Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 10)

Στέφη
 
Πέταξε το απενεργοποιημένο της κινητό στην άκρη του κρεβατιού. Έσφιξε τα γόνατα πάνω στο στήθος της και μούτρωσε. Ανώριμοι πιτσιρικάδες. Ανοίγουν το στόμα τους και πετάνε ότι να ‘ναι χωρίς να βουτάνε την γλώσσα στο μυαλό τους πρώτα. Μόλις μάθουν τι κρύβουν στο βρακί τους, καψουρεύονται σαν να μην υπάρχει αύριο. Τα ηλίθια. Δεν ήξερε γιατί την είχε πειράξει τόσο η όλη φάση. Το όλο σκηνικό ήταν τόσο γαμάτο μέχρι που ο ηλίθιος τα χάλασε όλα.

Η κουστωδία από το διπλανό δωμάτιο άρχισε ξανά, με μεγαλύτερη ένταση αυτή την φορά. Το σιδερένιο κεφαλάρι του κρεβατιού, χτυπούσε με δύναμη τον λεπτό τοίχο που χώριζε τις δυο κρεβατοκάμαρες. Κάθε χτύπημα και μια βρισιά, κάθε βρισιά και ένας χείμαρρος από χυδαιολογήματα.

Έπιασε το στομάχι της αηδιασμένη. Ένα σκηνικό που επαναλαμβανόταν σχεδόν κάθε μέρα και κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες πως αυτή δεν θα καταντούσε σαν την μάνα της.

Έκλεισε τα αυτιά της και έγειρε το σώμα της μπροστά. Η σιχασιά ξεχείλιζε από τους ξεφτισμένους ροζ τοίχους, η αποφορά των ξεχειλωμένων λέξεων και τα σιχαμένα φτηνά αισθήματα άρχισαν να την πνίγουν. Θα ήθελε να είναι οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να πάρει τον Δήμο και να του πει να βρεθούνε. Όχι, ήταν ακόμα νωρίς.

Ένα παρατεταμένο τσιριχτό γυναικείο επιφώνημα επιβεβαίωσης σήμανε την λήξη. Ακολούθησαν κάποια σιγανά γελάκια, ένα ελαφρύ τρίξιμο και βαριά βήματα στο ξύλινο πάτωμα. Η παράσταση είχε λάβει τέλος.

Όλο αυτό, ήταν μια καθημερινότητα που βίωνε εδώ και πολλά χρόνια η Στέφη. Πίστευε πως κάποια στιγμή θα μπορούσε να το συνηθίσει μα αυτή η στιγμή αργούσε απελπιστικά να έρθει. Η Στέφη ήταν το «μπάσταρδο», αυτή την ταμπέλα είχε κρεμασμένη στο λαιμό της από την μέρα που είδε το πρώτο φως της ημέρας. Είχε την στάμπα του αγνώστου πατρός με τεράστια γράμματα στην ταυτότητα της και όφειλε την ευτυχία της ύπαρξής της στην «ατυχία» ότι η μάνα της δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για την έκτρωση εκείνη την περίοδο. Ένα φτηνό παιχνίδι της μοίρας, όπως έλεγε καμιά φορά γελώντας με το εαυτό της με το λογοπαίγνιο της λέξης «φτηνό».

Ήταν μια «δουλειά» πλήρους απασχόλησης. Ζούσαν κυρίως από τα επιδόματα της πρόνοιας και τις ευγενικές χορηγίες των αμέτρητων θείων της. Μπορεί να μην γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, μα αποδείχτηκε πως είχε αμέτρητους πρόθυμους συγγενείς να συνδράμουν στην ευτυχία τους. Και τι πείραζε που έπρεπε να δίνουν και ένα μικρό αντάλλαγμα; Μικρό το τίμημα αν πρόκειται να έχεις το στομάχι γεμάτο κάθε μέρα.

Ο άγνωστος σταμάτησε μπροστά από την ανοιχτή πόρτα της Στέφης. Αυτόν τον ελεήμονα θείο τον έβλεπε για πρώτη φορά. Ένας μεσήλικας ήταν, με κιτρινισμένα μακριά γένια από την νικοτίνη. Της χάρισε ένα στοργικό χυδαίο χαμόγελο με τα σκασμένα του χείλη, αποκαλύπτοντας μια ελλειπή οδοντοστοιχία από σάπια δόντια. Η τεράστια κοιλιά του κρέμονταν ξεδιάντροπα πάνω από την ζώνη του παντελονιού του, η ανάσα του βρώμαγε σαν ψοφίμι και τρέκλιζε ελαφρώς.

Έμεινε να κοιτά για μια στιγμή και ξαφνικά αποφάσισε να της κάνει και εκείνης μια επίσκεψη. Τα γρήγορα αντανακλαστικά της υπερτερούσαν σε σχέση με αυτά του εξουθενωμένου γέρου, προλαβαίνοντας έτσι να του κλείσει με δύναμη την πόρτα κατάμουτρα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν ακουστούν χτυπήματα στην πόρτα.

