Άγγελέ μας της Δωροθέας Τούμπα

Εμπνευσμένο από το βιντεοπαιχνίδι τρόμου, «Mothered»


Η κηδεία τελεύτηκε στις 3 Αυγούστου 2021.

Οι παρευρισκόμενοι ήταν λιγότεροι από όσους είχαν αναμείνει. Η ξύλινη ανοιχτή κάσα ήταν περιτριγυρισμένη από μαυροφορεμένες φιγούρες, ακίνητες, σαν γλυπτά κάτω απ’ τον ανένδοτο καύσωνα του καλοκαιριού. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στεκόταν αγκαλιασμένο σφιχτά πάνω από το χλωμό πρόσωπο του πτώματος, παρακολουθώντας το σιωπηλά. Δύο γυναίκες λίγα βήματα μακριά μουρμούριζαν μεταξύ τους, κοιτώντας μία το φέρετρο και μία το άδειο βλέμμα του πατέρα, ενώ εκείνος τις διέκρινε με την άκρη του ματιού του καθώς ήταν στραμμένος μπροστά με το ύφος του στο κενό. Η ψηλότερη γυναίκα σκούντησε ελαφρά την άλλη λέγοντας, «Τον βλέπεις; Μιλιά δεν έχει βγάλει απ’ το πρωί. Το ήξεραν, μου φαίνεται, ότι η κατάσταση της μικρής ήταν μονόδρομος. Ο πατέρας της μου έλεγε ότι η σύζυγός του έκλαιγε κάθε νύχτα και ο μεγαλύτερος γιος του κλειδωνόταν στο δωμάτιό του κολλημένος σε μία οθόνη. Σκέτη απελπισία» και η δεύτερη γυναίκα έγνεψε καταφατικά σχολιάζοντας, «Ήταν ήδη πολύ αργά».

Κάποια μέτρα πέρα απ’ το αραιό πλήθος, μοναχός στεκόταν ένας άνδρας, απομονωμένος απ’ όσους βρίσκονταν εκεί για να θρηνήσουν. Έριξε μια στραβή ματιά στους σκυφτούς ανθρώπους και ο καπνός του τσιγάρου ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του διαστρέβλωνε την μίζερη εκείνη εικόνα. Το γκρίζο σύννεφο που δραπέτευε, ρουφούσε τις σιλουέτες των παρευρισκόμενων, τις αλλοίωνε, λες και τις βουτούσε στην πίσσα και αποχρωμάτιζε το ροδαλό χρώμα απ’ τα μουσκεμένα μάγουλά τους. Πήρε μια κοφτή τζούρα και τίναξε κάτω τις στάχτες. Πρόσεξε τον πατέρα να κοντοστέκεται με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι και το κεφάλι στραμμένο στο έδαφος – θα ‘λεγε κανείς ότι προσπαθούσε να φανταστεί πως να ‘μοιαζε τώρα ο κάτω κόσμος. Ο άνδρας ξεφύσησε, έριξε το τσιγάρο κάτω σβήνοντάς το με τη σόλα του παπουτσιού και σύρθηκε προς το μέρος του.

Ένα χέρι έτριψε τον πατέρα στον ώμο, κάνοντάς τον να τιναχτεί. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, γύρισε να αντικρίσει τον Ρέγκι με μάτια διάπλατα.

«Δεν ήθελα να σε τρομάξω». Ο άνδρας τού χάρισε ένα αμήχανο χαμόγελο. «Τι σκέφτεσαι;»

«Τίποτα». Σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ και έστρεψε το πρόσωπό του μακριά απ’ τον κόσμο. Κοίταξε τον Ρέγκι, όμως γρήγορα άλλαξε κατεύθυνση. «Ήμουν εκεί όταν την ετοίμαζαν για την κηδεία, ήθελα να τους βλέπω, πως την έντυναν, πως την έβαφαν. Αρνήθηκα να την βάψουν φυσικά, όμως μου είπαν ότι έπρεπε τουλάχιστον να ρυθμίσουν την απόχρωση του δέρματος ώστε να φαίνεται πιο ζωντανή - να φαίνεται λες και κοιμάται». Ο πατέρας γέλασε θλιβερά, σκουπίζοντας τα δάκρυα με το μανίκι του κοστουμιού. «Ήξερες πως συχνά ράβουν τα μάτια των νεκρών έτσι ώστε να μην ανοίξουν κατά λάθος στην κηδεία;»

Ο άνδρας παρατήρησε σιωπηλά την καμπουριασμένη του στάση, τον είδε να ταλαντεύεται. Ύστερα από μια μεγάλη παύση, ανασήκωσε τους ώμους. «Όχι, όχι. Δεν είχα ιδέα». Τον έτριψε λίγο ακόμη στον ώμο, «Είναι που δεν σκέφτεσαι τίποτα, ε;»

Κούνησε αδιάφορα το κεφάλι, τα χείλη του είχαν αρχίσει να τρέμουν. Αισθανόταν πιο ήρεμος όσο δεν μιλούσε σε κάποιον. Έτσι μπορούσε να θάψει εκείνο το ασήκωτο βάρος μέσα στα κόκαλά του, να το θάψει τόσο βαθιά που και ο ίδιος ξεχνούσε ότι υπήρχε, ενώ στην επιφάνεια άφηνε εκείνο το λεπτό κενό που τον μεταμόρφωνε σε άψυχο ον.

«Τα θερμά μας συλλυπητήρια». Σας ευχαριστώ. «Ποτέ δεν είχαμε διανοηθεί πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, τα συλλυπητήριά μας». Σας ευχαριστώ. «Ήταν τόσο νέα, είχε τόση ζωή μπροστά της. Μας είναι αδύνατον να το χωνέψουμε, συλλυπητήρια». Σας ευχαριστώ.

«Δεν ξέρω πως να νιώσω, Ρέγκι». Η φωνή του πατέρα ήταν ίση με ψίθυρο, «Δεν έχω χωνέψει ακόμη τι έχει συμβεί. Νομίζω πως αύριο θα ξυπνήσω και θα την δω να τρώει πρωινό στην κουζίνα και να παίζει με το ψωμί, όπως έκανε από μωρό. Απ’ όλα τα φαγητά στο τραπέζι, ήθελε να παίζει μόνο με το ψωμί, μόνο με το ψωμί».

Τα χέρια του πατέρα έτρεμαν, η αναπνοή του κοβόταν και ο Ρέγκι δεν άργησε να τον πάρει στην αγκαλιά του πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση. Τον κράτησε σφιχτά χαϊδεύοντάς τον στην πλάτη, και μια στιγμή νόμισε ότι εκείνος θα τον έσπρωχνε μακριά, όμως το μόνο που έκανε ήταν να μείνει παγωμένος, ανήμπορος να σταματήσει τα αναφιλητά.

«Είμαι στο πλευρό σου, αδελφέ. Ό,τι και να χρειαστείς, είμαι εδώ». Ο Ρέγκι τον έσφιξε στους ώμους, ο ίδιος τώρα με ελαφρώς ρόδινα μάτια, «Έχεις εμένα, έχεις την Άρτεμις…Η μικρή θα σας βλέπει πάντα, και τους δύο».

«Κόψε τις ανοησίες» είπε και έβγαλε ένα χαρτομάντιλο για τη μύτη του, «Δεν πιστεύω στη μεταθανάτια ζωή, Ρεγκ. Για μένα, το κορίτσι μου έφυγε. Δεν υπάρχει πλέον».

«Κάποιες φορές πιστεύουμε σε κάτι για να μας βοηθάει, Μάρτιν».

«Τίποτα δεν θα βοηθήσει. Αν θες εσύ να πιστεύεις για χάρη μου, πίστευε. Για μένα, για την Άρτεμις, για τον μικρό, δεν θα βοηθήσει τίποτα».

«Καλά». Ο Ρέγκι τον έτριψε λίγο ακόμη στον ώμο σφίγγοντας τα χείλη. Τα μάτια του ταξίδεψαν πέρα απ’ το μαυροφορεμένο πλήθος. «Πού είναι η Άρτεμις; Πώς είναι;».

«Δε φαντάζεσαι». Ο Μάρτιν κάλυψε το πρόσωπό του με τις παλάμες βογκώντας. «Κάνει όλο δουλειές στο σπίτι. Τίποτα δεν θέλει ξεσκόνισμα, όλα αστράφτουν, όμως αυτή καθαρίζει και ξανά καθαρίζει για μην σκέφτεται».

«Πρέπει να την πιάσεις και να της μιλήσεις».

«Προσπαθώ, Ρεγκ αλλά δεν ακούει. Είναι στον κόσμο της. Εντάξει, την καταλαβαίνω και εγώ θα έκανα τα πάντα για να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Όμως εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να είμαι συγκρατημένος μπροστά στο γιο μας. Είναι ο μόνος που μας έχει μείνει, έχει να βγει απ’ το δωμάτιό του μέρες. Τι θα σκέφτεται το παιδί βλέποντας έτσι τη μάνα του; Αυτή συμπεριφέρεται λες και είναι η μόνη που θρηνεί σ’ αυτό το γαμημένο σπίτι». Αναστέναξε βαριά καρφώνοντας ένα κενό βλέμμα στον Ρέγκι. «Δεν μπορώ να τρέχω ξοπίσω της, να της θυμίζω ότι έχει ένα ακόμη παιδί. Έχω και εγώ ζωή, ό,τι μου έχει απομείνει απ’ αυτή τη ζωή τέλος πάντων».

«Στο σπίτι είναι τώρα;»

Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Ναι».

«Θα πάω λίγο να τη δω».

«Κρατάς κανένα τσιγάρο;».

Εκείνος συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντάς τον από την κορυφή ως τα νύχια. «Θέλεις να ανάψεις εδώ, μπροστά στον κόσμο;»

«Ας πάνε αλλού αν τους ενοχλεί. Δεν τους κάλεσα κιόλας».

«Καλά, καλά». Έβγαλε το πακέτο απ’ την τσέπη του παντελονιού του και του πρόσφερε ένα. «Την Άρτεμις κατηγορείς, αλλά και τα δικά σου νεύρα δεν είναι λίγα».

Ο Μάρτιν το άναψε, και έκανε μια γκριμάτσα φυσώντας τον καπνό, «Άσε μας Ρεγκ. Δεν ζεις εσύ μαζί της και δεν ξέρεις πως πραγματικά είναι».

Εκείνος δεν απάντησε, μονάχα κούνησε το κεφάλι και έκανε μεταβολή, «Πάω να τη δω».

