Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 37: Το Σπήλαιο της Φωτιάς - 2ο μέρος)

Γύρισε ξαφνιασμένος και αντίκρισε μέσα στο στεφάνι, έναν άνδρα, γύρω στα σαράντα, με κοντά μαύρα μαλλιά και χωρίς γένια και ουλές στο πρόσωπο. Είχε ήρεμο βλέμμα, ενώ φορούσε ένα λευκό μανδύα και κάποιες κίτρινες γραμμές, που έφτιαχναν κάποιο σχέδιο, το οποίο δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Μιχάλης έμεινε παγωμένος να τον κοιτάζει, προετοιμαζόμενος να τον αντιμετωπίσει, αν θα του επιτιθόταν εκείνος.

«Θα ήταν καλύτερα για όλους να εγκαταλείψεις τις προσπάθειές σου»

«Ποιες προσπάθειες;»

«Νομίζω ότι καταλαβαίνεις σε τι αναφέρομαι. Ο λόγος που ήρθες στο σπήλαιο δεν είναι μια σωστή κίνηση εκ μέρους σου, γι’ αυτό θα σε συμβουλέψω να φύγεις»

Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένος.

«Πού τον κρατάτε;»

Ο άνδρας έχασε το ήρεμο ύφος του και έμεινε να κοιτάζει παραξενεμένος τον Μιχάλη.

«Δεν υπάρχει κάποιος που κρατείται εδώ. Μόνο επίδοξοι κλέφτες, όπως εσύ, έρχονται και στο απομακρύνονται από το Σπήλαιο ή χάνουν τη ζωή τους»

Το σκέφτηκε λίγο. Άλλωστε εκείνος δεν ήταν σίγουρος για τον Νίκο. «Είναι εδώ κάποιος που ανήκει στις δυνάμεις των Ηγετών και πρέπει να κρατάει κάποιο αγόρι στην ηλικία μου»

Ο άνδρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Υπάρχει μόνο μία ακόμη παρουσία, εκτός από τη δική σου»

Αυτός στον οποίο τον είχαν στείλει. Και τότε πού ήταν ο Νίκος;

«Τελευταία προειδοποίηση που σου δίνω» διέκοψε τις σκέψεις του ο άγνωστος, «μείνε μακριά από το σπαθί. Αν πέσει στα χέρια του, θα έχει ολέθριες συνέπειες. Δεν πρέπει να πέσει στα χέρια του»

Στη συνέχεια η παρουσία του άνδρα χάθηκε, λες και ήταν από καπνό και διαλύθηκε. Αφού δεν είχε μπορέσει να εντοπίσει τον άνδρα με το μυαλό του, κατάλαβε πως εκείνος είχε εμφανιστεί εκεί με μαγικό τρόπο.

Ο τύπος αυτός δεν είχε την αμφίεση των Ηγετών, ούτε έμοιαζε να έχει εχθρικές διαθέσεις. Αυτό δεν επιβεβαίωνε πως έλεγε αλήθεια φυσικά. Έτριψε τους κροτάφους του και συνέκρινε τις επιλογές του. Η καλύτερη φαινόταν να σιγουρευτεί πως ο φίλος του δε βρισκόταν στο σπήλαιο.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και όρμησε στο πύρινο τείχος, το οποίο διαπέρασε χωρίς να πάθει κάτι. Συνέχισε μπροστά κατευθείαν, προχωρώντας σε έναν ακόμη στενό διάδρομο.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας μακρόσυρτος ήχος σαν σφύριγμα, πριν ακολουθήσει μια ισχυρή έκρηξη που ταρακούνησε όλο τη σπήλαιο. Έσκυψε ενστικτωδώς για να αποφύγει τα κομμάτια πέτρας που έπεφταν από πάνω του αλλά και από γύρω. Αυτό που είχε γίνει, πρέπει να είχε διαλύσει ένα μεγάλο κομμάτι του σπηλαίου, που περιείχε το σημείο στο οποίο βρισκόταν ο Μιχάλης. Εκείνος είχε πέσει κάτω, διαλύοντας όλα τα κομμάτια που έπεφταν προς τα πάνω του, κάνοντάς τα σκόνη, με αποτέλεσμα να γεμίσει σκόνη, που τον έκανε να βήχει έντονα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, που έτσουζαν από τη σκόνη, εξαφανίζοντάς τη μαγικά, αντικρίζοντας παγωμένος όλο το πάνω τείχος να πέφτει πάνω του.

