Βερόνικα του Χριστόφορου Γεωργίου

Νιώθω μουδιασμένη και τη σκληρή επιφάνεια από κάτω μου κρύα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ίσως την πιο βαθιά που έχω πάρει ποτέ. Βλεφαρίζω με δυσκολία και βλέπω το λευκό πάτωμα. Βρίσκομαι σε ένα μπάνιο. Όλα είναι λευκά γύρω μου. Οι πετσέτες, η λεκάνη, ακόμα και αυτή η μοντέρνα μπανιέρα σε σχήμα κύκνου. Πού βρίσκομαι; Γιατί δεν είμαι στο δωμάτιό μου; Ψυχραιμία. Κάνω τα μαλλιά μου στην άκρη και προσπαθώ να δω πιο καθαρά. Το αίμα μου σφυροκοπά στους κροτάφους μου και ζαλίζομαι. Πιάνομαι με δυσκολία από τον νιπτήρα. Σηκώνομαι και κοιτιέμαι· δε με έχουν χτυπήσει στο πρόσωπο, απλώς μοιάζω αγουροξυπνημένη. Μάλλον με νάρκωσαν. Ναι, αυτό είναι, με έχουν απαγάγει. Αλλά ποιοι; Θεέ μου, ο Νίκος. Δεν το θέλω, αλλά ο νους μου πάει στο χειρότερο. Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα.
Πλησιάζω την πόρτα και προσπαθώ να αφουγκραστώ τι συμβαίνει από την άλλη πλευρά. Μπορεί να μη γνωρίζουν ότι ξύπνησα. Πρέπει να το εκμεταλλευτώ και να τρέξω. Δεν ακούγεται τίποτα απ’ έξω. Τώρα ή ποτέ. Ανοίγω την πόρτα και κοιτάζω διστακτικά στον διάδρομο. Μάλλον η επίδραση του φαρμάκου δεν έχει φύγει. Αν τελικά ήμουν ναρκωμένη, δηλαδή. Αλλιώς κάποιος μου κάνει πλάκα. Βρίσκομαι στο σπίτι μου. Ο διάδρομος είναι ίδιος, ακόμα και η συρταριέρα μου είναι εδώ. Αλλά κάτι έχει αλλάξει. Αυτά τα κάδρα δεν είναι δικά μου. Πλησιάζω και βλέπω ότι ένα απεικονίζει μια οικογένεια. Δύο γονείς με ένα μικρό κορίτσι πάνω σε μια βάρκα. Στρέφομαι ξανά προς την τουαλέτα. Δε θα έπρεπε να είναι εδώ. Και οι τοίχοι… είναι βαμμένοι με άλλο χρώμα. Εδώ θα έπρεπε να είναι η κρεβατοκάμαρά μου. Είναι λες και κάποιος την έκοψε στα δύο και έφτιαξε δύο δωμάτια.
Δίχως να το σκεφτώ, πιάνω το πόμολο της πόρτας δίπλα από την τουαλέτα. Την ανοίγω και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Μια έφηβη κοπέλα παγώνει στην όψη μου και παραμένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Η διακόσμηση του δωματίου είναι παράξενη και μια υπερσύγχρονη οθόνη υπολογιστή βρίσκεται πάνω στο γραφείο.
«Μαμά;» φωνάζει το κορίτσι. Την κοιτάζω σαστισμένη. Είναι μαζί με τους απαγωγείς; Ακούω βήματα από πίσω μου. Γυρνάω και βλέπω τη γυναίκα που βρισκόταν στο κάδρο να με κοιτάζει φορώντας τις πιτζάμες της. Μοιάζει τρομαγμένη. Σαν να είμαι εγώ η κακιά της υπόθεσης.
«Ποια είσαι εσύ; Θα καλέσω την αστυνομία!»
Κάνω μερικά βήματα πίσω και ακουμπάω με την πλάτη στην πόρτα της τουαλέτας. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει και τρέμω σαν να έχω βγει γυμνή στο χιόνι. Η νεαρή κοπέλα βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο και στέκεται πίσω από τη μητέρα της.
«Τι γυρεύεις στο σπίτι μας;» φωνάζει η γυναίκα.
«Σπίτι σας; Μα εδώ μένω…»
«Αλίκη…» ακούγεται μια αντρική φωνή από τον κάτω όροφο της μεζονέτας. Δεν έχω χρόνο να το σκεφτώ, πρέπει να φύγω από αυτήν τη φάρσα. Τρέχω με σιγουριά προς το μέρος τους και τις σπρώχνω για να περάσω. Κατεβαίνω τα γνώριμα σκαλιά που κάποιος φαίνεται να έχει αλλάξει τη μοκέτα. Στη βάση της σκάλας, ο άντρας της φωτογραφίας με κοιτά μπερδεμένος. Βγάζω μια κραυγή και αυτός σαστισμένος κάνει στην άκρη. Δεν παρατηρώ το υπόλοιπο σπίτι, αλλά είμαι σίγουρη ότι δε θα είναι όπως το θυμάμαι. Ευτυχώς για εμένα όμως, η έξοδος βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Ανοίγω και κοιτάζω την πόρτα του ανελκυστήρα. Είναι αλλαγμένη και αυτή. Τρέχω στις σκάλες. Δε γίνεται να το ζω αυτό. Τι μου συμβαίνει; Πού βρίσκομαι; Πρέπει να βρω τον Νίκο, πρέπει να σιγουρευτώ ότι είναι καλά.
Στην πιλοτή υπάρχει μόνο ένα αυτοκίνητο. Είναι καινούργιο, δε γνωρίζω σε ποιον ανήκει. Το δικό μου πάντως λείπει. Δε μου κάνει εντύπωση. Όχι μετά από αυτά που είδα επάνω. Βγαίνω στον δρόμο και αρχίζω να περπατάω. Όσες θεωρίες περνούν από το κεφάλι μου για κάποιας μορφής φάρσα σβήνονται σε μερικά λεπτά. Ο δρόμος της γειτονιάς μου στο Γαλάτσι έχει αλλάξει, αλλά ταυτόχρονα παραμένει ο ίδιος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μερικά σπίτια είναι όπως τα θυμάμαι, αλλά κάποια άλλα έχουν μεταμορφωθεί. Παράξενα παγκάκια βρίσκονται στα πεζοδρόμια που τα θυμάμαι πιο στενά. Είναι λες και σε μια νύχτα ο Δήμαρχος αποφάσισε να αλλάξει όλη την πόλη.
Στηρίζομαι για μια στιγμή σε μια κολώνα και κοιτάζω γύρω μου. Κόσμος μοιάζει να περπατάει δίχως κανένας τους να νοιάζεται για εμένα. Όλοι έχουν τα χέρια τους στα κινητά. Και τα βλέμματά τους επίσης… Ως δια μαγείας δεν τρακάρουν ο ένας πάνω στον άλλον.

Αφού έχω πλέον ηρεμήσει λίγο, συνειδητοποιώ ότι είμαι με τις κάλτσες και τις μπορντό φόρμες που μου έχει πάρει ο Νίκος για τον ύπνο. Πρέπει να πάω στο σπίτι του γρήγορα.

Μετά από ένα τέταρτο επίπονης διαδρομής σχεδόν ξυπόλητη, φτάνω έξω από την πόρτα του. Το σπίτι μοιάζει ίδιο και νιώθω ανακούφιση. Αυτό που μπορώ να υποθέσω είναι ότι μάλλον έπαθα κάποιο ατύχημα ή υπνοβάτησα μέχρι το σπίτι που έμοιαζε με το δικό μου. Ναι, δεν μπορεί να ήταν δικό μου.

Χτυπάω το κουδούνι του ισογείου, αλλά ο ήχος που ακούγεται είναι διαφορετικός. Πότε το άλλαξε και δεν το θυμάμαι; Προχθές ήμουν εδώ. Η πόρτα ανοίγει και βλέπω ένα μικρό αγόρι να με κοιτάει από το άνοιγμα. Μάλλον θα είναι ο ανιψιός του που μου έλεγε.

«Καλημέρα» λέω και ακούω τη φωνή του Νίκου από μέσα.

«Πέτρο… Ποιος είναι;»

Η πόρτα ανοίγει και τον βλέπω μπροστά μου. Το κάτω χείλος μου πέφτει ακούσια και κάνω ένα βήμα πίσω. Αυτός είναι ο Νίκος μου, αλλά κάτι έχει αλλάξει. Μερικές γκρίζες τρίχες έχουν εμφανιστεί στους κροτάφους του και η κοιλιά του έχει μεγαλώσει. Το πρόσωπό του παγώνει.

