Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 23: Εισβολείς στο Ελεστερ)

Οι κραυγές που ακούστηκαν προέρχονταν από το σημείο που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της λίμνης από εκείνη στην οποία βρισκόταν ο ξενώνας, δηλαδή κοντά στην είσοδο του χωριού. Μία έντονη κίτρινη λάμψη που ακολούθησε επιβεβαίωσε πως σε εκείντο σημείο κάτι γινόταν, αλλά ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να δει λεπτομέρειες.

Συνέχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς εκείνο το σημείο, κάνοντας το γύρω της λίμνης πάνω στο μονοπάτι που υπήρχε. Έτρεχε αφύσικα γρήγορα, με αποτέλεσμα να φτάσει στο σημείο εκείνο σε ελάχιστο χρόνο. Μια μικρή φωτιά άναψε εκεί κοντά, σαν απομεινάρι από ένα χτύπημα, που έκανε λίγα πράγματα ορατά στην περιοχή.

Ακριβώς μπροστά από την είσοδο, οι δύο φύλακες ήταν πεσμένοι στο έδαφος, ο ένας λιπόθυμος και με ένα μεγάλο τραύμα στο στήθος από όπου έτρεχε αρκετό αίμα, ενώ ο άλλος πεσμένος επίσης στο έδαφος, με το ένα του χέρι διαλυμένο και βουτηγμένο στο αίμα, ενώ δύο σπαθιά ήταν πεταμένα λίγο πιο πέρα. Από πάνω τους ακριβώς στέκονταν δύο άνδρες, με σκούρα ρούχα και πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες, ο ένας λίγο πιο κοντά στους πεσμένους.

«…και πλέον θα υποταχθείτε» τον άκουσε να ολοκληρώνει μία φράση ο Μιχάλης φτάνοντας.

Σταμάτησε απότομα, κάνοντας αρκετό θόρυβο με την τριβή των παπουτσιών του στο έδαφος, με αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτός από εκείνους τους μάγους.

«Τι έχουμε εδώ;» είπε σαρκαστικά εκείνος που μιλούσε, «καλέσατε ένα παιδί για να μας σταματήσει; Μάλλον θα είστε πολύ πιο εύκολη δουλειά από ότι υπολογίζαμε»

Ο φύλακας που είχε ακόμη τις αισθήσεις του φάνηκε να προσπαθεί να πει κάτι, αλλά άρχισε να πνίγεται όταν ο άγνωστος με την κουκούλα έστρεψε την παλάμη του προς το μέρος του.

«Ειδοποίησε τους άλλους και θα κανονίσω εγώ τον μικρό» είπε ο τύπος με την κουκούλα αμέσως μετά στον διπλανό του.

Τα τελευταία λόγια του άνδρα ξύπνησαν τον Μιχάλη από το λήθαργο που έμοιαζε να είχε πέσει και έφτασε με ένα σάλτο μπροστά από τον δεύτερο ξένο, κόβοντάς του το δρόμο. Ήξερε καλά πως αυτό που έκανε ήταν αυτοκτονία, αλλά πίστευε πως θα μπορούσε να τον καθυστερήσει από το να φύγει και να ειδοποιήσει για την πραγματική είσοδο του Ελέστερ, με αποτέλεσμα να φτάσει ο Ζεραήλ αλλά και οι άλλοι που προστάτευαν το μέρος και να τους σταματήσουν.

«Πιστεύεις ότι μπορείς να με σταματήσεις;» ρώτησε εκείνος.

«Ναι»

Την επόμενη στιγμή όρμησε στον άνδρα γεμάτος οργή. Πήγε να τον σπρώξει με δύναμη, πριν όμως ακουμπήσουν τα χέρια του πάνω στο σώμα του άνδρα, ένιωσε ένα έντονο κάψιμο στις παλάμες του. Η σύγχυση κράτησε μια στιγμή και στο τέλος τον έσπρωξε με δύναμη, βλέποντας τον να πέφτει σε μία λακκούβα γεμάτη νερό, η οποία δεν υπήρχε εκεί από όσο θυμόταν.

Πριν προλάβει να πάρει τα μάτια του από το σημείο που είχε σκάσει ο ξένος, είδε κάτι να κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος του, με κατεύθυνση το λαιμό του. Δεν είχε χρόνο να αντιδράσει και εκείνο θα τον χτυπούσε, αλλά εμφανίστηκε κάτι άλλο μπροστά του, σταματώντας το, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε ένας δυνατός ήχος σύγκρουσης μετάλλων.

