Άνοιξε μετά από λίγη ώρα τα μάτια του. Ένας τρομερός πονοκέφαλος τον χτύπησε, ζαλίζοντάς τον. Δεν κατάλαβε προς στιγμήν που βρισκόταν και που οφειλόταν αυτός, μέχρι που η όρασή του άρχισε να ξεθολώνει και να βλέπει το επίπεδο του δαπέδου της καλύβας του Ζεραήλ. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μέχρι που διαπίστωσε πως βρισκόταν πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα.
«Τι συνέβη;» είπε καθώς σηκωνόταν και έπιανε ταυτόχρονα το κεφάλι του, που τον πέθαινε στον πόνο, ενώ όλα ακόμη γύριζαν.
«Σε κυρίευσα» του είπε ο Ζεραήλ, εντελώς ήρεμα, λες και καταλάβαινε εκείνος τι εννοούσε, «κλείσε ξανά το μυαλό σου και προσπάθησε να αμυνθείς στην επίθεσή μου»
Ο Μιχάλης τον κοίταξε σαστισμένος, δίχως να μπορεί να καταλάβει λέξη από αυτά που έλεγε ο άνδρας. Δεν ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε, αλλά το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν ένα παυσίπονο.
Έσφιξε τα δόντια και έβαλε τα δυνατά του για να αντέξει τον πόνο, βγάζοντας κάθε σκέψη από το μυαλό του. Η γλυκιά αίσθηση επανήλθε, αλλά αυτή τη φορά ήξερε πως έπρεπε να αντισταθεί, έστω και αν έτσι μεγάλωνε το βάρος που είχε στο κεφάλι του, κάνοντας τον πονοκέφαλο αφόρητο. Η αίσθηση έμοιαζε με σκέψη που απειλούσε να μπει στο μυαλό του, αλλά εκείνος την κρατούσε μακριά, διατηρώντας το άδειο. Ο πόνος όμως είχε γίνει πια αφόρητος, τόσο που δεν άντεχε καθόλου πια, μέχρι που αφέθηκε στην αίσθηση αυτή και γονάτισε πιάνοντας το κεφάλι του και ουρλιάζοντας πια από αυτόν. Η αίσθηση τελικά το κυρίεψε, παίρνοντας όμως και τον πόνο, αφήνοντάς τον σε μια ωραία ηρεμία.
Όταν άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν και πάλι πεσμένος στο πάτωμα, με τον πόνο στο κεφάλι να έχει γίνει δύο φορές χειρότερος. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έπεσε ξανά, αφού ο πόνος πια τον τρέλαινε. Μετά, ένιωσε κάτι να τον σπρώχνει από το στήθος, και λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν όρθιος, βογκώντας από τον πόνο στο κεφάλι. Κατάλαβε πως ο Ζεραήλ τον είχε ανεβάσει, ο οποίος στη συνέχεια του είπε έτσι ξερά να συνεχίσουν, αδιαφορώντας για το πώς ένιωθε.
Σφίγγοντας τα δόντια και πάλι, προσπάθησε ξανά. Στο τέλος, είχε υποκύψει ξανά. Μόλις ξύπνησε, το κεφάλι του έκανε σαν να ήθελε να εκραγεί, αλλά ο Ζεραήλ του είπε να συνεχίσουν, όταν στάθηκε και πάλι στα πόδια του, έστω και με το ζόρι.
Ο Μιχάλης τον κοίταξε ανάμεσα από τα δάχτυλα του χεριού με το οποίο κρατούσε το κεφάλι του και ένιωσε έναν απίστευτο εκνευρισμό για τον άνδρα. Την επόμενη στιγμή και εντελώς ξαφνικά, κάτι σαν φλόγα ξέσπασε μέσα στο κεφάλι του, μα πριν ουρλιάξει, ο πονοκέφαλος εξαφανίστηκε και ένιωσε μια απίστευτη δύναμη, σαν να μπορούσε να κυριεύσει πανεύκολα ακόμη και τον Ζεραήλ. Δε χρειάστηκε πια και πολύ για να καταλάβει ότι είχε χρησιμοποιήσει μαγεία, αλλά δε στάθηκε εκεί.
Έκλεισε το μυαλό του τόσο καλά, ώστε η γλυκιά αίσθηση που απειλούσε να τον κυριεύσει, δεν μπόρεσε να πλησιάσει καν τον νου του, λες και αόρατα τείχη τον προστάτευαν. Αυτό όμως που διαπίστωσε ήταν ότι δε χρειαζόταν να κρατάει το μυαλό του άδειο από σκέψεις για να μην αφήσει κάποιον να τον κυριέψει. Κατάλαβε ενστικτωδώς τον τρόπο, διαπιστώνοντας πως το διαμάντι του το είχε δείξει.
