Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 22)

«Είσαι σίγουρος για αυτό που πάμε να κάνουμε;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα η Νάγια καθώς διέσχιζαν το δάσος.

«Έτσι νομίζω»

«Πολύ καθησυχαστική απάντηση, Ρόραν» Κοίταξε πάνω από τον ώμο της την ομάδα των μάγων που τους ακολουθούσαν.

Η αντίδραση της Σύναξης όταν ο Ρόραν τους είχε ανακοινώσει την απόφαση του να απαντήσει στο κάλεσμα των ανθρώπων για μια συμμαχία ανάμεσα τους ήταν η αναμενόμενη. Η πλειοψηφία των Πρεσβύτερων είχε διαφωνήσει έντονα. Ήταν τρέλα, είπαν. Ανήκουστο. Κάποιοι είχαν φτάσει στο σημείο να αμφισβητήσουν την ικανότητα του να ηγηθεί των μαγισσών. Ελάχιστοι ήταν πρόθυμοι να ακούσουν και να σκεφτούν σοβαρά τα λόγια του. Οι Πρεσβύτεροι ήταν άνθρωποι των παραδόσεων. Είχαν κάνει πρωτοφανείς υποχωρήσεις όταν επέτρεψαν στον Έρικ Στόρμπορν να παραμείνει στο χωριό τους αλλά μια πραγματική συμμαχία με τους Κυνηγούς ήταν ένα τεράστιο βήμα που δεν ήταν έτοιμοι να κάνουν. Και πάλι όμως ο Ρόραν είχε ελπίσει ότι θα έβλεπε μια στάλα υποστήριξης στα πρόσωπα τους, έστω και μονάχα από τον Ελάιζα. Αλλά η εξαφάνιση της κόρης του τον είχε συνταράξει βαθιά Απλά καθόταν εκεί χωρίς να δίνει σημασία στα όσα έλεγαν οι γύρω του.



Προσευχήθηκε στα Πνεύματα να φυλάνε την Αριάνα από τους κινδύνους του δάσους. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι την είχε κάνει να το σκάσει και να ακολουθήσει την Σελίν, επειδή στο μυαλό του δεν υπήρχε αμφιβολία πως αυτός ήταν ο σκοπός της.

Η υπόλοιπη Σύναξη είχε αντιδράσει στην ιδέα της συμμαχίας με δισταγμό και καχυποψία. Ο φόβος τους για τους Κυνηγούς ίσως να ήταν ο μόνος που μπορούσε να συγκριθεί με τον φόβο τους για την Μπαστιάνα. Αλλά η Μπαστιάνα ήταν το μεγαλύτερο από τα δυο κακά και δεν υπήρχε εύκολος τρόπος για να την αντιμετωπίσουν. Προσπάθησε να τους κάνει να το καταλάβουν αυτό. Δυστυχώς, το να ξεριζώσεις πεποιθήσεις αιώνων ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει γι' αυτό. Αλλά υπήρχαν κι εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να ρισκάρουν και να δοκιμάσουν έναν νέο τρόπο. Άλλωστε, είχαν δει τα αποτελέσματα που είχαν οι παλιοί.

Η πρώτη συνάντηση με τους Κυνηγούς ήταν μια εθελοντική αποστολή. Ο Ρόραν δεν είχε σκοπό να αναγκάσει κανέναν να τον ακολουθήσει αν δεν το ήθελε. Εξάλλου, επρόκειτο για ένα εξαιρετικά λεπτό ζήτημα. Υπήρχε πολύ κακό αίμα ανάμεσα στους Κυνηγούς και τις μάγισσες. Δεν είχε αυταπάτες ότι θα έβαζαν αμέσως στην άκρη τις διαφορές τους και θα γινόντουσαν φίλοι και συμπολεμιστές. Το να χτίσουν μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη ανάμεσα τους θα ήταν μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. Σε αυτή την πρώτη επαφή, όπου θα έβλεπαν κατά πόσο αυτό ήταν εφικτό, δεν ήθελε να φέρει μαζί του άτομα που δεν πίστευαν σε αυτόν τον σκοπό.

