Ο Μιχάλης κίνησε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς ένα χωριό της περιοχής, φορώντας τον μανδύα και παριστάνοντας πλέον έναν γέρο που ψάχνει καταφύγριο, έχοντας πάρει φυσικά και μορφή μεγάλου ανθρώπου, χάρι σε ένα τέχνασμα του Νίκου. Είδε μερικούς Χιζέρκα να κινούνται πάνω στα άλογά τους, αλλά δεν του έδωσαν σημασία.
Δεν άργησε να φτάσει στο χωριό και να μπει μέσα. Το χωριό ήταν έρημο και το μόνο που ακουγόταν ήταν η κίνηση μίας ταμπέλας ενός μαγαζιού, η οποία πρέπει να είχε χτυπηθεί από κάποιο μαγικό και ήταν έτοιμη να πέσει. Τα κτήρια πρέπει να ήταν κάποτε πολύ ωραία και ελκυστικά, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν σε άθλια κατάσταση, γεμάτα ζημιές. Έπεσαν και μερικά κεραμίδια από ένα σπίτι, κάνοντας τον Μιχάλη να τρομάξει.
Έψαξε για λίγη ώρα μέχρι που βρήκε εκείνο το κτήριο που έψαχνε, ένα παλιό και λίγο μεγαλύτερο από τα άλλα, αλλά επίσης σε άθλια κατάσταση, τόσο που έμοιαζε ετοιμόρροπο και ο Μιχάλης το σκέφτηκε και δεύτερη φορά πριν μπει μέσα. Έσπρωξε την πόρτα, που έτριξε δυνατά, τόσο που θα έκανε μερικούς να ανατριχιάσουν. Μέσα, το μαγαζί θύμιζε πολύ το καφενείο στο πρώτο χωριό της χώρας που είχε επισκεφτεί , αλλά με πολλές ζημιές μέσα, δείγμα πως είχαν γίνει πολλές μάχες.
Μέσα βρίσκονταν τρεις μόνο άνθρωποι, οι δύο καθόταν σε ένα από τα τραπέζια του μαγαζιού, ενώ ο τρίτος βρισκόταν πίσω από τον πάγκο. Εκείνος φορούσε κουρελιασμένα ρούχα, είχε λίγα μαύρα λιγδιασμένα μαλλιά και αραιωμένα γένια.
«Σε έστειλαν κι εσένα για θυσία;» ρώτησε τον Μιχάλη μόλις μπήκε, με τα κίτρινα δόντια του να ξεχωρίζουν καθώς μιλούσε, ενώ πολλά ήταν σπασμένα ή δε βρισκόταν πια στο στόμα του.
«Ναι, σε τρεις μέρες θα γίνει» απάντησε ο Μιχάλης, με φωνή ηλικιωμένου, αλλά και πολύ κουρασμένα, σαν να ήθελε να τελειώνει με αυτό, μιας και υπέφερε.
«Τυχερός είσαι. Άλλους τους κρατάνε ολόκληρες βδομάδες. Να σε κεράσω κάτι;»
«Κέρνα. Εδώ δε θα μείνω;»
«Ναι, εδώ» του απάντησε καθώς έβαζε σε ένα ποτήρι ένα ποτό, «μαζί με εκείνους τους δύο» του έδειξε τους άλλους δύο που καθόταν στο μαγαζί, «έφεραν και καινούργιο. Σε τρεις μέρες θα τελειώνουν μαζί του»
Εκείνος το πήρε κοιτώντας το. Ήταν μέσα στη βρωμιά, κι έτσι έδιωξε με ένα μαγικό κόλπο τη βρώμα από πάνω του, πριν πιει από αυτό και κινηθεί προς τους δύο άνδρες, που του έκαναν νόημα να καθίσει μαζί τους.
«Έχουν κέφια μάλλον μετά τη λεηλασία του Ελέστερ»
Ο Μιχάλης παραλίγο να πνιγεί με το ποτό του έπινε, που ήταν ένα είδος κρασιού. Άρχισε να βήχει, βγάζοντας ακόμα και από τη μύτη το ποτό, που τον έκαψε για τα καλά εκεί. Το μυαλό του είχε παγώσει, δίχως να μπορεί να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε ακούσει.
«Πότε έγινε αυτό;» ρώτησε μόλις συνήλθε.
«Πριν από τρεις μέρες» του απάντησε ένας από τους άλλους δύο άνδρες, «βρήκαν πάρα πολλούς εκεί. Λένε ότι έπιασαν ακόμη και τον φημισμένο Ζεραήλ»
Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει αμίλητος. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά πια, με έναν κόμπο στο λαιμό και ένα τρομερό σφίξιμο στο στομάχι. Κοιτούσε γύρω του με άδειο βλέμμα, κάνοντας μια υπερπροσπάθεια να κρατήσει τα δάκρυά του, ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους άλλους.
«Έλα, κάτσε εδώ» του είπε ο άλλος από τους δύο που καθόταν, σπρώχνοντας με το πόδι την καρέκλα που ήταν δίπλα του, ώστε να μπορεί να καθίσει σε αυτήν ο Μιχάλης.