Το σπίτι βρισκόταν κοντά στο μέρος που οργανώθηκε η κηδεία. Πίσω από το φρεσκοκουρεμένο και σκαμμένο γρασίδι για την άφιξη του φέρετρου, υπήρχε ένας ήσυχος δρόμος που κειτόταν μοναχός στην ερημιά. Το μονοπάτι του δρόμου ήταν πλατύ και φαρδύ αρκετά ώστε να χωρούν δύο αυτοκίνητα το ένα δίπλα απ’ το άλλο, με φράχτες παλιούς και σαπισμένους να το περιτριγυρίζουν, μηλιές ψηλές και γηραιές να παρακολουθούν τον κάθε περαστικό. Η ζέστη του φετινού καλοκαιριού είχε καταντήσει αφόρητη, ο Αύγουστος τούτη τη χρονιά μαστίγωνε όσους έκοβαν βόλτες κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού και το μαύρο πουκάμισο του Ρεγκ τον έπνιγε με κάθε βήμα.

Προχωρούσε γοργά, κοιτάζοντας γύρω λες και ο χρόνος είχε παγώσει. Είχε δυο χρόνια να τον περπατήσει εκείνο το δρόμο, από τότε δηλαδή που η Έφη πήγαινε σχολείο…από τότε που τα νέα δεν είχαν μαθευτεί. Συνήθιζαν να τον καλούν για φαγητό και ύστερα για ένα ποτό στη βεράντα τις δροσερές νύχτες του καλοκαιριού. Εποχές όταν η Άρτεμις ασχολούταν ακόμη με τη ζωγραφική και ο γιος της ήταν μόλις πρώτη δημοτικού. Το κρασί και τα ζαλισμένα γέλια πάνω στις πλαστικές καρέκλες, τα τζιτζίκια που ούρλιαζαν κάθε βράδυ ως την αυγή, το κάθε τι ευχάριστο και μελαγχολικό έπαψε να υπάρχει όταν η Έφη διαγνώστηκε. Από ‘κείνον τον καιρό, το ζευγάρι είχε σταματήσει να καλεί φίλους και λοιπή οικογένεια στο σπίτι και ο Ρέγκι μετά βίας κράτησε επαφή με τον Μάρτιν όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία. Ύστερα από έναν χρόνο μαρτυριών και ταλαιπωρίας, ήταν λοιπόν η πρώτη φορά που μπροστά του αντίκριζε ξανά την ξεθωριασμένη μεζονέτα στο τέλος του χωματόδρομου.

Το σπίτι ορθωνόταν σαν κάστρο στην κορυφή ενός λόφου, διώροφο και υπερήφανο, λες και το ίδιο γνώριζε πως αυτό ήταν ο άρχοντας της περιοχής. Χτισμένο στη μέση της ερημιάς, δεύτερο κτίριο δεν έπιανε το μάτι από χιλιόμετρα, μονάχα ένας αχυρώνας δίπλα από ένα μικρό δασάκι και άπλετα, ξερά χωράφια. Όσο περισσότερο ο Ρέγκι πλησίαζε το σπίτι, τόσο πιο επιβλητικό υψωνόταν, και άλλο τόσο μικροσκοπικός αισθανόταν ο ίδιος απέναντί του. Ακόμη κι αν το ρολόι στον καρπό του έδειχνε μία το μεσημέρι και ο ήλιος έτσουζε, τα παράθυρα του πάνω ορόφου φαίνονταν μαύρα, σαν σε εκείνα τα δωμάτια να είχε ήδη βραδιάσει. Λίγο καιρό πριν, ένα από αυτά άνηκε στην Έφη.

Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της βεράντας και παρατήρησε ότι η εξώπορτα ήταν ορθάνοιχτη. Ετοιμάστηκε να φωνάξει, όταν βήματα άγγιξαν τα αυτιά του, και σύντομα η φιγούρα μιας γυναίκας εμφανίστηκε στο κατώφλι.

Κοντοστάθηκε για λίγο απορημένη, μάλλον τα μάτια της δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του άνδρα που την κοίταζε με ύφος μαλακό.

«Άρτεμις;»

Της ξέφυγε μια κοφτή φωνή, «Ρέγκι;»

«Πώς είσαι, Άρτεμις;»

Η γυναίκα δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει, τα πόδια της κινήθηκαν μόνα τους καθώς έτρεξε προς το μέρος του και τον τύλιξε στην αγκαλιά της. Αυτός την έσφιξε στη δική του, χάιδεψε τα κοντά της μαλλιά όσο άκουγε τα πνιχτά αναφιλητά της.

«Μου ‘λειψες» κατάφερε να συλλαβίσει μέσα απ’ τα δάκρυα, «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Ρεγκ».

Ο άνδρας γέλασε θλιμμένα νιώθοντας και τα δικά του μάτια να βουρκώνουν, και σιγά σιγά τα σώματά τους απομακρύνθηκαν. «Και μένα μου ‘λειψες. Και οι δυο σας μου λείψατε».

Έγνεψε καταφατικά και έβγαλε απ’ την τσέπη του φορέματός της ένα χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο.

Ο Ρέγκι σκούπισε διακριτικά τα μάτια του, «Λυπάμαι πολύ για το παιδί».

Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι με χείλη να τρέμουν, «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Το μάθαμε πολύ, πολύ αργά». Φύσησε τη μύτη της και τσαλάκωσε ξανά το χαρτί, σφίγγοντάς το μέσα στη γροθιά της. «Ήταν όλα προκαθορισμένα, Ρεγκ».

«Κάνατε ό,τι μπορούσατε» την παρηγόρησε τρίβοντάς την στο μπράτσο. «Το παρελθόν δεν αλλάζει. Τώρα πρέπει να παραμείνετε μονάχα δυνατοί για τον μικρό. Πού είναι, παρεμπιπτόντως;»

«Στο δωμάτιό του, πού αλλού;» Σκούπισε ξανά το υγρό μάγουλό της, «Από τότε που η Έφη έφυγε, δεν έχει βγει από εκεί μέσα μέρες τώρα. Αν δεν του φέρω φαγητό εγώ, θα λιμοκτονήσει».

«Δεν σας μιλάει;»

«Ούτε λέξη. Τι να πει; Έχει πάθει σοκ. Είναι μεγάλος πια, έχει ωριμάσει, ξέρει ότι η αδελφή του δεν πρόκειται να γυρίσει». Ένας λυγμός δραπέτευσε απ’ το στόμα της και έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της. «Δεν ξέρω τι θα κάνω, Ρεγκ. Δεν θέλω να ξυπνήσω το επόμενο πρωί».

«Μην λες μαλακίες, Άρτεμις. Θα συνεχίσεις τη ζωή σου, το ίδιο πρέπει να κάνει και ο μικρός. Άκουσέ με», κατέβασε τα χέρια της κάνοντάς την να τον κοιτάξει, «Χρειάζεστε ο ένας τον άλλον, δεν μπορείς να παρατήσεις τα πάντα. Θα θρηνήσουμε για την Έφη, όμως για χάρη της δεν θα πετάξεις όλη σου τη ζωή στα σκουπίδια».

«Δεν τη θέλω αυτή τη ζωή. Όπου κι αν κοιτάξω υπάρχει ένα μικρό κομμάτι της που με στοιχειώνει. Οι μηλιές, ο αχυρώνας, το δωμάτιό της. Όταν βραδιάζει δεν θέλω να πατάω στον πάνω όροφο, την αισθάνομαι. Νομίζω πως θα δω το φάντασμά της να τριγυρνά στο μπάνιο, στην κρεβατοκάμαρα, στο διάδρομο. Αρχίζω να τρελαίνομαι, Ρεγκ».

«Μάλλον δεν πρέπει να κάθεσαι στο σπίτι όλη μέρα. Τι κάνεις κλεισμένη εδώ τώρα; Έλα να πάμε στον Μάρτιν».

«Δεν έχω όρεξη να τον βλέπω».

«Γιατί;»

Η Άρτεμις ξεφύσησε βαριά. «Έχει αποκτήσει ένα πολύ εκνευριστικό υφάκι από τότε που χάσαμε τη μικρή. Δεν τον αντέχω ώρες - ώρες».

«Θα τον συμμαζέψω εγώ, μην σε ανησυχεί» της έκλεισε το μάτι. «Έλα, πάμε να πάρεις λίγο καθαρό αέρα».

Στάθηκε για λίγο αμίλητη, βλέποντάς τον αφηρημένα. Ύστερα από λίγες στιγμές σιωπής, κατένευσε. «Καλά, εντάξει. Περίμενε να πάρω τα κλειδιά και έρχομαι».

Γύρισε και έτρεξε μες το σπίτι, αφήνοντας τον Ρέγκι να κοντοστέκεται στα σκαλοπάτια. Αυτός ξεφύσησε αφήνοντας το στήθος του να βαρύνει, έκανε μεταβολή γυρνώντας την πλάτη στο σπίτι, αγναντεύοντας τον έρημο χωματόδρομο απ’ όπου ήρθε. Όταν οι ομιλίες έπαυαν και η σιωπή της φύσης κυριαρχούσε ξανά, οι μόνοι ήχοι που άγγιζαν τ’ αυτί ήταν τα θροΐσματα των φύλλων και τα τραγούδια των δεκαοχτούρων που φώλιαζαν στα δένδρα για να προστατεύονται απ’ τον καύσωνα του μεσημεριού. Εκείνη τη μέρα όμως άνεμος δεν είχε εμφανιστεί να κουνήσει τις φυλλωσιές και οι δεκαοχτούρες είχαν σωπάσει το συνθηματικό τους τιτίβισμα, σαν η γύρω φύση να θρηνούσε κι αυτή για το χαμό του παιδιού, σα να ‘σκυβε το κεφάλι απέναντι στο θάνατο μιας νεαρής ψυχής.

Την στιγμή που η φύση φαινομενικά θρηνούσε, ο Ρέγκι παρακολουθούσε το ηλιοκαμένο έδαφος με την εικόνα του Μάρτιν να ενοχλεί τη σκέψη του. Τον είχε γνωρίσει στα φοιτητικά του χρόνια, οι δυο τους νεαροί τότε πήγαιναν στην ίδια σχολή. Στις διαλέξεις τύχαινε να κάθονται πλάι και να σιγομουρμουρίζουν, τα βράδια να γυρίζουν τα μπαράκια μεθώντας αλόγιστα, να βγαίνουν για καφέ δίχως απαραίτητα να έχουν κάτι να συζητήσουν, να ξημεροβραδιάζονται ο καθένας στη γκαρσονιέρα του άλλου και άλλες φορές να περνούν εβδομάδες δίχως να πατούν πόδι στη σχολή. Ο Ρέγκι είχε ολοκληρώσει το πτυχίο του στα τέσσερα έτη σπουδών, ενώ ο Μάρτιν στα πέντε. Οι δύο άνδρες είχαν προικισθεί με ένα δώρο που ελάχιστοι φίλοι αποκτούσαν• να καταλήξουν μετά τη σχολή στον ίδιο εργασιακό χώρο. Ωστόσο, το γεγονός δεν αποτέλεσε τόσο θαύμα, όσο προδιαγεγραμμένο μονοπάτι. Η μηχανική ρομποτικής όσο και η ανάπτυξη τεχνητής νοημοσύνης συνιστούσαν πεδία μίας ακόμη πρώιμης τεχνολογίας, ένα μέρος του φάσματος με το οποίο λίγοι τολμούσαν να ασχοληθούν λόγω της ασταθούς επαγγελματικής αποκατάστασης. Τα πανεπιστήμια που αναλάμβαναν τέτοιου είδους καινοτόμα προγράμματα ήταν ελάχιστα στη χώρα και οι εταιρείες που ειδικεύονταν στον τομέα αυτό ακόμη λιγότερες. Εν τέλει, δεν φάνηκε παράξενο που οι δυο τους έφτασαν συνεργάτες ως εκείνη τη μέρα.