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το Ζεραήλ, ο οποίος είχε κλειστά τα δικά του. Το πρόσωπό του συσπώταν από την έντονη προσπάθεια για κάτι, μάλλον για να κυριεύσει τον Μιχάλη. Εκείνος άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του και κοίταξε για λίγο το αγόρι έκπληκτος πριν στο βλέμμα του επανέλθει η συνηθισμένη αγριότητα.
«Φαίνεται πως οι δυνάμεις σου σε βοηθούν, κάτι που θα ήταν καλό να εκμεταλλευτείς, αν αποκτήσεις ποτέ μυαλό φυσικά. Θα κάνεις εξάσκηση στο κλείσιμο του μυαλού, χωρίς να αδειάσεις το μυαλό σου από σκέψεις και θα έρθεις εδώ σε δύο μέρες. Φύγε» ανοίγοντας την πόρτα με μια μικρή κίνηση του χεριού του.
Ο Μιχάλης έφυγε από εκεί ανακουφισμένος που δε θα υπέφερε και άλλο από εκείνον τον τρομερό πονοκέφαλο, αλλά και ενθουσιασμένος που έμαθε κάτι καινούργιο για να ασχολείται, αλλά και που είχε καταφέρει να απωθήσει το Ζεραήλ από το μυαλό του.
Ο ουρανός καλυπτόταν από μερικά σύννεφα, που έδειχναν απειλητικά για το υπόλοιπο της ημέρας, με μια πιθανή δεύτερη βροχόπτωση. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ μουντή και η υγρασία αισθητή, αλλά ο Μιχάλης απλά έκλεισε τα μάτια του και απόλαυσε αυτόν τον καιρό, προσπαθώντας να μη χαλάσει τη διάθεσή του. Μόλις έφτασε στον ξενώνα, πήγε στο δωμάτιό του, ξαπλώνοντας για να ηρεμήσει πριν αρχίσει τη νέα του εξάσκηση.
Μετά το μεσημεριανό ξεκίνησε τη νέα του εξάσκηση, στο κλείσιμο του μυαλού αυτή τη φορά, η οποία αποδείχτηκε πιο επιτυχημένη, αν και πιο δύσκολη, από τις προηγούμενες. Το κλείσιμο του μυαλού απαιτούσε μεγαλύτερη προσπάθεια και συγκέντρωση, αφού το να καταφέρει κάποιος να τον κυριεύει ή να διαισθανθεί την παρουσία του ήταν πολύ εύκολο, όπως είχε διαπιστώσει και ο ίδιος.
Λίγο αργότερα βρισκόταν στον κεντρικό θάλαμο του ξενώνα και προσπαθούσε να κλείσει το μυαλό του, ώστε να μην μπορεί να τον διαισθανθεί ή να τον κυριεύσει κάποιος εκεί μέσα, έστω και αν δεν υπήρχε κάποιος με τέτοιες προθέσεις εκεί. Έκανε ένα διάλειμμα, κοιτώντας τον ουρανό έξω από το παράθυρο, που καλυπτόταν από πολλά μαύρα σύννεφα, τα οποία όμως δεν είχαν ρίξει την παραμικρή σταγόνα νερού ακόμη.
Ξαφνικά, η πόρτα του ξενώνα άνοιξε και μπήκε εκεί ο Κώστας, ενώ το επόμενο δευτερόλεπτο το βλέμμα του έπεσε πάνω στον Μιχάλη και κίνησε βιαστικά προς το μέρος του.
«Έλα, πάμε για εξάσκηση»
Δε χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο, αφού ο Μιχάλης είχε κιόλας σηκωθεί από την καρέκλα στην οποία καθόταν και τον ακολούθησε προς το μέρος που θα έκαναν εξάσκηση. Ο δρόμος ήταν πια λιγότερο λασπωμένος, αλλά και πάλι τα παπούτσια του Μιχάλη λερώθηκαν. Αυτή τη φορά όμως απομάκρυνε τις λάσπες από πάνω του, με χρήση της ανύψωσης, που του είχε μάθει ο Ζεραήλ. Έτσι, έκανε τις λάσπες να πετάξουν αρκετά μακριά, σε σημεία που δεν πατούσαν οι άνθρωποι του χωριού.