«Μέχρι να σιγουρευτούμε για τις προθέσεις τους μείνετε μέσα στα όρια του δάσους» ήταν η πρώτη οδηγία που τους είχε δώσει. Αν αυτή η συνάντηση έπαιρνε άσχημη τροπή -κάτι που ήταν πολύ πιθανό- έπρεπε να είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Όσο απομακρυνόντουσαν από το δάσος τόσο εξασθενούσε η σύνδεση τους με τη μαγεία. Μέσα στο δάσος μπορούσαν να καλέσουν τα δέντρα για να τους υπερασπιστούν και να αμυνθούν πιο αποτελεσματικά.

Η Νάγια περπάτησε πιο κοντά του, έτσι που οι ώμοι τους σχεδόν αγγίζονταν, για να μπορούν να μιλήσουν χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο να ακουστούν από τους υπόλοιπους.

«Οι Κυνηγοί είναι ορκισμένοι εχθροί μας εδώ και γενιές»

«Και τώρα είναι απελπισμένοι» της απάντησε. «Κάτι τέτοιες καταστάσεις κάνουν τους ανθρώπους να αναθεωρούν τη στάση τους»

«Φοβάσαι;»

Φυσικά και φοβόταν. Πως ήταν δυνατόν να μην το έκανε; Ετοιμαζόταν να κάνει κάτι που κανένας άλλος αρχηγός της Σύναξης δεν είχε τολμήσει να επιχειρήσει. Απ' όσο ήξερε, θα μπορούσαν να χειροτερέψουν την κατάσταση τους. Είχε ευθύνη απέναντι στους μάγους που τον είχαν πιστέψει και τον ακολουθούσαν. Αν τους συνέβαινε κάτι εξαιτίας μιας δικής του λανθασμένης απόφασης πως θα αντίκριζε μετά τις οικογένειες τους;

«Όχι» της απάντησε.

Η Νάγια πήρε το χέρι του μέσα στο δικό της. Τα δάχτυλα της ήταν μακριά και λεπτά. Το δέρμα της ήταν σκληρό και σκασμένο στους κόμπους των δαχτύλων της από τις ώρες που περνούσε φροντίζοντας τον κήπο με τα βότανα της μητέρας της, αλλά απαλό και ζεστό στα υπόλοιπα σημεία. Οι ράχες των χλωμών χεριών της ήταν διάστικτο με καφετιές φακίδες, σαν γάλα πασπαλισμένο με κανέλα.

«Δεν πειράζει» Η φωνή της ήταν απαλή και καταπραϋντική, σαν σιγανό καλοκαιρινό αεράκι. «Κι εγώ φοβάμαι»

«Τότε γιατί ήρθες;»

«Επειδή αν είναι να ξαναγράψουμε την ιστορία θέλω να είμαι εκεί και να το δω με τα μάτια μου, όχι να μου το αφηγηθούν. Δεν είναι κακό να φοβάσαι» επανέλαβε. «Σημαίνει πως νοιάζεσαι. Και, αν αυτό αξίζει κάτι, πιστεύω πως πήρες την σωστή απόφαση»

Χωρίς να προλάβει να σκεφτεί τι έκανε, έσφιξε απαλά το χέρι της. «Αξίζει πολλά»

Περισσότερα απ' όσο μπορούσε να φανταστεί. Εκείνοι που τον είχαν ακολουθήσει πίστευαν σε εκείνον. Επειδή πίστευαν πως ήξερε τι έκανε, επειδή τους είχε πείσει με τα λόγια του και την σιγουριά του, επειδή ήξεραν πως είχε δίκιο. Και παρόλο που ο Ρόραν ήταν ευγνώμων για αυτό, ταυτόχρονα ένιωθε και το βάρος αυτής της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών τους. Η Νάγια δεν έβλεπε μόνο την σιγουριά, αλλά και τους φόβους του, και παρόλα αυτά επέλεγε να σταθεί δίπλα του. Τα λόγια της βοήθησαν να απαλύνει κάπως το σφίξιμο στο στομάχι του.