Μέσω του Μάρτιν, ο Ρέγκι είχε γνωρίζει την Άρτεμις. Εκείνη ήταν στο τμήμα Τηλεπικοινωνιών και Ηλεκτρονικών Συστημάτων. Όταν περνάς μια πενταετία της ζωής σου στους ίδιους τοίχους, όλο και εξοικειώνεσαι με τον κόσμο τριγύρω. Η ίδια έχοντας ολοκληρώσει την τετραετία της προσλήφθηκε άμεσα στην ίδια πόλη που εργάζονταν οι δύο άνδρες. Η σχέση του Μάρτιν και της Άρτεμις άνθισε, ώσπου ύστερα από μία ακόμη πενταετία ο Ρέγκι βρέθηκε προσκεκλημένος στο γάμο και σύντομα νονός των δύο τους παιδιών.

Όσο είσαι στα είκοσι σου και το μόνο που σε απασχολεί είναι να περάσεις την εξεταστική, ο έρωτας μοιάζει το κερασάκι στην τούρτα τούτης της ανέμελης και ξέγνοιαστης ζωής. Ύστερα έρχεται ο καιρός να δουλέψεις και ο χρόνος σου περιορίζεται, με τον έρωτα να φαντάζει για πολλούς πολυτέλεια και η οικογένεια είναι είτε ευλογία είτε βάρος. Παρόλο που ο Ρέγκι δεν είχε εκφράσει ποτέ τούτη τη σκέψη, έβλεπε ότι ο Μάρτιν και η Άρτεμις δεν απέκτησαν ποτέ ευτυχισμένο γάμο. Αγαπιόντουσαν, ναι, όμως ο έρωτας είχε χαθεί προ πολλού. Συζούσαν κυρίως για τα παιδιά. Αναρωτιόταν, τώρα που είχαν χάσει τη μικρή, αν θα ανέβαλλαν ξανά το διαζύγιο λόγω του γιού τους. Αυτός όμως δεν είναι μωρό. Ο γιος τους έχει φτάσει λύκειο, έχει ωριμάσει, καταλαβαίνει πολλά περισσότερα από όσα δείχνει.

Στράφηκε αργά προς το σπίτι. Η Άρτεμις είχε αφήσει την εξώπορτα μισάνοιχτη. Η βεράντα ήταν άδεια, οι καρέκλες και το τραπεζάκι καλυμμένα από σκόνη λες και είχε πολύ καιρό να τα αγγίξει κάποιος. Ο Ρέγκι συνοφρυώθηκε, θυμήθηκε πως ο Μάρτιν του είχε σχολιάσει την τακτική καθαριότητα της Άρτεμις.

Κατέβηκε τη σκάλα και το βλέμμα του σκαρφάλωσε στα παράθυρα του πάνω ορόφου. Μαύρα όπως ήταν, βουτηγμένα στο σκοτάδι στη μέση του μεσημεριού, μια όψη σχηματιζόταν πίσω απ’ το ένα τζάμι. Ο Ρέγκι στένεψε τα μάτια κόντρα στον ήλιο, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που κοιτούσε. Με δυσκολία διέκρινε ένα πρόσωπο να τον βλέπει πίσω απ’ το παράθυρο, ανέκφραστο, αμίλητο. Ο Ρέγκι κούνησε το χέρι αβέβαια, και το πρόσωπο χάθηκε μέσα απ’ τις σκιές. Έμεινε για λίγο ακίνητος, περιμένοντας να εμφανιστεί ξανά, ώσπου άκουσε την εξώπορτα να κλείνει και τα κλειδιά να χτυπούν στα δάχτυλα της Άρτεμις.

«Πάμε;»

«Νομίζω πως με είδε ο μικρός απ’ το παράθυρο» της είπε.

«Ναι; Σε κατάλαβε;»

«Δεν ξέρω. Μόλις τον χαιρέτησα έφυγε».

Η Άρτεμις έριξε μια ματιά στο πλέον άδειο τζάμι του πάνω ορόφου. «Θα του πω αργότερα δυο κουβέντες για αυτή την αγένεια».

«Δε πειράζει, άστον. Περνάει κι αυτός δύσκολα. Εσύ αισθάνεσαι λίγο καλύτερα;»

«Ε, τι να λέμε τώρα» χαχάνισε, και ένιωσε τη φωνή της να σπάει. Σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο. «Άντε, πάμε».

Ο δρόμος για την επιστροφή φάνηκε μακρύτερος από όσο χρειάστηκε ο Ρέγκι για να φτάσει. Συνήθως συνέβαινε το αντίθετο, μα τώρα περπατώντας πλάι στην Άρτεμις ο χρόνος κυλούσε όλο και βραδύτερα. Ο χωματόδρομος έμοιαζε πιο τραχύς και ο καύσωνας είχε γίνει ακόμη πιο ανυπόφορος. Ήταν στραμμένος ευθεία μπροστά, αλλά κάθε τόσο η ματιά του έπιανε την Άρτεμις να βαδίζει δίπλα του αφηρημένη. Λέγοντας του ότι έβλεπε ακόμη την κόρη και τον γιο της να παίζουν σκάβοντας λάκκους στο δασάκι για να ψάξουν τυφλοπόντικες. Ο Ρέγκι ανασήκωσε τους ώμους, Η Έφη σήμερα έσκαψε έναν τελευταίο λάκκο, όμως όχι για τυφλοπόντικα.

«Την ημέρα που πέθανε ήταν ο Μάρτιν στο νοσοκομείο» μουρμούρισε η Άρτεμις όσο συνέχιζαν την πορεία τους. «Είχε κοιμηθεί εκεί. Εγώ ήμουν σπίτι. Το τηλέφωνο χτύπησε αργά το απόγευμα και τον άκουσα να τραυλίζει στο ακουστικό. Δεν ήθελε να μου το δείξει, όμως κατάλαβα αμέσως ότι έκλαιγε και αμέσως συνειδητοποίησα αυτό που θα μου έλεγε».

Ο Ρέγκι γύρισε ελαφρά να την κοιτάξει. Φρέσκα δάκρυα μούσκευαν ξανά τα μάγουλά της.

«Δεν αναπνέει, μου είπε. Δεν αναπνέει εδώ και δέκα λεπτά. Δεν έχει παλμούς. Αργά ή γρήγορα, το περίμενα αυτό το τηλεφώνημα, Ρεγκ. Γι’ αυτό νόμιζα πως θα το αντιμετώπιζα πιο ψύχραιμα, όμως όταν ο Μάρτιν μου είπε ότι την χάσαμε - και σου μιλάω ειλικρινά - ήθελα να τον σκοτώσω. Γιατί στο μυαλό μου είχα ότι αυτός βρισκόταν εκεί για να την κρατήσει στη ζωή, ότι αυτή ήταν η δουλειά του και δεν μπόρεσε να την κάνει σωστά. Μου είπε κλαίγοντας ότι η Έφη δεν ανασαίνει και εγώ ήθελα να πάω εκεί και να τον σκοτώσω…να τον βρίσω. Δεν μπορείς να φανταστείς τι είχε περάσει από το κεφάλι μου εκείνη την μέρα».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε το πρόσωπό της.

«Εγώ είμαι αυτή που του κάνω κακό, όχι αυτός σ’ εμένα. Δεν τον αδικώ αν με απεχθάνεται, άλλωστε και εγώ δεν είμαι καλά. Δεν είμαι σε θέση να του δείξω στοργή».

«Τον θέλεις κοντά σου;» τη ρώτησε.

Αυτή κούνησε το κεφάλι. «Δε ξέρω. Δε νιώθω τίποτα πλέον. Ελπίζω μονάχα να μείνει για τον μικρό. Χρειάζεται και τους δυο γονείς του. Μας έχει ανάγκη».

Αυθόρμητα έστρεψε την προσοχή της στα δένδρα, πίσω από το φράχτη που αγκάλιαζε το δρόμο.

«Τις βλέπεις αυτές τις μηλιές;» τον ρώτησε δείχνοντας, «Κάποιες τις φυτέψαμε εγώ και ο Μάρτιν, όταν ξεκινήσαμε να χτίζουμε το σπίτι. Ήταν μικρά δενδράκια και τις βάλαμε ανάμεσα στις άλλες που υπήρχαν ήδη εδώ. Πλέον τόσα μήλα που έχουμε θα μπορούσαμε να κάνουμε επιχείρηση». Γέλασε με μια δόση θλίψης στη φωνή της. «Τα παιδιά ανταγωνίζονταν ποιος θα μαζέψει τα καλύτερα μήλα. Κάθε Οκτώβρη τους έβλεπα να τρέχουν τριγύρω στο περιβόλι και να τα κόβουν το ένα μετά το άλλο».

«Τουλάχιστον βοηθούσαν στο μάζεμα, ε;»

«Βοηθούσαν, ναι».

Η Άρτεμις γύρισε να τον κοιτάξει και εκείνος για μια στιγμή χάθηκε στα ρόδινά της μάτια, που ήταν τόσο κόκκινα και πρησμένα από τους λυγμούς. Κόντρα στο φως του ήλιου, το καστανό των ματιών της ήταν όμοιο με κεχριμπάρι, μια απόχρωση τόσο γλυκιά και ζεστή, που ο πόνος στο πρόσωπό της του έμοιαζε με θείο δώρο.

Εκείνη συνέχισε να μιλάει. «Κάθε φορά που μας επισκεπτόσουν, τα παιδιά ανυπομονούσαν να σε δουν. Ιδίως η Έφη. Όταν ο Μάρτιν της έλεγε πως θα ερχόσουν δεν έτρωγε ούτε έπινε από τον ενθουσιασμό. Σ’ αγαπούσε πολύ».

Ο Ρέγκι γύρισε ξανά μπροστά ρίχνοντας το βλέμμα στα πόδια του, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του νιώθοντας τον λαιμό του να καίει. «Το ξέρω. Ήταν πολύ καλό παιδί».

Έχοντας πλησιάσει αρκετά, μπορούσαν να διακρίνουν τις μαυροφορεμένες φιγούρες των παρευρισκόμενων στην κηδεία. Οι περισσότεροι μιλούσαν μεταξύ τους, οι υπόλοιποι ήταν σιωπηλοί και όρθιοι απέναντι από την κάσα.

«Ο μικρός δεν θα ‘ρθει καθόλου;», την ρώτησε ο Ρεγκ.

«Δεν βγήκε απ’ το δωμάτιο, άρα δεν θέλει».

