Ο κελαρυστός ήχος του νερού που κυλούσε ήταν χαλαρωτικός στα αυτιά της και ένα φρέσκο αεράκι χτυπούσε απαλά το πρόσωπό της.
Στεκόταν δίπλα στο ποτάμι που βρισκόταν περίπου τρία μίλια μακριά από την Σύναξη, ένα σημείο που οι μάγισσες επέλεγαν συχνά για να προσευχηθούν. Ήταν το ιδανικό μέρος για να νιώσει κανείς κοντά στη φύση. Οι εντυπωσιακές ιτιές στην όχθη έγερναν απαλά πάνω από το ποτάμι, ρίχνοντας τα πλούσια πράσινα φύλλα τους πάνω από το καθαρό νερό λες και ήθελαν να το αγγίξουν. Μικρά, χαριτωμένα αγριολούλουδα ξεφύτρωναν μέσα από το χορτάρι, μοβ και λευκές πιτσιλιές πάνω στο πράσινο, αρωματίζοντας τον αέρα με την διακριτική μυρωδιά τους.
Η Σελίν κοίταξε τον Ρόραν που στεκόταν δίπλα της ντυμένος με τα επίσημα ρούχα του. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα λες και είχε περάσει τα δάχτυλα του νευρικά από μέσα τους πολλές φορές. Η Σελίν γνώριζε καλά την μεταξένια υφή τους, αφού τα ανακάτευε συχνά όταν ήταν μικρότερη για να ενοχλήσει τον θετό αδελφό της. Μια ασημένια αλυσίδα κρεμόταν από τον λαιμό του και έπεφτε πάνω στο στήθος του γεμάτη φυλαχτά για τύχη, μακροζωία, υγεία, και ευτυχία. Οι Πρεσβύτεροι έδιναν αυτά τα φυλαχτά στις γεννήσεις, στους γάμους, όταν κάποιος αναλάμβανε μια σημαντική θέση στη Σύναξη όπως Πρεσβύτεροι ή Θεραπευτές. Σε κάθε περίσταση που συμβόλιζε ένα νέο ξεκίνημα και μια καινούργια ζωή.
Η Σελίν χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε τα ενωμένα χέρια τους. Μια παρόμοια ασημένια αλυσίδα, πιο κοντή από τη δική του, ήταν περασμένη γύρω και από τον δικό της λαιμό.
«Τι κάνουμε;» Ψιθύρισε χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε.
Ο Ρόραν γέλασε σιγανά, προσπαθώντας να παραμείνει σοβαρός, λες και η Σελίν είχε πει κάτι αστείο. Τα ανοιχτά πράσινα μάτια του που της θύμιζαν νεφρίτη έλαμπαν. «Εσύ τι λες; Παντρευόμαστε»
Παντρευόντουσαν;
Κοίταξε τους Πρεσβύτερους που στεκόντουσαν μπροστά τους, επίσημοι μέσα στις μαύρες ρόμπες τους. Ο Άιζακ, που η παρουσία του πάντα ξεχώριζε μέσα στο πλήθος, τους κοίταζε ικανοποιημένος. Η Σελίν ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που τον γνώριζε αρκετά καλά ώστε να μπορεί να ξεχωρίσει την αμυδρή χαρά που ξεπρόβαλλε μέσα από το σοβαρό του προσωπείο, αναμφίβολα επειδή ο μοναχογιός του ήταν ευτυχισμένος. Κι όμως, η Σελίν ένιωσε μια μικρή περηφάνια που είχε καταφέρει -έστω και έμμεσα- να τον ευχαριστήσει. Ήταν τόσο λίγες οι φορές που ο Άιζακ είχε υπάρξει ευχαριστημένος μαζί της.
Αυτή δεν είναι η ζωή που θες
Κάτι έλειπε. Κάτι σημαντικό.
Αλλά τι;
Το ανάλαφρο φόρεμα που αγκάλιαζε τους ώμους της και χυνόταν αέρινο γύρω από το σώμα της είχε το χλωμό γαλάζιο χρώμα του ουρανού του ξημέρωμα. Δεν τύλιγε την μέση της και το στήθος της όπως το λευκό φόρεμα που της είχε χαρίσει η Αλθία στα γενέθλια της, εκείνο που σκόπευε να φορέσει αυτή τη ξεχωριστή μέρα. Αλλά δεν το είχε κάνει επειδή ο Ρόραν το είχε δει, όταν το είχε φορέσει για να πάει να συναντήσει...
