Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 41)

Η Αρετή γυρνούσε σαν χαμένη μόνη της μέσα στην πόλη χωρίς να μπορεί να ελπίζει σε καμία σωτηρία. Κυλίστηκε στο πάρκο υποφέροντας από φρικτούς βουβούς πόνους σε όλο της το σώμα. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στον Γιάννη με άδεια χέρια, ήταν σε κατάσταση αμόκ και κινδύνευε. Ούτε στο σπίτι της δεν τολμούσε να πάει καθώς θεωρούσε πλέον τον Τάσο ικανό για όλα μετά από αυτό το συμβάν στο ξενοδοχείο.

Ήθελε να πεθάνει μα δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Προσπάθησε να κλάψει μα η λευκή σκόνη είχε στεγνώσει τα δάκρυα της. Απέμεινε για ώρες ξαπλωμένη πίσω από κάποιους θάμνους στο πάρκο, αγνοώντας ακόμα και αυτούς τους ερεθισμένους εφήβους που έκαναν ξεδιάντροπα έρωτα δίπλα της.

Το πρώτο φως της μέρας δεν μπόρεσε να διαλύσει την αγωνιώδη αίσθηση που είχε κάνει κατάληψη στο κορμί της. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν δύσκαμπτα, τα χείλη μελανιασμένα και οι σάρκα της πονούσε αφόρητα όπου και αν την ακουμπούσαν. Φλόγες θέριευαν μέσα της, έγλειφαν την ψυχή της και έλιωνε σαν ζωντανή νεκρή. Ήταν στιγμές που σκέφτηκε να γυρίσει στο ξενοδοχείο και να υποκύψει στις όποιες ορέξεις του αδερφού της προκειμένου να εξασφαλίσει την μαγική δόση για να θρέψει την άσβεστη εκείνη δίψα.

Σιχάθηκε τον εαυτό της, ένιωσε ανείπωτη ντροπή και φρίκη για το ότι θα μπορούσε ακόμα και να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο μα το έκανε. Κατάπιε την σιχασιά της και την ανύπαρκτη πια περηφάνια της και γύρισε να τον παρακαλέσει, με όποιο και να ήταν το αντίτιμο. Ήταν όμως αργά. Ο Τάσος είχε εξαφανιστεί.

Η μέρα την βρήκε μπροστά από το καφενείο που δούλευε η Βάσω. Μέσα στην παραζάλη του διαλυμένου της μυαλού, σκέφτηκε ότι η αδερφή του Γιάννη θα ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να την βοηθήσει.

Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο μαγαζί. Την βρήκε πίσω από την μπάρα σκεφτική και προβληματισμένη. Έσπευσε να την βοηθήσει και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. Της πρόσφερε κάτι να φάει μα η Αρετή αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι.

Μαζεύτηκε σαν κουβάρι στην θέση της και άρχισε να κλαίει βουβά. Μια σπαρακτική οδύνη, ένας αφόρητος πόνος που ξεχείλιζε από την ψυχή στα μάτια της. Η Βάσω στάθηκε από πάνω της και την αγκάλιασε τρυφερά και αυτό την έκανε να πονέσει ακόμα πιο πολύ. Ένα στοργικό χάδι από μια παντελώς άγνωστη. Κάτι τόσο οικείο μα και τόσο άγνωστο ταυτόχρονα.

Το τηλέφωνο της Βάσως χτύπησε και οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν έντρομες στα μάτια. Την είδε να απαντά στην κλήση και να κλείνει το στόμα με την παλάμη. Η συσκευή έπεσε από τα χέρια της και έσπασε με θόρυβο στο πάτωμα.

Είχαν βρει τον Γιάννη σε ένα παγκάκι κάπου στο κέντρο της πόλης με μια σύριγγα καρφωμένη στο μπράτσο του. Νεκρό από νοθευμένη πρέζα.

Ηλίας Στεργίου