Οι Κυνηγοί είχαν ορίσει ένα σημείο συνάντησης στα σημειώματα τους, λίγο πιο έξω από το δάσος. Θα περίμεναν εκεί κάθε μέρα μέχρι την επόμενη πανσέληνο. Αν οι μάγισσες δεν εμφανιζόντουσαν μέχρι τότε θα υπέθεταν πως απέρριψαν την προσφορά τους. Ο Ρόραν είχε στείλει άλλα σημειώματα με νέο σημείο συνάντησης, εντός των ορίων του δάσους, και τους είχε προειδοποιήσει πως αν συναντούσαν εχθρική συμπεριφορά θα αντεπιτίθονταν.

Οι μέρες που οι μάγισσες ήταν τα ειρηνικά, φιλήσυχα πλάσματα είχαν περάσει.

«Θυμηθείτε» τόνισε ο Ρόραν. «Αν αναγκαστούμε να υποχωρήσουμε μη τρέξετε κατευθείαν στη Σύναξη» Δεν είχε καμία διάθεση να οδηγήσει τους Κυνηγούς στο σπίτι τους. «Πάρτε άλλες διαδρομές, ρίξτε παραπλανητικά ξόρκια, και βεβαιωθείτε ότι δεν σας ακολουθεί κανείς προτού επιστρέψετε»

Όλοι ένευσαν καταφατικά.

Είδαν τους Κυνηγούς προτού εκείνοι τους αντιληφθούν. Όπως είχε ζητήσει ο Ρόραν είχαν μπει μέσα στο δάσος. Μέτρησε γρήγορα είκοσι άτομα. Οι περισσότεροι καθόντουσαν με τις πλάτες τους κόντρα σε κορμούς δέντρων. Δυο μοιραζόντουσαν ένα φλασκί. Άλλοι είχαν σχηματίσει μικρές ομάδες και μιλούσαν κάνοντας έντονες χειρονομίες. Κάποιο καθάριζαν τα σπαθιά τους. Πέντε από αυτούς περιπολούσαν την πρόχειρη κατασκήνωση τους. Σε αντίθεση με τα πιο χαλαρά αδέλφια τους οι δικές τους εκφράσεις ήταν σοβαρές και το βλέμμα τους συγκεντρωμένο.

Το πρώτο που παρατήρησε ήταν πως όλοι τους ήταν οπλισμένοι. Σπαθιά, στιλέτα, ακόμα και τσεκούρια κρεμόντουσαν από τις ζώνες τους. Ένας είχε μια φαρέτρα με βέλη περασμένη στην πλάτη του. Το τόξο του βρισκόταν δίπλα στο χέρι του, ακουμπισμένο πάνω στον κορμό που καθόταν. Μέσα σε ελάχιστες στιγμές θα μπορούσε να το αρπάξει, να τραβήξει ένα βέλος και να ρίξει.

Ο Ρόραν έκανε νόημα στους δικούς του να προχωρήσουν, με εκείνον να ξεπροβάλει πρώτος μέσα από τις φυλλωσιές και να ανακοινώνει την παρουσία τους στους ανθρώπους.

Αυτό ήταν, η στιγμή που είτε θα ξανάγραφαν την ιστορία είτε θα βάθαιναν ακόμα περισσότερο μια έχθρα που κρατούσε ολόκληρες γενιές.

Οι Κυνηγοί τινάχτηκαν όρθιοι. Μέσα σε ένα καρδιοχτύπι η χαλαρή στάση τους είχε δώσει τη θέση της στην επιφυλακή. Τα χέρια τους βρέθηκαν πάνω στις λαβές των όπλων τους. Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στα σημεία των λεπίδων που είχαν ήδη αρχίσει να βγαίνουν από τα θηκάρια τους.

Κακή αρχή, σκέφτηκε ο Ρόραν. Και δεν είχαν προλάβει να ανταλλάξουν λέξη. Ήταν αποκαρδιωτικό όσο και αναμενόμενο.

«Κατεβάστε αμέσως τα χέρια σας!» τους φώναξε αυστηρά ένας ξανθός Κυνηγός. Ήταν ο μόνος που δεν είχε κάνει κάποια κίνηση να τραβήξει το σπαθί του. «Τόσο κοντή είναι η μνήμη σας που ξεχάσατε κιόλας τον λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ;»

Ένας- ένας, οι Κυνηγοί άφησαν τα χέρια τους να πέσουν στο πλάι. Ο Ρόραν μπορούσε να νιώσει την λαχτάρα τους να τραβήξουν τα ξίφη τους και να τους κατακρεουργήσουν. Η εντολή που τους εμπόδιζε να το κάνουν τους είχε αφήσει χολωμένους, να ρίχνουν οργισμένες ματιές γεμάτες απέχθεια στις μάγισσες, αλλά και στον ξανθό Κυνηγό που τους είχε αναγκάσει να κάνουν πίσω.

