Παράξενος Κόσμος, του Γιάννη Στόιτση

«Πέσε κάτω!» ακούστηκε μια φωνή πριν από την έκρηξη. Η Σάνα ίσα που πρόλαβε να πέσει στο έδαφος, προτού όλα γύρω της τρανταχτούν από μία έντονη λάμψη.

Τα αυτιά της βούιζαν. Η όρασή της είχε θολώσει.

Πήρε μία ανάσα. Στα ρουθούνια της έσκασε η μυρωδιά καμένης σάρκας. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ανθρώπινη ή εξωγήινη.

Ανοιγόκλεισε αρκετές φορές τα μάτια της προσπαθώντας να δει.

Χέρια την άρπαξαν και τη σήκωσαν από το έδαφος. Άρχισαν να την τραβούν. Να τη σπρώχνουν.

«Πρέπει να οπισθοχωρήσουμε» είπε με τρεμάμενη φωνή η Νάισα.

Η Σάνα είχε σταθεί στα πόδια της. Δεν είχε χτυπήσει κάπου απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει. Αδρεναλίνη κυλούσε με ορμή στις φλέβες της.


«Οι άλλοι πού είναι;» κατάφερε να πει, μέσα από αχόρταγες για αέρα ανάσες καθώς εκείνη και η Νάισα έτρεχαν να ξεφύγουν.

«Δεν ξέρω–» είπε κοφτά η Νάισα.

Οι δύο τους συνέχισαν να τρέχουν ανάμεσα στη βαριά βλάστηση του δάσους. Οι ακτίνες του πρωινού φωτός ίσα που κατάφερναν να φτάσουν εδώ κάτω.

Η Σάνα προχωρούσε μπροστά, δείχνοντας τον δρόμο προς τη Βάση. Δε χρειαζόταν να συμβουλευτεί τη Συσκευή Καθοδήγησης που είχε περασμένη στη ζώνη της. Ένα χαρακτηριστικό της φωτογραφικής της μνήμης, που σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις φαινόταν πάντα χρήσιμο.

«Πρέπει να μας έχασαν» είπε η Σάνα στη Νάισα κάποια στιγμή. «Γι’ αυτό επέλεξα την κυκλική διαδρομή».

Οι δύο τους δεν έκοψαν καθόλου ταχύτητα, παρά μονάχα έριχναν κοφτές ματιές πίσω από τον ώμο τους, προσπαθώντας να καταλάβουν εάν κάποιος τις ακολουθούσε.

Αντικρίζοντας τη Βάση η Σάνα ένιωσε ανακούφιση. Τα είχαν καταφέρει. Είχαν επιστρέψει και οι δύο. Δεν ήταν όμως σίγουρη για την υπόλοιπη ομάδα. Αυτό ήταν κάτι που έκανε το στομάχι της να σφιχτεί.

Την στιγμή που εκείνη και η Νάισα πέρασαν τις πόρτες ασφαλείας της Βάσης και ενημερώθηκαν για τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, μπόρεσε να βγάλει τον αέρα που πίεζε μέχρι τότε τα πνευμόνια της.

«Αργήσατε!» είπε με βροντερή φωνή ο λοχαγός Γουάλας, μόλις μπήκαν στην Κεντρική Αίθουσα Ενημέρωσης. Ολόκληρη η ομάδα τους ήταν συγκεντρωμένη κυκλικά γύρω από την κονσόλα της Άνι – τον κεντρικό υπολογιστή της Βάσης.

«Καλώς ήρθατε, Σάνα και Νάισα» είπε με την ηλεκτρονική της φωνή η Τεχνιτή Νοημοσύνη που άκουγε στο όνομα Άνι.

«Χαίρομαι που επιστρέψαμε» απάντησε η Σάνα στον υπολογιστή, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τα λόγια του λοχαγού.

Η Σάνα κοίταξε για άλλη μία φορά την αίθουσα γύρω της, αναζητώντας ένα ένα τα μέλη της ομάδας ανίχνευσής της, που ήταν μαζί της κατά την επίθεση. Έξι άτομα –μαζί με εκείνη και την Νάισα–, όλα τους καλά και όλα τους εδώ. Ο Τζαξ και η Μίλιμα. Ο Τάρας και η Χεϊλίν.