«Βερόνικα;» λέει και κάνει ένα βήμα προς τα έξω. «Δεν το πιστεύω!»

Με ένα διασκελισμό έρχεται προς το μέρος μου και με παίρνει αγκαλιά. Νιώθω το άγγιγμά του το ίδιο γνώριμο με χθες που με αγκάλιασε στο κρεβάτι. Αλλά με σφίγγει, με σφίγγει με όλη του τη δύναμη. Τον αγκαλιάζω μπερδεμένη και συνεπαρμένη ξεσπάω σε κλάματα. Είναι λες και το σώμα μου βρήκε κάτι που είχε χάσει.

«Δεν το πιστεύω ότι είσαι καλά… Όλοι πιστέψαμε ότι είχες πεθάνει!»

«Τι;» ρωτάω παραξενεμένη και τον απομακρύνω. Μια γυναίκα τότε εμφανίζεται στην πόρτα.

«Νίκο;» ρωτάει και κρατάει με μητρική σιγουριά τον ώμο του αγοριού που κοιτάζει γεμάτο περιέργεια.

«Μαρία…» λέει αυτός και πιάνει το σημείο ανάμεσα από τα μάτια του. Μοιάζει σοκαρισμένος. «…από εδώ η Βερόνικα. Βερόνικα… ω Θεέ μου, τι ζούμε… Από εδώ η γυναίκα μου, η Μαρία, και ο γιος μας, ο Πέτρος».

Νιώθω ένα ρεύμα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου και να με παραλύει. Το στομάχι μου σφίγγεται και αισθάνομαι σαν κάποιος να τη χαράσσει με σκουριασμένο μαχαίρι.

«Τι… τι θέλεις να μου πεις;» λέω μέσα από τα δόντια.

«Βερόνικα…» λέει ξανά και κοιτάζει τις μαυρισμένες κάλτσες στα πόδια μου «τι σου συνέβη;»

«Μη με πλησιάζεις!» φωνάζω εκνευρισμένη. «Νίκο, πες μου ότι μου κάνεις πλάκα. Χθες το βράδυ κοιμήθηκες δίπλα μου… Πες το μου, γαμώτο σου!»

Πέφτω στα γόνατα, αδύναμη πλέον να αντέξω αυτά που έχω ζήσει από την ώρα που ξύπνησα. Αυτός με πλησιάζει και σκύβει δίπλα μου.

«Βερόνικα… Μάλλον είσαι μπερδεμένη. Αυτό συνέβη πριν δέκα χρόνια. Τη μέρα που χάθηκες».

Η ανάσα μου κόβεται. Κοιτάζω τα μάτια του, ελαφρώς ρυτιδιασμένα πλέον, αλλά με το γνώριμο ειλικρινές ύφος του Νίκου. Του Νίκου που αγάπησα και ακόμα αγαπώ.

«Για την ακρίβεια…» κομπιάζει για μια στιγμή και καταπίνει τη συγκίνησή του «…νομίζω είναι ακριβώς σαν σήμερα. Ξύπνησα στο σπίτι σου και δε σε βρήκα δίπλα μου. Σε αναζητήσαμε όλοι, ακόμα και στην τηλεόραση βγήκαμε. Αλλά μετά από τρία χρόνια και, αφού η αστυνομία είπε ότι μάλλον θα έχεις χαθεί για πάντα, οι ελπίδες έσβησαν». «Τι είναι αυτά που μου λες, ρε μω…»

Δε θέλω άλλο. Δεν μπορώ ούτε να τον αποκαλέσω έτσι. Πρέπει να ξεφύγω από αυτήν την τρέλα. Τον βλέπω που με κοιτάζει με οίκτο.

«Μοιάζεις σα να μην πέρασε μια μέρα από πάνω σου…» λέει και πάει να με αγγίξει ξανά.

«Νίκο, νομίζω ότι πρέπει να καλέσουμε την αστυνομία» λέει η υποτιθέμενη γυναίκα του.

«Ποια αστυνομία…» Σηκώνομαι όρθια και σπρώχνω το χέρι του πίσω. «Τι λέτε; Εγώ ήμουν στο σπίτι μου και κοιμήθηκες δίπλα μου».

«Βερόνικα, μάλλον έχεις υποστεί κάποιο σοκ. Έλα μέσα… Θα καλέσω τους δικούς σου».

«Οι γονείς μου…» ψελλίζω και αρχίζω να απομακρύνομαι.

«Βερόνικα, περίμενε…» τον ακούω να φωνάζει πίσω μου. Αλλά δε θέλω να γυρίσω. Δε θέλω να τον κοιτάξω. Όχι έτσι. Αυτός δεν είναι ο Νίκος μου. Αρχίζω να τρέχω.

Όταν επιτέλους στερεύουν τα μάτια μου από δάκρυα, βρίσκομαι ήδη στη μισή διαδρομή προς Κυψέλη. Δε θέλω να το χωνέψω. Δεν μπορώ να το χωνέψω, αλλά ίσως πρέπει. Θα δικαιολογούσε τα πάντα. Μάλλον κάποιος με απήγαγε και με κατέψυξε για δέκα χρόνια. Έπειτα με έριξε εκεί που κάποτε ήταν το σπίτι μου και τώρα θα είναι κάπου στο παρασκήνιο και θα γελάει. Μάλλον έχω χάσει το μυαλό μου. Σφίγγω τις γροθιές μου. Ποιος θα μπορούσε να είναι; Προσπαθώ να θυμηθώ τι έκανα το προηγούμενο βράδυ. Όλα μοιάζουν να είναι ρευστά μέσα μου. Σαν τα γεγονότα να είναι ένας ακατέργαστος πηλός που πρέπει να πλάσω, για να δω το αποτέλεσμά τους. Ναι, θυμάμαι πως, πριν πάω στο σπίτι μου με τον Νίκο, ήμουν στην Κυψέλη. Είχα πάει το φόρεμά μου στη μοδίστρα που μου σύστησε η μητέρα μου για να το κοντύνει.

Καθώς φτάνω στην γειτονιά που μεγάλωσα, παρατηρώ ότι λίγα έχουν αλλάξει. Κοιτάζω τον κάδο σκουπιδιών δίπλα μου και το αυτοκόλλητο γράφει: «Δήμος Αθηναίων 2030».

«Ω, Θεέ μου…»

Δεν μπορώ να δεχθώ την πραγματικότητα. Μικρές κραυγές βγαίνουν από το στόμα μου και χτυπάω τα μάγουλά μου για να συγκεντρωθώ. Πρέπει να μάθω τι έχει συμβεί.

Φτάνω έξω από το μαγαζί της μοδίστρας και μπαίνω μέσα. Είναι ίδιο, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Να, την βλέπω πίσω από τον πάγκο με γυρισμένη την πλάτη. Πλησιάζω δίχως να το σκεφτώ και την αγγίζω στον ώμο.

«Καλημέρα» λέω. Γυρίζει και με κοιτάει παραξενεμένη.

«Γεια σας, μπορώ να σας βοηθήσω;»

«Συγγνώμη, σας μπέρδεψα με την άλλη κυρία που δουλεύει εδώ».

«Δεν υπάρχει κάποια άλλη εδώ…» μου απαντάει η νεαρή γυναίκα.

«Ναι, λάθος μου». Σκέφτομαι για μια στιγμή. «Πριν δέκα χρόνια θυμάστε ποια δούλευε εδώ; Ίσως η μητέρα σας;»

«Λίγο δύσκολο, μόνο ο πατέρας μου… Συγγνώμη, ποια είστε;»

Δαγκώνω την άρθρωση του δαχτύλου μου και γνέφω λυπημένη.

«Εντάξει, ευχαριστώ…»

«Είστε καλά; Θέλετε να καλέσω κάποιον;»

«Όχι, όχι ευχαριστώ. Μάλλον θα μπερδεύτηκα».

Βγαίνω έξω από το μαγαζί. Δεν έχω μπερδευτεί. Είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν το μαγαζί. Θυμάμαι να μπαίνω μέσα και να έχω ολόκληρη συζήτηση με εκείνη τη γυναίκα.

