Συνέντευξη με τον Άγγελο Γιαννακόπουλο


Αν υποτεθεί ότι ενσαρκώνουμε κάτι στον πρόσκαιρο τούτο βίο, τότε είμαστε μονάχα το άθροισμα των συναντήσεών μας. Κάθε συνάντηση δομεί ή αποδομεί κάτι μέσα μας. Η όποια συνάντηση αλλάζει τη ροή των πραγμάτων. Κάθε συνάντηση αφήνει πάνω μας τα ίχνη της, τον τύπο των ήλων της. Τα πρόσωπα που συναντήσαμε στη ζωή καθόρισαν την πορεία μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε πάντα. Μετά από κάθε συνάντηση δεν παραμένουμε ίδιοι. Η αλλαγή, η μεταμόρφωση αυτή μπορεί να επισυμβεί αυτοστιγμεί, μπορεί, όμως, να πάρει και χρόνια. Τέτοιες απόλυτα φευγαλέες, απρόσμενες και ασήμαντες φαινομενικά συναντήσεις, που αθροιστικά σε διαμορφώνουν, που σε μεταλλάσουν χωρίς να το παίρνεις χαμπάρι, υπάρχουν πάμπολλες στη ζωή. Οι συναντήσεις του συγγραφέα με πρόσωπα θρυλικά, όπως αυτά της Ρόζας Εσκενάζυ, του Θανάση Βέγγου ή του Νικόλα Άσιμου, με γνωστά πρόσωπα της έβδομης τέχνης, όπως αυτά του Τζον Μάλκοβιτς και του Βιμ Βέντερς, με πρόσωπα ιερά, όπως αυτό του οσίου Παϊσίου, ή, απλώς, συναντήσεις με εκπροσώπους της πολιτικής κάστας, όπως με τον κ. Προκόπη Παυλόπουλο, αλλά και άλλες απρόσμενες των οποίων έγινε μάρτυρας ο συγγραφέας, αποτελούν τον σκληρό μόνο πυρήνα των αφηγήσεων του ανά χείρας βιβλίου. Τούτες οι συναντήσεις αποτελούν συνάμα αφορμές για να περιγράψει ο συγγραφέας σημαίνουσες ιστορικές συγκυρίες, τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, γενικά, τα τεκταινόμενα μιας ολόκληρης εποχής. Τοιουτοτρόπως, υπερβαίνουν το πλαίσιο της αμιγώς αυτοβιογραφικής διήγησης, αποβαίνοντας εντέλει μαρτυρίες μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας και των συνδηλώσεών της, με προεκτάσεις που ψηλαφίζουν αυτόν τον ίδιο τον υπαρξιακό αυτοκαθορισμό του ανθρώπου. Όλα αυτά, όμως, με τη δέουσα ειρωνεία και φαρμακερή δόση χιούμορ που πηγάζει από την επίγνωση ότι «πάντα χωρεί και ουδέν μένει».

 



Ο Άγγελος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα, όπου και μεγάλωσε μέχρι τα 6 του χρόνια σε κάποιο μικρό χωριό του σημερινού Δήμου Ήλιδας. Από τα 6 μέχρι τα 23 του χρόνια έζησε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε, ενώ τα τελευταία 35 χρόνια ζει κυρίως στη Γερμανία. Αφού μετήλθε παράλληλα με τις σπουδές του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, διάφορα επαγγέλματα, είναι υφηγητής σε γερμανικό πανεπιστήμιο. Είναι ακαδημαϊκός μετανάστης, τόσο σε ό,τι αφορά τα διάφορα ερευνητικά αντικείμενα με τα οποία έχει ασχοληθεί, όσο και τις πόλεις και τα πανεπιστήμια στα οποία έχει διδάξει ή έχει κάνει έρευνα: Βουδαπέστη, Κωνσταντινούπολη, Τόκιο, Νιού Χέιβεν, Ουάσινγκτον, Λευκωσία, Ιερουσαλήμ, Αμπού Ντις, Αμμάν, ή στην αγαπημένη του πόλη, το Τελ Αβίβ. Ενώ έκανε και κάνει ακαδημαϊκή καριέρα, αρνείται να το παραδεχτεί. Ισχυρίζεται ότι το επάγγελμά του αποτελεί άλλοθι· στην πραγματικότητα το χρησιμοποιεί για να ταξιδεύει. Πολύ συχνά εν σώματι, ενίοτε εν πνεύματι. Επιμένει στην ειδοποιό διαφορά μεταξύ ταξιδευτή και ταξιδιώτη. Ακόμα και όταν κινείται ως απλός ταξιδιώτης, προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε ταξιδευτή. Η συγγραφή του ανά χείρας βιβλίου αποτελεί επίσης άλλοθι. Σκοπός του εκ προοιμίου ήταν να δραπετεύσει από τον εγκλεισμό που επέβαλε η αποφράδα πανδημία. Πέρα από τις επιστημονικές του δημοσιεύσεις ασχολήθηκε εκτενώς και με τη λογοτεχνία, δημοσιεύοντας τα τελευταία 30 χρόνια διάφορα κείμενα ή μικρές συλλογές. Όταν βρίσκεται στη Γερμανία ζει σ’ ένα μικρό χωριό των Σουαβικών Άλπεων. Επί του παρόντος διδάσκει στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου, όπου και διαμένει. Οι συναντήσεις που περιγράφει στο παρόν βιβλίο, τον φέρνουν ενίοτε πολύ κοντά στον ρόλο του σοφόκλειου άγγελου «κακών επών», τον οποίον «ουδείς στέργει», εφόσον τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα αποτελούν συχνό του θέμα. Από την άλλη, οι εδώ ιστορίες συνιστούν το υπαρξιακό δεκανίκι στο οποίο γέρνει, όπως ο εξάγγελος του γνωστού τραγουδιού, ώστε, κουτσά-κουτσά, να μπορεί πορεύεται σαν τον ταξιδευτή που δεν έχει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του.