«Αναφορά, στρατιώτες Νάισα και Σάνα» είπε με την ίδια βροντερή –όπως και προηγουμένως–, σκληρή φωνή ο λοχαγός Γουάλας.

Τόσο πολύ αργήσαμε; σκέφτηκε η Σάνα. Εκτός από το γεγονός ότι φτάσαμε τελευταίες, οι υπόλοιποι πρόλαβαν να δώσουν ήδη την αναφορά τους;

Η Νάισα άρχισε να μιλάει πρώτη, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού της τη Σάνα. Η Σάνα ήθελε να την ευχαριστήσει γι’ αυτό. Χρειαζόταν μερικές στιγμές, για να οργανώσει τα γεγονότα στο μυαλό της –που είχαν γίνει τελείως ξαφνικά– πριν τα αφηγηθεί στους υπόλοιπους.

Όταν τελείωσε η Νάισα, η Σάνα άρχισε να λέει την ιστορία από τη δική της οπτική. Ήξερε ότι εκτός των υπολοίπων που άκουγαν, η Άνι κατέγραφε στο κεντρικό σύστημα δεδομένων κάθε της λέξη.

«Επίθεση από δρυίδες κύριε» είπε, κορδώνοντας το σώμα της χωρίς να κοιτάζει κάποιον συγκεκριμένα. Τα χέρια της ήταν πλεγμένα πίσω από την πλάτη της. «Μας επιτέθηκαν ξαφνικά. Ήταν δώδεκα στον αριθμό. Διασκορπιστήκαμε σε τρία ζεύγη για να τις αποπροσανατολίσουμε. Το ίδιο όμως έκαναν κι εκείνες» είπε η Σάνα εμφανώς παραξενεμένη.

«Έχουν αρχίσει και προσαρμόζονται στις εξωγενείς τακτικές μας. Τελικά είναι πιο έξυπνο είδος απ’ ό,τι νομίζαμε» είπε ο Τζαξ, διακόπτοντας την αφήγησή της.

Οι δρυίδες ήταν ένα είδος εξωγήινου πλάσματος. Μια διασταύρωση ανάμεσα σε γήινους λύκους, αλεπούδες και άγρια σκυλιά. Αλλά πολύ πιο πανούργες και άγριες. Πολύ πιο έξυπνες απ’ ό,τι αποδεικνύονταν. Ζούσαν κατά αγέλες, απομονωμένες βαθιά στα πυκνά δάση του πλανήτη Ζωή-89, γι’ αυτό και η γήινη ομάδα ανθρώπων τις αποκαλούσε δρυίδες.

«Το όπλο μου κόλλησε και δεν μπορούσα να τις απωθήσω» συνέχισε η Σάνα. Τα λόγια της ελαφρός χρωματισμένα με οργή για το όπλο της.

«Η Νάισα το κατάλαβε αμέσως. Χρησιμοποίησε μία βόμβα φωτονίων η οποία τις τρόμαξε δίνοντάς μας την ευκαιρία να ξεφύγουμε. Αποφάσισα να γυρίσουμε πίσω από την περιφερειακή διαδρομή, για να τις μπερδέψουμε ακόμα περισσότερο» είπε τελειώνοντας την αφήγηση της.

Δεν ήξερε για ποιον λόγο είχε ανάγκη να δικαιολογηθεί για την αργοπορία τους, αλλά το έκανε.

«Πολύ καλά» είπε ο λοχαγός Γουάλας. Η φωνή του μία ιδέα πιο ήρεμη.

Οι πόρτες της αίθουσας άνοιξαν και μπήκε μέσα σαν σίφουνας ο Κρις. Ξεφύσηξε από ανακούφιση, όταν το βλέμμα του είδε την ομάδα –ολόκληρη– μαζεμένη εδώ. Ασφαλή.

Τα μάτια του έψαξαν και βρήκαν εκείνα του Τζαξ πριν από όλους τους άλλους.