Και τότε θυμήθηκε. Τα μάτια της άρχισαν να ψάχνουν μανιασμένα το πλήθος που τους παρακολουθούσε. Όλη η Σύναξη είχε παρευρεθεί για να γίνει μάρτυρας σε έναν γάμο που η Σελίν δεν ήθελε.
Θα πάρουν μακριά ό,τι αγαπάς. Θα πάρουν την ελευθερία σου
Είδε την Νάγια και την Αριάννα, ντυμένες με τα γιορτινά τους φορέματα, να στέκονται δίπλα- δίπλα. Είδε τον Πίττερ, να προσπαθεί να πείσει τις υπερκινητικές δίδυμες κόρες του να κάτσουν φρόνιμες, δίχως επιτυχία. Ξεχώρισε τα ευγενικά πρόσωπα της Αλθίας και της Αλίρας μέσα στο πλήθος.
Αλλά δεν κατάφερε να βρει αυτόν που αναζητούσε.
Έλα σε εμένα. Μόνο εγώ έχω την δύναμη να σε βοηθήσω
Ο φόβος έσφιξε την καρδιά της μέσα στα νύχια του.
«Που είναι ο Έρικ;»
«Ποιος;» ρώτησε ο Ρόραν.
«Ο Έρικ» επανέλαβε η Σελίν, νιώθοντας τον πανικό και την σύγχυση να μεγαλώνουν μέσα της, διώχνοντας τον αέρα από τα πνευμόνια της. Γιατί βρισκόταν εδώ; Γιατί παντρευόταν με τον Ρόραν; «Ο Έρικ Στόρμπορν»
Δεν υπήρχε ίχνος αναγνώρισης στο πρόσωπο του Ρόραν. «Δεν ξέρω κανέναν με αυτό το όνομα. Και απ' όσο ξέρω, δεν έχει υπάρξει ποτέ κανένας Έρικ στην Σύναξη»
«Ο Κυνηγός που ήρθε μαζί μου!» του φώναξε. «Πως είναι δυνατόν να μη θυμάσαι;»
«Σελίν» Η φωνή του ήταν ήρεμη και απαλή σαν βελούδο αλλά ανησυχία άστραψε στο βάθος των ματιών του , σαν να την έβλεπε να χάνει τα λογικά της. «Ποτέ κανένας Κυνηγός δεν κατόρθωσε να βρει την Σύναξη. Το ξέρεις πως κάνουμε τα πάντα για να αποτρέψουμε κάτι τέτοιο. Νιώθεις καλά;»
Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από το δικό του αλλά την κρατούσε γερά. Η αλυσίδα με τα φυλαχτά ζύγιζε τόνους, έσφιγγε τον λαιμό της σαν θηλιά και την έπνιγε.
«Λες ψέματα!» Δεν ήταν τρελή. Ο μελαχρινός Κυνηγός της ήταν αληθινός. Το ήξερε.
Το ένιωθε.
Έκανε άλλη μια προσπάθεια να ελευθερώσει το χέρι της αλλά η λαβή του Ρόραν ήταν σαν σιδερένια μέγκενη. «Άφησε με!»
Μόνο εγώ έχω την δύναμη να σε βοηθήσω
Κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν άκουγε τις διαμαρτυρίες της ούτε έκαναν την παραμικρή κίνηση για να την βοηθήσουν. Κανένας δεν νοιαζόταν.
Έλα σε εμένα
«Άφησε με!»
Ξύπνησε ουρλιάζοντας. Δάκρυα κυλούσαν πάνω στα μάγουλα της και πιανόντουσαν στις άκρες των χειλιών της αφήνοντας πάνω τους μια αλμυρή γεύση. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Ολόκληρο το σώμα της έτρεμε παρά τη ζεστή νύχτα. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε επώδυνα μέσα στο στήθος της, τόσο γρήγορα που ήταν σίγουρη πως θα έσπαγε.
Κάποιος τράνταξε τους ώμους της για να την ξυπνήσει. Δυνατά χέρια που όμως την κρατούσαν προσεχτικά, τρυφερά.
«Ήταν μονάχα ένας εφιάλτης» της είπε μια ήρεμη φωνή.