* * *

«Καλησπέρα σας» είπε η Βερόνικα. Η γυναίκα πίσω από τον πάγκο του ραφτάδικου την κοίταξε έχοντας ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο στόμα. Ήταν πάνω από εξήντα και το πρόσωπό της ήταν σπασμένο από τα χρόνια. Τα μικρά τετράγωνα γυαλιά της πάσχιζαν να μείνουν πάνω στη χοντρή της μύτη.

«Γεια σου, κορίτσι μου».

«Με έστειλε η μητέρα μου για ένα φόρεμα…» είπε η Βερόνικα και τα καστανά μάτια της έλαμψαν πάνω από το καλοσχηματισμένο της χαμόγελο.

«Τι χρειάζεσαι;» ρώτησε η γυναίκα.

«Να, εδώ… Θέλει λίγο κόντεμα» είπε η Βερόνικα, το άφησε πάνω στον πάγκο και το έδειξε. Η γυναίκα σηκώθηκε και το κοίταξε.

«Μάλιστα…»

Η Βερόνικα έκανε στην άκρη τα ξανθά μαλλιά της και την αντίκρισε.

«Θα το κάνετε;»

«Γιατί να μην το κάνω;»

«Δεν ξέρω… Μπορεί να μην μπορείτε…» είπε η Βερόνικα. Η γυναίκα την κοίταξε για μια στιγμή και ρώτησε με βραχνή φωνή:

«Τι δουλειά κάνεις;»

«Είμαι τεχνολόγος».

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή, τι να σας εξηγώ τώρα. Εργάζομαι σε ένα ερευνητικό κέντρο στο τμήμα των φυσικών πόρων».

«Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό, αλλά πρέπει να είσαι πολύ έξυπνη γυναίκα».

Η Βερόνικα για μια στιγμή σταμάτησε και άφησε όλο τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια της. Έπειτα είπε:

«Δεν ξέρω… Σας ευχαριστώ πάντως…»

«Είσαι δειλή».

«Συγγνώμη;» είπε πειραγμένη η Βερόνικα.

«Έχεις μυαλό, αλλά σου λείπει η θέληση…»

«Σας παρακαλώ! Δε σας επιτρέπω. Δε με γνωρίζετε…»

«Εσύ δε γνωρίζεις…»

«Μη σας κουράζω άλλο. Θα το πάω αλλού το φόρεμα…» είπε η Βερόνικα νευριασμένη.

«Πόσους πόντους;»

«Τι;»

«Πόσους πόντους να σ’ το κοντύνω;»

«Τρεις είναι καλά, νομίζω» είπε και σκέφτηκε να μην το πάρει άλλο προσωπικά. «Ευχαριστώ, καλό βράδυ», συμπλήρωσε και πήγε να γυρίσει για να φύγει. Τότε η γυναίκα την άρπαξε από το χέρι και είπε:

«Η λύση βρίσκεται στα χέρια σου… Το μόνο που χρειάζεσαι είναι το κίνητρο».

Η Βερόνικα πάγωσε με τα λόγια την γυναίκας. Ένιωσε το χέρι της να καίει και έναν διαπεραστικό πόνο να σκίζει στα δύο το μυαλό της. Τότε ξαφνικά, ο πόνος σταμάτησε και η γυναίκα την άφησε. Το ύφος της επέστρεψε στο φυσιολογικό και είπε:

«Έλα αύριο μεσημέρι να το πάρεις».

Η Βερόνικα σοκαρισμένη επέστρεψε στο αμάξι του Νίκου που την περίμενε απ’ έξω και του είπε την ιστορία. Αυτός την κορόιδεψε και πήγαν στο σπίτι της.

* * *

Φτάνω έξω από την πόρτα των γονιών μου. Η πολυκατοικία είναι ίδια. Το χέρι μου πάει αυτόματα στο κουδούνι τους. Τότε παρατηρώ μια σειρά από ονόματα που δε γνωρίζω. Πιάνω το κεφάλι μου.

«Παρακαλώ» ακούω τη φωνή του πατέρα μου.

«Εγώ είμαι, μπαμπά, άνοιξε…»

«Ποιος είναι;»

«Εγώ, η Βερόνικα».

Καμία απάντηση. Η φωνή του όμως, ακούγεται να ασθμαίνει από την άλλη μεριά του θυροτηλέφωνου και τότε ανοίγει η πόρτα. Τρέχω μέσα δίχως να το σκεφτώ και ανεβαίνω στον πρώτο όροφο. Φτάνω στην πόρτα τους και αρχίζω να τη χτυπάω δυνατά. Πρέπει να μπω μέσα! Εκεί θα είμαι ασφαλής, ναι. Η πόρτα ανοίγει και παραμένω στη θέση μου. Φοβάμαι αυτό που θα αντικρίσω από την άλλη μεριά.

Ο πατέρας μου στέκεται και με κοιτάει αποσβολωμένος. Τα γένια του έχουν γίνει άσπρα και τα μαλλιά του επίσης. Είναι μισό κεφάλι κοντύτερος και είναι τόσο αδύνατος, που μοιάζει άρρωστος. Τα μάτια του όμως είναι ίδια, τα μάτια που με κοιτάνε όλο απορία με ζαρωμένα φρύδια. Αυτά που τώρα αρχίζουν να παίρνουν σχήμα έκπληξης.

«Μπαμπά…» λέω και πέφτω στην αγκαλιά του. Τον σφίγγω με όλη μου τη δύναμη και μυρίζω τη μυρωδιά του, που δεν έχει αλλάξει από τότε που με έβαζε στην κούνια.

«Βερονίκη» λέει μέσα από τα δόντια και ανταποδίδει την αγκαλιά με όση δύναμη έχει. Πέφτουμε μαζί γονατιστοί στο πάτωμα και παραμένουμε εκεί. Εγώ έχω να τον δω δέκα ώρες, αλλά αυτός δέκα χρόνια. Η θλίψη μου όμως είναι η ίδια. Τον αφήνω για μια στιγμή και χαϊδεύω το δακρυσμένο του πρόσωπο που χαμογελάει. Η ματιά μου παρασύρεται μέσα στο σπίτι. Είναι καταθλιπτικά ήσυχο.

«Η μαμά;» ρωτάω. Το χαμόγελό του σβήνει και μου κουνάει το κεφάλι ελαφρώς, ίσως προσπαθώντας να μου πει δίχως λόγια ότι δε φταίει αυτός που ήρθαν έτσι τα πράγματα.

Μετά από μία ώρα στην αγκαλιά του κλαίγοντας στον καναπέ, να μου διηγείται πως πήρε ο καρκίνος τη μητέρα μου, με ρωτάει:

«Πού ήσουν τόσο καιρό;»

«Δεν ξέρω, μπαμπά. Δεν ξέρω… Ξύπνησα μέσα στο σπίτι μου και ζούσαν άλλοι άνθρωποι. Και ξαφνικά βρίσκομαι σε έναν κόσμο δέκα χρόνια μετά από αυτόν που θυμάμαι».

«Το σπίτι σου το έχω νοικιάσει σε μια οικογένεια, Βερονίκη μου. Μόνο με τη σύνταξή μου δεν τα βγάζω πέρα».

«Αχ, μπαμπά μου, δεν μπορώ να φανταστώ τι έχεις περάσει τόσο καιρό. Πρώτα εγώ, και…»

Δεν μπορώ να το ξεστομίσω. Είναι τόσο φρέσκο ακόμα στο μυαλό μου. Η μητέρα μου έχει πεθάνει και ο πατέρας μου ζει μόνος του μοιρολογώντας φαντάσματα. Πρέπει να φανώ δυνατή, πρέπει να σταθώ δίπλα του.

«Τώρα είμαι εδώ. Και σου υπόσχομαι ότι όλα θα φτιάξουν. Δε θα μείνεις μόνος σου ποτέ ξανά».

«Κοριτσάκι μου» λέει και με φιλάει στο μέτωπο. «Σήμερα με έκανες τον πιο χαρούμενο άνθρωπο στον κόσμο. Είσαι ζωντανή! Παναγία μου, σε ευχαριστώ!»

Σε μια ιεροτελεστία που μου έκανε από τότε που ήμουν μικρή, μου ετοίμασε τηγανητά αυγά με πατάτες. Καθίσαμε δίπλα δίπλα στον καναπέ και με κοίταζε να τα τρώω. Κάθε μπουκιά μου είναι πιο νόστιμη από την προηγούμενη. Η τηλεόραση μιλά για τη μεγάλη λειψυδρία που προβλέπουν οι επιστήμονες, αλλά εμένα δε με νοιάζει τίποτα άλλο εκτός από την αγάπη του.