«Είστε όλοι καλά;» ρώτησε. Με τη χαρακτηριστική ιατρική χροιά ενδιαφέροντος που είχε με όλους τους ασθενείς του. «Τραυματίστηκε κανείς;»

Ο Τζαξ –κοιτώντας πρώτα προς τον λοχαγό του και ζητώντας του νοερά την άδειά του–, απομακρύνθηκε από την υπόλοιπη ομάδα και κατευθύνθηκε προς τον Κρις, το αγόρι του. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί και η Σάνα πήρε το βλέμμα της από τα δύο αγόρια και την τρυφερή, προσωπική αυτή τους στιγμή.

Η κίνηση του κεφαλιού της της έφερε ξαφνικά ζαλάδα. Ήταν λες και η προηγούμενη αδρεναλίνη να στράγγισε σε μία στιγμή μέσα από το σώμα της, το οποίο ξαφνικά έμοιαζε βαρύ σαν πέτρα.

Πήγε να πιαστεί από την κυκλική κονσόλα της Άνι μπροστά της –που εκείνη την στιγμή έδειχνε έναν χάρτη εστιασμένο στο σημείο της επίθεσης–, αλλά τα χέρια της δεν υπάκουσαν, με αποτέλεσμα να βρεθεί κάτω στο πάτωμα.

Κάποιος φώναξε το όνομα της –ίσως ο Κρις;–, αλλά δεν κατάλαβε ποιος. Ξαφνικά όλα γύρω της μαύρισαν.



***



«Σάνα;» είπε με σιγανή φωνή ο Κρις τη στιγμή που εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα, ώστε να θυμηθεί τι είχε συμβεί. Επίθεση. Ενημέρωση. Λιποθυμία.

Ένας πόνος σφυροκοπούσε το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Πίεσε με το χέρι της τον δεξιό κρόταφό της.

«Έπαθες μία ελαφριά διάσειση» είπε ο Κρις. «Έκανα όλα τα διαγνωστικά τεστ καλού κακού, αλλά δεν έδειξαν κάτι πιο σοβαρό. Θα γίνεις σύντομα καλά».

«Σε ευχαριστώ» του είπε η Σάνα τη στιγμή που στο αναρρωτήριο έφτασε ο λοχαγός Γουάλας.

«Θα σας αφήσω να τα πείτε» είπε ο Κρις, κοιτάζοντας πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον. «Θα περάσω αργότερα».

«Είσαι εντάξει» είπε ο λοχαγός τη στιγμή που έμειναν οι δύο τους. Είχε σταθεί σε απόσταση μερικών μέτρων από το κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένη η Σάνα. Το μυώδες και ογκώδες σώμα του έμοιαζε με φρούριο από μόνο του.

«Μια χαρά είμαι» απάντησε η Σάνα περισσότερο απότομα απ’ ότι επεδίωκε, κοιτάζοντας ταυτόχρονα αντί προς τον λοχαγό, προς τις οθόνες του εργαστηρίου στον απέναντι τοίχο, οι οποίες έλεγχαν και παρακολουθούσαν τις ζωτικές της λειτουργίες σε ενεργό χρόνο.

Η Σάνα άκουσε τον λοχαγό να ξεφυσάει και κατέπνιξε την παρόρμησή της να γυρίσει απότομα προς τον άντρα, λέγοντάς του κάτι ειρωνικό. Το κεφάλι της, στην κατάστασή της, δε θα ήταν και πολύ ευχαριστημένο με μία τέτοια της κίνηση.

Έπειτα από μία μεγάλη σιωπή ο λοχαγός προσπάθησε να μιλήσει ξανά. Αυτήν τη φορά η Σάνα δεν μπόρεσε να κρατηθεί.

«Είπα είμαι μία χαρά» είπε, στρέφοντας απότομα το κεφάλι της προς τη μεριά που στεκόταν εκείνος.

Ξαφνικά μία σουβλιά πόνου τη διαπέρασε αναγκάζοντάς την να σφραγίσει τα μάτια της.

Ο λοχαγός πλησίασε προς το μέρος της. Η Σάνα άκουσε τη δυσφορία στην αναπνοή του, και είδε το χέρι του να πέφτει πίσω στα πλευρά του τη στιγμή που άνοιγε τα μάτια της.

«Συγγνώμη» είπε. «Ήρθα απλώς να δω εάν είσαι καλά».