«Δεν του μίλησες;»

«Αν ήθελε, Ρεγκ, θα ερχόταν. Δεν θα τον πιέσω».

Συνέχισαν να προχωρούν, χωρίς να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα.



Η Άρτεμις κατέβηκε τις σκάλες και έτρεξε στην κουζίνα παραπατώντας. Άνοιξε τον φούρνο χρησιμοποιώντας μια πετσέτα, έβγαλε το ταψί σχεδόν πετώντας το πάνω στον πάγκο. Βλασφήμησε. Έπειτα πήρε ένα πιρούνι μέσα από το συρτάρι και τσίμπησε τις γωνίες, ίσα για να συνειδητοποιήσει πως είχαν βγει σκληρότερες από όσο έπρεπε.

«Το φαγητό λίγο κάηκε, αλλά τρώγεται» φώναξε καθώς έπιανε σε κότσο τα μαλλιά της δίπλα στην εξώπορτα. «Είναι για σένα και το παιδί. Βάλε τον να φάει, γιατί μόνος του δεν θα κατέβει».

Ο Μάρτιν γύρισε να την δει από τον καναπέ στο σαλόνι, συνοφρυωμένος. «Εσύ δε θα φας;»

«Δεν πεινάω».

Κούνησε το κεφάλι με μια γκριμάτσα, «Δεν μπορείς να συνεχίσεις να το κάνεις αυτό. Πρέπει να τρως».

«Όταν πεινάω, τρώω» του γύρισε την πλάτη για να φορέσει τα παπούτσια, «Εσύ έχε τον νου σου στο παιδί».

«Πας κάπου;»

«Στο περιβόλι. Θέλω λίγο αέρα».

«Αέρα; Από ποιον;»

Η Άρτεμις στράφηκε για μια στιγμή να τον κοιτάξει, αδυνατώντας να καταλάβει αν στο πρόσωπο του Μάρτιν έβλεπε απέχθεια ή παράπονο. «Γιατί πρέπει τα πάντα να αφορούν εσένα;»

Αυτός σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Μια ερώτηση έκανα».

Του έριξε μια τελευταία ματιά, ύστερα άρπαξε τα κλειδιά από το τραπεζάκι του χολ κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Ο Μάρτιν ανακάθισε στον καναπέ καλύπτοντας το πρόσωπο με τα χέρια του, απελευθέρωσε ένα πνιχτό μουγκρητό. Λίγο μετά άνοιξε αργά τα μάτια του, αντικρίζοντας την αντανάκλασή του στην σβηστή τηλεόραση, παρατήρησε τον εαυτό του αποτυπωμένο στην μαύρη οθόνη και αναρωτήθηκε τι έκανε τόση ώρα καθισμένος. Το χρονικό διάστημα που η Άρτεμις μαγείρευε, δεν έβλεπε κάποια εκπομπή ή ταινία στην τηλεόραση, ούτε διάβαζε κάποιο βιβλίο, επίσης το κινητό του το είχε αφημένο πάνω στην διπλανή πολυθρόνα. Ουσιαστικά αυτό που έκανε, αξιοποιώντας την άδεια από τη δουλειά του, ήταν να κάθεται ακλόνητος όσο η Άρτεμις ξεσκόνιζε το σπίτι, μαγείρευε, έβαζε πλυντήριο, έπλενε τα πιάτα. Τον δικαιολογούσε η σκέψη που συνήθιζε να κάνει, πως ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να θρηνεί. Σπάνια όμως παραδεχόταν στον εαυτό του, ότι δεν έβρισκε την όρεξη να βοηθά την Άρτεμις στις αγγαρείες.

Ακούμπησε την πλάτη του πίσω, ξεφυσώντας. Δεν θα παραξενευόταν αν η Άρτεμις του ζητούσε τελικά διαζύγιο. Ήλπιζε μονάχα να έβρισκε τα χρήματα να νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα για τον ίδιο, όταν θα συνέβαινε. Ίσως στο κέντρο της πόλης…και η διατροφή; Για όνομα του Θεού, δεν ξεμπλέκεις ολοκληρωτικά.

Τινάχτηκε ολόκληρος όταν το κινητό του άρχισε να κουδουνίζει. Το πήρε από την πολυθρόνα και διάβασε τ’ όνομα της επαφής. «Έλα, Ρεγκ».

«Μάρτιν; Πώς είσαι, αδελφέ;»

«Μια ζωή ηλίθιες ερωτήσεις έκανες».

«Τι χαριτωμένες απαντήσεις δίνεις». Το ακουστικό έβγαλε έναν σπαστό ήχο όταν ο Ρέγκι το άλλαξε από τον έναν ώμο στον άλλο. «Τι κάνει η Άρτεμις;»

«Πήγε βόλτα στο περιβόλι».

«Είναι καθόλου καλύτερα;»

«Το παιδί της έχασε. Τι λες εσύ;»

Σιωπή. «Ναι, έχεις δίκιο». Ο Ρέγκι ξερόβηξε. «Πρέπει να μιλήσουμε».

«Για δες που αυτή την πρόταση περίμενα να την ακούσω από τη γυναίκα μου».

«Κοίτα, Μάρτιν. Είναι σοβαρό, αρκετά. Θα μπορούσες να το πεις και ζήτημα ζωής και θανάτου. Έχει να κάνει με την Έφη».

Το σάλιο τού κάθισε στο λαιμό. «Τι είναι;»

«Αύριο τελειώνει η άδειά σου, ναι; Θα τα πούμε στη δουλειά, οι δυο μας».

«Τότε γιατί τηλεφώνησες τώρα;»

«Για να βεβαιωθώ πως θα έρθεις αύριο». Ο Ρέγκι χασκογέλασε απ’ το ακουστικό, «Μπορώ να αναγνωρίσω κάποιον με αυτοκτονικές τάσεις όταν τον βλέπω, Μάρτιν».

«Είσαι μαλάκας; Μιλάς για την κόρη μου αυτή την στιγμή, την κόρη μου. Πες μου για τι πρόκειται».

«Έλα αύριο κανονικά, και θα συζητήσουμε. Καλό θα ήταν να μην αναφέρεις τίποτα στην Άρτεμις, δεν είναι ώρα ακόμα».

«Μα το Θεό, δεν σε καταλαβαίνω».

«Υπομονή. Να προσέχεις την οικογένειά σου, φίλε».

Η γραμμή έκλεισε.





Νωρίς το πρωί ο Μάρτιν σηκώθηκε για να προετοιμαστεί για τη δουλειά. Η Άρτεμις κοιμόταν στην άλλη μεριά του κρεβατιού, κουρνιασμένη μακριά από την πλευρά του Μάρτιν και με τα μαλλιά της ακόμη πιασμένα σε κότσο. Εκείνος δεν την φίλησε για αντίο όπως συνήθιζε παλαιότερα, μονάχα στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας ακούγοντας την αναπνοή της προτού κατεβεί αθόρυβα τις σκάλες.

Το εργαστήριο ήταν πιο συνωστισμένο από ότι το είχε αφήσει για την οργάνωση της κηδείας. Ορισμένοι υπάλληλοι απουσίαζαν για το καλοκαίρι, όμως αρκετοί βρίσκονταν στα γραφεία τους και ακόμη περισσότεροι στα εργαστήρια. Κάποιοι έστηναν τα θεμέλια για νέα πρότζεκτ και άλλοι αναβάθμιζαν τα ήδη υπάρχοντα. Η δουλειά του καθενός διακόπηκε, όταν ο Μάρτιν εμφανίστηκε στην είσοδο. Εκατοντάδες μάτια καρφώθηκαν πάνω του σαν γεράκια που είχαν μυριστεί ψοφίμι. Όσο αυτός περνούσε ανάμεσά τους για να φτάσει στο δικό του γραφείο, αμέτρητα χέρια τον ακουμπούσαν στον ώμο κάνοντας χειραψία, μία αγκαλιά, δείχνοντας την λύπηση τους.

«Συλλυπητήρια, Μάρτιν», «Είμαι σίγουρη πως κάνατε ό,τι μπορούσατε», «Συλλυπητήρια, φίλε μου. Ποιος ξέρει, ίσως τώρα το παιδί βρίσκεται σε καλύτερα χέρια», «Τα συλλυπητήριά μας, δεν ξέρεις πόσο αγωνιούσαμε για τη μικρή. Η γυναίκα σου πώς είναι;», «Συλλυπητήρια».

Το κάθε ευχαριστώ που ξεστόμιζε πίκραινε τη γλώσσα του και το έφτυνε σα δηλητήριο. Αν και είχε αντιμετωπίσει όλους τους δήθεν στεναχωρημένους στην κηδεία, δεν ήταν προετοιμασμένος για μία τέτοια υποδοχή. Επιτάχυνε το βήμα του απατώντας κοφτά, σε ότι άλλο του έλεγαν. Το παιδί βρίσκεται τώρα σε καλύτερα χέρια; Μπάσταρδοι, ας σας πεθάνουν τα δικά σας παιδιά και να σας δω να λέτε τα ίδια.

Βρήκε τον Ρέγκι μέσα στο γραφείο του να κοντοστέκεται με τα χέρια πίσω από την πλάτη του και να παρατηρεί τους χαρτοφύλακες στη μικρή βιβλιοθήκη. Του μουρμούρισε ένα «καλημέρα» όσο έκλεινε την πόρτα πίσω του και ο Ρέγκι μονάχα κάθισε στις φτέρνες εξετάζοντας προσεκτικά τα βιβλία στα χαμηλότερα ράφια.

Έδειξε την ράχη ενός χοντρού τόμου και διάβασε συλλαβιστά τον τίτλο, «Homo Deus: Μια Σύντομη Ιστορία του Μέλλοντος». Σηκώθηκε όρθιος με ένα βογκητό και χάρισε στον Μάρτιν ένα αμυδρό χαμόγελο. «Η μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη ήταν η ανακάλυψη της άγνοιας. Ποτέ δεν βαρέθηκες να το λες στη σχολή».

Ο Μάρτιν κούνησε το κεφάλι και ακούμπησε την τσάντα του στο γραφείο. «Έχεις έναν περίεργο τρόπο να λες καλημέρα στον άλλον».

Κάθισε στην καρέκλα και ο Ρέγκι βολεύτηκε πάνω στο τραπέζι σπρώχνοντας τα σκορπισμένα φυλλάδια παραπέρα. Μιλούσαν ήσυχα ώστε να μην ακούγονται από τους περαστικούς έξω από το γραφείο. Τον έτριψε στον ώμο στοργικά, τον ρώτησε για την Άρτεμις, για το γιο του, για το πώς ήταν η κατάσταση στο σπίτι. Ύστερα από λίγα εισαγωγικά λεπτά χαλαρώνοντας την ατμόσφαιρα, τού πρότεινε την ιδέα που μελετούσε την τελευταία χρονική περίοδο.