«Άντε γαμήσου ρε μαλάκα!» ήταν η οργισμένη της απάντηση.

Τα βήματα του αντήχησαν βαριά στον διάδρομο ως την εξώπορτα ανάκατα με βρισιές που περιελάμβαναν τις λέξεις «μικρή τσούλα», «σαν την μάνα της» στην ίδια πρόταση.

Αφού βεβαιώθηκε ότι ο καλοσυνάτος κύριος έφυγε, βγήκε από το δωμάτιο και στάθηκε στην πόρτα της μάνας της. Ήταν καθισμένη μπροστά στον τεράστιο καθρέφτη της, φορώντας την λεπτή μαύρη ρόμπα της, φτηνή απομίμηση μεταξιού, με τους πράσινους δράκους ζωγραφισμένους πάνω της. Ένα τσιγάρο κρέμονταν στο σουφρωμένο της στόμα. Τα μάτια της κοίταζαν το είδωλό της πάνω στην λερωμένη γυάλινη επιφάνεια με ένα βλέμμα γεμάτο αποχαύνωση και αδιαφορία.

Η Εύα ήταν σαράντα τριών, μα έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη. Το μέικαπ που άπλωνε, δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τις ρυτίδες του προσώπου και τα τσακίσματα που δημιουργούνταν από την υπερπροσπάθειά της να χαμογελάσει. Πέρασε ένα έντονο κόκκινο κραγιόν στα λεπτά της χείλη και λίγο χρώμα στα χλωμά της μάγουλα. Κοίταξε τον εαυτό της και φάνηκε να ικανοποιείται με το αποτέλεσμα.

Σηκώθηκε από την καρέκλα της τρεκλίζοντας ελαφρά, ήταν φανερό ότι της ήταν δύσκολο να σταθεί για πολλή ώρα όρθια και ακίνητη. Μόνο τότε παρατήρησε την παρουσία της κόρης της στο δωμάτιο. Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι, σαν να είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι συγκατοικούσε και με άλλο άτομο στο μικρό χαμόσπιτο. Την έσπρωξε απαλά και την έβγαλε από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Θύμωσε. Κοίταξε τα χέρια της, είχε αρχίσει να τρέμει και ήξερε πως αν δεν έκανε κάτι, σύντομα θα χειροτέρευε. Οι τοίχοι του σπιτιού άρχισαν να γέρνουν επάνω της κάνοντάς την να ασφυκτιά. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει το καταπιεστικό άσχημο αυτό συναίσθημα ήταν να απογειωθεί και η συνταγή ήταν γνωστή.

Θα περίμενε πρώτα να φύγει η μάνα της και μετά. Κάποια στιγμή, είχε αντιληφθεί ότι της σουφρώνει τα αντικαταθλιπτικά της χάπια εξαιτίας του ότι της τελείωναν εξαιρετικά γρήγορα. Τρεις φορές ανακάλυψε που έκρυβε την καβάτζα της αλλά αυτή την φορά, ήταν σίγουρη πως είχε βρει την κατάλληλη κρυψώνα. Τόσο σίγουρη που αμφέβαλλε αν μετά από λίγο καιρό θα τα έβρισκε ακόμα και η ίδια. Και ήταν κρίμα ρε γαμώτο γιατί μετά θα πήγαινε χαμένο τόσο καλό πράμα. Η μάνα της ήταν σχετικά εύκολο να τα προμηθεύεται από τον τρελογιατρό της αλλά της ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τα μοιραστεί με την κόρη της.

Τα βρήκε όντως σχετικά εύκολα, ούτως η άλλως, δεν υπήρχαν και τόσα μέρη να ψάξει στο λιτά επιπλωμένο δωμάτιο. Ναι μαλάκα μου, θα γινόταν πολύ ωραία κατάσταση. Ο συνδυασμός τους με το αλκοόλ που υπήρχε σε αφθονία μέσα στο σπίτι, θα έσωζε την κατάσταση. Η τέλεια χαλάρωση, μαζί με ζάλη και μια απίστευτη ευφορία. Θα άραζε στο κρεβάτι της ανάσκελα με το μυαλό της σε μια υπέροχη σύγχυση και με την αναπνοή της να επιβραδύνεται σε επικίνδυνο σημείο.

Ναι μαλάκα μου, θα ήταν υπέροχη κατάσταση. Θα ξέφευγε για άλλη μια φορά, ταξιδεύοντας μακριά από όλη αυτή την βρωμιά, σε μέρη που κάποτε θα πήγαινε απαλλαγμένη πια από όλα αυτά τα σκατά και την ασχήμια. Ναι, εκείνη δεν θα γινόταν πότε σαν την μάνα της.

Ηλίας Στεργίου