Η Σάνα, θέλησε να γελάσει στο άκουσμα αυτών των λέξεων, αλλά δεν το έκανε.

«Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, αλλά δε χρειάζεται. Είμαι μία χαρά. Μπορώ να τα καταφέρω. Δε μου χρειάζεται η έγνοια σου».

Ο λοχαγός Γουάλας φάνηκε να νιώθει άβολα, μην ξέροντας τι να πει, κάτι που συνέβαινε σπάνια.

«Το ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις και μόνη σου. Το ξέρω ότι δεν είσαι πλέον ένα παιδί όπως όταν…» η φράση του έμεινε μετέωρη κοιτάζοντας τα μάτια της Σάνα και βλέποντας την έκφρασή της γι’ αυτό που επρόκειτο να πει.

«Μην–» είπε η Σάνα. «Δε θέλω να ακούσω ξανά για εκείνους. Έχουν πεθάνει, και για μένα έχουν ξεχαστεί».

Η Σάνα ένιωσε χαρά βλέποντας τη Νάισα να έρχεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή στο αναρρωτήριο.

«Διακόπτω κάτι;» είπε η νεαρή κοπέλα, ανιχνεύοντας προφανώς την ένταση που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.

«Όχι» απάντησαν ο λοχαγός και η Σάνα ταυτόχρονα.

Ο άντρας έκανε μεταβολή και έφυγε χωρίς να πει κάτι παραπάνω.

«Τι συνέβη;» ρώτησε η Νάισα.

«Τα γνωστά» είπε η Σάνα, χωρίς να κρύψει την αγανάκτηση στη φωνή της.

«Πάμε πάλι» είπε αστειευόμενη η Νάισα.

«Τι;» ρώτησε κοφτά η Σάνα.

«Ξέρεις την άποψή μου» είπε η Νάισα.

«Ναι, την ξέρω. Ότι προσπαθεί. Ότι δεν είναι σαν εκείνους. Ότι θα έπρεπε να είμαι πιο μαλακή μαζί του. Ότι δεν έχει κάνει κάτι κακό».

«Ακριβώς» είπε η Νάισα.

«Για μένα έκανε κάτι κακό και το ξέρεις. Άργησε οκτώ ολόκληρα χρόνια» είπε η Σάνα. Η όρασή της θόλωσε από τα δάκρυα που μαζεύτηκαν στα μάτια της.

Η Νάισα πλησίασε το κρεβάτι. Έκατσε στην άκρη του πιάνοντας το χέρι της Σάνα.

«Καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς. Αλλά για σκέψου κι εκείνον. Αν μπορούσε δε θα σε έπαιρνε νομίζεις μακριά τους νωρίτερα; Θα άφηνε ένα παιδί να το μεγαλώνουν τέτοιοι–» η λέξη που θα χρησιμοποιούσε η Νάισα ήταν «γονείς», όμως τελευταία στιγμή κατάλαβε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν ταιριαστή. «Τέτοια τέρατα;» είπε τελικά. Βρίσκοντας μία πιο σωστή λέξη για να περιγράψει εκείνους που είχαν φέρει τη Σάνα στον κόσμο.

Η Σάνα έμεινε σιωπηλή για λίγη ώρα κοιτάζοντας τα χέρια της.

«Έχεις δίκιο» είπε μετά από μία βαθιά εισπνοή και μία μακριά εκπνοή. «Πολλές φορές το παιδιάστικο πείσμα μου με κάνει να μη βλέπω τα όσα έχει κάνει για εμένα. Με κάνει να ξεχνώ το πόσο κατεστραμμένος είναι ο κόσμος πίσω στη Γη. Το πόσα παιδιά δεν είχαν κάποιον –έστω και στα οχτώ τους χρόνια– να τους πάρει μακριά από μία τέτοια κατάσταση».

Η Γη ήταν ένα φριχτό μέρος για να ζει κανείς, και –ακόμα κι αν δεν το έλεγε ή δεν το έδειχνε συχνά στον λοχαγό– η Σάνα ήταν ευγνώμων για εκείνον. Ήταν ευγνώμων που μπόρεσε να την πάρει μακριά από εκείνους που την είχαν γεννήσει, και χάρη στη δουλειά του να την πάρει μακριά από τον πλανήτη στον οποίο είχε γεννηθεί. Σε έναν καινούριο πλανήτη. Μακριά από το παρελθόν της.