Μετά από λίγη ώρα με συνοδεύει ως το παλιό μου δωμάτιο που έχει μείνει ανέγγιχτο.

«Κοιμήσου, κοριτσάκι μου, και από αύριο θα ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση. Μη φοβάσαι, η μαμά σου σίγουρα ξέρει ότι γύρισες κοντά μας».

«Το πιστεύεις, μπαμπά;»

«Ναι, κορίτσι μου…»

Μου δίνει ακόμα ένα φιλί και μου σβήνει το φως. Έχω χρόνια να νιώσω τόση ασφάλεια, αλλά ταυτόχρονα τόση θλίψη. Αύριο θα τα ξεκαθαρίσω όλα. Όποιος μου το έκανε αυτό θα πληρώσει. Το μυαλό μου βρίσκεται σε υπερένταση, αλλά το σώμα μου έχει παραλύσει από την κούραση. Με παίρνει ο ύπνος.



Γλείφω τα χείλη μου και νιώθω τη γλύκα του ξεραμένου σάλιου επάνω τους. Κρυώνω. Μάλλον ο μπαμπάς θα κλείνει τη θέρμανση τα πρωινά. Τα μάτια μου ανοίγουν αμέσως με την ελπίδα να βρίσκομαι ξανά στο σπίτι μου και όλο αυτό να ήταν απλώς ένας εφιάλτης. Αλλά όχι, δυστυχώς βρίσκομαι στο δωμάτιο στο πατρικό μου. Μια ριπή αέρα με χτυπάει στο πρόσωπο και βλέπω το παράθυρο σπασμένο. Κατεβάζω γρήγορα τα πόδια για να σηκωθώ και νιώθω κάτι υγρό να παγώνει τις πατούσες μου. Κοιτάζω κάτω· υπάρχουν νερά. Ο τοίχος απέναντι είναι σπασμένος και ένας σκουριασμένος σωλήνας στάζει αργά. Πετάγομαι όρθια. Το δωμάτιο είναι ίδιο, αλλά ταυτόχρονα έχουν αλλάξει πολλά. Δεν μπορεί να μου συνέβη πάλι αυτό, όχι! Τρέχω και βγαίνω στον διάδρομο. Μυρωδιά καπνού γεμίζει τα ρουθούνια μου. Όλα μοιάζουν σκονισμένα και το ημίφως που μπαίνει από τα παράθυρα δίνει μια μακάβρια όψη στο σπίτι. Πλησιάζω με αργά βήματα προς το δωμάτιο των γονιών μου. Η πόρτα είναι σχεδόν κλειστή αλλά από τη χαραμάδα βλέπω φως από φωτιά και μια φιγούρα που δεν αναγνωρίζω. Κρύβομαι και αποφασίζω ότι πρέπει να δράσω γρήγορα. Περπατάω στις μύτες προς την κουζίνα. Τα τζάμια είναι σπασμένα και τα ντουλάπια κρέμονται ξεχαρβαλωμένα. Στο πάτωμα υπάρχουν θρυμματισμένα μπουκάλια και αποτσίγαρα. Πλησιάζω στα συρτάρια, τα ανοίγω και κάτω από τη βρόμα και τις σκλήθρες ξύλου βρίσκω ένα στομωμένο μαχαίρι. Το παίρνω και πηγαίνω προς το δωμάτιο. Δεν πρόκειται να χάσω και τον πατέρα μου. Όποιος και να είσαι, θα το πληρώσεις.

Ανοίγω αποφασιστικά την πόρτα και η φόρα μου κόβεται απότομα. Το κρεβάτι δεν υπάρχει πουθενά και στη μέση του δωματίου ένας άδειος τενεκές λαδιού ξερνάει φλόγες. Τρεις άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι σε άθλια κατάσταση με πλάτη στον τοίχο. Ο ένας, που μοιάζει να έχει ακόμη τις αισθήσεις του, φοράει ένα σκισμένο τζιν και από πάνω μια λαχανί μπλούζα που είναι λες και λάμπει από μόνη της. Στη στάμπα γράφει στα αγγλικά: «Όχι νερό, όχι πάρτι». Από τη φλέβα του χεριού του προεξέχει μια μεταλλική σύριγγα με τα υπολείμματα ενός μπλε υγρού.

Με κοιτάζει κατάματα σιωπηλός, ενώ το πόδι του κουνιέται σπασμωδικά. Σφίγγω τα δόντια και ορμάω προς το μέρος του. Τον πιάνω και του κολλάω το μαχαίρι στον λαιμό.

«Πού είναι ο πατέρας μου; Τι του κάνατε;»

Το πρεζάκι σαστίζει και κουνά τα χέρια του απεγνωσμένα.

«Δεν ξέρω… Δεν έκανα τίποτα…» τραυλίζει.

Αυτός δεν είναι σε θέση να πειράξει ούτε μύγα. Σηκώνομαι αηδιασμένη μόνο που τον ακούμπησα και πλησιάζω στο παράθυρο. Η γειτονιά έχει αλλάξει ξανά και αυτή τη φορά φαίνεται ξεκάθαρα η αλλαγή. Κάποιες πολυκατοικίες είναι γκρεμισμένες και οι υπόλοιπες μοιάζουν ετοιμόρροπες.

«Τι χρονιά έχουμε;» ρωτάω ψυχρά και ξεροκαταπίνω. Βγάζει ένα επιφώνημα που μοιάζει με γέλιο. Τρέχω δίπλα του και του ρίχνω μια δυνατή σφαλιάρα.

«Πες μου τώρα ρε μπάσταρδε, γιατί θα σε σκοτώσω, το ορκίζομαι! Τι χρονιά έχουμε;»

Βάζει τα χέρια του μπροστά για να προστατευτεί και φωνάζει:

«2040! 2040!»

Το μαχαίρι μου πέφτει από το χέρι και γονατίζω. Συνέβη ξανά. Και αυτή τη φορά ήμουν στο σπίτι του πατέρα μου. Έχω τις παλάμες μου ανοιχτές πάνω στα γόνατά μου αναζητώντας μια λύση. Μια λύση που θα καταφέρει να με βγάλει από αυτό το μαρτύριο. Ο πατέρας μου, το σπίτι του. Δε θέλω να το σκέφτομαι… Χθες βράδυ έχασα τη μαμά και τώρα αυτόν. Η εικόνα του σπιτιού δε μου αφήνει περιθώρια για αυταπάτες. Μάλλον έχει χαθεί και μαζί του ό,τι γνώριζα από τον κόσμο. Δεν έχω άλλα δάκρυα, έχουν στερέψει. Πρέπει να κάνω κάτι για να σταματήσει όλο αυτό. Πρέπει να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου.

Σηκώνομαι και βγάζω τα παπούτσια της κοπέλας που είναι λιπόθυμη από αυτήν την παράξενη πρέζα. Αρπάζω ένα σκισμένο μπουφάν δίπλα από τον τενεκέ, το οποίο μυρίζει παράξενα αλλά κρυώνω. Βγαίνω στον δρόμο.

Οι πολυκατοικίες της Κυψέλης είναι χτισμένες από τη δεκαετία του ’50. Στα εκατό χρόνια η σύσταση του τσιμέντου σπάει και διαλύεται. Γιατί όμως; Γιατί να αφήσουν μια τόσο διάσημη γειτονιά της Αθήνας να ρημάξει έτσι; Ο δρόμος είναι γεμάτος σκουπίδια και μερικοί ρακένδυτοι άνθρωποι περπατούν σαν σκιές ανάμεσά τους.

Ο Νίκος δεν κατάφερε να με βοηθήσει την προηγούμενη δεκαετία, δε θα το κάνει τώρα. Δεν μπορώ να του φορτώσω τα δικά μου προβλήματα. Περνάω έξω από το ραφτάδικο, αλλά πλέον μοιάζει κλειστό. Δεν έχω κανέναν που να με συνδέει με το παρελθόν. Πρέπει να ξετυλίξω το κουβάρι μόνη μου.

Περπατάω για ώρα κατηφορίζοντας προς την Πατησιών. Τα πάντα μοιάζουν διαφορετικά, αλλά όταν φτάνω στον κεντρικό δρόμο δεν μπορώ παρά να μείνω έκθαμβη από την εικόνα που αντικρίζω. Τα αυτοκίνητα στον δρόμο μοιάζουν βγαλμένα από αντρικό περιοδικό και δεν ακούγεται κανένα κορνάρισμα ή εξάτμιση. Χρώματα υπάρχουν παντού γύρω μου. Φωτεινές πινακίδες υψηλής ανάλυσης διαφημίζουν προϊόντα που δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου, όπως ένα σκουλαρίκι που σε ψεκάζει με άρωμα και ένα χαλί που καθαρίζεται μόνο του.