Ο Έρικ.
Η ανάσες της ήταν κοφτές και ρηχές. Οι πνεύμονες της είχαν συρρικνωθεί. Έγειρε πάνω του, αναζητώντας τον σταθερό χτύπο της καρδιάς του, την επιβεβαίωση πως ήταν πραγματικά εδώ μαζί της. Το σώμα του ήταν σκληρό και ταυτόχρονα απαλό, ζεστό κόντρα στο δικό της. Έκλεισε τα μάτια της και εστίασε σε αυτή την αίσθηση σταθερότητας ώσπου τα πνευμόνια της άνοιξαν και μπόρεσε να αναπνεύσει κανονικά ξανά.
Το απαίσιο όνειρο παρέμενε ολοζώντανο μέσα στο μυαλό της.
Είναι εδώ, μαζί μου, καθησύχασε εαυτό της. Δεν τον έχασα.
Ακόμη, πρόσθεσε μια άλλη φωνή.
Ο Έρικ παραμέρισε απαλά μια καστανή τούφα που είχε κολλήσει στον κρόταφο της. «Τι είδες;» την ρώτησε μαλακά. «Τι σε τρόμαξε τόσο;»
«Το μέλλον» ψιθύρισε ταραγμένη, σίγουρη πως αν μοιραζόταν δυνατά τους φόβους της θα τους έδινε ζωή.
Η πλάτη της ήταν υγρή από τον κρύο ιδρώτα και το δανεικό πουκάμισο κολλούσε ασφυκτικά πάνω στο δέρμα της, μια δυσάρεστη αίσθηση που την έκανε να ανατριχιάσει. Τα χέρια της έτρεμαν.
«Το μέλλον;» επανέλαβε μπερδεμένος.
Νέα ρίγη διέτρεξαν την ραχοκοκαλιά της. Μπορεί αυτό που είδε να μην ήταν όραμα αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει η πραγματικότητα της. Εκείνη, παγιδευμένη σε μια ζωή που δεν ήθελε όπως αυτή που είχε προσπαθήσει να της επιβάλει ο Άιζακ. Και ο Έρικ χαμένος κάπου μακριά της, με το μόνο που θα είχε απομείνει από εκείνον να είναι το φάντασμα μιας ανάμνησης του που θα την στοίχειωνε για πάντα.
Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ακόμα μπορούσε να συμβεί.
«Ποτέ δεν θα μας επιτρέψουν να είμαστε μαζί» ψιθύρισε. Ο πανικός την στραγγάλιζε, τα μάτια της είχαν θολώσει.
Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που του είχε πει όταν επιτέλους βρήκαν το θάρρος να παραδεχθούν τα συναισθήματα τους:
Τι μέλλον μπορούμε να έχουμε εμείς οι δύο;
Οι μάγισσες δεν θα τον αποδεχόντουσαν ποτέ. Ό,τι κι αν έκανε θα παρέμενε για πάντα ένας Κυνηγός στα μάτια τους. Δεν είχε σημασία που το μισό από το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του ήταν αίμα μάγισσας. Αν προσπαθούσαν να ζήσουν ανάμεσα σε ανθρώπους θα ήταν υποχρεωμένη να κρύβει τις δυνάμεις της, να θάψει την πραγματική της ταυτότητα και να προσέχει κάθε λέξη που θα έβγαινε από το στόμα της από φόβο μήπως το μυστικό αποκαλυφθεί. Πάντα θα ήταν μια ξένη, θα κυκλοφορούσε ανάμεσα τους χωρίς να μπορεί να γίνει ποτέ μια από αυτούς μέχρι που η μοναξιά και η πικρία θα κατασπάραζαν την ψυχή της. Και αν έχανε την ταυτότητα της, ποια θα ήταν;
Σκοτεινές σκέψεις εισέβαλαν στο μυαλό της, μαύρες και πηχτές σαν μελάνι, γεμάτες απελπισία και απόγνωση. Όπου κι αν πήγαιναν κάποιος ή κάτι θα προσπαθούσε να μπει ανάμεσα τους και να τους χωρίσει. Μια μάγισσα και ένας άνθρωπος, προδοσία απέναντι και στα δυο είδη. Πουθενά δεν θα τους επέτρεπαν να ζήσουν ήρεμα. Ποτέ δεν θα ήταν ευτυχισμένοι. Καμία πόρτα δεν θα ήταν ανοιχτή για αυτούς τους δυο.
