Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 28: Μια Νέα Αποστολή)

«Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πας στο μέρος που βρίσκεται ένας ειδικός μηχανισμός, που θα βοηθήσει να δραπετεύσουν οι κρατούμενοι που είναι στο Χίελθ. Εκείνο που θα κάνεις εσύ είναι η μοναδική λεπτομέρεια που δεν μπορώ να κάνω για να δραπετεύσουν και είμαι αναγκασμένος να εμπιστευτώ εσένα για αυτήν»

«Αυτό που έχεις να κάνεις είναι πολύ δύσκολο» πήρε τον λόγο ο Κώστας, «πρέπει να διανύσεις μεγάλη απόσταση στη χώρα και να πας σε ένα δασάκι, το οποίο βρίσκεται σε ένα χωριό με μεγάλη προστασία από τις δυνάμεις των Ηγετών. Πιστεύεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις;»

«Μπορεί δεν μπορεί, θα το κάνει» είπε ο Ζεραήλ, πριν προλάβει να απαντήσει ο Μιχάλης, «Και θα τα καταφέρει, αν έχει έστω και λίγη αξιοπρέπεια»

«Θα το κάνω» συμφώνησε ο Μιχάλης, «και θα τα καταφέρω»

«Το ελπίζω» του είπε ο άνδρας, «δωσ’ μου το δράνο»

Έκανε αυτό που του είπε .Εκείνος μόλις το πήρε στα χέρια του, άρχισε να το περιεργάζεται. Το κοιτούσε από κάθε πλευρά, μέχρι που το άνοιξε και το κοιτούσε ακόμη καλύτερα. Προφανώς ήλεγχε και τη μαγεία σε αυτό.

«Πρέπει να πας σε εκείνο το σημείο» του είπε ο Κώστας, δείχνοντας με το δείκτη του δεξιού του χεριού έναν από τους πίνακες στην καλύβα.

Γνωρίζοντας πως είναι μαγεμένος, εστίασε στο σημείο εκείνο, με την εικόνα να πλησιάζει την περιοχή, θυμίζοντας τις εικόνες από δορυφόρους στον υπόλοιπο κόσμο Μόνο που εδώ κατηύθυνε την εικόνα με τη σκέψη του. Έτσι, ο πίνακας έφτασε να δείχνει ένα χωριό, συνεχίζοντας λίγο παραπέρα. Κατέληξε σε ένα δάσος, πυκνό από δέντρα, αλλά μικρό, και πιο συγκεκριμένα σε ένα δέντρο λίγο διαφορετικό από τα άλλα, με λίγο πιο ανοιχτό καστανό χρώμα στον κορμό και πολλά κίτρινα φύλλα. Ήταν ψηλό, αλλά πάνω του δε βρισκόταν κανένα πουλί.

«Θα σε κατευθύνει το δράνο, ώστε να φτάσεις σε εκείνο το δέντρο» άρχισε να λέει και πάλι ο Κώστας, καθώς η εικόνα του πίνακα έφυγε από εκεί και έδειχνε μετά από λίγο τη συνήθη εικόνα, «όταν φτάσεις εκεί, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βάλεις φωτιά στο δέντρο, για να ενεργοποιήσεις το σχέδιό μας. Θα χρειαστείς και μερικά πράγματα».

Στη συνέχεια εμφάνισε ένα σπαθί, με κόκκινη λαβή και ασημένια λεπίδα, μικρό σχετικά και με απότομη άκρη, και μετά μία θήκη από δέρμα, κατάλληλη για αυτό, και με ένα κορδόνι για να κρεμαστεί από το χέρι ή το λαιμό, «αρχικά αυτό. Δες αν είναι κατάλληλο»

Ο Μιχάλης το πήρε και το ήλεγξε, με το μυαλό, αλλά και κάνοντας κάποιες κινήσεις με το χέρι του, χτυπώντας τον αέρα. Το σπαθί ταίριαζε πολύ στον τρόπο που το χρησιμοποιούσε εκείνος, σαν να το είχαν φτιάξει κατάλληλα για αυτόν.

«Σαν να τραβάει τη μαγεία μου»

«Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός των σπαθιών. Μας βοηθούν στη χρήση της δύναμής μας>, εξήγησε ο νεαρός άνδρας, «βαλ’ το εδώ» του είπε δίνοντάς του και τη θήκη. Ο Μιχάλης το τοποθέτησε σε αυτήν, εντυπωσιασμένος από το πόσο ανθεκτική και ταυτόχρονα μαλακή ήταν, καταλαβαίνοντας ότι είχε φτιαχτεί με μαγεία. Την κρέμασε από τον ώμο του, έτσι ώστε το σπαθί να στερεωθεί πίσω από την πλάτη του.