«Επιστημονική επανάσταση!». Την χαρακτήρισε ο Ρέγκι. «Το μεγαλύτερο επιστημονικό επίτευγμα του εικοστού πρώτου αιώνα! Και τα εύσημα θα πάνε σε εμάς. Θα το φανταζόσουν ποτέ; Τι χαρακτηρίζει πόσο ξεχωριστοί είμαστε ο ένας από τον άλλον», ρώτησε τον Μάρτιν.

«Η ταυτότητά μας», είπε.

«Καλώς, και από τι αποτελείται η ταυτότητά μας; Το ονοματεπώνυμο, το φύλο, την εθνικότητα; Όχι, αυτές είναι δικές μας νοητές εφευρέσεις που δεν άπτονται του υλικού κόσμου. Το όνομα και η εθνικότητα συνιστούν έννοιες άυλες, πνευματικές επινοήσεις που θεωρούμε μέρος του εαυτού μας, και η ύπαρξή τους βασίζεται στην κοινωνική μας πραγματικότητα. Ας είναι. Τι αποτελεί την ταυτότητά μας, λοιπόν; Τι κάνει εμένα διαφορετικό από εσένα, αν όχι η εξωτερική μου εμφάνιση και το κοινωνικό μου στάτους;». Ο Ρέγκι χτύπησε το χέρι στο τραπέζι γεμάτος ενθουσιασμό. «Η συνείδησή μας! Τόσο μοναδική όσο το γενετικό μας υλικό. Αν θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε τη συνείδηση του ανθρώπου ακόμη και μετά τον θάνατο του, τότε θα γινόμασταν πρακτικά αθάνατοι! Το σώμα σαπίζει και δεν επανέρχεται, όμως εγκλωβίζοντας τη συνείδηση, εγκλωβίζουμε το ποιοι είμαστε».

Ο Μάρτιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Η ύπαρξη της συνείδησης δεν έχει αποδειχτεί, άρα ούτε και διαψευστεί. Πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε κάτι το οποίο δεν γνωρίζουμε αν υφίσταται, στην τελική; Το ποιοι είμαστε είναι οι εμπειρίες, οι πεποιθήσεις μας και ο χαρακτήρας που πλάσαμε και κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας. Όλα τα παραπάνω συνιστούν την ίδια μας την προσωπικότητα».

«Μα η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας είναι στοιχεία που μεταβάλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας», ανταποκρίθηκε ο Ρέγκι. «Δεν είναι δυνατόν να ορίσουμε κάτι που περνάει από αλλεπάλληλες φάσεις αλλαγής. Χρειάζεται αυτό που θα εκμεταλλευτούμε να είναι στάσιμο, χειροπιαστό. Ποιο στάσιμο στοιχείο περιλαμβάνει, λοιπόν, τον εαυτό μας;»

«Ο εγκέφαλος», είπε ο Μάρτιν. «Το κέντρο ελέγχου του σώματος, η πηγή γέννησης συναισθημάτων, η βιβλιοθήκη αναμνήσεων. Αν ο εαυτός μας αποτελείται από κάτι τόσο μεταβλητό όσο και στάσιμο στην υλική πραγματικότητα, αυτό είναι ο εγκέφαλος».

«Αρχίζεις να με πιάνεις» χασκογέλασε ο Ρέγκι και σηκώθηκε από το γραφείο. Έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο, σκεπτόμενος. «Κατανοώ πως η ανθρωπότητα δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει την ύπαρξη της συνείδησης. Για αυτό σκέψου, τι κι αν είμαστε εμείς οι εκλεκτοί;»

Ο Μάρτιν βυθίστηκε στην καρέκλα του με χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, τον κοίταζε με μισό μάτι. «Δεν βλέπω που το πας».

«Αν η συνείδηση πρακτικά υπάρχει, κι αν αυτή είναι το κλειδί στην αιωνιότητα, τότε το σπίτι της είναι ο νους. Σωστά;»

Ανασήκωσε τους ώμους αναστενάζοντας. «Έτσι όπως το πάμε, ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω;»

Ο Ρέγκι πήδηξε μπροστά σκύβοντας πάνω από το κεφάλι του. «Τι θα έκανες για να ξαναδείς την κόρη σου, φίλε μου;»

«Τι;».

«Με άκουσες. Θα έκανες τα πάντα, έτσι δεν είναι;».

«Δεν ξέρω που το πας, Ρεγκ, όμως δεν μου αρέσει». Σηκώθηκε από την καρέκλα σκυθρωπός. «Γιατί πιάνεις την Έφη στο στόμα σου;».

«Μπορούμε να τη φέρουμε πίσω, Μάρτιν». Τον είχε καρφωμένο στα μάτια, παρακολουθώντας την παραμικρή του αντίδραση. «Αν ο ισχυρισμός αυτός είναι σωστός, μπορούμε να φέρουμε πίσω την Έφη. Θα εγκλωβίσουμε τη συνείδησή της – τον πυρήνα της ταυτότητάς της – και θα την τοποθετήσουμε σε ένα νέο, τεχνητό σώμα».

«Είσαι τρελός; Τι είναι αυτά που λες;» Τον έσπρωξε ελαφρά κάνοντάς τον να παραπατήσει. «Θες να κάνεις πειραματόζωο το παιδί μου για να τιμήσουν εσένα με Νόμπελ;».

Ο Ρέγκι σήκωσε τα χέρια. «Δεν είμαι κανένα άψυχο κτήνος, Μάρτιν. Μη διαστρεβλώνεις αυτά που λέω. Δεν είσαι ο μόνος που αγαπούσε την Έφη, νονός της ήμουν στο κάτω κάτω. Με ενδιαφέρει η μοίρα μας και η μοίρα της Άρτεμις. Τα χρήματα είναι και αυτά ένα προνόμιο, ναι, όμως δεν είναι αυτά το κίνητρό μου».

«Μην κοροϊδεύεις εμένα, Ρεγκ. Σχεδόν μια ζωή σε ξέρω και πάντα αναζητούσες εφόδια να αναδειχτείς. Κάνε ό,τι θες, όμως την Έφη δεν θα την ανακατέψεις. Δεν θα χρησιμοποιήσεις το παιδί μου επειδή εσύ θες να το παίξεις Φρανκενστάιν».

Ο Ρέγκι του χάρισε ένα αμυδρό χαμόγελο, αδύνατον να καταπνίξει τον ενθουσιασμό που έσκαγε μέσα του σαν πυροτέχνημα. «Ο Φρανκενστάιν, βλέπεις, προσευχόταν στον Θεό για να έναν θρόνο δίπλα του. Τι ήταν η δημιουργία του νομίζεις; Σάρκα δίχως πνεύμα. Εμείς θα αποκτήσουμε έναν θρόνο πάνω από τον παράδεισο – ο Θεός θα μας αντικρίζει και θα τρέμει στο διάβα μας, Μάρτιν. Ανατριχιάζω και μόνο με την ιδέα». Τον πλησίασε ξανά, ψάχνοντας απεγνωσμένα μια σταγόνα ελπίδας στα μάτια του. «Δεν θα ήθελες να ξαναδείς την κόρη σου να γελά και να παίζει; Δεν θες να τη δεις να μεγαλώνει φτάνοντας στην ηλικία σου;».

«Βγάλε το παιδί μου από το στόμα σου, με καταλαβαίνεις;» Το αίμα στις φλέβες του έβραζε, οι κόρες του είχαν διασταλεί κλείνοντας μέσα τους μια θολή εικόνα του Ρέγκι να τον παρατηρεί σιωπηλά. «Δεν ξέρω τι διάολο ονειρευόσουν μόνος σου τους τελευταίους μήνες όσο εγώ και η Άρτεμις τρέχαμε στις χημειοθεραπείες, όμως τον πληθυντικό ξέχνα τον. Εγώ δεν είμαι μέρος κανενός σχεδίου σου. Η Έφη έχει πεθάνει, πόσο πιο κατανοητό να σου το κάνω; Πέθανε, δεν υπάρχει πια». Η φωνή του προς το τέλος έσπασε.

«Μπορούμε να το αναστρέψουμε, θα δεις».

«Δεν αναστρέφεται τίποτα. Δεν γίνεται να παίρνεις στα σοβαρά τέτοιες κουβέντες του αέρα».

«Του αέρα; Ο κόσμος δεν χωρίζεται σε άσπρο και μαύρο. Υπάρχει ένα φάσμα πιθανοτήτων στη σύγχρονη εποχή». Ο Ρέγκι έδειξε ξανά το βιβλίο Homo Deus στο χαμηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης. «Θυμάσαι τι άλλο μου έλεγες στη σχολή; Δεν ικανοποιούμαστε έχοντας μία γαλήνια και επιτυχημένη ζωή. Αντί αυτού, ικανοποιούμαστε όταν η πραγματικότητα αντιστοιχίζεται με τις προσδοκίες μας». Έκανε μια παύση σουφρώνοντας το πρόσωπο. «Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων».

«Δεν προσδοκώ τίποτα, Ρεγκ. Ακόμη κι αν δυσκολεύομαι ακόμη να συμβιβαστώ με ό,τι έχει γίνει, δεν περιμένω να επιστρέψει η κόρη μου από τον τάφο». Τα μάτια του πλέον έκαιγαν, η οργή μετατρεπόταν σε μια μαύρη, γλοιώδη απελπισία. Τούτη τη μέρα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι με την ανακούφιση ότι θα περνούσε το επόμενο οκτάωρο στη δουλειά, δίχως να αναφερθεί ο θάνατος της Έφης από κάποιο στόμα. Για λίγες ώρες τουλάχιστον το φάντασμά της να εξαφανιζόταν από τη σκέψη του μένοντας κρυμμένο και σιωπηλό σε μια γωνία. Δεν ζητούσε πολλά, λίγες ώρες μονάχα. «Φύγε από το γραφείο μου», αντέδρασε με ψυχρότητα.

«Σε παρακαλώ, άσε με να σε κάνω να καταλάβεις».

«Μου είπες αρκετά για να καταλάβω την τρέλα σου».

«Άσε με να σε ρωτήσω κάτι τουλάχιστον, αλλά θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά». Τον ακούμπησε στους ώμους σκύβοντας μπροστά. «Η πιθανότητα να τη φέρεις πίσω δεν σε κινητοποιεί ούτε λίγο; Πες μου».

«Για τι πιθανότητες μιλάμε; Για πες, τι πιθανότητες; Μία στο εκατομμύριο;».

«Ε όχι και τόσο» γέλασε, «Δεν ξέρουμε αν δεν το δούμε. Μην με αποπαίρνεις έτσι, δώσε μου λίγο χρόνο».

