Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Σιν-Σι- Κεφάλαιο 19)

Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να ξαναεμφανιστεί φως σε εκείνο το σημείο που είχαν συναντήσει τους λύκους. Και δεν ήταν το φως της ημέρας. Οι λύκοι είχαν μεν εξαφανιστεί από εκεί, βάφοντας όμως πρώτα το χιόνι με χρώμα σκούρο κόκκινο.

Η Σιν-Σι ήταν βαριά χτυπημένη. Αναίσθητη. Μέχρι εκείνη την ώρα, όταν ένοιωσε κάποιον να τη σηκώνει. Προς στιγμήν νόμισε πως πέθανε και ότι την μετέφεραν στον άλλο κόσμο, αλλά ήταν πολύ αδύναμη ακόμη και για να ανοίξει τα ανατολίτικα μάτια της.

Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πόσος καιρός είχε παρέλθει, όταν ξύπνησε σε ένα ζεστό κρεβάτι ενός παντελώς άγνωστου δωματίου. Οι πληγές της έδειχναν να έχουν ήδη θεραπευτεί και έμοιαζε πιο όμορφη από ποτέ. Κοντά στο κρεβάτι της, αντίκρισε δυο πολύ γνωστά της πρόσωπα και τους χαμογέλασε γλυκά. Ο ένας ήταν ο πατέρας της, που σηκώθηκε και την αγκάλιασε ευτυχισμένος και ο δεύτερος, ο καλοσυνάτος συνοδοιπόρος της, ο Χαράμ, που ούτε αυτός μπόρεσε να κρύψει τη χαρά του.

Η Σιν-Σι άρχισε να συνέρχεται για τα καλά και προσπάθησε να συνειδητοποιήσει αρχικά πού ήταν και πώς είχε φτάσει εκεί.

«Είμαστε στο μοναστήρι του παλιού καιρού, πριν τα Μούλτιμε..» την καθησύχασε ο Κάανν. «Μας φιλοξενεί ο αφέντης Ιουστίν, αρκετές νύχτες τώρα..»

«Πόσες νύχτες δηλαδή;» απόρησε η Σιν-Σι.

«Αρκετές…» απάντησε αόριστα ο Πρίγκιπας.

Η Σιν-Σι ένιωσε να διψάει υπερβολικά, αλλά δεν πεινούσε καθόλου. Άρπαξε ανυπόμονα μια κούπα με νερό που βρισκόταν στο τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι. Τα χείλη της ένιωσαν ανακούφιση καθώς έπινε μονορούφι το δροσερό νερό των Μούλτιμε.

Ο Κάανν και ο Χαράμ χαμογέλασαν.

«Πού είναι οι υπόλοιποι;» ρώτησε βραχνιασμένη κοιτάζοντας τον Χαράμ.

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιξε αργά και μπήκε μέσα ένας ακόμη συνοδοιπόρος της. Κι αυτός, αφού την είδε ξύπνια, γύρισε προς τον Χαράμ.

«Είναι καλά;» ρώτησε ανήσυχος. Ο Χαράμ δεν πρόλαβε να του απαντήσει, γιατί η Σιν-Σι πετάχτηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι.

«Είμαι μια χαρά, Τζάρβις!» του απάντησε χαρούμενη.

«Στον κύριο Λαγκ..» είπε ο Πρίγκιπας «...οφείλεις το ότι είσαι μια χαρά, γλυκιά μου..»

Τόσο ο τσιγγάνος, όσο και η Σιν-Σι κοίταξαν απορημένοι τον Κάανν.

«...Ο κύριος Λαγκ..» συνέχισε, «...σου έδωσε δυο από τα μπουκαλάκια με το ελιξίριο του Μπαλέ, καθώς ήσουν τρομερά χτυπημένη, σχεδόν ετοιμοθάνατη..».

Η Σιν-Σι γύρισε και κοίταξε τον Τζάρβις, χαμογελώντας του γλυκά, γεμάτη ευγνωμοσύνη. Ο τσιγγάνος όμως δεν είχε πάρει τα μάτια του από τον πρίγκιπα. Και πραγματικά έδειχνε να παραξενεύεται με αυτό που άκουσε.