Ο Μιχάλης πήγε και κάθισε εκεί, αφού θα ήταν πολύ καλύτερα να κάθεται κάπου, μιας και ένιωθε πως τα πόδια του έτρεμαν από τα νέα και δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν.
«Εμάς αύριο τελειώνουν τα βάσανά μας, αύριο θα γίνει η θυσία»
Το έλεγε με ένα τρόπο, σαν να έλεγε πως την επόμενη μέρα θα έπαιρνε κάποιο φάρμακο και θα τελείωνε το πρόβλημά του. Ο Μιχάλης ανατρίχιασε που ο άνδρας μιλούσε με τέτοιο τρόπο για το γεγονός ότι την επόμενη μέρα θα τον σκότωναν. Φυσικά, δεν είχε το κουράγιο να τους συμπονέσει και να τους πει να κάνουν υπομονή και ίσως να βρισκόταν κάποια λύση.
«Ένα μήνα μας κρατάνε εδώ» είπε ο άλλος άνδρας, «το απολαμβάνουν, βλέπεις, που μας έχουν έτσι. Τώρα όμως που χαίρονται με άλλα, τελειώνουν γρήγορα με τις θυσίες» με φωνή ταλαιπωρημένη και με ύφος που δεν έκρυβε την απέχθεια που ένιωθε για εκείνους στους οποίους αναφερόταν.
«Εσένα από πού ήσουν και σε έστειλαν εδώ;» τον ρώτησε ο άλλος.
Ο Μιχάλης τον κοίταξε για λίγο. Έκανε μερικές στιγμές να συνειδητοποιήσει την ερώτηση και να παγώσει, μιας και δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει, αλλά δε γνώριζε και πολλά για τα μέρη της περιοχής.
«Περιπλανώμενος έμπορος ήμουν. Με έπιασαν ξαφνικά, με βασάνισαν και με έστειλαν μετά εδώ»
«Εμείς ήμασταν από τη Θύρη» άρχισε να λέει ο άλλος, που του είχε μιλήσει πρώτος, «μας έπιασαν όταν λεηλάτησαν την πόλη. Έσφαξαν την εγγονή μου μπροστά στα μάτια μου, όπως και τα δύο παιδιά του Δάνη» δείχνοντας τον άλλο άνδρα, «δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Μετά μας βασάνισαν, μα έκαναν να τρελαθούμε και στη συνέχεια μας έστειλαν εδώ, να γίνουμε θυσία τους»
Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο. «Λυπάμαι» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.
«Μόνο αυτό μπορούμε να κάνουμε εμείς» του είπε ο άλλος, που ονομαζόταν Δάνης, «ελπίζω όμως κάποιος να τους σταματήσει, οι Κυανοί ή όποιος άλλος τους αντισταθεί και να εκδικηθεί για όλα αυτά»
«Μην λες τέτοια πράγματα» άκουσε πίσω του τον άνδρα που μάλλον κρατούσε το μαγαζί, «αν μας ακούσουν, θα το πληρώσουμε όλοι πολύ ακριβά»
Ένα βραχνό γέλιο του ξέφυγε. «Έτσι κι αλλιώς όλους θα μας σκοτώσουν στο τέλος»
Ο άλλος τον κοίταξε λίγο και μετά έστρεψε την προσοχή του προς τα έξω, σαν να προσπαθούσε να αφουγκραστεί αν ερχόταν κανείς προς το μαγαζί.
«Δε χρειάζεται να τους προκαλούμε όμως. Αρκετά μας έκαναν ήδη»
«Μην ανησυχείς, κάποιος θα βρεθεί να τα κάνει αυτά» είπε στον Δάνη χαμηλόφωνα ο Μιχάλης.
«Μακάρι» σχολίασε ο ταλαιπωρημένος άνδρας.
Στη συνέχεια έμειναν αμίλητοι, με την ατμόσφαιρα να έχει βαρύνει πια, αλλά και με τον Μιχάλη να μη θέλει να μιλήσει άλλο. Τα νέα για το Ελέστερ τον πλάκωναν και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Αναμνήσεις από εκεί ερχόντουσαν συνεχώς στο μυαλό του, κι έτσι η κατάσταση γινόταν ακόμη χειρότερη. Το στομάχι του πια βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, ενώ δεν μπορούσε να καταπιεί τίποτα. «Μπορώ να πάω κάπου να ξαπλώσω;» ρώτησε ύστερα από αρκετή ώρα τον άνδρα που κρατούσε το μαγαζί.
«Δεν αισθάνεσαι καλά;» τον ρώτησε ο άνδρας. «Δίπλα στον πάγκο, πέρνα από την πόρτα και θα βρεθείς σε ένα διάδρομο με πέντε πόρτες. Μπες σε μία από τις τρεις τελευταίες και μείνε σε εκείνο το δωμάτιο» του είπε μόλις αποκρίθηκε καταφατικά ο Μιχάλης.
«Αφού θα τελειώσεις σε τρεις μέρες, καλά είσαι. Δε θα υποφέρεις πολύ» του είπε ο άνδρας από το τραπέζι που του είχε μιλήσει πρώτος.
