Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Στο Γκόγκλεντολ - Κεφάλαιο 10)

Οι επτά νυχτερινοί αναχώρησαν από τον φιλόξενο πύργο του Μαυροφορεμένου Πρίγκιπα, με προορισμό το λιμάνι της Κατάα. Το ταξίδι τους για το Γκόγκλεντολ διήρκησε σχεδόν δέκα ώρες. Χωρίς ναυτίες, χωρίς πολλές κουβέντες. Η βραδινή μπουνάτσα τους έδινε χρόνο και αφορμή να σκεφτούν σε τι περιπέτεια ετοιμάζονταν να μπλέξουν. Προσπάθησαν να το χωνέψουν, μα εκείνο το βράδυ δεν τα κατάφερε κανείς τους.

Αποβιβάστηκαν βιαστικά, καθώς πίσω από τον αχνό ορίζοντα, οι πρώτες ακτίνες της ημέρας ήδη φαίνονταν. Δεν είχαν πολλές αποσκευές μαζί τους. Στο πετρόχτιστο λιμάνι του Γκόγκλεντολ τους περίμεναν δυο μεγάλες άμαξες για να τους μεταφέρουν στον βασιλικό ξενώνα, όπου θα περνούσαν τη μέρα.

Ο Εσκόλτα ένιωσε πως όλα έβαιναν ομαλά, όπως ακριβώς τα είχε περιγράψει και σχεδιάσει ο Μαυροφορεμένος Πρίγκιπας. Όταν έφτασαν στο βασιλικό ξενώνα, ο ήλιος είχε πια ξεπροβάλλει. Οι υπηρέτες του ξενώνα, προσέφεραν στους ταξιδιώτες ένα πλούσιο γεύμα, πριν τους οδηγήσουν στα δωμάτια που θα ξεκουράζονταν. Η Κίσσε, από εκεί, απείχε τρεις νύχτες δρόμο, εφόσον η άμαξά τους είχε δυνατά άλογα και σκούρες κουρτίνες.

Ο Ραμόν, ο νεαρός τσιγγάνος, κοιμήθηκε τελευταίος από τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα, περίμενε να κοιμηθούν όλοι και κυρίως οι δύο θηριόσωμοι για να μπορέσει να τρυπώσει στην κάμαρα τους. Είχε εντυπωσιαστεί πολύ από το δώρο του Κάανν στον Λίον Νοξ. Εκείνη τη σπάνια, μαγική πυξίδα. Ένιωσε πως δεν ήταν σωστό, να βρίσκεται σε λάθος χέρια. Ζαλισμένος από τα λόγια του Πρίγκιπα «λαμπιρίζει υπό το φως της σελήνης» ξεκίνησε να ψαχουλεύει τα πράγματα του θηριόσωμου Νοξ.

Ένα κρύο αντικείμενο έπιασαν τα λερωμένα χέρια του. Ήταν χοντρό, φαρδύ και τραχύ. Ψηλαφίζοντας το, κατάλαβε πως είχε βρει αυτό που έψαχνε. Το κούνησε προσπαθώντας να δει καλύτερα. Δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακή τελικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να την αφήσει πάλι πίσω, πριν τελικά την κρύψει καλά μέσα στα μισο-κουρελιασμένα του ρούχα…

Καθώς το δροσερό απόγευμα μετατρεπόταν σε κρύο βράδυ, οι νυχτερινοί έκρυψαν την ανησυχία τους μακριά από τα πρόσωπά τους. Οι δυο άμαξες, ξύλινες και πολυταξιδεμένες, η καθεμιά με τέσσερα άλογα, τους περίμεναν έξω από τον ξενώνα. Μουδιασμένοι από το υγρό κρύο του λιμανιού επιβιβάστηκαν για το μακρύ τους ταξίδι…

Κυριάκος Μαυροειδέας