω στη Γη», λέει το Κοράκι με σιγανή φωνή, την ώρα που διάφορες εικόνες εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μου.

Άνθρωποι διαφόρων εποχών από τα βάθη του χρόνου περνούν, παρουσιάζοντας την ιστορία της ανθρωπότητας. Άνθρωποι στην εποχή των σπηλαίων, με γούνες από δέρμα ζώων για ρουχισμό. Άνθρωποι καθώς ανακαλύπτουν τη φωτιά και πολύ αργότερα τον ηλεκτρισμό, τις μηχανές και την τεχνολογία, έως την ανακάλυψη των μέσων μετακίνησης επάνω στη Γη και, πολύ αργότερα, έξω από αυτή. Των ταξιδιών στο διάστημα, σε νέους πλανήτες. Όμως, ανάμεσα σε όλα αυτά τα επιτεύγματά, παρατηρώ κάτι επαναλαμβανόμενο.

»Ο πόλεμος, το μίσος, ο ζήλος, η καταστροφή», λέει το Κοράκι λες και διαβάζει το μυαλό μου.

Μα αφού μπορεί. Διαβάζει την εγκεφαλική μου δραστηριότητα. Οι εικόνες συνεχίζουν. Γίνονται περισσότερο βίαιες και αποτρόπαιες. Τα εγκλήματα ειδεχθή. Το θέαμα δε μου επιτρέπει να κλείσω τα μάτια μου. Θέλω να συνεχίσω να βλέπω, προσμένοντας ένα διαφορετικό τέλος. Ένα τέλος, όμως, που ξέρω πως δε θα έρθει. Το τέλος έχει ήδη γραφτεί. Η ιστορία πίσω στη Γη έχει τελειώσει.

Η οθόνη σβήνει και τα φώτα δυναμώνουν. Νιώθω ένα δάκρυ να κρέμεται στην άκρη του ματιού μου. Το Κοράκι έρχεται μπροστά μου, συνεχίζοντας να κοιτάζει την οθόνη στα χέρια του. Διαβάζει και αναλύει όσα πήρε από τον δικό μου εγκέφαλο και του άλλου ‘Υποκειμένου’.

«Αυτό ήταν το τέλος για τους ανθρώπους της Γης. Αυτό προσπαθούμε να αλλάξουμε σε αυτόν τον νέο πλανήτη», λέει. Η φωνή του είναι ψυχρή, σχεδόν παρανοϊκή. «Γι’ αυτό θα πρέπει να νιώθετε περηφάνια εσείς τα ‘Υποκείμενα’! Η αυτοθυσία σας θα βοηθήσει στη σωτηρία του κόσμου». Η τρέλα στα λόγια του είναι ξεκάθαρη. Ένα υστερικό γέλιο πηγάζει από κάπου βαθιά μέσα μου. Στην αρχή νομίζω ότι μπορώ να το συγκρατήσω, αλλά δεν τα καταφέρνω. Τραντάζομαι καθώς το γέλιο με κατακλύζει. Τραβάω απότομα τα χέρια μου και τα λουριά στα άκρα μου σφίγγουν. Ξαφνικά νιώθω να με πιέζουν. Το Κοράκι κοιτάζει λες και το ‘Υποκείμενο’ που έχει μπροστά του τρελάθηκε. Αυτό με κάνει να ξεσπάσω σε ακόμα πιο υστερικά γέλια. Δάκρυα –οργής, θυμού, αγανάκτησης, αποστροφής– γεμίζουν τα μάτια μου. Όλα θολώνουν. Τα χείλη μου κινούνται. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω να πω μέχρι που το ακούω να ξεστομίζεται μέσα από τα ξηρά και σκληρά χείλη μου, με φωνή στριγκή.

«Λες πως θέλεις να σώσεις τον κόσμο, αλλά δε θέλεις να τον αλλάξεις, καταραμένε μπάσταρδε». Τα μάτια του Κορακιού γυαλίζουν.

«Σιωπή», λέει. Ένας αφόρητος πόνος εισβάλει μέσα στο μυαλό μου. Νιώθω τα πάντα στο σώμα μου να πονούν, λες και ένα κτήριο καταρρέει επάνω μου. Νιώθω το μυαλό μου να ρευστοποιείται. Ουρλιάζω και καταλαβαίνω ότι οι κραυγές πόνου δεν ακούγονται μόνο από εμένα. Το άλλο ‘Υποκείμενο’ ουρλιάζει επίσης. Θέλω να πω στο Κοράκι να σταματήσει. Θέλω να του πω να καεί στην κόλαση. Η κόλαση όμως έχει εισβάλει μέσα μου και δε μου επιτρέπει να ξεστομίσω το παραμικρό.

Όλα διαρκούν για ατελείωτες στιγμές. Ο πόνος κρατάει για πάντα. Έως ότου όλα σβήνουν, καθώς η σκοτεινή άβυσσος με τραβάει μέσα της. Τα μάτια μου είναι βαριά. Δεν ξέρω πόση ώρα μου παίρνει να τα ανοίξω. Όταν τα καταφέρνω, για μερικές στιγμές όλα γύρω μου είναι θολά. Πεταρίζω τα μάτια μου για να καθαρίσω την όρασή μου. Έχω πεθάνει; αναρωτιέμαι.