Ο Μάρτιν παρέμεινε στην ίδια θέση βλέποντάς τον με μάτια βουρκωμένα, αισθανόμενος σαν κλόουν στη μέση ενός τσίρκου με παρουσιαστή τον Ρεγκ να τον χλευάζει για τη διασκέδαση του πλήθους που ξεκαρδιζόταν στις σκιές. Οι φωνές των συνεργατών του, επανήλθαν μέσα στο κεφάλι του, προκαλώντας του θυμό. Το τελευταίο πράγμα που δεν θα άντεχε, ήταν τα κουτσομπολιά. Τίναξε τα χέρια του Ρέγκι μακριά. «Πάω να πλύνω το πρόσωπό μου» μουρμούρισε φεύγοντας από το γραφείο.

«Πώς είστε με την Άρτεμις;».

Το χέρι του πάγωσε στο χερούλι.

«Εννοώ, μεταξύ σας». Ο Ρέγκι δίπλωσε τα χέρια του και έγειρε πάνω στο γραφείο. «Δεν τα πάτε καλά. Ίσως θα πρέπει να της κάνεις ένα δώρο».

Ο Μάρτιν δεν ανταποκρίθηκε. Γύρισε ελαφρά το κεφάλι καθώς αποχώρησε από το δωμάτιο.







Με το σούρουπο τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει να τραγουδούν. Πίσω από τις άγονες εκτάσεις χωραφιών που κείτονταν πέρα από το σπίτι, οι χαμηλοί λόφοι είχαν καταβροχθίσει το κενό πρόσωπο του ήλιου. Όσο η μία πλευρά του ορίζοντα σκοτείνιαζε μουντή, η άλλη έκλεβε μια ρόδινη απόχρωση, με τις υψηλότερες κορυφές των δένδρων να βάφονται με λίγες χρυσές ακτίνες φωτός. Ανά λίγα βήματα μηλιές ορθώνονταν η μία δίπλα από την άλλη, μπλέκοντας τα πυκνά κλαριά τους δημιουργώντας ένα παχύ στρώμα σκιάς. Έχοντας περάσει οι ανθισμένοι μήνες της άνοιξης, ο καύσωνας σύντομα θα έδινε τη θέση του στο ψύχος του φθινοπώρου και σε λίγο πλησίαζε η περίοδος της συγκομιδής, με τους καρπούς να έχουν ήδη ωριμάσει.

Κάθε χρονιά, η οικογένεια ανάμενε τούτο τον καιρό με ανυπομονησία, διατηρώντας μία ρουτίνα. Οι γονείς θα ήταν ξύπνιοι από το ξημέρωμα για το μάζεμα και τα παιδιά θα έτρεχαν τριγύρω βοηθώντας και παίζοντας κυνηγητό μέσα στο περιβόλι. Όμως φέτος, η συγκομιδή φαινόταν μία απόμακρη ιδέα, τόσο παράδοξη και ξένη, σαν μια καινούργια λέξη στην άκρη της γλώσσας. Όλα άρχισαν να σαπίσουν προτού καλά ανθίσουν. Η προσοχή όλων έπεσε πάνω στην Έφη. Η Άρτεμις παραιτήθηκε από την δουλειά της και ο Μάρτιν έκανε υπερωρίες για την εξόφληση των βασικών εισόδων και κυρίως για την κάλυψη των θεραπειών της κόρης τους. Επίσης ο γιος τους στα τέλη Μάϊου σταμάτησε να πηγαίνει σχολείο, μένοντας στο πλάι της μικρής του αδελφής. Στην σκέψη τους δεν χωρούσαν τα μήλα.

Το ζευγάρι είχε αποφασίσει να περιφράξει ένα μικρό κομμάτι του περιβολιού, για την μικρή τους κόρη. Η μητέρα στάθηκε μπροστά από την ταφόπετρα, ύστερα γονάτισε να διαβάσει για πολλοστή φορά την χαραγμένη επιγραφή: ΕΦΗ ΛΕΚΟΥ. 2013 – 2021. ΕΤΩΝ 8. Ακριβώς από κάτω έγραφε: Άγγελε μας, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.

Η μύτη της Άρτεμις έκαιγε και η όρασή της είχε θολώσει. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια και λυγμοί δραπέτευσαν από μέσα της. Έπεσε στα τέσσερα βυθίζοντας τα νύχια της στο χώμα, δάκρυα να μουσκεύουν το έδαφος όσο το πρόσωπο τού παιδιού υλοποιούνταν στο κεφάλι της.

Η Έφη τής χαμογελούσε αμυδρά, παρατηρώντας την με ένα άδειο βλέμμα. Δεν έκανες αρκετά ώστε να με σώσεις, μαμά. Ήσουν συνέχεια δίπλα μου, με έτρεχες στα νοσοκομεία κάθε ημέρα και λεπτό, μου τραγουδούσες, μου έλεγες παραμύθια, με νανούριζες. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αρκετό. Νομίζεις πως δεν γνώριζα ότι πεθαίνω όταν σε άκουγα να κλαις τα βράδια στο προσκέφαλο μου; Η ιδέα ότι θα έφευγα δεν με τρόμαξε ποτέ, ώσπου άκουσα τα αναφιλητά σου ενώ κοιμόμουν και τους τσακωμούς σου με τον μπαμπά. Δεν ήταν ο καρκίνος που με σκότωσε στο τέλος, αλλά εσύ.

Η Άρτεμις σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Πέρα από τα φύλλα των δένδρων διέκρινε παχιά συννεφιά να πλησιάζει την περιοχή. Μια αστραπή φώτισε στιγμιαία τα σκούρα νέφη και ύστερα από λίγα δεύτερα μια μακρινή βροντή έφτασε στα αυτιά της. Σύντομα, ο Μάρτιν θα γυρνούσε από τη δουλειά. Η μπόρα θα έφτανε πάνω από το σπίτι το βράδυ.



Ο μόνος ήχος που κυρίευε την σιγή της νύχτας ήταν το τραγούδι των τζιτζικιών, κρυμμένα μέσα στις φυλλωσιές. Ο Μάρτιν έκανε τσιγάρο στη βεράντα γερμένος πάνω στην κουπαστή, πήρε μια τζούρα και άφησε τη ματιά του να ταξιδέψει στον σκοτεινό ορίζοντα. Έβρεχε δυο μέρες τώρα και ο χωματόδρομος που οδηγούσε στο σπίτι είχε μετατραπεί σε μια μάζα λάσπης, βούρκοι εδώ και εκεί δυσχέραιναν τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Εκείνη την ώρα, όμως, η μπόρα είχε κοπάσει και στις μικρές λίμνες που είχαν σχηματιστεί στο έδαφος κατοπτριζόταν η μαύρη άβυσσος του ουρανού.

Δεν είχε μιλήσει με τον Ρέγκι τις τελευταίες ημέρες. Οι δυο τους συναναστρέφονταν όταν το απαιτούσε η εργασία, ωστόσο ο Μάρτιν είχε υψώσει ακράδαντα τείχη, αποφεύγοντάς τον κάθε ημέρα, μη απαντώντας σε μηνύματα και κλήσεις. Η συζήτηση που είχε λάβει χώρα μεταξύ τους έπαιζε ξανά και ξανά στο πίσω μέρος του μυαλού του, αντικρίζοντας την ενθουσιασμένη όψη του Ρέγκι όσο του εξηγούσε πώς μπορούσαν να αναστήσουν την Έφη. Τον είχε αποκαλέσει τρελό και η μόνη αντίδραση του φίλου του ήταν να σηκώσει αδιάφορα τους ώμους. Και όταν ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός, όλοι νόμιζαν πως ήταν της κολάσεως. Αλλά για κοίτα μας τώρα.

Η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε, και ο φωτισμός του χολ πλημμύρισε ένα μέρος της βεράντας. Γύρισε για να δει την Άρτεμις στο κατώφλι με το κινητό του τηλέφωνο στο χέρι της.

«Σε έπαιρνε ο Ρέγκι» είπε δίνοντάς του το. «Χτύπησε δυο φορές μόνο».

Το πήρε κοιτάζοντας την αντανάκλασή του στη μαύρη οθόνη. «Ευχαριστώ».

«Πάω να ξαπλώσω».

«Το παιδί έφαγε;»

«Όχι».

Ο Μάρτιν έριξε μια ματιά στην πόρτα. «Να προσπαθήσω να τον ταΐσω εγώ;»

«Δεν είναι μωρό. Άσε τον, θα φάει αύριο πρωί». Έφυγε με γρήγορα βήματα μέσα στο σπίτι, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Εκείνος έμεινε για λίγο στην ίδια θέση προτού γυρίσει ξανά μπροστά με του αγκώνες στην κουπαστή. Κάθε ημέρα που περνούσε, το ύφος εκείνης της γυναίκας γινόταν όλο και πιο ψυχρό, όλο και πιο άδειο. Κάθε φορά που του απηύθυνε τον λόγο, ο Μάρτιν νόμιζε ότι θα τον χαστούκιζε, θα τον έβριζε, θα του έριχνε ξανά ευθύνες για το χαμό του παιδιού και στο τέλος θα του φώναζε πως ήθελε διαζύγιο. Ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο με τα σενάρια που φανταζόταν, όμως δεν δυσκολευόταν να διαβάσει το πρόσωπό της. Η Άρτεμις δεν συνήθιζε να κρύβει τα συναισθήματά της, πάντοτε ανοιχτό βιβλίο – πόσο μάλλον με τον Μάρτιν. Την ήξερε σαν την παλάμη του χεριού του, και για όσα χρόνια βρίσκονταν μαζί, ποτέ δεν αποτύγχανε να αντιληφθεί τι σκέψεις περνούσαν πίσω από τα μάτια της.

Άνοιξε το κινητό στην αναπάντητη κλήση και το έβαλε στο αυτί. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσει πολύ πριν αναδίδει η φωνή του Ρέγκι στο ακουστικό.

«Μάρτιν;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Πόσο πλέον τον εκνεύριζε εκείνη η φωνή. «Σταμάτα να με παίρνεις τηλέφωνο».

«Ακόμη αναστατωμένος είσαι;»

«Με κοροϊδεύεις;»

«Ξεκόλλα απ’ τον εγωισμό σου. Δεν με άφησες να μιλήσω όταν ήθελα».

«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα».

«Ο χρόνος κυλάει, το ξέρεις; Αν κάνουμε ό,τι σου εξήγησα, πρέπει να βιαστούμε».

«Στο κλείνω».

«Πρέπει να ξεθάψεις το παιδί. Αποφάσισέ το απόψε. Σκέψου ό,τι σου έχω πει. Ξέθαψέ την και φέρε το πτώμα της στο σπίτι μου, μακριά από την Άρτεμις. Και να μην σε δει κανείς».

Δεν πρόλαβε να του απαντήσει όταν η γραμμή έκλεισε. Ο Μάρτιν έμεινε με το τηλέφωνο στο χέρι κοιτάζοντας το σιωπηλός, ανήμπορος να κατανοήσει τι είχε μόλις ακούσει. Ένιωθε τους παλμούς του να ανεβαίνουν όσο τα λόγια του Ρέγκι κουδούνιζαν στο κεφάλι του. Ξέθαψέ την. Απόψε. Έριξε μια ματιά μέσα από τα παράθυρα του σπιτιού. Σκοτάδι. Στον πάνω όροφο, το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας το ίδιο σκοτεινό. Μάζεψε το τρεμάμενο χέρι του κοντά στο στήθος – ο τύπος ήταν τρελός, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μπορεί ο Μάρτιν να μην το είχε καταλάβει τόσα χρόνια, όμως το έβλεπε τώρα. Και όποιος ακολουθούσε τις εντολές ενός τρελού, για λογικός δεν μασιόταν.