Με μια στιγμιαία ματιά που έριξε αριστερά του, είδε πως το αριστερό μέρος είχε διαλυθεί και ενώθηκε με ένα άλλο διάδρομο της σπηλιάς. Δίχως δεύτερη σκέψη όρμησε προς τα εκεί, αποφεύγοντας οριακά την οροφή του σπηλαίου που έπεφτε πάνω του. Μόλις μπήκε στο διπλανό διάδρομο είδε μια ισχυρή κόκκινη λάμψη κάπου δεξιά του, ενώ μία ακόμη έκρηξη τον έκανε να πέσει κάτω. Αυτή ταρακούνησε τη σπηλιά, ενώ ξέσπασε φωτιά κάπου εκεί.

Στο σημείο που ξέσπασε η φωτιά, είδε μια φευγαλέα κίνηση, κάτι που τον έκανε να ορμήσει προς τα εκεί, καθώς ήταν ανθρώπηνινη η παρουσία αυτή. Βούτηξε μέσα στη φωτιά, νιώθοντας να τον καίει σε όλο του το σώμα, αλλά έσβησε το μέρος που βρισκόταν κοντά του με μία κίνηση του χεριού του, τρέχοντας προς το σημείο που είδε τον τύπο. Μόλις βγήκε από εκείνο το σημείο, βρέθηκε μέσα σε ένα διάδρομο. Γυρίζοντας πίσω, έμεινε σύξυλος.

Από πίσω του υπήρχε μόνο τείχος, πουθενά διάδρομος, φωτιά και συντρίμμια. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα εκείνα είχαν εξαφανιστεί και εκείνος είχε βρεθεί μέσα σε ένα άλλο διάδρομο.

Αναστενάζοντας, συνέχισε μπροστά, μέχρι που έφτασε σε ένα σημείο που ο διάδρομος έστριβε και τον ακολούθησε. Εκεί, έμεινε για μία ακόμη φορά παγωμένος από το θέαμα. Δε συνεχιζόταν ο διάδρομος, αλλά υπήρχε ένα ανοιχτό μέρος, όπου ψηλά έβλεπε τον ουρανό, με τον ήλιο να βρίσκεται στο κέντρο του, ενώ κάτω δεν μπορούσε να δει που έφτανε. Υπήρχαν όμως ψηλές λευκές πέτρες, που έμοιαζαν με σταλαγμίτες, με μια μυτερή απόληξη, που έφτανε το ύψος στο οποίο βρισκόταν ο διάδρομος. Δεν ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένες, ξεπερνώντας τις δέκα σε αριθμό.

Τις επεξεργάστηκε, διαπιστώνοντας πως δεν έκρυβαν μαγεία, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσει απέναντι. Μπορούσε να πάρει φόρα και να αρχίσει να πηδά από τη μία στην άλλη, αν και δεν μπορούσε να παραμείνει σε κάποια, βλέποντας πως δεν υπήρχε χώρος ούτε για να σταθεί με το ένα πόδι πάνω σε κάποια πέτρα, που έμοιαζαν με μικρογραφίες βουνών. Δεν υπήρχε όμως και άλλος τρόπος, κι έτσι μάζεψε το θάρρος του και ετοιμάστηκε να ρισκάρει μία τέτοια προσπάθεια. Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει και τις δυνάμεις του για αυτό το εγχείρημα, σπρώχνοντας τον εαυτό του από πέτρα σε πέτρα.

Μόλις ελευθέρωσε μαγεία από μέσα του για την προσπάθειά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς τα πίσω. Άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη και πήδηξε στην κοντινότερη πέτρα, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, νιώθοντάς την όμως να παγώνει τη στιγμή που πήδηξε. Προσγειώθηκε ακριβώς στην κορυφή της πρώτης πέτρας με το δεξί του πόδι, αλλά το παπούτσι του γλίστρησε εκεί λιγάκι, μειώνοντας λίγη από τη φόρα που είχε. Αυτό όμως συνέβη σε μια στιγμή και εκείνος πήδηξε στην επόμενη. Ευτυχώς, η δύναμή του αναπλήρωσε τη φόρα που είχε χάσει και έφτασε ακριβώς στη δεύτερη πέτρα.

Η προσπάθειά του συνεχίστηκε με την τρίτη και την τέταρτη πέτρα, από όπου πήδηξε επιτυχώς. Κατάφερε να προσγειωθεί σωστά στην κορυφή της επόμενης και συνέχισε τα άλματά του, μέχρι που έφτασε στην προτελευταία. Όλη αυτή την ώρα δεν κοιτούσε κάτω για να μη ζαλιστεί από το ύψος, αλλά το βλέμμα του βρισκόταν μόνο στην επόμενη πέτρα από την οποία βρισκόταν. Κατά την ώρα του άλματος κοιτούσε μόνο μπροστά, αποφεύγοντας δύσκολα να στρέψει το βλέμμα του προς τα κάτω.