Ο προηγούμενος πόνος ξυπνάει στο μυαλό μου. Ο χώρος γύρω είναι γεμάτος με μεταλλικές επιφάνειες, στις οποίες είναι παρατημένοι μαύροι νεκρόσακοι. Από το φούσκωμά τους καταλαβαίνω ότι είναι γεμάτοι πτώματα. Η χολή ανεβαίνει στο λαρύγγι μου. Δεν μπορώ να τα μετρήσω, αλλά ξέρω ότι είναι πάρα πολλά.

Πριν προλάβω να αναρωτηθώ τι συμβαίνει, μία πόρτα ανοίγει κάπου πίσω μου. Η καρδιά χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Ξαφνικά, με βιαστικά βήματα, εμφανίζεται η βοηθός από το εργαστήριο του Κορακιού. Αφού με εντοπίζει, έρχεται προς το μέρος μου.

«Μη φοβάσαι», λέει με απαλό τρόπο. Αυτήν τη φορά με κοιτάζει.

«Τι συμβαίνει;» ρωτάω.

«Ξέρω, έχεις πολλές απορίες, αλλά πρέπει να με εμπιστευτείς. Θα σου τα εξηγήσω όλα μόλις καταφέρω να σε πάρω από εδώ», λέει ήρεμα.

«Πες μου… κάτι», λέω. Δεν ξέρω τι γίνεται, ούτε εάν μπορώ να εμπιστευτώ αυτήν τη γυναίκα. «Μήπως όλο αυτό είναι ακόμα ένα πείραμα του Κορακιού; Κάποιο τεστ;»

«Αυτό που μπορώ να πω είναι πως θα σε πάρω από εδώ. Από όλα αυτά τα πειράματα. Αυτή τη… ζωή». Τις τελευταίες λέξεις τις λέει κάπως διστακτικά.

Ανάθεμα αν αρκεστώ σε τέτοιες γενικότητες. Ανάθεμα αν πιστέψω πως η τύχη μου άλλαξε έτσι μέσα σε μια στιγμή. Το βλέμμα μου είναι σκληρό όπως φαντάζομαι. Ξεροκέφαλο. »Καλά λοιπόν», αποκρίνεται. «Είμαι η Νέλα. Βρίσκομαι εδώ για να βγάλω όσα ‘Υποκείμενα’ καταφέρω έξω από εδώ». Νεύω, αλλά καταλαβαίνει ότι αυτό δε μου αρκεί. «Ανήκω στους Μεταμορφωτές. Μία ομάδα που στόχο έχουμε να ανατρέψουμε τα εργαστήρια και όλα τα φριχτά που κάνουν στα ‘Υποκείμενα’… Σε αυτούς τους ανθρώπους. Για καιρό υπήρξα κι εγώ συμμέτοχος των πειραμάτων, όμως αυτό άλλαξε». Κάνει μία παύση λες και σε αυτό το σημείο υπάρχει μία ιστορία. «Πλέον δεν είμαι αφοσιωμένη στους επιστήμονες και τους γιατρούς», συνεχίζει χωρίς να την αναφέρει. «Θέλω να βοηθήσω στην αλλαγή όλων εκείνων των αρνητικών που μας στοίχειωναν στη Γη και συνεχίζουν να συμβαίνουν».

«Γιατί;» ρωτάω. Το σκέφτεται για λίγο.

«Γιατί πλέον έχουμε έναν νέο πλανήτη και μία δεύτερη ευκαιρία. Γιατί δε θέλω να γίνω μέρος ενός ακόμη μαύρου κεφαλαίου της ιστορίας της ανθρωπότητας».

«Πώς είναι;» ρωτάω. Η Νέλα καταλαβαίνει ότι αναφέρομαι στον πλανήτη.

«Είναι… όμορφος». Παύση. «Όπως ήταν η Γη μας πριν την καταστρέψουμε», λέει με πικρία. Θέλω να ρωτήσω περισσότερα αλλά ξέρω ότι δεν είναι το κατάλληλο μέρος. Για μια στιγμή σκέφτομαι να ρωτήσω το όνομά μου. Ίσως κάποια πληροφορία για εμένα που θα με βοηθήσει να θυμηθώ το παραμικρό. Όμως τελικά σιωπώ. Δεν έχει σημασία το όνομά μου. Ή η καταγωγή μου, ή ό,τι άλλο. Σημασία έχει ότι ζω. Σημασία έχει ότι μου δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία. Μια καινούρια ζωή, μακριά από το κατεστημένο της Γης και των προβλημάτων της. Μπορώ να επιλέξω να λέγομαι όπως θέλω. Να είμαι ό,τι θέλω. Αλλά πριν αποφασίσω για κάτι, θέλω να το αναζητήσω πρώτα.

Ξαφνικά φοβάμαι, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς. Τον θάνατο; Το τέλος;

«Λες όλο αυτό να αξίζει, να οδηγήσει κάπου; Ή θα είναι το τέλος;» ρωτάω τη Νέλα. Απλώνει το χέρι της προς το μέρος μου. Απλώνω κι εγώ το δικό μου και κρατιέμαι. Καθώς με σηκώνει, με βοηθά να στηριχτώ στα πόδια μου. Με κοιτάζει για ακόμα μια φορά.

«Το Τέλος», μου λέει, καθώς ένα μικρό χαμόγελο αισιοδοξίας ανθίζει στα χείλη της, «είναι μονάχα η Αρχή…»

 
Γιάννης Στοΐτσης
 
Επιμέλεια: Άγγελος Αναγνωστόπουλος