Το επόμενο πρωινό, ο Ρένζερ επέστρεψε στο Βακάρου και κατευθείαν επισκέφτηκε το πανδοχείο που έμενε ο Κόστα. Είχε επισκεφθεί τα γύρω χωριά και είχε καταφέρει να πείσει αρκετούς βουνίσιους να πάρουν μέρος στην επιδρομή προς το μοναστήρι.
«Ο Μπόου γιατί δεν γύρισε μαζί σου;» τον ρώτησε ξενισμένος ο Κόστα.
«Εγώ γύρισα μόνος για να σε ειδοποιήσω» εξήγησε ο δασοφύλακας «Ο Μπόου έχει μαζέψει πάνω από διακόσιους βουνίσιους, άντρες και γυναίκες και θέλει να επισκεφτεί δυο χωριά ακόμα»
«…Και πότε δηλαδή, σκοπεύει να γυρίσει;» ξαναρώτησε ο Κόστα, φανερά ενοχλημένος από την πρωτοβουλία του νεαρού Έλντι.
«Κινούνται με τα πόδια, άρα δεν θα είναι εδώ πριν το σούρουπο, εφόσον δεν τους κλείσει το χιόνι…» απάντησε ο Ρένζερ.
«Εδώ πόσους άντρες έχουμε;»
«Ας είναι. Αν δεν έχει επιστρέψει ο Μπόου μέχρι το απόγευμα, θα ξεκινήσουμε με όσους έχουμε… Θέλω να πιάσω αυτές τις παλιοσαύρες στον ύπνο. Τι στην ευχή; Πόσοι να χωράνε μέσα σε ένα μοναστήρι;»
Ο Κόστα έμεινε για λίγη ώρα σκεπτικός καπνίζοντας το πρωινό του χαρμάνι και ύστερα ξαναστράφηκε στον Ρένζερ
«Με τα όπλα, πώς τα πήγαμε;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Ο καθένας άρπαξε ό,τι βρήκε μπροστά του…» απάντησε αόριστα ο Ρένζερ.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή τσεκούρια, χασαπομάχαιρα, πέτρες, παλούκια…»
«…Σφεντόνες και ρόπαλα!» συμπλήρωσε ειρωνικά, διακόπτοντάς τον, ο Κόστα «Δεν έχουν καμιά βαλλίστρα; Κανένα τόξο; Δεν κυνηγάει κανείς τους, πια;»
«Οι κυνηγοί δεν έρχονται..» απάντησε κοφτά ο δασοφύλακας. «…Δεν υπολόγισαν ποτέ τον Ούλβιρ, πόσο μάλλον τώρα την κόρη του. Ούτε και πρόκειται να το κάνουν, όσο οι λύκοι εξακολουθούν να ρημάζουν τα δάση…»
«Αν δεν τους αρέσει να πάνε να κυνηγήσουν πάπιες στη Λιμνούπολη!» φώναξε εκνευρισμένος ο Κόστα. Ύστερα θυμήθηκε κάτι που του είχε πει λίγο νωρίτερα ο δασοφύλακας.
«Τι εννοείς, Ρένζερ, όχι μόνο άντρες; Θα πάρουμε και τα γυναικόπαιδα μαζί μας;»
«Όχι κύριε Κόστα, στους σαράντα που υπολογίζω, δεν συμπεριλαμβάνω ούτε γυναίκες, ούτε παιδιά… τουλάχιστον όσον αφορά το Βακάρου»
«Ε, τότε ποιούς συμπεριλαμβάνεις;» απόρησε ο Κόστα.
«Τους λύκους!…»
Κυριάκος Μαυροειδέας