Είχε πηδήξει ήδη για την τελευταία, όταν ένιωσε να πέφτει σε ένα τείχος, χτυπώντας το πρόσωπο και το αριστερό χέρι που προεξείχε εκείνη τη στιγμή, κόβοντάς του τη φόρα. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβη, βγάζοντας μια κραυγή πόνου, ένιωσε να παρασύρεται από τη βαρύτητα και να πέφτει προς τον πάτο εκείνου του μέρους. Πέφτοντας, έπεσε πάνω στην τελευταία πέτρα, καταφέρνοντας να κρατηθεί από κάποια σημεία που εξείχαν, από δύο διαφορετικά σημεία, χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια.

Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει και πάλι σαν τρελή στο στήθος του, με τον φόβο της πτώσης να τον κυριεύει. Κρατήθηκε πιο δυνατά από τα σημεία της πέτρας που κρατιόταν, νιώθοντας τα χέρια του να γδέρνονται και να τρέχει αίμα από αυτά, αλλά δε μείωσε καθόλου τη δύναμη με την οποία κρατιόταν. Σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει και να μην απελπιστεί, άνοιξε το μυαλό του και έψαξε το χώρο, για να δει τι συνέβη. Εκεί, εντόπισε ισχυρή μαγεία που περιόριζε τις δικές του δυνάμεις, έχοντας μία αίσθηση που είχε μέσα στο κλουβί της συμμορίας του Έκτορα και στο Χίελθ. Κατάλαβε πως εκεί του περιόριζαν τις δυνάμεις, όπως συνέβαινε και αυτή τη στιγμή.

Μάλλον έπρεπε να σκαρφαλώσει για να φτάσει στην κορυφή της πέτρας, από όπου θα είχε καλύτερη θέα, αλλά θα ήταν σε καλύτερη θέση και θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερα. Αφού στερέωσε τα πόδια του σε σημεία που εξείχαν από κάτω του, πήρε το ένα του χέρι από εκεί που κρατιόταν και το έφερε σε ένα πιο ψηλό σημείο. Αυτό το έκανε και με το άλλο χέρι, ενώ μόλις κρατήθηκε γερά με τα χέρια, έκανε μία παρόμοια κίνηση με τα πόδια, πρώτα με το ένα και μετά με το άλλο. Αυτό επαναλήφθηκε λίγες φορές, με τα χέρια του να τον πονάνε όλο και περισσότερο, αλλά έσφιξε τα δόντια και συνέχισε, παρά τον πόνο που ένιωθε.

Ύστερα από λίγο, κατάφερε και έφτασε στην κορυφή της πέτρας, στηριζόμενος και με τα δύο του χέρια από εκεί, ενώ στερέωσε τα πόδια του λίγο πιο κάτω, σε σημεία που προεξείχαν στην πέτρα. Έβλεπε το σπήλαιο που συνεχιζόταν λίγο πιο πέρα, αλλά δεν υπήρχε κάποιος εύκολος τρόπος να φτάσει εκεί με ένα άλμα, γιατί δε διέθετε τη φόρα που χρειαζόταν, αλλά ούτε και μπορούσε να χρησιμοποιήσει μαγεία για να φτάσει εκεί έτσι. Στη συνέχεια όμως, θυμήθηκε πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει λίγη από τη δύναμή του, έστω και αν είχε αποδυναμωθεί και σκέφτηκε κάτι άλλο.

Πήρε το ένα του χέρι από τη κορυφή, συγκεντρώθηκε, και ύστερα με όλη του τη δύναμη, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα σχοινί, που επαρκούσε για να καλύψει την απόσταση, αλλά και ανθεκτικό. Ένιωσε ένα πόνο στο στήθος και μία έντονη ζάλη, περιμένοντας λιγάκι πριν ανοίξει τα μάτια του και αντικρίσει αυτό που είχε προσπαθήσει.

Εκεί, υπήρχε ένα σχοινί, όπως το είχε φανταστεί, δεμένο στην κορυφή της πέτρας και σε κάποιο σημείο του δεξιού τείχους του διαδρόμου απέναντί του. Αυτό το κόλπο όμως τον εξάντλησε, κάνοντάς τον να νιώσει έντονη κούραση και αδυναμία.