Η Νάισα έσφιξε το χέρι της Σάνα.

«Καταλαβαίνω. Κάποια στιγμή θα καταφέρεις να βρεις έναν τρόπο να διαχειριστείς τη σχέση σου με τον θείο σου. Πιστεύω σ’ εσένα».



***



Αργά το επόμενο απόγευμα ο Κρις άφησε επιτέλους ελεύθερη τη Σάνα από το αναρρωτήριο.

Αφού έκανε μία στάση στο δωμάτιό της για να αλλάξει, κατευθύνθηκε προς τον χώρο της τραπεζαρίας. Ήξερε ότι το περισσότερο πλήρωμα της Γήινης Αποστολής Διαγαλαξιακών Αναζητήσεων ήταν μαζεμένο εκεί αυτήν την ώρα.

Η πόρτα άνοιξε και η Σάνα έψαξε την ομάδα της στα γεμάτα με –γιατρούς, επιστήμονες, στρατιώτες– άτομα της αποστολής τραπέζια.

Την ώρα του βραδινού γεύματος η Σάνα ένιωθε πραγματικά καλά. Στο τραπέζι γύρω της κάθονταν οι πέντε φίλοι της. Έτρωγαν, γελούσαν και μοιράζονταν αναμνήσεις από τις αποστολές τους. Ιστορίες ανίχνευσης του διαστήματος και αναζήτησης. Άλλοτε ευχάριστες, άλλοτε ζοφερές και επικίνδυνες. Δεν ήταν όλοι οι πλανήτες το ίδιο ασφαλείς, αλλά ο Ζωή-89 έμοιαζε ασφαλής στα μάτια της Σάνα για κάποιον λόγο.

Ο λοχαγός Γουάλας ξερόβηξε, βγάζοντας τη Σάνα από τις σκέψεις της.

«Με συγχωρείτε, παίδες» είπε η Σάνα. Σηκώθηκε και πήγε σε μία άκρη της τραπεζαρίας με τον θείο της.

«Είμαι μια χαρά» είπε η Σάνα. «Σε ευχαριστώ που ήρθες εχθές στο αναρρωτήριο» πρόσθεσε πριν το μετανιώσει, κοιτάζοντας όπου αλλού εκτός από το βλέμμα του θείου της.

Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το έφερε στον ώμο της.

«Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Μπορώ να καταλάβω… να φανταστώ» είπε κάπως διστακτικά. Λες και έψαχνε τις σωστές λέξεις. «Στην ηλικία των δεκαοχτώ κι εγώ δεν ήμουν το πιο συνεργάσιμο άτομο» είπε έπειτα με ένα μικρό χαμόγελο.

Η Σάνα δεν μπορούσε να σκεφτεί τον θείο της σαν ένα μικρό ευέξαπτο ταραξία. Ήταν πολύ… επίσημος και σοβαρός σ’ αυτήν την ηλικία, για να μπορέσει κάποιος να τον φανταστεί κάπως διαφορετικά. «Χαίρομαι πάντως που είσαι καλά» είπε τέλος, δείχνοντας μια πιο ευαίσθητη πλευρά του, την οποία δεν έβλεπε κάποιος εύκολα.

Η Σάνα τού χάρισε ένα χαμόγελο.

Ένα βουητό ακούστηκε και ο λοχαγός έβγαλε από τη ζώνη του την Συσκευή Πληροφόρησής του.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σάνα.

«Η Άνι μόλις μ’ ενημέρωσε ότι έχουμε έναν επισκέπτη» είπε ο λοχαγός σηκώνοντας το δεξί του φρύδι προς τα επάνω. Χαμογελώντας.

Η Σάνα ένοιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν μόλις κατάλαβε το υπονοούμενο του θείου της.

Λίγες στιγμές αργότερα η Σάνα βρισκόταν στην είσοδο της Βάσης συνοδευόμενη από τον λοχαγό Γουάλας. Μόλις η πύλη άνοιξε, η Σάνα αντίκρισε τον νυχτερινό τους επισκέπτη. Ήταν ο Εχάθ.