«Συγχωρέστε μας αν είμαστε κάπως... νευρικοί. Αυτή είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση για εμάς, όπως και για εσάς, χωρίς αμφιβολία. Φοβάμαι πως θα χρειαστούμε λίγο χρόνο για να προσαρμοστούμε»

«Εσύ είσαι ο αρχηγός τους;» ρώτησε ο Ρόραν, έχοντας τον νου του για οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση. Ένιωθε σαν να περπατούσαν πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Μια λάθος κίνηση από οποιαδήποτε πλευρά και το δάσος θα βαφόταν κόκκινο από το αίμα.

«Ένας από τους αρχηγούς τους» αποκρίθηκε ο άντρας. Ήταν νεαρός, κοντά στην ηλικία του Ρόραν, με φωτεινό γαλάζιο βλέμμα που ήταν σταθερό και δεν δίσταζε να κρατήσει την οπτική επαφή με τον μάγο. «Οι αδελφοί μου με επέλεξαν για να είμαι η φωνή τους σε αυτή τη συνάντηση» Πλησίασε προς το μέρος των μάγων δίχως δισταγμό ή φόβο και σταμάτησε λίγα βήματα μπροστά τους. Η απόσταση που είχε αφήσει ανάμεσα τους δήλωνε ενδιαφέρων και ταυτόχρονα δεν παραβίαζε τον χώρο τους. «Ονομάζομαι Έιντεν. Ποιος από εσάς μιλάει εκ μέρους του χωριού σας;»

Ο Ρόραν έκανε κι εκείνος ένα βήμα μπροστά, μειώνοντας την απόσταση που τους χώριζε με τον Κυνηγό.

«Εγώ. Και είμαι περίεργος...» Ζύγισε με το βλέμμα του κάθε άντρα που στεκόταν πίσω από τον Έιντεν, με τα χέρια τους να κρέμονται πάνω από τις λαβές των σπαθιών τους, έτοιμοι να τα αρπάξουν σε περίπτωση που ο σύντροφος τους αποφάσιζε να αλλάξει την διαταγή του. Όλοι όσοι συνάντησαν το βλέμμα του το ανταπέδωσαν με εχθρικότητα. Ήταν ξεκάθαρο στα πρόσωπα τους πως το μισούσαν που έπρεπε να υποστούν την παρουσία των μάγων. «... πως οι Κυνηγοί, που απεχθάνονται την ύπαρξη μας, έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν την βοήθεια μας;»

«Οι ακραίοι καιροί απαιτούν ακραίες λύσεις, έτσι δεν είναι; Δυο πουλάκια μου είπαν πως τα τέρατα με όψη λύκου αλλά και ανθρώπου που καταστρέφουν τα χωριά μας δεν είναι φίλοι σας. Και εφόσον ήρθαν μέσα από το δάσος σας, υποθέτουμε πως αντιμετωπίζεται κι εσείς το ίδιο πρόβλημα»

«Τα πουλάκια που σου το είπαν αυτό έχουν δίκιο»

«Είπαν επίσης ότι μπορείτε να τα αντιμετωπίσετε»

«Ίσως»

«Και πως μια μάγισσα υπερασπίστηκε έναν άνθρωπο και τον έσωσε από αυτά τα τέρατα. Αναρωτιόμαστε αν κι άλλοι μάγοι είναι πρόθυμοι να κάνουν το ίδιο»

«Τα πουλάκια που σου τα είπαν όλα αυτά ανέφεραν πως η κοπέλα που έσωσε εκείνον τον άνθρωπο επέστρεψε στη Σύναξη μετά από εβδομάδες κακοποίησης στα χέρια των Κυνηγών, δαρμένη και υποσιτισμένη;» του είπε, σφίγγοντας τα δόντια του. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την μέρα που η Σελίν είχε επιστρέψει στη Σύναξη. Τα βαθουλωμένα μάγουλα της, τις μελανιές, τα σημάδια...