Έλα σε εμένα
Δεν ήταν μια απλή φωνή που αντιλαλούσε μέσα στο μυαλό της πλασμένη από την φαντασία της. Όχι, ήταν κάτι περισσότερο. Το ήξερε. Το ένιωθε. Τα λόγια ήταν μια υπόσχεση ότι αυτός που τα ψιθύριζε μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή. Μπορούσε να τους κρατήσει και τους δυο ασφαλή. Μπορούσε σχεδόν να το νιώσει, μια ζεστή αίσθηση, τη γλυκιά γαλήνη μιας ζωής μακριά από μάγισσες που ήθελαν να ορίζουν την ζωή της και από ανθρώπους που ήθελαν το κακό τους επειδή δεν μπορούσαν να τους καταλάβουν.
Αυτό ήταν, η απάντηση που έψαχνε. Ήταν τόσο απλό που απόρησε γιατί δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα.
Μια επιτακτική ανάγκη να δράσει την κατέκλυσε. Αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του Έρικ και σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια της. «Πρέπει να φύγουμε» του είπε.
«Τώρα;»
Ένευσε καταφατικά και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα τους με γοργές κινήσεις. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει.
Έπρεπε να ακολουθήσει την φωνή.
«Να πάμε που;» είπε ο Έρικ, ξαφνικά προβληματισμένος από τα παράλογα λόγια της.
«Δεν… δεν ξέρω» παραδέχθηκε καθώς τύλιγε την λεπτή κουβέρτα της. «Αλλά έχω αυτό το προαίσθημα, αυτή τη φωνή που με καλεί…»
«Μια φωνή που σε καλεί;» επανέλαβε δύσπιστα το αγόρι. «Καταλαβαίνεις πόσο τρελό ακούγεται αυτό;»
«Το ξέρω, αλλά σε παρακαλώ, εμπιστεύσου με. Υπάρχει κάτι ή κάποιος εκεί έξω που μπορεί να μας βοηθήσει»
«Ο ήλιος θέλει τουλάχιστον πέντε ώρες για να ανατείλει» επισήμανε το προφανές. «Και δεν ξέρουμε τι μπορεί να κρύβεται μέσα στο δάσος. Ήδη συναντήσαμε δηλητηριώδη φυτά, ξωτικά που νόθευσαν το κρασί μας με ποιος ξέρει τι για να διασκεδάσουν, και αναθεματισμένους δράκους. Δεν μπορούμε να περιφερόμαστε έτσι απλά σε ένα τέτοιο μέρος μέσα στο σκοτάδι»
«Μπορώ να μας καθοδηγήσω» είπε με σιγουριά. «Θα είμαστε ασφαλείς»
Γρήγορα. Δεν υπάρχει χρόνος
Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά ήξερε ακριβώς που έπρεπε να πάει, λες και ένα αόρατο νήμα ήταν τυλιγμένο γύρω της και την τραβούσε προς την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει.
Ο Έρικ την έπιασε απαλά από το χέρι και πήρε το σακίδιο που κρατούσε. «Ας κοιμηθούμε» της είπε τρυφερά, σαν να μιλούσε σε ένα μικρό παιδί. «Σου υπόσχομαι πως θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής» αποπειράθηκε να την καλοπιάσει.
Αλλά δεν καταλάβαινε. Δεν υπήρχε χρόνος. Πήρε πίσω το σακίδιο της και το πέρασε στον ώμο της. «Μείνε κοντά μου» του είπε και ξεκίνησε να περπατά.
Ο Έρικ έπιασε το μπράτσο και την σταμάτησε. Τα πόδια του ρίζωσαν στο έδαφος ανακόπτοντας την πορεία της.
«Σελίν!» είπε αυστηρά, απαιτώντας την προσοχή της.
Η νεαρή μάγισσα γύρισε και τον κοίταξε.