Ήταν τόσο νέα, είχε τόση ζωή μπροστά της. Τα θερμά μας συλλυπητήρια.

Βύθισε το πρόσωπο στις παλάμες του κλείνοντας τη γροθιά του γύρω από το τηλέφωνο. Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί με βασανίζεις έτσι; Μια βροντή τον τίναξε από τη θέση του, αφήνοντας κενό τον νου του για μια στιγμή. Τα σύννεφα έφερναν περισσότερη βροχή, και ήταν θέμα χρόνου ώσπου τα χαντάκια γύρω απ’ το περιβόλι να γίνονταν βαθύτεροι βούρκοι. Η αδρεναλίνη στις φλέβες του έκαιγε σα φλόγα.

Τόσο νέα, τόση ζωή μπροστά της.

Όρθωσε το ανάστημά του και κάρφωσε το βλέμμα ευθεία μπροστά. Αργά ή γρήγορα, η Άρτεμις θα αποκοιμιόταν.





O άνεμος λυσσομανούσε όσο η καταιγίδα πλησίαζε. Δεν είχε ιδέα πόσα λεπτά είχε ξοδέψει σπρώχνοντας ιδρωμένος τη μαρμάρινη πλάκα…ίσως δέκα, ίσως μία ώρα. Μούγκρισε μέσα από τα δόντια του όταν το μάρμαρο τελικά υποχώρησε και σωριάστηκε στην άκρη, αποκαλύπτοντας το ανακατεμένο χώμα μέσα στον τάφο. Ο Μάρτιν έπεσε στα γόνατα αγκομαχώντας, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορούσε να σηκώσει την πέτρα και να την τοποθετήσει ξανά στη θέση της μόνος. Πλέον η αρχή είχε γίνει, ήταν όλα ή τίποτα. Πήδησε όρθιος και άρπαξε το φτυάρι. Το χώμα μέσα στο πλαίσιο του μαρμάρου ήταν μαλακό, κάτι που σίγουρα διευκόλυνε τη δουλειά του. Με το ένα πόδι μέσα από τον πέτρινο φράχτη ξεκίνησε να σκάβει με τις πρώτες σταγόνες βροχής να γλιστρούν στο μέτωπό του.

Αστραπές κάθε τόσο φώτιζαν την τρύπα που άνοιγε, εκκωφαντικές βροντές γεννιόνταν πάνω απ’ το κεφάλι του με τον άνεμο να ουρλιάζει και τα ρούχα να κολλούν από τον ιδρώτα στο σώμα του. Ανάσαινε βαριά όσο το φτυάρι τον υπηρετούσε, τα παπούτσια του ήταν λερωμένα από το χώμα που γινόταν λάσπη. Ξέσπασε μία δυνατή βροχή όμοια με χαλάζι, που το ένιωθε να τον χτυπάει στην πλάτη. Σταμάτησε για μια στιγμή λαχανιασμένος, τον πονούσε το στομάχι. Το σκηνικό γύρω του έμοιαζε να ταλαντεύεται. Κούνησε λίγο το κεφάλι και συνέχισε να σκάβει. Τούφες από τα μαλλιά του είχαν κολλήσει πάνω στο μέτωπο του, τα ρούχα του είχαν μουσκευτεί κάνοντας τις κινήσεις του δύσκολες και βαριές.

«Θα σε σώσω, μωρό μου» μουρμούρισε, «Θα σε φέρω πίσω, το υπόσχομαι».

Σύντομα, το φτυάρι χτύπησε σε σκληρή επιφάνεια. Πήδησε μέσα και ψηλάφισε τον πάτο της τρύπας ώσπου να το αισθανθεί. Βαρύ, σκληρό ξύλο. Αφαίρεσε βιαστικά το περίσσιο χώμα και στάθηκε ακίνητος πάνω από την κάσα. Η καταιγίδα ούρλιαζε και το νερό της βροχής δεν αργούσε να μετατρέψει τα χωμάτινα τοιχώματα σε λάσπη που ξανά σκέπαζε σιγά σιγά την τρύπα. Έκλεισε τα μάτια παλεύοντας να παραμείνει ψύχραιμος. Τα χέρια του έψαξαν τα κουμπώματα στα πλάγια του φέρετρου και με τρέμουλο τα άνοιξε. Το μόνο που έμενε πια ήταν το καπάκι της κάσας. Έριξε μια ματιά στον ουρανό, ικετεύοντας για κάτι που ούτε ο ίδιος γνώριζε. Θεέ μου, τι πάω να κάνω;

Γράπωσε τις άκρες και άνοιξε διάπλατα το φέρετρο.

Το πρώτο πράγμα που τον βάρεσε ήταν η μυρωδιά. Το βάθος του τάφου κόπαζε ελάχιστα τον άνεμο και η δυσωδία της αποσύνθεσης όρμησε απεγνωσμένα προς τα έξω, η ανυπόφορη οσμή γέμισε την κάθε γωνιά της τρύπας και έντονη ναυτία τον κυρίευσε ακαριαία. Ήξερε ότι οι νεκροί μύριζαν ύστερα από κάποιες ημέρες, όμως δεν περίμενε τόσο δυσάρεστη την αίσθηση, αφόρητη. Έμοιαζε με μίξη από σαπισμένο κρέας, φρούτα και περιττώματα, όλα να τρυπούν τα ρουθούνια του, να του κλέβουν την όσφρηση. Κάλυψε τη μύτη του και ανασηκώθηκε ψάχνοντας τον φακό που είχε πεταμένο γύρω από το χείλος της τρύπας. Τον άρπαξε με τα άκρα των δακτύλων και το φως που έλουσε το άψυχο σώμα τον τράβηξε πίσω με μισή κραυγή.

Η Έφη βρισκόταν στην ίδια στάση που την είχαν τοποθετήσει πριν σφαλιστεί η κάσα, χέρια ενωμένα κάτω από το στήθος, πόδια κλειστά. Όμως η φιγούρα που κειτόταν μπροστά του δεν έμοιαζε ανθρώπινη, δεν ήταν το μικρό του κοριτσάκι εκείνο με τα μεγάλα ζωηρά της μάτια και σπαστά μαλλιά, αλλά ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Το σώμα της ήταν παραμορφωμένο, ο κορμός της και τα άκρα της πρησμένα κάτω από μια σκούρα, πρασινωπή απόχρωση. Ο ορίζοντας άστραψε πίσω από γερές βροντές, οι κεραυνοί έκαναν ορατό το παιδικό της πρόσωπο. Με μια προσεκτική ματιά, διέκρινε υγρά να ξεχειλίζουν από το μισάνοιχτο στόμα της κόρης του, το ένα της μάγουλο φαγωμένο, μαύρο, σαπισμένο, τα μάτια της ορθάνοιχτα, το ίδιο πρησμένα και άψυχα. Η δυσωδία και η εικόνα τον χτυπούσαν ανελέητα στο στομάχι, η ναυτία δεν άργησε να φτάσει στο λαιμό του.

Πέταξε τον φακό έξω από την τρύπα και με αδέξιες κινήσεις σκαρφάλωσε κι εκείνος. Έπεσε στα τέσσερα ξερνώντας στο έδαφος, αδύνατον να σταματήσει τον εμετό όσο η μυρωδιά συνέχιζε να μαστιγώνει τη μύτη του. Ο άνεμος φυσούσε κόντρα στο πρόσωπό του και η βροχή ακολουθούσε τον ίδιο χορό. Δεν έβλεπε μπροστά· μάλλον καλύτερα που η καταιγίδα τον τύφλωνε, γιατί το μόνο που θα αντίκριζε θα ήταν τα ίδιο του το φαγητό ανακατεμένο με λάσπη και σκουλήκια. Παλεύοντας να πάρει ανάσα, σύρθηκε στα τέσσερα παραπέρα, για να απομακρυνθεί από την οσμή, βήχοντας και καταπίνοντας το αναγούλιασμα στον λαιμό του. Η μύτη του έτρεχε, τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, τα μουσκεμένα ρούχα ήταν ασήκωτα, σκούπισε το πρόσωπό του με την άκρη της μπλούζας. Στάθηκε όρθιος με ένα βογκητό όσο η θύελλα τον έσπρωχνε προς τα πίσω, και περπάτησε ως το χείλος του τάφου. Τα χωμάτινα τοιχώματα της τρύπας μαλάκωναν σε λάσπη από τη νεροποντή και αργά ή γρήγορα λέρωναν το νεκρό σώμα του παιδιού. Η κάσα γέμιζε με χώμα και νερό, και το σκηνικό θύμιζε στον Μάρτιν το γάλα που έριχνε στα δημητριακά της κόρης του προτού φύγει για το σχολείο. Οι αστραπές που ξεσπούσαν κάθε τόσο έκαναν ορατό το φουσκωμένο της πτώμα, το λευκό της φόρεμα που πλέον είχε γίνει καφέ, τα κατσαρά της μαλλιά άχαρα απλωμένα.

Έπεσε στα γόνατα με μια κραυγή, περισσότερα δάκρυα να δραπετεύουν πλέον από μέσα του. Όλα έμοιαζαν ασταθή, τα πάντα φαίνονταν να γυρίζουν.

«Δεν μπορώ να το κάνω!» ούρλιαξε, και η φωνή του πνίγηκε στη θύελλα. «Τι κάνω; Τι κάνω; Θεέ μου, τι κάνω;» Το κεφάλι του έκαιγε, και οι φωνές μετατράπηκαν σιγά σιγά σε απόκρυφους λυγμούς. Ακούμπησε το μέτωπό του στο έδαφος, ανήμπορος να πάψει το κλάμα, να πάψει εκείνη την απελπισία. «Δεν μπορώ να το κάνω» μουρμούρισε μέσα απ’ τα αναφιλητά «Δεν μπορώ, δεν μπορώ...»

«Μάρτιν;»

Το σώμα του πάγωσε στο άκουσμα της φωνής. Ένας τόνος τόσο απαλός και πονεμένος, μα δυνατός έναντι στην καταιγίδα. Σήκωσε αργά το κεφάλι προς την πόρτα της περίφραξης. Μια σιλουέτα κοντοστεκόταν στην είσοδο, μια φιγούρα τόσο χλωμή, σα φάντασμα μέσα στη νύχτα. Η Άρτεμις βρισκόταν κοντά στην πόρτα, το νυχτικό της φόρεμα βρεγμένο, κολλημένο πάνω της από τη βροχή, τα κοντά μαλλιά της το ίδιο μουσκεμένα και κολλημένα στο μέτωπο. Το περιβόλι ήταν σκοτεινό, η μόνη πηγή φωτός οι αστραπές και ο φακός που κειτόταν στο χώμα. Ο Μάρτιν δε χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να διακρίνει το βλέμμα της πάνω του, δυο μάτια τρομοκρατημένα, χαμένα.