«Φύγε από δω» άκουσε τον Κώστα να του φωνάζει δίπλα του, «τώρα» πρόσθεσε όταν είδε πως ο Μιχάλης δίσταζε.

Πέρασε βιαστικά πίσω από το νεαρό άνδρα που είχε επέμβει και απομακρύνθηκε από εκεί, περνώντας ανάμεσα από άλλους ένοπλους κατοίκους του χωριού που έφτασαν εκεί και περικύκλωσαν το σημείο, οι οποίοι τον βοήθησαν να απομακρυνθεί. Είδε επίσης και μερικούς που ανέσυραν τον άλλο άνδρα με την κουκούλα από τη λακκούβα. Έβλεπε φυσικά επειδή η περιοχή είχε φωτιστεί πλήρως από διάφορες λάμπες που υπήρχαν πάνω σε δέντρα και έλουζαν ολόκληρο το χωριό με δυνατό φως, σαν να ήταν μέρα.

«Δε θα μπορείτε να κρύβεστε για πάντα» είπε ο άνδρας με την κουκούλα που κρατούσε σταθερά το σπαθί του πάνω σε εκείνο του Κώστα, «για αυτό παραδοθείτε τώρα και ίσως χαριστεί η ζωή σε μερικούς από εσάς»

«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ» του απάντησε ο Κώστας, «το Ελέστερ δε θα υποταχθεί στους Ηγέτες»

«Ανόητοι. Κανένας δε θα γλυτώσει από τους άρχοντές μας. Αυτή είναι η τελευταία σας ευκαιρία, αν δε θέλετε να έχετε λίγο αργότερα ένα πολύ οδυνηρό θάνατο»

«Αυτό θα το δούμε»

«Ωραία. Τόσο το καλύτερο. Κάνετε τη ζωή μας πιο ενδιαφέρουσα. Εσύ λοιπόν θα πεθάνεις πρώτος»

Με αυτήν τη φράση ξεκίνησε η πρώτη μονομαχία μάγων που είδε ο Μιχάλης. Μπορούσε πια να κατανοήσει πως υπήρχε προηγμένη χρήση μαγείας, που ήθελε να μάθει να χρησιμοποιεί και εκείνος. Το θέαμα ήταν εκπληκτικό, αλλά και οι δύο μάγοι που πολεμούσαν ήταν σίγουρα εξαίρετικοί μαχητές.

Την πρώτη κίνηση την έκανε ο τύπος με την κουκούλα, προσπαθώντας να επιτεθεί με δύναμη χρησιμοποιώντας το ξίφος του, αλλά ο Κώστας σταμάτησε την κίνηση αυτή με το δικό του σπαθί, με αποτέλεσμα να ακουστεί ένας δυνατός ήχος και να εμφανιστούν μπλε, κόκκινες και κίτρινες λάμψεις, φωτίζοντας ακόμη περισσότερο τον χώρο. Οι κινήσεις του ήταν αφύσικα γρήγορες, ενώ δεν περιοριζόταν στη χρήση των σπαθιών τους, αλλά χρησιμοποιούσαν μαγεία, είτε με τα χέρια τους, είτε με τη σκέψη τους μόνο, την οποία αντιλαμβανόταν ο Μιχάλης, που είχε ανοίξει το μυαλό του για να καταλάβει καλύτερα τι γινόταν, κρατώντας ταυτόχρονα τα μάτια του ανοιχτά, κάτι που κατάφερνε για πρώτη φορά.

Ο Κώστας ήταν εξαιρετικός και είχε αναγκάσει τον άνδρα να υποχωρήσει σε αμυντική στάση, όπου το μόνο που έκανε ήταν να αποκρούει τα συνεχή χτυπήματα του νεαρού άνδρα. Ο Κώστας χτυπούσε στις δύο πλευρές εναλλάξ, δηλαδή προσπαθούσε να τον τραυματίσει στη μία πλευρά και μετά στην άλλη, κάτι που ο Μιχάλης κατάλαβε πως κούραζε τον αντίπαλό του όταν εκείνος αμυνόταν. Προσπαθούσε επίσης με μαγικά χτυπήματα να τον κάνει να εγκαταλείψει, αλλά εκείνος αμυνόταν σε όλα αυτά με το σπαθί του, με αποτέλεσμα πολλές λάμψεις να κάνουν την εμφάνισή τους καθώς τα δύο σπαθιά συγκρούονταν. Η διαφορά στα δύο σπαθιά, εκτός από την απόχρωση της λεπίδας, όπου η λεπίδα του σπαθιού του Κώστα είχε έντονο ασημί χρώμα ενώ του ξένου πιο σκούρο, ήταν στο μέγεθος, με του Κώστα να έχει μακρύτερη λεπίδα. Οι λαβές τους ήταν επίσης διαφορετικές, του ξένου ήταν μαύρη, ενώ του Κώστα σε σκούρο ασημί με κόκκινες γραμμές.