«Ό,τι κι αν ήταν αυτό που σε τρόμαξε ήταν απλά ένα όνειρο. Είσαι ταραγμένη και δεν σκέφτεσαι καθαρά. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να γίνεις τροφή για τα θηρία που καραδοκούν μέσα στο δάσος εξαιτίας ενός εφιάλτη»
«Δεν ήταν απλός εφιάλτης!» ξέσπασε. «Ήταν προειδοποίηση! Πως γίνεται να μη το βλέπεις;»
Τα καστανά μάτια του ήταν ανήσυχα. «Να δω τι;»
«Το μέλλον» Κατάπιε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στον λαιμό της και έπνιγε τις λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη της. «Και είναι ένα μέλλον στο οποίο εμείς οι δύο δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Το ήξερες όπως το ήξερα κι εγώ ότι οι μέρες μας είναι μετρημένες. Ζούμε με δανικό χρόνο, Έρικ, και θα τελειώσει μόλις επιστρέψουμε, σε μάγισσες ή ανθρώπους. Αλλά αυτό...» Κοίταξε πάνω από τον ώμο της, προς την κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει. «... μπορεί να είναι η ευκαιρία μας»
«Πως;» την ρώτησε, ικετεύοντας την να τον βοηθήσει να καταλάβει. «Πως είναι δυνατόν η λύση να κρύβεται μέσα στο δάσος;»
Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ξέρω. Αλλά ξέρω πως υπάρχει κάτι εκεί που με καλεί να πάω κοντά του. Κάτι που μπορεί να μας βοηθήσει» Τα σκούρα μπλε μάτια της συνάντησαν τα καστανά δικά του που αντανακλούσαν κεχριμπαρένια το φως της φωτιάς. «Σε αγαπώ, Έρικ Στόρμπορν, και αν υπάρχει μια ελπίδα να έχουμε ένα μέλλον μαζί θέλω να μπορώ να πω πως προσπάθησα να την βρω»
Το βλέμμα του μαλάκωσε, έγινε συμπονετικό.
Δεν την πίστευε και δεν ήξερε με ποια λόγια να τον πείσει για την αλήθεια που της είχε αποκαλυφθεί τόσο ξεκάθαρα.
Τον φίλησε. Έντονα, απελπισμένα, δείχνοντας του με αυτόν τον τρόπο αυτό που δεν μπορούσε να πει.
Δεν θέλω να σε χάσω
«Δεν χρειαζόμαστε αυτό το κάτι για να μας βοηθήσει» ψιθύρισε ο Έρικ πάνω στα χείλη της. «Θέλω να είμαι μαζί σου και εσύ θέλεις να είσαι μαζί μου. Αυτό είναι αρκετό»
Αυτή την φορά εκείνη ήθελε να τον πιστέψει αλλά δεν μπορούσε. Ακούμπησε το μέτωπο της πάνω στο δικό του και έκλεισε τα μάτια της.»Η πραγματική αγάπη νικάει τα πάντα μόνο στα παραμύθια. Η αληθινή ζωή είναι πιο σκληρή» είπε πικρά. «Εσύ κι εγώ το ξέρουμε καλά αυτό»
«Μου ζητάς να εγκαταλείψουμε την κατασκήνωση μας και να περιπλανηθούμε στη μέση της νύχτας σε μια εχθρική περιοχή, δίχως πραγματικό σχέδιο ή προσανατολισμό, βασισμένοι σε ένα όνειρο. Ξέρεις πόσο τρελό ακούγεται αυτό;» επανέλαβε.
«Πιο τρελό από το ότι ερωτεύτηκες μια μάγισσα;»
Την κοίταξε διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του να την πιστέψει και στην λογική του. Δεν του άρεσε αυτό, δεν θα μπορούσε να γίνει πιο ξεκάθαρο. Όμως τόσα απίστευτα πράγματα είχαν συμβεί στη ζωή του το τελευταίο διάστημα. Ίσως κι αυτό να ήταν ένα από αυτά. Ή μπορεί να είδε τη στοιχειωμένη έκφραση στο πρόσωπο της, τον τρόμο στα μάτια της που είχαν κάνει τις κόρες της να διασταλούν και να καταπιούν το μπλε, και αισθάνθηκε πόσο ανάγκη τον είχε ακόμα κι αν δεν την πίστευε.
Ό,τι από τα δυο κι αν ίσχυε ένευσε καταφατικά και σήκωσε το σακίδιο του από το έδαφος. «Ας είναι» Πέρασε το δερμάτινο λουρί στον ώμο του. «Σε εμπιστεύομαι».
Φαίη