Περπατάω σαν χαμένο παιδί που αντικρίζει τον κόσμο για πρώτη φορά. Ξεχνάω για λίγο το πρόβλημά μου και αφήνω τον εαυτό μου να το διασκεδάσει παρατηρώντας τα πάντα γύρω μου. Ένας άντρας περνάει από δίπλα μου φωνάζοντας δυνατά. Μάλλον μιλάει στο τηλέφωνο, αλλά δε φαίνεται να φοράει κάποιο ακουστικό. Αντίθετα, φοράει κάτι που μοιάζει με μεταλλικό στέμμα, το οποίο κατεβάζει ένα γυαλί πάνω από το μάτι του. Με παρατηρεί που τον κοιτάζω και επιταχύνει το βήμα του. Νιώθω άβολα και κατεβάζω το κεφάλι.

Μετά από είκοσι λεπτά στην Πατησιών του 2040 φτάνω στην Πανεπιστημίου. Εδώ ο κόσμος είναι περισσότερος και το υποσυνείδητό μου, που ζει ακόμα στο 2020, μου λέει να προσέξω για τον κορονοϊό. Αλλά απ’ ότι φαίνεται, κανείς δε νοιάζεται γι’ αυτό πλέον.

Διψάω, πρέπει να πιω κάτι. Βάζω το χέρι στην τσέπη του μπουφάν και βγάζω ένα πενηντάλεπτο. Η τύχη μού χαμογελάει έστω και για λίγο. Πλησιάζω στο πιο όμορφο περίπτερο που έχω δει ποτέ μου και πηγαίνω στο ψυγείο. Παίρνω ένα μπουκαλάκι νερό και πάω να το πληρώσω. Δίχως να μιλήσω αφήνω το κέρμα στο πλαστικό ταψάκι. Ο περιπτεράς είναι ένας νεαρός άντρας. Με κοιτάει σοβαρός και μετά ξεσπάει σε γέλια. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και περιμένω να ακούσω με αγωνία.

«Να είσαι καλά, με έκανες να γελάσω».

«Γιατί;»

«Πω… έχω να το δω χρόνια. Κάνεις συλλογή;»

«Δε σας καταλαβαίνω».

«Τέλος πάντων, οχτώ ευρώ είναι».

«Οχτώ ευρώ;» λέω σοκαρισμένη.

«Ναι, η στάνταρ τιμή είναι. Έλα, δώσε μου τον καρπό σου». Βγάζει το χέρι του λίγο προς τα έξω.

«Γιατί;»

«Ε, πώς θα σκανάρω το τσιπ σου;»

«Το τσιπ μου;» Έχουν αλλάξει πολλά περισσότερα από όσα φανταζόμουν. «Ευχαριστώ…» λέω και αφήνω το μπουκάλι στον περιπτερά. Αρχίζω να περπατάω προς το Σύνταγμα και το μυαλό μου αρχίζει να φιλοσοφεί. Σκέφτομαι για την τιμή του νερού που μοιάζει να έχει ξεπεράσει αυτή του πετρελαίου. Για τα τσιπ μέσα στους καρπούς και τα παράξενα κράνη. Αλλά το δικό μου πρόβλημα, ακόμα και μπροστά σε όλα αυτά, μοιάζει εξωπραγματικό. Κάθε φορά που κοιμάμαι ταξιδεύω στο μέλλον. Κανείς δε θα με πιστέψει. Θα με πάρουν για τρελή, θα με βάλουν σε κάποιο ίδρυμα και μόλις αποκοιμηθώ ποιος ξέρει πού θα βρεθώ. Και τι να κάνω; Να συνεχίσω τη ζωή μου έτσι και κάθε πρωί να ξυπνάω αλλού μέχρι να φτάσω στην καταστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού;

Η πλατεία Συντάγματος σφύζει από ζωή. Παιδιά κάνουν κόλπα πάνω σε αιωρούμενες σανίδες και κόσμος ανεβαίνει με ψώνια στα χέρια από την Ερμού. Στο κέντρο της πλατείας, στη θέση του σιντριβανιού, υπάρχει ένα ψηλό γλυπτό που μοιάζει σαν παγωμένος καταρράκτης. Τα χρώματά του αλλάζουν κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου και μια μελωδική μουσική βγαίνει από τα αόρατα ηχεία του.

Αφού για πέντε λεπτά έχω χαθεί στην ομορφιά του γλυπτού, παρατηρώ ότι υπάρχει αστυνομία στην πλατεία. Με ένα λευκό πιστόλι που μου θυμίζει αυτό στα σούπερ μάρκετ, σκανάρουν τους καρπούς των περαστικών. Τι είναι αυτό, ρε πούστη μου; Χούντα έχουμε; Τι θα κάνω; Αν με πιάσουν είναι λες και αυτόματα βγάζω το εισιτήριο για το 2050.

Γυρίζω προς τη βουλή και αρχίζω να περπατάω.

«Κυρία…» ακούω μια φωνή από δίπλα μου. Όχι, όχι… Από πού ξεφύτρωσες εσύ;

«Παρακαλώ;» λέω με ναζιάρικο ύφος, καθώς ο ένστολος με πλησιάζει.

«Τον καρπό, σας παρακαλώ».

«Ε, ξέρετε… Έχει χαλάσει το τσιπ μου…»

«Δε σας καταλαβαίνω…» λέει και με πλησιάζει ακόμα περισσότερο.

«Βασικά…» λέω μπερδεμένη και αρχίζω να τρέχω.

«Σταμάτα τώρα!» ακούω τη φωνή του από πίσω μου. «Προς όλες τις μονάδες, φυγάς στην πλατεία Συντάγματος κατευθύνεται προς τη βουλή».

Δεν κοιτάζω πίσω, περνάω την Αμαλίας και τρέχω προς τον άγνωστο στρατιώτη. Οι τσολιάδες ευτυχώς είναι ίδιοι. Δύο αστυνόμοι κατεβαίνουν τρέχοντας από τα σκαλιά στο πλάι του μνημείου και έρχονται προς το μέρος μου. Παγώνω στη θέση μου όταν συνειδητοποιώ ότι είμαι περικυκλωμένη. Ο ένας από αυτούς, χωρίς κανένα απολύτως λόγο, βγάζει ένα πιστόλι ηλεκτρισμού από τη ζώνη, σαν αυτά που έχω δει σε ταινίες, και μου ρίχνει στο στήθος. Βγάζω μια κραυγή από τον φόβο μου και νιώθω ένα τσίμπημα στο στέρνο. Ανοίγω τα μάτια όταν συνειδητοποιώ ότι δε συμβαίνει τίποτα και κοιτάζω τον μπάτσο - ναι, γιατί μπάτσος είναι, αφού μου έριξε χωρίς λόγο. Με κοιτάει με το στόμα ανοιχτό. Δεν κάθονται να αναλύσουν και πολύ τον λόγο που δεν έπεσα ξερή κάτω. Πέφτουν και οι τρεις επάνω μου και με ρίχνουν στο έδαφος.

«Αφήστε με, σας παρακαλώ!»

Αυτός που ήθελε να με ελέγξει την πλατεία λέει λαχανιασμένος:

«Συλλαμβάνεστε για άρνηση επίδειξης ταυτότητας σε όργανο της τάξης».

Στο τμήμα, δοκίμασαν τρεις διαφορετικοί να εντοπίσουν το τσιπ στον καρπό μου παρόλο που τους φώναζα ότι δεν έχω.

«Δεν είναι δυνατόν. Δεν έχει ξανασυμβεί αυτό εδώ και δύο χρόνια» λέει ο ένας.

«Πάω να ειδοποιήσω τον διοικητή. Χώσ’ τη μέσα».

Με βάζουν σε ένα μικρό κελί στο υπόγειο του τμήματος. Ευτυχώς είμαι μόνη μου και ο χώρος μοιάζει πολύ καλύτερος απ’ όσο τον φανταζόμουν. Ένα τέλεια στρωμένο κρεβάτι και ένα μεταλλικό παραβάν για την τουαλέτα. Λευκά κάγκελα που μοιάζουν πλαστικά, αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Με κλειδώνει βάζοντας έναν κωδικό και φεύγει. Απέναντί μου υπάρχει ένα γραφείο και ένας νεαρός αστυνόμος κάθεται κοιτώντας μια τεράστια οθόνη που μοιάζει διάφανη από πίσω.