Μετά την τόση υποχώρηση έφτασε πια να κολλήσει σε ένα βράχο, δίνοντας την ευκαιρία στον Κώστα να κάνει ένα πολύ δυνατό χτύπημα, τόσο με το σπαθί όσο και μαγικό, με αποτέλεσμα ο υπηρέτης των Ηγετών να χτυπήσει με δύναμη στο βράχο, παρόλο που αμύνθηκε, και να πέσει στη συνέχεια λιπόθυμος στο έδαφος. Αμέσως μετά ο Κώστας έκανε το σπαθί του να εξαφανιστεί, καθώς μάζευε εκείνο του αντιπάλου του από το έδαφος.

«Πηγαίνετέ τους στο κρατητήριο» είπε ο Κώστας στους άλλους, δείχνοντας τον πεσμένο με την κουκούλα και τον άλλο που τον κρατούσαν στην όχθη της λίμνης. «Οι φύλακες;»

«Τους πήγαν στο θεραπευτήριο» του απάντησε ένας από τους υπόλοιπους που είχαν έρθει μαζί του.

Στη συνέχεια έδωσε εντολή σε δύο άνδρες να τους αντικαταστήσουν και τους υπόλοιπους να βγουν έξω από το χωριό και να ψάξουν για περισσότερους.

«Ακόμη εδώ είσαι;» ρώτησε τον Μιχάλη μόλις τον είδε, «γύρνα γρήγορα στον ξενώνα και μην ξεμυτίσεις από εκεί. Θα έρθω να σε βρω εγώ αύριο»

Μόλις χάθηκε από τα μάτια του, καθώς το μέρος βυθιζόταν και πάλι στο σκοτάδι, ο Μιχάλης κίνησε για τον ξενώνα, με το μυαλό του στην τρομερή μονομαχία που είχε μόλις παρακολουθήσει. Οι κινήσεις του Κώστα είχαν αποτυπωθεί καλά στο μυαλό του, επιβεβαιώνοντας πως ήταν εξαίρετος μάγος. Ήταν ταχύτατος και ευέλικτος, εκμεταλλευόμενος όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο μπορούσε για να εξαπολύει όλο και ισχυρότερες επιθέσεις. Τα εναλλάξ χτυπήματα τον εντυπωσίασαν και θέλησε να αποκτήσει κι εκείνος παρόμοιο στυλ μάχης.

Μόλις έφτασε στον ξενώνα, προσπάθησε να μπει σπρώχνοντας όπως συνήθιζε την πόρτα, αλλά εκείνη παρέμεινε κλειστή. Προσπάθησε μία ακόμη φορά, αλλά μετά συνειδητοποίησε πως την είχαν κλειδώσει ώστε να μην μπορέσει να μπει στον ξενώνα κάποιος από τους εισβολείς στο χωριό.

«Ποιος είσαι;» άκουσε μία δυνατή φωνή από μέσα.

Μόλις ανέφερε την ταυτότητά του, ένιωσε μία ανατριχίλα και λίγες στιγμές αργότερα η πόρτα του ξενώνα άνοιξε με αργό τρόπο, σαν να την άνοιγε κάποιος που φοβόταν αυτό που θα αντικρίσει. Από πίσω εμφανίστηκε ένας ψηλός άνδρας, που φορούσε τα ρούχα των υπεύθυνων του ξενώνα, κοιτάζοντας με άγριο βλέμμα τον Μιχάλη.

Την επόμενη στιγμή όμως το βλέμμα του μαλάκωσε, σαν να συνειδητοποίησε πως το αγόρι έλεγε την αλήθεια, και του έκανε χώρο για να μπει στον ξενώνα. Ο Μιχάλης μπήκε βιαστικά μέσα και βρέθηκε μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες. Όλοι τους είχαν ανήσυχο βλέμμα και έκαναν πολλές ερωτήσεις στους υπεύθυνους που υπήρχαν εκεί, σταματώντας απότομα μόλις μπήκε μέσα εκείνος.

Τους είδε όλους να τον κοιτάζουν με φοβισμένο βλέμμα, σαν να περίμεναν να τους πει αυτός το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Έμεινε εκεί, να τους κοιτάζει και εκείνος παραξενεμένος, μην μπορώντας να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε και γιατί ήταν έτσι εκείνοι οι άνθρωποι.