«Θα βρεις επίσης και μερικά πράγματα στο δωμάτιο που έχεις στον ξενώνα για το ταξίδι, αλλά επειδή θα είναι μεγάλο, ίσως χρειαστεί να εφοδιαστείς με τρόφιμα από πόλεις. Εκεί θα είσαι πολύ προσεκτικός ώστε να μη σε καταλάβουν. Θα χρειαστείς όμως και αυτό» πρόσθεσε, εμφανίζοντας από το πουθενά, ένα μικρό καφέ πουγκί, μέσα στο οποίο κουδούνιζαν κάποια μεταλλικά αντικείμενα.

Ο Μιχάλης δε χρειάστηκε και πολλή ώρα για να καταλάβει τι συνέβαινε, αφού ο Κώστας πρέπει να του είχε δώσει χρήματα στην περίπτωση που θα τα χρειαζόταν, αν ήθελε να αγοράσει κάποια τρόφιμα. Πήρε λοιπόν το πουγκί ευχαριστώντας τον και το έβαλε μέσα στην τσέπη του.

«Παρ’ το» του είπε ο Ζεραήλ τείνοντας προς το σημείο του το δράνο, το οποίο ο Μιχάλης πήρε και έβαλε στην τσέπη του επίσης, αφού το ήλεγξε πολύ γρήγορα, διαπιστώνοντας πως έδειχνε πια ένα εντελώς διαφορετικό σημείο από πριν.

Κοίταξε για λίγο τους δύο άνδρες που έμειναν για λίγες στιγμές αμίλητοι και πήγε να ρωτήσει αν χρειαζόταν τίποτε άλλο και πότε θα ξεκινούσε, αλλά τον διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Ζεραήλ την άνοιξε με μία ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού του, δίνοντάς της πολλή φόρα, ως συνήθως. Ο Μιχάλης παρατήρησε έκπληκτος πως πίσω από αυτήν είχαν εμφανιστεί ο Νίκος με τη Μαρία. Ήταν οι τελευταίοι που περίμενε να δει εκείνοι τη στιγμή. Και στα δικά τους πρόσωπα όμως είχε σχηματιστεί ένα ύφος έκπληξης μόλις είδαν τον Μιχάλη και τον Κώστα μέσα στην καλύβα. Μπήκαν μέσα κοιτώντας τον Ζεραήλ με ύφος γεμάτο περιέργεια, με την πόρτα να κλείνει με δύναμη πίσω τους.

«Θέλω μία χάρη από σένα» είπε εκείνος κοιτώντας τον Νίκο, με το γνωστό άγριο ύφος του.

«Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε καχύποπτα το αγόρι.

«Να συνοδέψεις αυτόν τον βλάκα στην αποστολή του, ώστε να είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρει»

Ο Νίκος φάνηκε έκπληκτος. Γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη, σαν να περίμενε να του πει τι εννοούσε ο άνδρας, αλλά αυτός που έλυσε τελικά την απορία του ήταν ο Κώστας.

«Από εσένα θέλουμε να πας μαζί του, ώστε να διασφαλίσεις ότι θα φτάσετε εκεί, αφού ο Μιχάλης είναι άπειρος ακόμη και δε γνωρίζει πολλά από τη χώρα» πρόσθεσε μόλις εξήγησε την αποστολή, «δέχεσαι να το κάνεις;»

Ο Νίκος γέλασε ελαφρά. «Και το ρωτάς; Αυτό ακριβώς ήθελα, κάτι να κάνω κι εγώ» ενώ στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

«Τι; Όχι» φώναξε ξαφνικά η Μαρία, «κάτι τέτοιο είναι πολύ επικίνδυνο. Για τέτοια αποστολή χρειάζονται μεγάλοι και έμπειροι άνθρωποι»

Ο Ζεραήλ μετά την κοίταξε με πολύ άγριο ύφος, φανερά ενοχλημένος που είχε μιλήσει. «Δε σου πέφτει κανένας λόγος, μικρή»

«Μα είναι αγόρια ακόμη και έξω υπάρχουν ένα σωρό ενήλικοι Χιζέρκα και άλλοι υπηρέτες των Ηγετών. Μπορεί να τους πιάσουν εύκολα ή και να…». Σταμάτησε σε εκείνο το σημείο.

«Μην ανησυχείς» της είπε μετά ο Νίκος, χαϊδεύοντας τη στην πλάτη, «δεν είμαστε και τόσο εύκολοι αντίπαλοι. Ξέρουμε να προσέχουμε»

Η Μαρία πήγε να επιμείνει και άλλο, ώστε να αλλάξει γνώμη στον Ζεραήλ, αλλά ο Νίκος τη σταμάτησε αυτή τη φορά. Την κοίταξε στα μάτια με αποφασιστικό βλέμμα και εκείνη πρέπει να κατάλαβε πως δεν μπορούσε να αλλάξει ούτε τη δική του γνώμη. Μετά, δάκρυα γέμισαν τα μάτια της, δύο από τα οποία έτρεξαν.

Ο Μιχάλης ένιωσε ένα σφίξιμο την καρδιά βλέποντας αυτό το θέαμα, με τον Νίκο να της ψιθυρίζει κάτι. Όλη αυτήν την ώρα, ο Ζεραήλ έπαιζε με το μπαστούνι του, ενώ ο Κώστας ήταν εμφανές πως κάπου ήθελε να πάει και καθυστερούσε, αφού ήταν σαν να καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.