 

 

1.    Πες μας δυο λόγια για το βιβλίο σου.

Γενικά θα υποστήριζα πως πρόκειται για μια αυτοσαρκαστική αυτοβιογραφική μαρτυρία των τελευταίων σαράντα χρόνων, ένα «road movie» πάνω στην τραγελαφικότητα της ζωής και των πάμπολλων συνδηλώσεών της. Ειδικότερα, πρόκειται για 13 ιστορίες συναντήσεων με πρόσωπα θρυλικά, όπως αυτά του Θανάση Βέγγου, της Ρόζας Εσκενάζυ ή του Νικόλα Άσιμου, με γνωστά πρόσωπα της έβδομης τέχνης, όπως αυτά του Τζον Μάλκοβιτς και του Βιμ Βέντερς, με πρόσωπα ιερά, όπως αυτό του οσίου Παϊσίου, ή συναντήσεις με εκπροσώπους της πολιτικής κάστας, όπως αυτή με τον κ. Προκόπη Παυλόπουλο, αλλά και άλλες απρόσμενες των οποίων έγινα μάρτυρας. Οι όλως τυχαίες και όντως σουρεαλιστικές αυτές συναντήσεις αποτελούν όμως τον σκληρό μόνο πυρήνα των αφηγήσεων του βιβλίου. Οι συναντήσεις που αφηγούμαι αποτελούν αφορμές για να περιγράψω σημαίνουσες ιστορικές συγκυρίες, τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, γενικά, τα τεκταινόμενα μιας ολόκληρης εποχής. Έτσι λοιπόν, υπερβαίνουν το πλαίσιο της αμιγώς αυτοβιογραφικής διήγησης, αποβαίνοντας εντέλει μαρτυρίες μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας και των συνδηλώσεών της, με προεκτάσεις που ψηλαφίζουν αυτόν τον ίδιο τον υπαρξιακό αυτοκαθορισμό του ανθρώπου. Όλα αυτά, όμως, με τη δέουσα ειρωνεία και φαρμακερή δόση χιούμορ που πηγάζει από την επίγνωση ότι «πάντα χωρεί και ουδέν μένει», όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος. 

 

2.    Ποια είναι η κυριότερη πηγή έμπνευσής σου και τι σε έκανε να ξεκινήσεις τη συγκεκριμένη ιστορία;

Το βιβλίο γράφτηκε στο γραφείο μου, στο σπίτι μου, εν καιρώ πανδημίας. Για μήνες ολόκληρους είχα σταματήσει παντελώς τις συνεχείς μετακινήσεις και εργαζόμουν μέσω διαδικτύου. Με άλλα λόγια, το βιβλίο είναι αποτέλεσμα της πανδημίας! Η ιδέα να γράψω αυτό το βιβλίο δεν μου ήρθε όμως ξαφνικά. Την κουβαλούσα μαζί μου επί χρόνια και δυνάμωνε μέσα μου, όσο πολλαπλασιάζονταν οι εμπειρίες μου συν το χρόνω, δεδομένου πως οι εμπειρίες μου, μέσα από πολυάριθμα ταξίδια, σωματικά και πνευματικά, γινόντουσαν όχι μόνο περισσότερες αλλά και, τρόπον τινά, «σουρεαλιστικότερες». Την τελική απόφαση να γράψω πια το βιβλίο την πήρα, όταν συνάντησα πριν μερικά χρόνια, τελείως τυχαία, σε ένα από τα επαγγελματικά μου ταξίδια, τον γνωστό ηθοποιό του Χόλυγουντ Τζον Μάλκοβιτς στη Βίλνα της Λιθουανίας, όπου και μέναμε μαζί στο υπέροχο μικρό ξενοδοχείο «Σαίξπηρ» στην παλιά πόλη της Βίλνας. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου.