«Βρήκα λίγο χρόνο επιτέλους για να κάνουμε εξάσκηση, αλλά όχι πολύ» άρχισε ο Κώστας μόλις έφτασαν εκεί, «γι’αυτό ας ξεκινήσουμε αμέσως, χωρίς πολλές κουβέντες»
Έτσι και έκαναν. Στην αρχή ο Κώστας τον εξέτασε σε αυτά που του είχε μάθει την προηγούμενη φορά, πριν του δείξει και άλλες αμυντικές κινήσεις. Του έδειξε μία κίνηση, όπου κινούσε το σπαθί του εναλλάξ, αποκρούοντας αντίστοιχες επιθέσεις, σαν εκείνες που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος. Όταν τον δοκίμασε, ο Μιχάλης τα πήγε αρκετά καλά, και ο Κώστας έδειξε αρκετά ευχαριστημένος. Του έμαθε και άλλες κινήσεις, που απαιτούσαν στροφή του σώματος προς μία πλευρά, μεταβολή, γρήγορες εναλλαγές με το σπαθί, στη συγκεκριμένη περίπτωση ξύλο, και απότομες κινήσεις για άμυνα. Στο τέλος τον εξέτασε πάλι, μέχρι που ο Μιχάλης κατάφερε να αποκρούσει όλες τις επιθέσεις του νεαρού άνδρα. Η μαγεία του διαμαντιού είχε βελτιώσει τα χαρακτηριστικά του.
«Τα πας πολύ καλύτερα από όσο περίμενα» του είπε ο Κώστας στο τέλος, «ίσως να μη χρειαστούμε τόσες πολλές προπονήσεις όσες υπολόγισα»
«Καλά. Με τους εισβολείς τι έγινε τελικά;»
Ο Κώστας δεν μίλησε λιγάκι καθώς εξαφάνιζε τα ξύλα με τα οποία έκαναν προπόνηση. Μετά γύρισε και τον κοίταξε λίγο σκεφτικός. «Μάθαμε αυτά που χρειαζόμασταν και θα τους αφήσουμε να φύγουν»
«Έτσι απλά; Θα ενημερώσουν κατευθείαν τους υπόλοιπους για την τοποθεσία του χωριού»
Ο Κώστας γέλασε με αυτό όμως. Και ο Μιχάλης κατάλαβε πως αυτό που είπε ήταν ανόητο, αφού σίγουρα θα το είχαν προβλέψει.
«Θα τους σβήσουμε τη μνήμη πριν τους αφήσουμε. Θα μας είναι βάρος, αν μείνουν εδώ. Ήδη μένουν εδώ πολλοί, που με δυσκολία καλύπτουμε τις ανάγκες τους»
Ο Μιχάλης κατάλαβε τι εννοούσε, αφού ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που είχαν προσφύγει εκεί, για τους οποίους δεν ήταν αρκετά τα αγαθά που καλλιεργούνταν στο χωριό. Σίγουρα, η περιοχή στο βουνό, δεν ενδεικνυόταν για καλλιέργεια ή για κτηνοτροφία, εκτός αν υπήρχε επέμβαση με χρήση μαγείας.
«Μπορώ να βοηθήσω κι εγώ σε κάτι;»
«Δε γίνεται» του είπε κοφτά ο Κώστας και συνέχισε βλέποντας το απορημένο βλέμμα του Μιχάλη, «ήδη έχεις τεράστιο φόρτο με την εκπαίδευσή σου. Θα ήταν υπερβολικό να σου ζητούσαμε να βοηθήσεις. Αυτό είναι άλλωστε δουλειά των κατοίκων»
Ο τρόπος που τελείωσε τη φράση του αλλά και το βλέμμα του έδειχναν πως η κουβέντα είχε τελειώσει εκεί. Ο Μιχάλης κατάλαβε πως είχε δίκιο, αφού η εξάσκηση για τα μαθήματα του έτρωγε όλο το χρόνο. Στη συνέχεια τον αποχαιρέτησε και έφυγε.
Είχε ακόμη ένα διάλειμμα δύο ημερών, πριν το επόμενο μάθημα με τον Ζεραήλ. Έβρεχε κξαταρρακτωδώς όταν κίνησε για την καλύβα, με αποτέλεσμα να είναι μούσκεμα όταν έφτασε. Μπόρεσε όμως να απομακρύνει τις λάσπες και το νερό από τα ρούχα του πριν μπει. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που να μπορούσε να διαχωρίζει τα πράγματα μεταξύ τους και να μετακινεί μόνο όσα ήθελε, ακόμη και το νερό πάνω σε ρούχα.