Έκλεισε τα μάτια και μάζεψε τις τελευταίες δυνάμεις του. Έσφιξε τα δόντια και άνοιξε ξανά τα μάτια του, φέρνοντας το χέρι του πάνω στο σχοινί. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, ανέβηκε πιέζοντας με τα χέρια του, τόσο ώστε να πατήσει με την κοιλιά εκεί, ενώ με τα χέρια πιάστηκε από το σχοινί. Εκτός όμως από το έντονο τσούξιμο που προκάλεσαν τα γδαρσίματα πριν, ένιωθε να γλιστράνε τα χέρια του από το σχοινί, εξαιτίας του αίματος που έτρεχε από τις πληγές του και τα ύγραινε.

Αντί όμως να τα παρατήσει, εκμεταλλεύτηκε το γλίστρημα αυτό ώστε να προχωρήσει, πιέζοντας με όση δύναμη του είχε απομείνει. Τα μάτια του είχαν δακρύσει από τον πόνο και την προσπάθεια, καθώς εκείνος πάσχιζε να συνεχίσει για να φτάσει απέναντι. Αντί να προσπαθήσει να μετακινηθεί αφήνοντας το ένα χέρι από το σχοινί, φέρνοντάς το σε ένα πιο κοντινό σημείο του σχοινιού στο διάδρομο, επειδή δεν είχε πια τη δύναμη να στηριχτεί με το ένα χέρι, έστω και στιγμιαία. Απλά μετέφερε τα χέρια του προς τα δεξιά, προσπαθώντας να πλησιάσει σε εκείνο το σημείο.

Οι μύες του πονούσαν και ένιωθε τα δάκρυά του καυτά στο πρόσωπό του, ενώ από τα χέρια του έτρεχε αίμα και έπεφτε κάτω, μουσκεύοντας τα ρούχα του στα σημεία που έπεφτε, ενώ λίγο έπεφτε και στο κενό και χανόταν. Λίγο του είχε μείνει, λίγη αντοχή ακόμη έπρεπε να έχει. Με το αίμα από τα χέρια του και τα δάκρυα από τα μάτια του να τρέχουν άφθονα, συνέχισε, μέχρι που πλησίασε αρκετά και έφτασε να κρατιέται από σημεία του σχοινιού, κάτω από τα οποία ήταν ο διάδρομος. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, πήδηξε προς τα εκεί, με αποτέλεσμα να βρεθεί πεσμένος στο έδαφος του διαδρόμου.

Πριν κλείσει τα μάτια του και αφεθεί στην εξάντλησή του, ένιωσε τη μαγική δύναμή του να επανέρχεται και να του δίνει και σωματικές δυνάμεις, κάνοντάς τον να συνέλθει. Σηκώθηκε, κοιτώντας τα πληγωμένα χέρια του, που τον πονούσαν πάρα πολύ. Στρέφοντας τις παλάμες του τη μία προς την άλλη, έκανε μια προσπάθεια να θεραπευτεί. Φυσικά, δεν έκλεισαν πλήρως οι πληγές, αλλά μειώθηκαν αισθητά και ο πόνος χάθηκε. Λίγα σημάδια είχαν μείνει μόνο, με ελάχιστο αίμα να τρέχει από εκεί.

Μόλις ηρέμησε και άρχισε να σκέφτεται πάλι καθαρά, εξαφάνισε με μία κίνηση το σχοινί και στράφηκε προς το σπήλαιο. Το ανοιχτό μέρος από το οποίο μόλις είχε περάσει ήταν εντυπωσιακό, όπως και η μαγεία που είχε χρησιμοποιηθεί.

Αφού ηρέμησε, άρχισε πάλι την πορεία του, μέχρι που έστριψε προς τα δεξιά σε κάποιο σημείο. Εκεί, για άλλη μία φορά, έμεινε παγωμένος. Αυτό το θέαμα, ήταν πολύ ακόμα και για κάποιον που γνώριζε τα πάντα για τη μαγεία. Ο χώρος ήταν μεγάλος, κλειστός από πάνω όμως, με τα τείχη της σπηλιάς να απέχουν πάρα πολύ μεταξύ τους και ο διάδρομος συνεχιζόταν πολλά μέτρα πέρα. Αλλά δεν ήταν αυτό το απίστευτο θέαμα. Εκείνο που έκανε την καρδιά του Μιχάλη να παγώσει ήταν τα πλάσματα που υπήρχαν εκεί, στραμμένα προς εκείνον και έτοιμα να του ορμήσουν.

Παναγιώτης Βάβαλος