 

3.    Αν μπορούσες, τι συμβουλή θα έδινες στον εαυτό σου όταν ξεκίνησες να γράφεις;

Γράφοντας αποκτάς μια καλύτερη επίγνωση του ίδιου σου του εαυτού, τί μπορεί δηλαδή να ήσουνα στο παρελθόν, τί μάλλον είσαι στο παρόν και τί δεν θα ήθελες να είσαι στο μέλλον. Το ζητούμενο όμως είναι να το κάνεις αυτό με τέτοιο ανάλαφρο, σχεδόν φαιδρό τρόπο, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει σημείο αναφοράς για εκείνους τους αναγνώστες που κάνουν κάπου-κάπου ανάλογα παράτολμα «ταξίδια» αυτογνωσίας. Αυτοβιογραφικά «road movies» με τελικό προορισμό τον εαυτό τους.

 

4.    Τι λογοτεχνικό είδος σού αρέσει να διαβάζεις και ποιο προτιμάς όταν γράφεις;

Το λογοτεχνικό είδος που από παιδί με έλκυε ήταν το διήγημα. Όπως και η ποίηση. Επειδή όμως είμαι αφόρητα λογικός για να είμαι ποιητής αφιερώθηκα στο διήγημα. Όσον αφορά τα διαβάσματά μου δεν έχω σταματήσει από τότε που με ξέρω να διαβάζω κυρίως τρεις Έλληνες κλασικούς συγγραφείς ή ποιητές, ξανά και ξανά: τον Α. Παπαδιαμάντη, τον Κ. Καβάφη και τον Α. Εμπειρίκο.

 

5.    Επίλεξε ένα: τι είναι πιο σημαντικό σε μια ιστορία; Ο πρωταγωνιστής, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ή ο ανταγωνιστής;

Στη περίπτωση του βιβλίου μου τίποτα απ’ όλα αυτά! Τα σημαντικά πρόσωπα στο βιβλίο μου, που είναι αυτοβιογραφικό, είναι κατά πρώτο λόγο οι «ήρωες», που κάθε φορά συναντώ και που με κατευθύνουν. Όχι όμως άμεσα αλλά με τρόπο «υπόγειο», ο οποίος μου γίνεται αντιληπτός μετά από πολλά χρόνια, όταν πια κάθομαι και σκέφτομαι γι’ αυτούς και γράφω. Κατά δεύτερο λόγο, ο ίδιος μου ο εαυτός. Εκείνος ο εαυτός μου όμως που βλέποντας στο παρελθόν καταλαβαίνει πως τελικά δεν είμαστε ένας και μοναδικός άνθρωπος, αλλά πολλοί. Πως έχουμε για το παρελθόν μας τόσες ζωές, όσες και απόψεις! Όπως λέω και στην αφήγηση του βιβλίου τη σχετική με την συνάντηση με τον Θανάση Βέγγο, ο ηθοποιός της ζωής αποτυχαίνει οικτρά, όταν εκλάβει τους ρόλους του τόσο σοβαρά, ώστε να ταυτιστεί μαζί τους και υπαρξιακά. Όταν ταυτίσει την ύπαρξή του αυτή καθ’ εαυτή με τον κάθε ρόλο που καλείται να παίξει. Όταν τελικά γίνεται αυτό που υποδύεται. Με άλλα λόγια, όταν αποδίδει οντολογική διάσταση στους κοινωνικούς μύθους.

 

6.    Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να γράφεις;

Ξεκίνησα να γράφω όταν ήμουνα ακόμα στο δημοτικό. Με συνέπαιρναν τότε βιβλία με περιπέτειες σε άγνωστους κόσμους, σε άλλες ηπείρους και είχα σκαρώσει ένα μικρό μυθιστόρημα με ήρωα κάποιον εξερευνητή στον Αμαζόνιο! Το χειρόγραφο δυστυχώς χάθηκε. Επειδή τυχαίνει να κινούμε τρεις δεκαετίες τώρα στον ακαδημαϊκό χώρο η λίστα δημοσιεύσεών μου είναι αρκετά μακριά. Έχω δημοσιεύσει στον ακαδημαϊκό χώρο οχτώ βιβλία και δεκάδες άρθρα σε περιοδικά, βιβλία, κλπ. Πέρα όμως από τις επιστημονικές του δημοσιεύσεις ασχολήθηκα εκτενώς και με τη λογοτεχνία (σαν τρόπο απόδρασης), δημοσιεύοντας τα τελευταία 30 χρόνια διάφορα κείμενα ή μικρές συλλογές.