«Η κοπέλα ανέφερε πως κατάφερε να επιστρέψει στη Σύναξη χάρις σε τρεις ανθρώπους, ένας εξ αυτών Κυνηγός, που διακινδύνευσαν για να την βγάλουν από την φυλακή; Υπάρχουν πολλά μελανά σημεία στην ιστορία των ανθρώπων και των μαγισσών, το παραδέχομαι. Αλλά ίσως αυτή να είναι η ευκαιρία μας να ξεκινήσουμε από την αρχή»

«Και οι άνθρωποι σου συμφωνούν με αυτό;»

«Κάποιοι ναι, κάποιοι όχι. Όλοι μας είμαστε διαφορετικοί και όλοι σκεφτόμαστε με διαφορετικούς τρόπους. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια απόφαση που να τους ευχαριστεί όλους. Είμαι βέβαιος πως το ίδιο ισχύει και για εσάς. Υπάρχει προκατάληψη, ναι, αλλά πιστεύω πως αν ενωθούμε απέναντι σε έναν κοινό εχθρό μπορούμε να τους δείξουμε πως είναι εφικτό να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας και να συνυπάρξουμε. Και αν όχι, όταν θα έχουμε εξαλείψει αυτή την απειλή κανείς δεν μας εμποδίζει να επιστρέψουμε τους παλιούς μας τρόπους»

Τουλάχιστον ήταν ειλικρινής. «Εύχομαι ολόψυχα να καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας και να αφήσουμε αυτή την έχθρα πίσω μας» είπε ο Ρόραν. «Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει»

Στο πεδίο της μάχης έπρεπε να μπορείς να εμπιστευτείς απόλυτα τους συμπολεμιστές σου. Να ξέρεις πως στην κρίσιμη στιγμή θα είχες κάποιον να φυλάει τα νώτα σου. Δεν είχες περιθώρια να φυλάγεσαι και από αυτούς, και από τον εχθρό σου.

«Η εμπιστοσύνη θα έρθει» του απάντησε ο Έιντεν. «Θα κερδηθεί μέσα από μικρά βήματα από την πλευρά μας, αλλά και από τη δική σας»

«Όπως;»

«Όπως μια απλή ανταλλαγή πληροφοριών για αρχή. Τι είναι αυτά τα τέρατα που έχουν αφανίσει ολόκληρα χωριά μας και τι θέλουν;»

«Οι λύκοι δεν έχουν κάποιο όφελος από την καταστροφή σας. Δεν είναι εκείνοι που πρέπει να φοβάστε, αλλά η γυναίκα που τους ελέγχει. Μια μάγισσα ονόματι Μπαστιάνα»

«Το ξέραμε πως οι μάγισσες κρυβόντουσαν πίσω από όλα!» φώναξε ο Κυνηγός με το τόξο.

«Και μας ζητάς να συνεργαστούμε με αυτά τα πλάσματα;» πρόσθεσε ένας άλλος.

Κι άλλοι Κυνηγοί ένωσαν τις φωνές τους με τη δική του, υποστηρίζοντας ότι οι μάγισσες ήταν αναξιόπιστες και εκτοξεύοντας προσβολές.

Οι μάγοι πέρασαν αμέσως σε μια αμυντική στάση. Κλαδιά άρχισαν να σαλεύουν πάνω από τα κεφάλια τους παρά την άπνοια που επικρατούσε.

Αυτό ήταν, σκέφτηκε ο Ρόραν. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τους μάγους είχαν ναυαγήσει πριν καν προλάβουν να ξεκινήσουν. Ίσως ήταν ανόητος που είχε πιστέψει ότι θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος.