Πιάνομαι από τα κάγκελα και τον κοιτάζω.

«Αστυνόμε, σας παρακαλώ, πρέπει να με βγάλετε από εδώ. Δεν πρέπει να κοιμηθώ, πρέπει να βρω μια λύση».

«Τώρα θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα, κυρία μου, αλλά για να ξέρετε, το ότι δεν έχετε τσιπ δε θα εξελιχθεί και πολύ καλά για εσάς» είπε δίχως να πάρει τα μάτια του από την οθόνη. Έπεσα στο πάτωμα και έπιασα το κεφάλι μου.

Έπειτα από λίγη ώρα, ο διοικητής στέκεται μπροστά από το κελί μου. Φοράει ένα λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, σιδερωμένο στην τσίτα. Γονατιστή τον κοιτάζω στα μάτια. Βλέπω έναν άντρα που θα μπορούσαμε να είμαστε συνομήλικοι αν είχα γεράσει σωστά και ο χρόνος δε μου έπαιζε αυτό το άσχημο παιχνίδι. Σκύβει και στέκεται στις μύτες των ποδιών του ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατα για να βρεθεί στο ύψος μου.

«Τι θα κάνουμε με εσένα, μου λες;» λέει με ήρεμη και κάπως καθησυχαστική φωνή.

«Πρέπει να με βοηθήσετε… Δεν ανήκω εδώ… Πρέπει να πάω πίσω…» λέω σε μια τελευταία προσπάθεια να μην ακουστώ τρελή, αλλά μάλλον καταφέρνω το αντίθετο. Ο διοικητής κάνει νόημα στους υπόλοιπους να φύγουν. Όταν μένουμε οι δύο μας, με κοιτάζει μες στα μάτια και λέει:

«Ξέρεις γιατί τα διπλανά κελιά σου είναι άδεια;»

Τον κοιτάζω δίχως να απαντήσω. Νιώθω ότι πλέον οτιδήποτε και να πω θα είναι εναντίον μου.

«Γιατί τα τσιπάκια μάς δίνουν την δυνατότητα να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή που βρίσκεται ο κάθε πολίτης. Όπως συμβαίνει και σε όλη την Ευρώπη. Η εγκληματικότητα έχει πέσει κατακόρυφα και εμείς απλά παρακολουθούμε και επεμβαίνουμε μόνο όταν ο πολίτης ξεφύγει πραγματικά. Γι’ αυτό βλέπεις, όταν μου είπαν ότι δεν έχεις τσιπ, δεν τους πίστεψα».

Στο βλέμμα του μπορώ να διακρίνω έναν ενθουσιασμό, σαν να βλέπει ένα σπάνιο ζώο πίσω από τα κάγκελα.

«Ποια είσαι;»

«Σας είπα τα στοιχεία μου».

«Τα στοιχεία που μας έδωσες ανήκουν σε κάποια Βερονίκη Καπίρη που αγνοείται εδώ και είκοσι χρόνια» λέει και, αφού σηκώνεται, πηγαίνει στον υπολογιστή που ήταν πριν λίγο ο νεαρός αστυνομικός. Κάθεται και ακουμπώντας τον δείκτη του σε μια γυάλινη επιφάνεια στο γραφείο μοιάζει να ψάχνει κάτι.

«Δυστυχώς για όλους όμως δεν καταχωρούνταν φωτογραφικό υλικό εκείνη την εποχή. Και δεν υπάρχεις καταγεγραμμένη σε κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης».

«Αφού με ρώτησαν μέχρι και το πώς λέγονται οι γονείς των παππούδων μου, όμως τα είπα όλα».

«Ναι, αλλά είπες πράγματα που κάποιος θα μπορούσε εύκολα να ξέρει αν έχει κάνει κλοπή ταυτότητας». Σηκώνεται και έρχεται πάλι κοντά μου. «Πες μου, ποια είσαι;»

Ξεφυσάω και αρχίζω να διηγούμαι την ιστορία μου. Δεν έχω τίποτα να χάσω. Ο διοικητής καθ’ όλη την αφήγηση περπατάει πάνω κάτω και με ακούει με σοβαρότητα. Στο τέλος λέει:

«Καταλαβαίνεις ότι δυσκολεύομαι να πιστέψω κάτι τέτοιο, έτσι;»

«Τότε όταν πέσω για ύπνο θα πάρεις τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής σου» του λέω αγριεμένα στον ενικό. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαϊδεύει τον σβέρκο του.

«Θα το ρισκάρω» λέει και αποχωρεί. «Αύριο, όταν θα έχεις πιο καθαρό μυαλό, θα ξαναμιλήσουμε» ακούγεται η φωνή του από τις σκάλες. Μετά από ένα λεπτό ο νεαρός αστυνόμος μου φέρνει ένα σάντουιτς και ένα πλαστικό ποτήρι με λίγο νερό. Πρέπει να φάω. Έχω να φάω δέκα χρόνια. Γελάω μέσα μου· για πρώτη φορά εδώ και δύο μέρες βρίσκω κάτι το αστείο σε όλο αυτό.

Η ώρα περνάει και τα φώτα σβήνουν. Κοιτάζω το κρεβάτι πίσω μου να με καλεί. Δε θέλω να πάω όμως. Δε θέλω να τυλιχτώ στη λήθη του. Ακουμπάω με πλάτη στον τοίχο απέναντι και κουρνιάζω αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου. Η ζωή έχει προχωρήσει, αλλά εγώ μοιάζω να έχασα το τρένο. Ίσως να είναι η κατάρα μου για τις λάθος επιλογές μου. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, αλλά για εμένα μόνο ένας δρόμος υπάρχει πλέον, μπροστά. Και αυτό έρχεται με ασύλληπτη ταχύτητα. Τα μάτια μου κλείνουν. Όχι, δεν πρέπει να κοιμηθώ. Όσο περνάει από το χέρι μου, θα είμαι εγώ κυρίαρχη του εαυτού μου. Νυστάζω τόσο πολύ όμως. Ίσως να μη φοβάμαι πια. Τα μάτια μου κλείνουν. Ποιος ξέρει, μπορεί ο μελλοντικός διοικητής να είναι πιο ανοιχτόμυαλος. Αν υπάρχει ακόμη αστυνομικό τμήμα.

* * *

Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να κοιμηθώ στο πάτωμα. Πονάω και η σκληρή επιφάνεια είναι κρύα. Με το χέρι μου μπορώ να αισθανθώ σκόνη. Όχι, δεν είναι σκόνη. Μοιάζει με χώμα από κάτι θρυμματισμένο. Πετάγομαι και περιμένω να αντικρίσω τη νέα μου πραγματικότητα. Η ορατότητά μου είναι περιορισμένη. Το μόνο φως είναι θαμπό και έρχεται από τη σκάλα απέναντι από το κελί. Σηκώνομαι προσεκτικά και περπατάω ανάμεσα από μπάζα και σίδερα. Η πόρτα είναι σπασμένη. Περπατάω με περισσότερη περιέργεια παρά φόβο. Στη θέση που ήταν το γραφείο του νεαρού αστυνόμου χθες μπορώ με δυσκολία να διακρίνω μεταλλικά μπαούλα και ένα βαρέλι. Πλησιάζω κι άλλο τα σκαλιά. Το φως που έρχεται είναι φυσικό. Ένας πυροβολισμός. Κι άλλος. Σκύβω χωρίς να το καταλάβω και περιμένω. Ριπές από πολυβόλα ακούγονται από πάνω. Ακουμπάω τα χέρια στα σκαλιά και ανεβαίνω δειλά προς τα επάνω σαν τρομαγμένο σκυλί.