 

7.    Επίλεξε ένα: τι είναι πιο κρίσιμο για την επίτευξη ενός καλού βιβλίου; Η ικανότητα γραφής, η φαντασία ή η σκληρή δουλειά;

Χωρίς άλλο και τα τρία! Μη ξεχνάμε πως στη βάση της η λογοτεχνία είναι ψυχαγωγία, υπό την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Αν δεν θέλουμε «ψυχαγωγία» διαβάζουμε κάποιο επιστημονικό βιβλίο. Με την λογοτεχνία μαθαίνουμε όμως διασκεδάζοντας και διασκεδάζουμε μαθαίνοντας. Άσχετα περί τίνος πρόκειται ακριβώς. Πολύ λίγα επιστημονικά βιβλία το καταφέρνουν αυτό. Από την άλλη, για την επιτυχία ενός βιβλίου η συνταγή είναι πολύ συγκεκριμένη και τα «υλικά» επακριβώς ζυγισμένα. Συνταγές αποτυχίας υπάρχουν μυριάδες.

 

8.    Γιατί γράφεις;

Γράφω γιατί νομίζω πως έχω κάτι να πω που ίσως ενδιαφέρει και άλλους συνανθρώπους μου. Είναι θαυμάσιο το συναίσθημα όταν συναντάς αναγνώστες, γνωστούς ή ξένους, που σου λένε, πως ακριβώς αυτά ήθελαν και αυτοί πάντα να πουν, αλλά δεν έβρισκαν τα λόγια. Ή όταν σου λένε πόσο ταυτίστηκαν με αυτά που γράφεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμοιβή και υψηλότερη ικανοποίηση για τον συγγραφέα.

 

9.    Πρότεινε ένα βιβλίο που θεωρείς ότι πρέπει να διαβάσει κάθε συγγραφέας και ένα κάθε αναγνώστης.

Θα σας εκπλήξει μάλλον, αλλά θα πρότεινα σε κάθε ενδιαφερόμενο να διαβάσει το βιβλίο του, για μένα, σημαντικότερου κοινωνιολόγου του 20ου αιώνα (πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 2017) Πήτερ Μπέργκερ «Πρόσκληση στην Κοινωνιολογία». Συνιστώ το βιβλίο αυτό ανεπιφύλακτα σε όποιον θέλει να καταλάβει την κοινωνική «Matrix», δηλαδή την «πραγματικότητα» στην οποία ζούμε ως ανθρώπινα όντα. Προσωπικά, το θεωρώ ως ένα από τα σημαντικότερα συγγράμματα της μεταπολεμικής δυτικής λογοτεχνίας. Πρόκειται περισσότερο για λογοτεχνικό και πολύ λιγότερο για επιστημονικό βιβλίο.

 

 

10.  Τι πρέπει να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;

Ακόμα περισσότερες αυτοσαρκαστικές, αυτοβιογραφικές μαρτυρίες, κι άλλα βιογραφικά, σουρεαλιστικά «road movies» πάνω στην τραγελαφικότητα της ζωής. Έχω ένα βιβλίο στα σκαριά, σαν συνέχεια του πρώτου, με τίτλο εργασίας «Με τον Έρντογαν στην Οξφόρδη»!

 

11.  Πώς μπορούν να επικοινωνήσουν οι αναγνώστες μαζί σου;

Πάντα και παντού μέσω μέϊλ στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

angelos.giannakopoulos62@gmail.com

όπως επίσης και μέσω Facebook:

https://www.facebook.com/profile.php?id=100071828509924

Υπάρχουν επίσης πολλές ακαδημαϊκές ιστοσελίδες που θα μπορούσε επίσης να με βρει κανείς   δίνοντας απλά το όνομά μου στο Google (κυρίως με λατινικά στοιχεία): Angelos Giannakopoulos

 

Το ίδιο το βιβλίο θα το προμηθευτείτε από όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας! Ακόμη, μπορείτε να το παραγγείλετε στην Κύπρο καλώντας στο τηλέφωνο 99326813 (D.E.S. Bookworld). Επίσης, είναι διαθέσιμο και στο ηλεκτρονικό κατάστημα των Εκδόσεων «Ελκυστής»

Τέλος, για τους αναγνώστες της Θεσσαλονίκης, μπορείτε να επισκεφθείτε τις εργάσιμες ώρες τα γραφεία των Εκδόσεων «Ελκυστής» στο κέντρο της πόλης (Αρριανού 15) ή να το παραγγείλετε δίχως μεταφορικά έξοδα στα τηλέφωνα 231 403 7484 ή 6977853682.