«Τι έγινε λοιπόν; Το εντόπισαν οι Ηγέτες το χωριό και θα έρθουν;» άκουσε έναν ψηλό άνδρα να τον ρωτάει μέσα από τους συγκεντρωμένους που έμεναν στον ξενώνα όπως και εκείνος.

«Όχι, από όσο ξέρω» είπε με δυνατή φωνή, αναφερόμενος σε όλους.

Παρόλο που οι εκφράσεις του φόβου και της ανησυχίας ήταν έντονες σε όλους τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί, ήταν αισθητό πως μια μικρή ανακούφιση επήλθε όταν ανέφερε πως δεν τους εντόπισαν. Στη συνέχεια, άκουσε τους υπεύθυνους του ξενώνα να ζητούν από τους συγκεντρωμένους εκεί να αποσυρθούν στα δωμάτια που έμεναν, όπου θα ήταν και πιο ασφαλείς, αλλά εκείνοι ήταν αμετακίνητοι.

«Θα μείνουμε εδώ» άκουσε να λέει κάποιον, «είναι προτιμότερο να τους αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί εδώ από το να μας σφάξουν καθώς κοιμόμαστε»

Όποια ανακούφιση είχε προέλθει από τα λόγια του Μιχάλη, μόλις είχε εξανεμιστεί. Στην αίθουσα άρχισαν να πέφτουν πάλι οι ερωτήσεις βροχή, με όλους τους να αναρωτιούνται υπάρχει κάποιος τρόπος να διαφύγουν ή αν μπορούν να συγκρουστούν με τους υπηρέτες των Ηγετών που θα έρχονταν να απαιτήσουν την υποταγή τους. Οι υπεύθυνοι δεν απαντούσαν σε καμία όμως ερώτηση και προσπαθούσαν να ηρεμήσουν το πλήθος, λέγοντας πως δεν είναι σίγουρο πως τους είχαν βρει αλλά και πως η ασφάλειά τους ήταν σίγουρη.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που έκανε όλες τις ερωτήσεις να σταματήσουν και να πέσει σιωπή στην αίθουσα. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν την πόρτα, με τον φόβο αποτυπωμένο στα πρόσωπά τους, ακόμη και στα φαινομενικά ήρεμα πρόσωπα των υπευθύνων.

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο ίδιος άνδρας που ρώτησε και τον Μιχάλη, ανοίγοντάς του μετά.

«Ο Μένιος είμαι» απάντησε εκείνος μονοκόμματα.

Ο άνδρας έμεινε για λίγο ακίνητος κοιτώντας την πόρτα του ξενώνα πριν κατευθυνθεί προς τα εκεί και πάει να ανοίξει αργά και προσεκτικά την πόρτα. Ακριβώς από πίσω της φάνηκε ένας λεπτός και μέσου αναστήματος άνδρας, με μαύρα μαλλιά και ρούχα, τον οποίο αναγνώρισε ο Μιχάλης ανάμεσα σε εκείνους που βρέθηκαν μαζί με τον Κώστα στην είσοδο του χωριού, για να σταματήσουν τους δύο μάγους με τις κουκούλες.

«Λήξη συναγερμού» είπε με ήρεμη φωνή, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, «όλοι οι εισβολείς πιάστηκαν και το χωριό παραμένει κρυμμένο και ασφαλές». Μετά έφυγε από την είσοδο του ξενώνα, πριν προλάβει κάποιος να ρωτήσει τίποτε.

Ο Μιχάλης περίμενε οι ερωτήσεις να συνεχιστούν και οι φιλοξενούμενοι να παρουσιάσουν τις αμφιβολίες τους για εκείνα που τους είπε ο Μένιος. Δεν έγινε όμως τίποτα τέτοιο, κανείς δεν μίλησε και όλοι επέστρεψαν στα δωμάτιά τους με την ανακούφιση αισθητή στα πρόσωπά τους. Το ίδιο έκανε και ο Μιχάλης, ακολουθώντας τους υπόλοιπους που προχωρούσαν προς τη δεξιά πόρτα, έχοντας την επιθυμία να μείνει για λίγο μόνος του και να μπορέσει να σκεφτεί όλα όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ.

Καταλήγοντας στην απόφαση πως έπρεπε να βελτιωθεί στη χρήση της μαγείας, αποκοιμήθηκε, εξαντλημένος από όλα όσα είχαν συμβεί...

Παναγιώτης Βάβαλος