«Πήγαινε στον Γέραλ και πες του ότι θα ξεκινήσουν για την αποστολή σήμερα το βράδυ» της είπε ανέκφραστα λίγο μετά ο ηλικιωμένος άνδρας, ενώ άνοιξε την πόρτα της καλύβας με μία κίνηση.

Εκείνη έφυγε βιαστικά από εκεί κοιτάζοντας τον παππού της με άγριο ύφος και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω της, από το κόλπο του Ζεραήλ, ο οποίος δεν της έδωσε σημασία. Μόλις έκλεισε η πόρτα, τους μίλησε ο Κώστας.

«Εμπιστευόμαστε εσάς, γιατί δε θα τραβήξετε την προσοχή λόγω ηλικίας» άρχισε να τους λέει, «αλλά θα πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί μη θελήσει κανείς να σας μετατρέψει σε υπηρέτη του. Ό,τι κι αν κάνετε, θα είστε γρήγοροι και θα έχετε χαμηλούς τόνους. Θα ξεκινήσετε σήμερα το βράδυ, πηγαίνοντας στην κεντρική είσοδο του χωριού, προσέχοντας να μη σας δει κανείς και θα φύγετε μετά. Τα καταλάβατε αυτά;»

«Ναι» είπε αμέσως μετά ο Νίκος.

«Και δύο πράγματα ακόμη: να μην αναφερθείτε ποτέ στο Ελέστερ, ό,τι κι αν σας πουν, και σε καμία περίπτωση να μην μπείτε μέσα στο χωριό δίπλα στο δασάκι στο οποίο πηγαίνετε. Κατανοητά αυτά;»

«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Μιχάλης, αλλά μετά το άγριο βλέμμα του Κώστα, συμφώνησε, όπως και ο Νίκος.

Στη συνέχεια, ο νεαρός άνδρας εξαφανίστηκε. Ο Ζεραήλ χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα, τραβώντας την προσοχή τους.

«Να ολοκληρώσετε την αποστολή το συντομότερο. Τα μάτια σας και τα μυαλά σας ανοιχτά. Εξαφανιστείτε τώρα και μην κάνετε το λάθος να αποτύχετε»

Τα δύο αγόρια έφυγαν λίγο μετά αμίλητα από εκεί. Βγαίνοντας από την πόρτα ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε τον άνδρα, γνωρίζοντας πως θα έκανε πολύ καιρό να τον αντικρίσει ξανά, αν αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Το βλέμμα που του έριξε ο Ζεραήλ θα του έμενε αποτυπωμένο στο μυαλό για πολύ καιρό, αφού δεν ήταν άγριο όπως περίμενε, αλλά πιο μαλακό, ενώ θα ορκιζόταν πως έκρυβε και μια προσδοκία. Αυτό ήταν που έκανε τον Μιχάλη να αποφασίσει πως έπρεπε να τα καταφέρει, όποιο και να ήταν το τίμημα. Χρωστούσε πολλά άλλωστε σε όλους εκείνους τους ανθρώπους και όφειλε να τους βοηθήσει.

«Τελικά μου έφερες τύχη» του είπε σε μια στιγμή ο Νίκος, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

«Τι εννοείς;»

«Θα βγω επιτέλους έξω από εδώ, να αντιμετωπίσω τους Ηγέτες»

«Ναι, αλλά θα χωριστείς από τη Μαρία και τους δικούς σου ανθρώπους»

«Το προτιμώ από το να κάθομαι εδώ άπραγος, έστω και αν είμαι μακριά της»

Ο Μιχάλης δε βρήκε κάτι να πει. Ήθελε να παρηγορήσει το φίλο του, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να βοηθήσει εκείνη τη στιγμή. Χωρίστηκαν μετά, με εκείνον να πηγαίνει στη λίμνη για μία τελευταία φορά.

Είχε περάσει πολλή ώρα όταν αποφάσισε πως κάθισε αρκετά στο στέκι του και ήταν ώρα για να φύγει και να προετοιμαστεί. Πήγε στον ξενώνα, και αφού έφαγε το τελευταίο γεύμα που έτρωγε στην τραπεζαρία, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο που διέθετε εκεί. Εκεί, βρήκε ένα σάκο, σαν και εκείνον που του είχε δώσει ο Σέκαρ, λίγο μεγαλύτερο, ενώ μέσα υπήρχαν διάφορα ρούχα και φαγώσιμα, μαζί με ένα μπουκάλι. Έκανε ένα μπάνιο, το τελευταίο του επίσης εκεί, και μετά ξάπλωσε για να κοιμηθεί λίγο, έστω και αν ήταν αρκετά αγχωμένος και αυτό έμοιαζε πολύ δύσκολο. Τελικά αποκοιμήθηκε και βυθίστηκε για λίγο στο σκοτάδι.

Παναγιώτης Βάβαλος