«Τι συμβαίνει;» φώναξε εκείνη «Τι κάνεις;»

«Φύγε!» Στάθηκε όρθιος παραπατώντας για να τη φτάσει. «Φύγε από εδώ, Άρτεμις. Φύγε!»

Το βλέμμα της πέταξε στο φτυάρι απλωμένο στο έδαφος, στον φακό, στο μάρμαρο του τάφου σωριασμένο στην άκρη, στον Μάρτιν ιδρωμένο, τα μάτια του πρησμένα, οι κόρες του να γυαλίζουν.

«Τι έκανες;» ψέλλισε.

«Φύγε. Σε παρακαλώ, φύγε!»

«Μη με πλησιάζεις!»

Τον έσπρωξε μακριά και έτρεξε προς τον τάφο. Ένιωσε την καρδιά της να χάνει παλμούς όταν αντίκρισε μια τρύπα δύο μέτρα σκαμμένη, μια κάσα ορθάνοιχτη. Οι αστραπές πάνω απ’ τα κεφάλια τους της έδειξαν ένα σώμα μισοσπασμένο, τουμπανιασμένο, πρασινωπό, ξαπλωμένο στο φέρετρο να την καρφώνει στα μάτια. Τα πόδια της μούδιασαν. Στράφηκε προς τον Μάρτιν απελευθερώνοντας μια κραυγή τρόμου. «Τι έκανες;» ούρλιαξε. «Τι έκανες; Τι έκανες;»

«Μην το βλέπεις έτσι. Άκουσέ με!»

«Τι της έκανες, μπάσταρδε;» Άρπαξε το φτυάρι κάτω απ’ τα πόδια της και το κράτησε μπροστά. «Θα σε σκοτώσω ρε! Θα σε σκοτώσω!»

Ο Μάρτιν πίσω πάτησε με τα χέρια ψηλά. «Θα σου πω τα πάντα, Άρτεμις. Σε παρακαλώ, ασ’ το κάτω αυτό. Θα σου εξηγήσω τα πάντα». Μια φωνή μες το μυαλό του χαχάνισε. Τι θα της εξηγήσεις; Ότι ξέθαψες το παιδί σου για να το αναστήσεις; Είσαι τόσο παλαβός όσο σε νομίζει.

«Είσαι τρελός!» Οι πνεύμονές της πονούσαν από τις κραυγές. «Είσαι τρελός, είσαι τρελός, είσαι τρελός...» Βημάτισε λίγα βήματα μπροστά και ο Μάρτιν οπισθοχώρησε άλλο τόσο. Παρακολουθούσε τις εκφράσεις του, τον φόβο στο πρόσωπό του κοιτώντας τη. Φοβάται επειδή ξέρει, σκέφτηκε. Ξέρει ότι δε με κρατά τίποτα πίσω πια. Προχώρησε κι άλλο, στριμώχνοντάς τον στον ψηλό φράχτη.

«Άρτεμις!» της φώναξε, και παραδόξως άκουσε τη φωνή του να τρέμει, «Σε παρακαλώ, έχω πολλά να σου πω. Σε ικετεύω, δε σκόπευα τίποτα κακό».

Ψεύτη.

«Για την Έφη το έκανα».

Διεστραμμένε. Απόβρασμα.

«Ήταν κάτι που συζητήσαμε με τον Ρέγκι».

Έμεινε ακίνητη, οι αρθρώσεις της άσπρες γύρω από το φτυάρι. «Τον Ρέγκι;»

«Ναι, σχετικά με την Έφη. Θα… Θα τη φέρναμε πίσω».

«Πίσω;» Γέλασε θλιβερά όσο καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. «Αυτός σε επηρέασε; Τι διάολο σου είπε, Μάρτιν; Να την ξεθάψεις και να της πεις δεύρο έξω;»

«Ξέρω πως ακούγεται, αλλά μην παραφέρεσαι. Θα σου εξηγήσω τα πάντα».

«Εγώ παραφέρομαι;» Της ξέφυγε ένα μικρό γέλιο. «Κοίτα τι έχεις κάνει! Σταμάτα για λίγο και κοίτα!»

Εκείνος έριξε μια ματιά στον σκαμμένο τάφο της κόρης του. Το στήθος του σφίχτηκε. Δάκρυα, δάκρυα, κι άλλα δάκρυα. Μπορούσε να της εξηγήσει φυσικά, θα της έλεγε όσα ειπώθηκαν μεταξύ αυτού και του Ρέγκι στη δουλειά, και όλα θα έμοιαζαν σαν το παραμύθι ενός μουρλού, ένα σχέδιο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας. «Δεν είναι-»

Το σίδερο του φτυαριού χτύπησε τον Μάρτιν στο πλευρό, σχίζοντάς του την μπλούζα και το δέρμα. Έπεσε στα γόνατα και αγκάλιαζε την πληγή, ενώ τα δάχτυλά του βάφτηκαν με αίμα. Ο πόνος τού στέρησε την αναπνοή. Την άκουσε να τον πλησιάζει κι άλλο. «Άρτεμις...»

Έγειρε το φτυάρι στους ώμους της, έτοιμη να το χρησιμοποιήσει ξανά. «Γιατί το κάνεις αυτό;» είπε ανάμεσα από λυγμούς «Δε σου φτάνει ο πόνος που έχουμε ήδη; Τι παραπάνω θέλεις πια;»

«Προσπάθησα… Ο Ρέγκι, ο Ρέγκι μού έλεγε… Είναι σίγουρος πως θα τη φέρουμε πίσω».

Έμεινε να τον κοιτάζει με βλέμμα κενό, παλεύοντας να κατανοήσει το παραμικρό από αυτά που άκουγε. Έσκυψε ελαφρά από πάνω του και τον είδε να συρρικνώνεται.

«Τι σου έλεγε ο Ρέγκι; Πες μου, αυτήν τη στιγμή».

Ο πόνος στο πλευρό του χειροτέρευε. «Η συνείδηση της Έφης… Είπε ότι μπορούμε να εγκλωβίσουμε τη συνείδησή της… Να τη φέρουμε στη ζωή».

«Τι είναι αυτά που λες, γαμώτο;» Κάρφωσε το φτυάρι στο χώμα και στηρίχτηκε στη λαβή, καλύπτοντας το πρόσωπό της. Η θύελλα είχε κοπάσει ελάχιστα, μα η βροχή δυνάμωνε και μετά βίας τον έβλεπε απέναντί της. «Δεν ήσουν ποτέ τόσο αφελής για να πιστεύεις τέτοιες ιστορίες. Τι συνέβη τώρα; Τι τρέχει μ’ εσένα;»

Κούνησε το κεφάλι ακόμα πεσμένος στα τέσσερα. Αδυνατούσε να της αντιμιλήσει, τι θα μπορούσε να της πει, άλλωστε;

«Δεν μπορώ να το κάνω» έκλαψε, «Δεν τον πίστεψα. Το ξέρω ότι είναι τρελό, το ξέρω, εντάξει, το ξέρω. Για μια στιγμή μονάχα, είχα ελπίδα. Τι κι αν όντως δούλευε; Τι κι αν τη φέρναμε πίσω; Αλλά δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ, δεν μπορώ...» Σήκωσε το βλέμμα του πάνω της. «Σε παρακαλώ, Άρτεμις. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ».

Είσαι τόσο παλαβός όσο σε νομίζει.

Πέταξε το φτυάρι κάτω και έκανε μεταβολή. Δεν μπορούσε να ακούσει άλλα, δεν μπορούσε να τον βλέπει να έρπετε, να το παίζει καημένος. «Θα καλέσω την αστυνομία».

«Όχι!» Πήδηξε μπροστά φωνάζοντας και ο πόνος από το χτύπημα τον έσφαξε. «Όχι την αστυνομία!»

«Φύγε μακριά μου!»

Την άρπαξε από το μπράτσο βυθίζοντας τα νύχια του στη σάρκα της. «Μην το κάνεις αυτό. Μην μπλέξεις την αστυνομία, σε εκλιπαρώ».

«Δε γίνεται να είσαι σοβαρός».

«Σε ικετεύω, Άρτεμις». Έπεσε αργά στα γόνατα με τα χέρια της μέσα στα δικά του. Σήκωσε το πιγούνι να την αντικρίσει πίσω απ’ τα δάκρυα. «Σε παρακαλώ, θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Όμως, όχι την αστυνομία».

Παρέμεινε ακίνητη να τον παρακολουθεί γονατισμένο στο χώμα, τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, τα χέρια του να αγκαλιάζουν τα δικά της. Το γνώριζε αυτό το βλέμμα, διάβαζε τι πράγματι ήθελε να της πει. Το ξέρω ότι δε μ’ αγαπάς πλέον, όμως μη σε καταστρέψεις. Μη με κλείσεις στη φυλακή.

Ο άνεμος λυσσομανούσε για άλλη μια φορά. Το πρόσωπο του πτώματος στο φέρετρο είχε καλυφθεί από λάσπη.





Η ευθύνη απέναντι στη δημιουργία ανθρώπινης ζωής είναι ένα θείο δώρο. Βέβαια, ένα δώρο κοσμημένο με οδύνη και αποτυχία. Όταν κοιτάς αυτό το περιβόλι δεν βλέπεις τον μόχθο και την ταλαιπωρία που χρειάστηκε για να καλλιεργηθεί, αλλά την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά του. Με καταλαβαίνεις, αγγελούδι μου;

Το παιδί παρακολουθούσε τη γυναίκα σιωπηλό, ανέκφραστο. Φορούσε τα ρούχα της κόρης της, είχε τα κατσαρά της μαλλιά. Το πρόσωπό του ήταν παρόμοιο της Έφης, όμως όχι το ίδιο.

Η Άρτεμις σταύρωσε τα χέρια και έστρεψε το βλέμμα της προς το ηλιοβασίλεμα, χρυσό, ρόδινο, λες και ο ήλιος έδυε στο βάθος του χωματόδρομου και τον καταβρόχθιζε η γη. «Κοίταξε» είπε στο παιδί. «Πάντα καθόμασταν μαζί και αγναντεύαμε τα θερινά ηλιοβασιλέματα. Για να είμαι ειλικρινής, συχνά ανησυχούσα πως δε θα μας δινόταν ποτέ η ευκαιρία να το ξανακάνουμε. Θέλω να ελπίζω ότι όλες μας οι θυσίες άξιζαν τον κόπο».

Έριξε μια ματιά στο κορίτσι με μισό χαμόγελο.

«Αυτό το ηλιοβασίλεμα είναι ιδιαίτερα όμορφο, έτσι δεν είναι;»
 
 
Δωροθέα Τούμπα 
Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Τομπουλίδου