Ο Έιντεν γύρισε απότομα προς το μέρος των αντρών του. «Σιωπή!» φώναξε και η φωνή του ακούστηκε σαν βροντή που έπεφτε. Οι Κυνηγοί σώπασαν. Το βλέμμα του Έιντεν καρφώθηκε πάνω στον άντρα που είχε μιλήσει πρώτος. «Άλλη μια λέξη, Άντριου, και θα σε στείλω να χτίζεις σπίτια στο Γκρέυτάουν. Αυτό ισχύει για όλους σας» τους προειδοποίησε. «Σε περίπτωση που δεν το έχετε αντιληφθεί βρισκόμαστε σε εξαιρετικά δεινή θέση. Χρειαζόμαστε βοήθεια για να προστατεύσουμε τους ανθρώπους μας, τους φίλους μας, τις οικογένειες μας. Ο επόμενος ψωροπερήφανος χοντροκέφαλος που θα προσβάλει την βοήθεια θα το μετανιώσει πικρά, το ορκίζομαι» Στράφηκε ξανά προς τον Ρόραν, παίρνοντας μια πιο συγκρατημένη έκφραση. «Πες μου...»

«Ρόραν» του προσέφερε το όνομα του. Δεν είχε συστηθεί νωρίτερα επειδή δεν θα είχε νόημα να το κάνει αν στο τέλος αυτής της μέρας παρέμεναν εχθροί, κάτι που ήταν πολύ πιθανόν.

Τώρα όμως ήταν λίγο πιο αισιόδοξος απ’ ότι όταν ξεκίνησαν για αυτή την συνάντηση.

«Πες μου, Ρόραν, γιατί αυτή η γυναίκα στέλνει τέρατα να επιτεθούν στα χωριά μας, αλλά και στους όμοιους της;»

«Η Μπαστιάνα δεν ανήκει στη Σύναξη μας. Ζει σε διαφορετικό σημείο του δάσους μαζί με τους εξόριστους. Κάθε χρόνο στη καρδιά του καλοκαιριού ζητάει να της στείλουμε μια μάγισσα ως θυσία. Φέτος αρνηθήκαμε να το κάνουμε»

«Άρα οι επιθέσεις είναι τα αντίποινα για αυτή την άρνηση;»

«Ναι» του απάντησε. «Αλλά η Μπαστιάνα είναι μια άπληστη γυναίκα. Ήταν θέμα χρόνου να κινηθεί εναντίον μας. Και δεν θα χαριστεί σε μάγισσες ή ανθρώπους, άντρες, γυναίκες, ή παιδιά. Είδατε με τα μάτια σας την καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει. Κι εμείς δεν βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση»

«Και πως την σταματάμε;» ρώτησε ο ξανθός Κυνηγός, δείχνοντας σκεπτικός.

«Αυτή είναι μια ερώτηση στην οποία δεν έχω ακόμα απάντηση» παραδέχθηκε ο Ρόραν. «Δυστυχώς, το μόνο άτομο που ίσως την ήξερε αρκετά καλά για να γνωρίζει κάτι χρήσιμο εξορίστηκε από την Σύναξη πριν από λίγο καιρό» Η αναφορά στον πατέρα του σχημάτισε έναν κόμπο στον λαιμό του αλλά τον κατάπιε. «Αυτό που ξέρουμε για την Μπαστιάνα είναι πως είναι μια πολύ ισχυρή μάγισσα. Μπορεί να ελέγξει τρομερά πλάσματα και να τα βάλει να κάνουν το θέλημα της. Και πίστεψε με, υπάρχουν πολύ χειρότερα πλάσματα από τους λύκους μέσα στο δάσος»

«Όμως θα πρέπει να έχει κάποια αδυναμία» είπε ο Έιντεν, υπολογίζοντας όλες τις πληροφορίες που μόλις είχε λάβει. «Όλοι έχουν»

«Το ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως χρειάζεται τις μάγισσες που της στέλνουμε. Γι' αυτό αντιδράει τόσο έντονα. Ένα κοντινό μου πρόσωπο προθυμοποιήθηκε να ταξιδέψει μέχρι την περιοχή της ώστε να βρει πληροφορίες για εκείνη. Όμως μέχρι να επιστρέψει πρέπει να προετοιμαστούμε, και εμείς και εσείς, για το επόμενο χτύπημα. Η Μπαστιάνα έχει μείνει ήσυχη για αρκετό καιρό -ίσως να έχει εστιάσει την προσοχή της κάπου αλλού, ποιος ξέρει- αλλά μη γελιέστε. Θα χτυπήσει ξανά»