«Μα δεν ήμουν εγώ αυτός που έσωσε την κόρη σας, Πρίγκιπά μου..» τον διόρθωσε ο Τζάρβις, κάνοντας την Σιν-Σι να ξαναγυρίσει ανήσυχα το βλέμμα της προς τον πατέρα της.

«Λοιπόν..» είπε ο Πρίγκιπας και έκανε ένα νόημα στο Χαράμ, που στεκόταν δίπλα του. Ο βαρκάρης, αφού υποκλίθηκε βγήκε από το δωμάτιο και όταν ξαναγύρισε δεν ήταν μόνος του.

Η Σιν-Σι δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξη της.

«Κύριε Νόμακ;» απόρησε. «Πώς είναι δυνατόν;»

«Λαίδη Σιν-Σι» υποκλίθηκε ο νυχτερινός «Χαίρομαι πολύ που ξυπνήσατε και είστε καλά…»

Ο Νόμακ αποφάσισε να της διηγηθεί την ιστορία.

«…Είχα κάποιες εκκρεμότητες στην Κίσσε και με καθυστέρησαν λίγο..» εξήγησε ο ανατολίτης «...δυστυχώς όμως όταν σας βρήκα ήταν πολύ αργά. Ο Εσκόλτα και ο άλλος θηριόσωμος είχαν ήδη πέσει. Το ίδιο και ο νεαρός τσιγγάνος. Λύκοι έχασκαν πάνω από τα σώματά τους, έτοιμοι να τους καταβροχθίσουν. Αλλά ξαφνικά, κάτι τους τρόμαξε ή τους τράβηξε την προσοχή και χάθηκαν μέσα στο δάσος..»

Ο Τζάρβις, όση ώρα μιλούσε ο Νόμακ, παρατήρησε πως η ουλή πλάι στο μάτι του είχε καλυφθεί από ένα περίεργο τατουάζ.

Ο ανατολίτης συνέχισε

«...Ήξερα πως δεν είχα πολύ χρόνο. Οι λύκοι σίγουρα θα επέστρεφαν για το δείπνο τους και κόντευε να ξημερώσει. Όπως είπα και πριν, ήταν ήδη αργά. Βρήκα και μάζεψα το σακίδιο του Τζάρβις και θυμήθηκα τα ελιξίρια του Μπαλέ. Προσπέρασα βιαστικά τα τρία σώματα και ακολούθησα τις πατημασιές πάνω στο χιόνι. Δεν άργησα να σας βρω λίγο πιο κάτω, σωριασμένη κατάχαμα και άσχημα πληγωμένη. Λιγότερο ζωντανή από πεθαμένη, αλλά ακόμη ζεστή. Σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω τα μπουκαλάκια, μα δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Ακολούθησα λοιπόν ξανά, τα χνάρια. Σας μετέφερα στο μοναστήρι, όπου σας περιέθαλψαν ο κύριος Τζάρβις με τον αφέντη Ιουστίν... Και αυτό είναι το κομμάτι της ιστορίας που δε γνωρίζατε..» ολοκλήρωσε ο Νόμακ.

«Μισό λεπτό… Εμείς δεν φύγαμε και σας αφήσαμε να πεθάνετε εκεί…» δικαιολογήθηκε ο Τζάρβις «…όπως θα θυμάστε ήταν σκοτάδι. Συμφωνήσαμε όλοι να τρέξουμε προς το μοναστήρι και όταν φτάσαμε εδώ συνειδητοποιήσαμε πως ήμασταν μόνο δύο… Ζητήσαμε βοήθεια από τον αφέντη του μοναστηριού, που μας έδωσε είκοσι άτομα για να έρθουμε να σας βρούμε… Μα πριν βγούμε από την πύλη, έφτασε ο Νόμακ…»

«Δηλαδή, μου λέτε, πως όλοι οι άλλοι χάθηκαν;» ρώτησε η Σιν-Σι προς όλους. Κανείς όμως δεν της απάντησε. Και η χαρά της γρήγορα έγινε βαθιά λύπη και θρήνος για τους φίλους της. Το Ραμόν, τον Λίον Νοξ και τον Κάρλος, που τον γνώριζε από όταν ήταν ακόμη μικρό κορίτσι. Και ένιωσε τύψεις για τον Μπόραν, που τον είχε βάλει η ίδια στην περιπέτεια, χρίζοντάς τον οδηγό τους.

Κυριάκος Μαυροειδέας