Ο Μιχάλης τους χαιρέτησε με μία κίνηση του χεριού, μη γνωρίζοντας τι έπρεπε να πει. Οι άνδρες εκείνοι ήταν μελλοθάνατοι και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει, μιας κιόλας και οι ίδιοι ήθελαν να έχουν αυτή τη μοίρα
Η πόρτα έτριξε πολύ μόλις την άνοιξε και βρέθηκε σε ένα στενό διάδρομο με ένα παράθυρο στην άλλη άκρη. Διάλεξε την τελευταία πόρτα και βρέθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο, με ένα μικρό κρεβάτι μόνο, από παλιά σίδερα και ένα ξεσκισμένο στρώμα, χωρίς σεντόνια. Άφησε το σακίδιό του κάτω και κάθισε εκεί, με το μυαλό του γεμάτο αναμνήσεις από το χωριό, όπου πέρασε τις καλύτερες μέρες του από τότε που είχε έρθει σε εκείνη τη χώρα. Τελικά αποκοιμήθηκε, παραδιδόμενος στην κούρασή του, με την καρδιά του να χτυπάει αργά και ένα τεράστιο βάρος στο στήθος του, που έμοιαζε χειρότερο και από το τραύμα που του είχαν κάνει πριν λίγο καιρό, πριν τον βάλουν στο Χίελθ.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε σχετικά νωρίς, αφού είχε ανατείλει ο ήλιος. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Νίκου, δεν έπρεπε να βγει για κανένα λόγο από εκείνο το μέρος μόνος του, παρά μόνο όταν θα έρχονταν κάποιοι για να τον πάρουν. Κάθισε εκεί λοιπόν, ψάχνοντας κάποιο σημάδι ζωής έξω από το μαγαζί, κοιτώντας έξω από τα παράθυρα και ανοίγοντας το μυαλό του, αλλά κανένας δεν υπήρχε εκεί κοντά.
Δε βγήκε σχεδόν καθόλου μέχρι τη μέρα που ήρθαν να τον παραλάβουν. Η κούραση και η κακή διάθεση τον έκαναν να θέλει να μείνει εκεί έτσι κι αλλιώς.
Τους Χιζέρκα τους αντιλήφθηκε νοητικά νωρίς το πρωί εκείνης τη μέρας. Λίγο αργότερα, τους βρήκε στον κεντρικό χώρο του μαγαζιού, με εκείνους και τον ιδιοκτήτη να γυρίζουν και να τον κοιτάνε. Ήταν ψηλοί και φορούσαν τη στολή των υπηρετών των Ηγετών.
Ο ένας από τους τρεις έκανε μία κίνηση με το χέρι του προς τη μεριά του Μιχάλη κι εκείνος ένιωσε την επόμενη στιγμή ένα μικρό τσίμπημα στο στήθος του, αλλά δεν έγινε τίποτα. Τρόμαξε για αυτό που θα μπορούσαν να του είχαν κάνει, μένοντας φοβισμένος και βρίζοντας τον εαυτό του ακίνητος, μέχρι που οι δύο από αυτούς ήρθαν, τον έπιασαν και άρχισαν να τον σπρώχνουν, κρατώντας τον από τα μπράτσα. Η μικρή ομάδα ξεκίνησε από το καφενείο, με τον Μιχάλη να συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ότι δεν είχε πάθει τίποτα και ότι το τσίμπημα που ένιωσε ήταν η απαλή προσπάθεια του Χιζέρκα να ακινητοποιήσει έναν άρρωστο και αδύναμο ηλικιωμένο άνθρωπο.
Βγήκαν από το μαγαζί και συνέχισαν προς ένα σημείο του χωριού που δεν ήξερε ο Μιχάλης, με τον ένα Χιζέρκα να προχωρά μπροστά, τους άλλους δύο να οδηγούν τον Μιχάλη και τον ιδιοκτήτη του καφενείου να τους ακολουθεί από πίσω, έχοντας σκυμμένο το κεφάλι, από ότι πρόλαβε να δει ο Μιχάλης.
Μόλις έστριψαν, άνοιξε τα μάτια του και ετοιμάστηκε να επιτεθεί με όλη του τη δύναμη στους Χιζέρκα που τον συνόδευαν, όμως έμεινε παγωμένος στη θέση του, βλέποντας το θέαμα μπροστά του. Εκεί βρισκόταν πέντε Χιζέρκα άνδρες, από τους οποίους οι δύο κρατούσαν τον Νίκο, που βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Δε φορούσε πια το μαύρο μανδύα, ενώ το πρόσωπό του ήταν γεμάτο πληγές και αίματα, όπως και τα ρούχα του, τα οποία ήταν σκισμένα σε πολλά σημεία, από όπου ανάβλυζε αίμα.
«Εδώ τελειώνει η περιπέτειά σας, παιδιά» μίλησε ο Χιζέρκα που στεκόταν δίπλα στους άλλους που κρατούσαν το Νίκο με μία χαιρέκακη έκφραση, «μας διευκολύνατε πάντως που ήρθατε σ’ εμάς»