Ο Ζεραήλ τον πίεσε πολύ για να δει πως τα πήγαινε, δηλώνοντας στο τέλος πως ο Μιχάλης τα είχε καταφέρει και πως έπρεπε να ανεβάσουν το επίπεδο δυσκολίας, όπου μάλλον δε θα τα πήγαινε εξίσου καλά. Τον έβαλε να ανοίγει και να κλείνει το μυαλό του με γρήγορους ρυθμούς, κάτι που στην αρχή τον δυσκόλεψε πολύ, αλλά στο τέλος άρχισε να τα καταφέρνει. Αυτό που του ζήτησε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να γίνει όσο γρηγορότερος γίνεται σε αυτήν την εναλλαγή, καθώς αυτό θα του ήταν απαραίτητο σε μία μάχη, αλλά και θα χρησίμευε για να μπορεί να ελέγχει τις κινήσεις του αντιπάλου του και θα μπορούσε να κλείνε το μυαλό του σε άριστο βαθμό. Για το τελευταίο φυσικά, ο άνδρας εξέφρασε τις αμφιβολίες του, όπως συνήθιζε να κάνει άλλωστε για τις ικανότητες του Μιχάλη, αλλά θα ορκιζόταν πως εντόπισε λίγη ελπίδα στα λόγια του δασκάλου του. Τον έδιωξε στο τέλος, λέγοντας πως από το επόμενο μάθημα και πέρα τα πράγματα θα δυσκόλευαν πολύ.
Και δεν είχε άδικο. Μετά από δύο μέρες, στις οποίες έκανε δύο προπονήσεις με τον Κώστα, τελειώνοντας τις αμυντικές κινήσεις, έφτασε με καλή διάθεση στην καλύβα του Ζεραήλ
«Ήρθε πια η ώρα να δούμε τις πραγματικές σου ικανότητες. Θα προσπαθήσεις να κυριεύσεις άλλα όντα» συνέχισε και χτύπησε το μπαστούνι του στο έδαφος. Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε ένα μικρό γκρίζο ποντίκι πάνω στο τραπέζι. «Ξεκίνα με αυτό» τον πρόσταξε ο άνδρας.
Ο Μιχάλης ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Άνοιξε το μυαλό του και προσπάθησε να κυριεύσει το ποντίκι όπως έκανε και με τα διάφορα αντικείμενα που ήθελε να κυριεύσει. Μόλις έφτασε όμως με το νου του στο νου του ποντικού, σταμάτησε ξαφνικά. Ο ποντικός, ως ζωντανό ον με δικό του εγκέφαλο, ήταν πολύ πιο πολύπλοκος. Η προσπάθεια να τον κυριεύσει με τον τρόπο που πήγε να κάνει ο Μιχάλης έμοιαζε πολύ αστεία, κάνοντάς τον να καταλάβει τι εννοούσε ο Ζεραήλ, όταν του έλεγε πως θα δυσκολευτεί πολύ.
Με το άνοιγμα του μυαλού του προσπάθησε να κατανοήσει σπιθαμή προς σπιθαμή το πώς ήταν φτιαγμένος ο εγκέφαλος του ποντικού και πως μπορούσε να τον κυριεύσει. Ήταν ακόμη πιο πολύπλοκος από ότι υπολόγισε πριν, με διάφορα σημεία να ελέγχουν διαφορετικά σημεία του σώματος, μπερδεύοντάς τον αρκετά.
Μετά από λίγη ώρα, συμπέρανε μερικά πράγματα και κυρίευσε με μία κίνηση το μυαλό του ποντικού. Ένιωσε μια πολύ περίεργη αίσθηση, σαν να είχε αποκτήσει ένα διαφορετικό σώμα, στηριζόμενος στα τέσσερα πόδια, αλλά με πολλές ελλείψεις. Σαν κάποιος να του είχε κόψει πολλά μέρη από το σώμα του. Προσπάθησε να κάνει μία κίνηση, με το νέο του παράξενο και κατεστραμμένο σώμα, αλλά δεν ένιωσε κάποιο αποτέλεσμα. Λες και είχαν κοπεί οι μύες του και δεν είχε τέτοια δυνατότητα.
«Φτάνει» άκουσε από κάπου κοντά του τη φωνή του Ζεραήλ, με μεγάλη ένταση, αλλά και με μερικές απώλειες.