«Καλησπέρα, άνθρωποι της Γης» είπε ο Εχάθ. Ήταν προφανές ότι χρησιμοποιούσε τον αναμεταδότη μετάφρασης εξωγήινων διαλέκτων που του είχε χαρίσει πριν από καιρό η Σάνα.

«Καλησπέρα και σ’ εσένα, Εχάθ» είπε ο λοχαγός.

«Δε θα αργήσω να γυρίσω, λοχαγέ» είπε η Σάνα, προσπαθώντας να ξεφορτωθεί τον θείο της το γρηγορότερο.

«Καλά να περάσεις στη βραδινή σου έξοδο, Σάνα» επισήμανε η Άνι, καθώς η Σάνα έβγαινε από την είσοδο της Βάσης.



***



Η νύχτα στον πλανήτη Ζωή-89 ήταν ζεστή αυτήν την περίοδο του χρόνου. Ο ουρανός ήταν καθαρός και τα αστέρια έμοιαζαν φωτεινά και κοντά, λες και μπορούσες να τα πιάσεις εάν τέντωνες το χέρι σου.

Η Σάνα περπατούσε πλάι στον Εχάθ χωρίς να μιλάνε για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή η Συσκευή Επικοινωνίας της Σάνα την ενημέρωσε για ένα εισερχόμενο μήνυμα, αλλά εκείνη το αγνόησε όταν είδε ότι ήταν από την Νάισα και έλεγε: «Μόλις έμαθα ότι σε απήγαγε ένας καυτός εξωγήινος, ισχύει;;»

Ο Εχάθ τούς οδήγησε σε ένα ύψωμα κοντά στη Βάση των γήινων. Από εκεί η Σάνα μπορούσε να δει τεράστιες εκτάσεις πεδιάδων, βουνών και δασών λουσμένα στο φως των τριών φεγγαριών. Τέρμα στο βάθος μπορούσε να δει τα κοντινά στη Βάση τους χωριά των ιθαγενών –ανθρωπόμορφων– εξωγήινων. Της φυλής στην οποία ανήκε ο Εχάθ.

«Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνος. «Μάθαμε για την έκρηξη που συνέβη χθες».

«Δεν ήταν τίποτα» είπε εκείνη, γυρνώντας το βλέμμα της προς το δικό του. «Επίθεση από δρυίδες».

«Ταλάρκ» είπε εκείνος νεύοντας. Έτσι έλεγαν οι ντόπιοι τα πλάσματα του δάσους. «Είσαι στρατιώτης. Δυνατή» είπε ο Εχάθ.

Η Σάνα, αφού το σκέφτηκε για λίγο, είπε:

«Ξέρεις κάτι, Εχάθ; Δεν είμαι στρατιώτης. Όχι στην ψυχή τουλάχιστον. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω. Αναγκάστηκα, όμως, για χάρη των αποστολών και της δουλειάς του θείου μου. Ήταν ο τρόπος για να με πάρει μαζί του. Αλλά επιλέγω να βλέπω τον εαυτό μου σαν πολεμίστρια, που πολεμάει για κάτι καλύτερο για την ίδια κι όχι σαν στρατιώτη που πολεμάει με βάση τις εντολές και τον σκοπό κάποιου».

Ο Εχάθ την κοίταξε με προσήλωση. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο μοβ χρώμα. (Το ένα από τα δύο εξωγήινα χαρακτηριστικά του. Το άλλο ήταν τα μυτερά του αυτιά, που στα μάτια ενός γήινου θα έμοιαζαν με τα αυτιά ενός ψηλού –πολύ ψηλού– Χόμπιτ).

«Είστε παράξενοι οι άνθρωποι» είπε εκείνος με μία δόση θαυμασμού.

«Ο κόσμος όλος είναι παράξενος. Όλα τα πλάσματα είναι παράξενα και μοναδικά με τον δικό τους τρόπο» είπε η Σάνα.

Το χέρι της πιασμένο με εκείνο του ψηλού και όμορφου και καλοπροαίρετου εξωγήινου, του Εχάθ, καθώς αντίκριζε έναν ακόμα Θαυμαστό Καινούριο –Παράξενο– Κόσμο.