Ο Κυνηγός αναλογίστηκε τα λόγια του. «Ξέρεις περισσότερα για τις μάγισσες και τις μεθόδους τους απ' ότι εμείς. Τι προτείνεις;»

«Αν τελικά δεχτούμε να συμμαχήσουμε -και αυτό είναι ένα μεγάλο αν- μπορούμε να κάνουμε προστατευτικά ξόρκια γύρω από τα χωριά σας που θα κρατήσουν τους αμάχους ασφαλή. Σε αντάλλαγμα, μπορείτε να μας διδάξετε πως να χρησιμοποιούμε σπαθί και τόξο. Έχουμε μάθει να βασιζόμαστε στη μαγεία μας αλλά δυστυχώς δεν είναι ανεξάντλητη. Αν μάθουμε πως να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας χωρίς αυτή θα μπορούμε να την διατηρήσουμε για περισσότερο»

«Αν σας προστατεύσουμε στη διάρκεια της μάχης θα μπορείτε θα χρησιμοποιήσετε τα ξόρκια σας πιο αποτελεσματικά για να τα σκοτώσετε;»

«Πολύ πιθανόν. Αλλά πρώτα θα πρέπει να αποδείξουμε ότι μπορούμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλο» επανέλαβε ο Ρόραν.

«Φυσικά. Θέλω να πιστεύω πως σήμερα βάλαμε τις βάσεις για να συμβεί αυτό» είπε ο Έιντεν και οι γωνίες των χειλιών του κύρτωσαν σε ένα μικρό, συγκρατημένο χαμόγελο. Άπλωσε το χέρι του και ο Ρόραν το έπιασε, επισφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αρχής της νέας, εύθραυστης συμμαχίας ανάμεσα τους.

«Μίλα με τους ανθρώπους σου κι εγώ θα μιλήσω με τους δικούς μου. Όταν θα φτάσουμε σε μια απόφαση θα συναντηθούμε ξανά»

«Πολύ καλά. Αλλά πριν φύγετε έχω μια ερώτηση. Για δυο από τους Κυνηγούς μας που έχουν χαθεί στο δάσος. Τον Τόμας και τον Έρικ Στόρμπορν. Τα αδέλφια τους έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να γίνει σήμερα αυτή η συνάντηση»

«Ο Έρικ Στόρμπορν ήρθε στο χωριό μας μαζί με την κοπέλα που έσωσε από τους Κυνηγούς. Την αδελφή μου» τόνισε τις λέξεις για να καταλάβουν όλοι πως αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν απλά μια προσβολή και αδικία εις βάρος των δικών του. Ήταν προσωπικό και δεν θα ξεχνιόταν. «Έφυγε μαζί της για να βρουν πληροφορίες για την Μπαστιάνα. Για τους άλλους δεν γνωρίζω τίποτα»

Ευχήθηκε ο Έρικ να πρόσεχε την Σελίν. Ο Ρόραν πάντα θα την αγαπούσε, αλλά είχε κάνει την επιλογή της και δεν είχε σκοπό να περάσει την υπόλοιπη ζωή του περιμένοντας την να αλλάξει γνώμη. Άλλωστε θα ήταν μάταιο. Είχε δει τον τρόπο που το βλέμμα της φωτιζόταν κάθε φορά που κοίταζε εκείνον τον άνθρωπο οπότε είχε αποφασίσει να αφήσει στην άκρη την πίκρα και την απογοήτευση του και να χαρεί με την χαρά της. Επειδή αυτό έκανες όταν αγαπούσες κάποιον.

Η Σελίν είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του και αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ. Πάντα θα νοιαζόταν για εκείνη και πάντα θα βρισκόταν δίπλα της όταν θα τον χρειαζόταν. Ο δεσμός που μοιραζόντουσαν μέσα από τα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί ήταν αδύνατον να σπάσει. Οι δυο τους ήταν μια οικογένεια. Ως αδελφός και φίλος της της ευχόταν ολόψυχα να βρει κάθε ευτυχία που αναζητούσε στη ζωή της.

Και εκείνος θα έκανε τα πάντα για να εξασφαλίσει την επιβίωση της Σύναξης ώστε να έχει ένα σπίτι για να επιστρέψει. 

Φαίη