Κρύος αέρας χτυπάει το πρόσωπό μου και οι πυροβολισμοί παύουν. Ακούω τον ήχο που κάνει το παπούτσι όταν τρίβεται πάνω σε χαλίκι. Κοιτάω διστακτικά επάνω. Ο τοίχος του τμήματος έχει καταρρεύσει και στη θέση του υπάρχει μια ανόμοια τσιμεντένια μάζα, πάνω από την οποία προεξέχουν μπετόβεργες. Ο ουρανός είναι γκρίζος και στο φόντο τα κτίρια είναι μισοκατεδαφισμένα. Ένας άντρας έχει ακουμπήσει με την πλάτη στο τσιμέντο για να καλυφθεί. Κρατάει ένα γκρίζο όπλο στα χέρια του που στο πλάι έχει μια μικρή οθόνη. Τα ρούχα του είναι βρόμικα και υπάρχει αίμα κάπου ανάμεσα από τα γκρίζα του μαλλιά. Καθώς πατάει την οθόνη με τα δάχτυλά του, το βλέμμα του πέφτει πάνω στο δικό μου. Σκύβω γρήγορα στις σκάλες και βγάζω μια μικρή κραυγή. Περιμένω. Μπορεί να μη με είδε. Μα τι λέω.

«Έπρεπε να εγκαταλείψεις την πόλη όταν είχες την ευκαιρία» τον ακούω να λέει. Η φωνή του είναι γνώριμη. Σηκώνω πάλι το βλέμμα μου και τον πετυχαίνω τη στιγμή που κοιτάει πάνω από το τσιμέντο προς το πεδίο της μάχης.

«Είσαι ο διοικητής…»

Τραβιέται απότομα και στρέφεται προς το μέρος μου. Τα μάτια του με περιεργάζονται, καθώς βγάζω όλο το κεφάλι από τις σκάλες, αλλά παραμένω σκυφτή.

«Ποια είσαι;»

«Έχουμε 2050, σωστά;» λέω και ένα αυτάρεσκο χαμόγελο που δεν ταιριάζει καθόλου στην περίσταση αποφασίζει να ξεπροβάλει στο πρόσωπό μου. Αυτός συνεχίζει να με κοιτάζει μπερδεμένος.

«Τελικά δε με άκουσες και με έχασες εκείνο το βράδυ μέσα από τα χέρια σου. Αλλά βέβαια, γιατί να ακούσει ο οποιοσδήποτε τη Βερόνικα;» Νιώθω την αδικία να με πνίγει που κανένας μέσα σε τριάντα χρόνια δε βρέθηκε να με βοηθήσει.

«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες».

«Άκου να δεις, γέρο, δε με νοιάζει τι είναι όλο αυτό που συμβαίνει εδώ, αλλά εγώ πρέπει να γυρίσω στο 2020» λέω και αρχίζω να ανεβαίνω τις σκάλες αποφασισμένη. Ο διοικητής πετάγεται και με ρίχνει στο έδαφος. Μια κόκκινη ριπή περνάει πάνω από τα κεφάλια μας και μετατρέπει τον πίσω τοίχο σε συντρίμμια.
«Έχεις τρελαθεί τελείως;» μου φωνάζει μέσα στα μούτρα μου.
«Σήκω από πάνω μου» του λέω και τον σπρώχνω. Παίρνει πάλι το όπλο στα χέρια του και με κοιτάει.
«Δεν μπορεί… Πρέπει να έχω παραισθήσεις από το χτύπημα…»
«Δεν έχεις παραισθήσεις, αλλά τώρα είναι αργά. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις, όπως φαίνεται… Τι γίνεται εδώ;» ρωτάω και επιστρέφω στην ασφάλεια της σκάλας τινάζοντας τα χέρια μου.
«Η Α.Ο. μπήκε στην Αθήνα χθες… Οι περισσότεροι έχουν φύγει».
«Η ποια;»
«Η Ασιατική Ομοσπονδία, ποια άλλη;»
«Τι εννοείς; Κάποιος κήρυξε πόλεμο στην Ελλάδα;»
«Είσαι όντως εσύ…» λέει και το βλέμμα του χάνεται για λίγο. «Ναι, νομίζω θυμάμαι… Είχε γίνει πολύ μεγάλο θέμα η εξαφάνισή σου. Είσαι… είσαι όντως από το παρελθόν;»
Γνέφω καταφατικά. Αυτός ξεφυσάει και τα μάτια του βουρκώνουν.
«Τότε καλύτερα να έμενες εκεί…» σταματάει για λίγο και έπειτα λέει:
«Έχουμε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο… Η Ασιατική Ομοσπονδία Κρατών κήρυξε πόλεμο πριν δύο χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Αμερική. Πριν έξι μήνες κατάφεραν να σπάσουν τις άμυνες του ΝΑΤΟ στα νησιά μας. Και τώρα είναι εδώ…»
«Πόλεμος; Τι είναι αυτά που λες;»
Ένα τρέμουλο που δεν μπορώ να περιορίσω αγκαλιάζει όλο μου το σώμα.
«Ναι και μάλλον θα είναι αυτός που θα αφανίσει την ανθρωπότητα. Έτσι κι αλλιώς, ξοφλημένοι ήμασταν». Το πρόσωπό του είναι σκυθρωπό και σκοτεινιασμένο. Μπορώ να ακούσω τη θλίψη στη φωνή του και αυτό κάνει την καρδιά μου να ραγίζει.
«Σαν όργανα της τάξης, αποφασίσαμε να μην υποχωρήσουμε στα δυτικά και να κρατήσουμε τη θέση μας. Όλοι πέθαναν όμως. Τώρα είμαστε μόνο εσύ και εγώ. Αλλά σ’ το λέω, όσο ζω δεν πρόκειται να τους αφήσω να πλησιάσουν» σηκώνεται και αρχίζει να πυροβολεί φωνάζοντας. Κλείνω τα αυτιά μου και σκύβω. Νιώθω κάθε πυροβολισμό να δονεί το κορμί μου. Όταν σταματάει, κάθεται πάλι κάτω και ανασαίνει λαχανιασμένος.
«Γιατί μας επιτίθενται;»
«Για τι άλλο; Για το νερό».
«Το νερό;»
«Ναι, και γι’ αυτό θα φαγωθούμε μεταξύ μας».
Προσπαθώ να χωνέψω αυτά που ακούω, αλλά μου είναι αδύνατο. Ξαφνικά το χρονικό ταξίδι μου μοιάζει ασήμαντο μπροστά στο κακό που έχει βρει την ανθρωπότητα. Ίσως τελικά δε θα προλάβω να τους δω όλους να πεθαίνουν, ίσως να πεθάνω και εγώ μαζί τους.
Ο διοικητής ανασηκώνεται και κοιτάζει πάνω από τα συντρίμμια.
«Υποχωρούν… υποχωρούν οι κότες…» αρχίζει να γελάει δυνατά και σηκώνεται όρθιος. Τότε παράξενες σειρήνες αρχίζουν να ακούγονται. Ο ήχος τους νιώθω να μου ξεριζώνει την ψυχή. Το πρόσωπό του χλομιάζει.
«Τι… τι είναι αυτό;» ρωτάω. Αυτός κάθεται κάτω και αφήνει το όπλο δίπλα του. Βγάζει ένα πακέτο με τσιγάρα που δεν αναγνωρίζω και ανάβει ένα με το δαχτυλίδι-αναπτήρα του.
«Αυτό είναι το τέλος του κόσμου…» λέει και παίρνει μια τζούρα.
Τον κοιτάζω μπερδεμένη, ενώ οι σειρήνες συνεχίζουν το πένθιμο τραγούδι τους. Σηκώνομαι και αποφασίζω να βγω έξω. Καθώς προσπαθώ να περάσω από τα συντρίμμια τον ακούω να φωνάζει πίσω μου:
«Αντίο, ταξιδιώτισσα του χρόνου, χάρηκα που τα ξαναείπαμε…»
Βγαίνω έξω και ο ήχος μού σπάει τα αυτιά. Δεν υπάρχει κανείς. Μόνο συντρίμμια και η μυρωδιά του καμένου πλαστικού. Το πρόσωπο της πόλης έχει αλλάξει περισσότερο από όλες τις φορές. Τα κτίρια μοιάζουν ρημαγμένα από τις μάχες και οι δρόμοι είναι ένα νεκροταφείο τσιμέντου. Ο ουρανός είναι γκρίζος και ο ήλιος δε φαίνεται πουθενά. Μια γαλάζια ακτίνα σχηματίζεται κάθετα ανάμεσα από τα σύννεφα και πέφτει στον ορίζοντα. Με κάθε μου βλεφάρισμα γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πριν προλάβω να τη βγάλω όλα σωπαίνουν. Σαν να εξαφανίστηκε ξαφνικά η υπόσταση του ήχου από τον κόσμο. Ένα λευκό κύμα φωτιάς έρχεται προς το μέρος μου και εγώ ανήμπορη το κοιτάζω. Με διαπερνά και μαζί με εμένα ό,τι υπήρξε, υπάρχει και… για το μέλλον δεν μπορώ να αποφασίσω. Δε νιώθω τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε βαρύτητα. Σβήνω.
Ο ήχος μοιάζει να έχει επιστρέψει και εγώ είμαι ξαπλωμένη στο έδαφος. Κάνει κρύο και μπορώ να ακούσω τον αέρα να λυσσομανά. Ανοίγω τα μάτια και νιώθω μικρή μπροστά σε αυτό που αντικρίζω. Βρίσκομαι πάνω στο τίποτα. Σηκώνομαι όρθια και κοιτάζω το έδαφος. Ένα λεπτό στρώμα λευκής σκόνης υπάρχει παντού. Όπου και να κοιτάξω, δεν μπορώ να δω κανένα κτίριο και τίποτα από την πόλη που είχα μπροστά μου πριν λίγο. Είμαι ζωντανή; Δεν ξέρω. Μπορεί επιτέλους να πέθανα. Η μόνη αλλαγή στο τοπίο είναι οι μικρές διακυμάνσεις του εδάφους. Ο ορίζοντας μοιάζει να χύνεται μακριά από το οπτικό μου πεδίο. Μάλλον πέθανα. Αλλιώς δε θα μπορούσα να έχω επιζήσει κάτι τέτοιο. Όχι, δεν το δέχομαι. Να, θα κάτσω εδώ κάτω και θα περιμένω να πεθάνει και η ψυχή μου. Ας κλείσω τα μάτια. Ας ονειρευτώ κάτι όμορφο.


Μυρίζω ρίγανη και λουλούδια. Επιτέλους, ο παράδεισος. Επιτέλους πέθανα και θα ησυχάσω. Γιατί όμως νιώθω σαν να κοιμόμουν; Κατουριέμαι και το στόμα μου είναι στεγνό. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω δύο πόδια να στέκονται μπροστά από το κεφάλι μου. Χοντρά δάκτυλα με κιτρινισμένα νύχια βγαίνουν έξω από την πλαστική παντόφλα. Έτσι είναι ο παράδεισος;
Πετάγομαι με μιας τρομαγμένη πίσω και αντικρίζω τον ιδιοκτήτη τους. Αυτό το γερασμένο πρόσωπο και τα ξανθά ξεβαμμένα μαλλιά. Είναι αυτή, είναι η γριά ράφτρα. Με κοιτάζει παθητικά και ρουφάει μια τζούρα τσιγάρο.
Σηκώνομαι και κοιτάζω γύρω μου. Όχι, δε με απατούν τα μάτια μου. Βρίσκομαι στο ίδιο σημείο που ήμουν όταν έγινε η έκρηξη. Παντού γύρω μου, όμως, υπάρχει βλάστηση και πουλιά πετούν στον γαλανό ουρανό.
«Τι έγινε εδώ;» ρωτάω μπερδεμένη.
«Το όπλο σας μετέτρεψε άθελά σας τα πάντα σε ένα υπερλίπασμα και, όπως βλέπεις, η φύση δεν άργησε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Το ίδιο έγινε και στα υπόλοιπα σημεία του πλανήτη. Τουλάχιστον εκεί που δε χρησιμοποιήθηκαν πυρηνικά».
«Το όπλο μας…» λέω μέσα από τα δόντια. Την κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Γιατί αν βρίσκεται εδώ όπως τη θυμάμαι, σημαίνει ότι της συμβαίνει ό,τι και σε εμένα.
«Ποια είσαι;»
«Το όνομά μου δεν μπορεί να διατυπωθεί σε ανθρώπινα αυτιά. Ανήκω σε έναν διαγαλαξιακό πολιτισμό. Είμαι αυτό που λέτε εξωγήινος».
Την κοιτάζω άναυδη, ενώ τα ρουθούνια μου γεμίζουν από τις όμορφες μυρωδιές των λουλουδιών.
«Μου έχει ανατεθεί ο πλανήτης σας, ώστε να αποτρέψω την ολική καταστροφή του πολιτισμού σας. Έχουμε ως στόχο να βοηθήσουμε νεότερους πολιτισμούς, όπως ο δικός σας».
«Μάλλον άργησες…» λέω και κοιτάζω προς τον ορίζοντα. Ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου και συνειδητοποιώ ότι μάλλον είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη.
«Ο χρόνος έχει μια τελείως διαφορετική έννοια για εμάς. Όπως και η ύλη. Γι’ αυτό επιλέγω να με βλέπεις και να με ακούς όπως εγώ θέλω».
«Εσύ…» λέω και νιώθω το αίμα μου να αντλείται με δύναμη στο κεφάλι. Την πλησιάζω «Εσύ μου το έκανες αυτό τότε στο ραφτάδικο, όταν με άγγιξες… Μου στέρησες όλη μου τη ζωή… και τώρα είμαι μόνη μου στο… τι χρονιά έχουμε, 2060;»
«Δεν έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε. Η δουλειά μου εδώ είναι να δείξω».
«Και διάλεξες εμένα;» γελάω δυνατά από την απελπισία μου. «Έχω να σου πω ότι έκανες το μεγαλύτερο λάθος στον γαλαξία, λοιπόν. Γιατί εγώ το μόνο που είδα ήταν έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπινα λάθη και έναν πλανήτη που εκδικείται. Είδα τους ανθρώπους μου να πεθαίνουν και το νερό να γίνεται πιο σπάνιο από το χρυσάφι».
«Τότε είδες ό,τι ακριβώς χρειαζόταν» λέει η εξωγήινη γριά δίχως να αλλάξει στιγμή το ύφος της. «Είσαι έτοιμη. Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι στα χέρια σου».
Πριν προλάβω να αντιδράσω, σηκώνει το χέρι και με ακουμπά στο μέτωπο. Νιώθω μια τρομερή δύναμη να με τραβά προς τα κάτω και η ράφτρα χάνεται από μπροστά μου. Γρήγορες εναλλαγές γαλάζιου και λευκού φωτός διαπερνούν το οπτικό μου πεδίο. Με παρασύρουν σε μια δίνη που μοιάζει να με στροβιλίζει αψηφώντας τους φυσικούς νόμους. Κλείνω τα μάτια και τα ανοίγω αμέσως. Σκοτάδι. Εκπνέω και εισπνέω ξανά. Φως. Το δωμάτιό μου.
Βρίσκομαι καθιστή στο κρεβάτι μου με τα πόδια μου ακόμα σκεπασμένα. Όλα είναι ήσυχα και ο ήλιος σπάει πίσω από τις γρίλιες. Νιώθω την ψυχή μου να βράζει, αλλά το σώμα μου είναι φαινομενικά ήρεμο. Κοιτάζω δίπλα μου και τον βλέπω. Είναι ο Νίκος που κοιμάται και ροχαλίζει. Τον αγκαλιάζω με δύναμη και ξεσπάω σε κλάματα.
«Μωρό μου…» λέει και ξυπνάει «Τι έπαθες, αγάπη μου;»
«Σ’ αγαπάω τόσο πολύ! Δε θέλω να σε χάσω». Τον σφίγγω με δύναμη στην αγκαλιά μου. Είναι ο άντρας μου, νέος πάλι. Είμαστε μαζί.
«Και εγώ σε αγαπάω, είδες κάποιον εφιάλτη;» ρωτάει.
«Δεν είμαι σίγουρη. Θεέ μου, ήταν τόσο έντονο. Πρέπει να ρίξω λίγο νερό στ-» κόβω την πρότασή μου και τον κοιτάω στα μάτια.
«Βερόνικα, είσαι καλά;»
«Ναι… απλά…»
Σηκώνομαι με ταχύτητα από το κρεβάτι και τρέχω στο γραφείο μου. Πετάω τα άχρηστα χαρτιά κάτω και ψάχνω απελπισμένα. Πρέπει να το βρω. Πρέπει να τους σώσω όλους. Τον Νίκο, τον διοικητή, όλη την ανθρωπότητα.
Σηκώνω ένα τετράδιο και βλέπω το μπλε ντοσιέ. Πριν δύο μήνες είχα χάσει το θάρρος μου και δεν το παρουσίασα ποτέ στον προϊστάμενό μου. Αλλά τώρα ξέρω, ξέρω ότι πρέπει. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Στην επικεφαλίδα γράφει: Πρότυπος Αφαλατωτής Νερού - Βερονίκη Καπίρη. 
 
Τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Χριστόφορος Γεωργίου