Συνέντευξη με τη Μάρθα Κοντοδαίμων

Ο Γκασπάρ είναι ένα νεαρό τελώνι. Μόνο 375 χρονών! Έχει έρθει στην Φύση για να μάθει να διοικεί το Δάσος του. Ο δάσκαλός του, ο Όσσικ, που ήταν μαζί του μέχρι τώρα, φεύγει πια για το Βασίλειο των Τελωνίων, και θα μείνει μόνος του. Μόνος του με το Δάσος του.

Όταν η Φύση του λέει ότι θα πρέπει να καταστρέψει το Δάσος του αυτός αντιδράει. Δεν θέλει. Θέλει να είναι όλα τέλεια. Να είναι όλα όπως όταν ο Όσσικ ήταν εκεί. Όμως το Δάσος του καταστρέφεται. Και τώρα πρέπει να το φτιάξει ξανά. Από την αρχή. Μόνος του.

Η μήπως όχι;






Η Μάρθα Κοντοδαίμων είναι συγγραφέας. Είναι και επιστήμονας. Κάνει και διδακτορικό! Η Μάρθα όταν ήταν μικρή έτρωγε βιβλία. Όταν μεγάλωσε λίγο άρχισε και να τα διαβάζει. Τώρα πια τα γράφει. Αγαπάει τα ζώα και τα φυτά και προτιμά να τα παρατηρεί στο περιβάλλον τους. Είπε την ιστορία του Γκασπάρ ένα βράδυ πριν πολλά χρόνια, πάνω στο βουνό της, την Γκιώνα. Τώρα θέλει να σας τον γνωρίσει, και ελπίζει να τον αγαπήσετε και εσείς, όπως τον αγαπάει και αυτή.











1. Πες μας δυο λόγια για το βιβλίο σου.


Ο Γκασπάρ είναι ο πρώτος από μια σειρά ιστοριών και βιβλίων. Στο μυαλό μου υπάρχουν παράλληλοι κόσμοι, οι οποίοι αναπνέουν και των οποίων η καρδιά χτυπά παράλληλα με την δική μου. Φαντάσου το σαν παράλληλες πισίνες, σε διαφορετικά επίπεδα, με διαφορετικές θερμοκρασίες, οι οποίες όμως συνδέονται με το νερό που κυλάει από την μία στην άλλη. Ο Γκασπάρ και το Δάσος του είναι η εισαγωγή σε έναν από αυτούς τους κόσμους.

Για εμένα ο Γκασπάρ είναι ένα πλάσμα όπως όλοι μας. Έχει φοβίες και ανησυχίες, τις οποίες πιστεύω μπορούμε να τις αναγάγουμε στην καθημερινότητά μας. Πόσες φορές μπορεί να έχουμε τις γνώσεις για κάτι, αλλά φοβόμαστε να πάρουμε την πρωτοβουλία να δράσουμε; Πόσες φορές έχουμε κρίνει κάποιον χωρίς να έχουμε κάτσει να τους γνωρίσουμε πρώτα; Πόσες φορές έχουμε φοβηθεί να πούμε «σ’ αγαπώ»; Ο Γκασπάρ μαθαίνει, σιγά σιγά, με κόπο, ότι τα πράγματα πολλές φορές είναι πιο απλά απ’ ότι τα έχει χτίσει στο μυαλό του. Ότι όταν είμαστε ειλικρινείς, θα είναι και οι άλλοι ειλικρινείς μαζί μας. Ότι τα λάθη δεν είναι το τέλος, αρκεί να εργαστούμε και να τα διορθώσουμε. Στο πρώτο αυτό βιβλίο του Γκασπάρ βλέπουμε μερικές από τις ομάδες που ζουν και δρουν στο Δάσος του: τα ξωτικά, τις νεράιδες, τους νάνους, τα αερικά και τις νηρηίδες. Η κάθε ομάδα είναι και μια διαφορετική ομάδα γνώσης, την οποία αποκτάει κατά την διάρκεια του πρώτου χρόνου που παρακολουθούμε.


2. Ποια είναι η κυριότερη πηγή έμπνευσής σου και τι σε έκανε να ξεκινήσεις τη συγκεκριμένη ιστορία;


Η ιστορία αυτή έχει μια ιδιαίτερη αρχή. Το καλοκαίρι του 2009 είχαμε κατασκηνώσει με την οικογένειά μου και φίλους στην Γκιώνα, το βουνό πάνω από το χωριό μου, την Αγία Ευθυμία Φωκίδας, στην περιοχή Τρύπη. Το βράδυ, όπως ήταν φυσικό, ξεκίνησε ένας διάλογος μεταξύ όλων μας για ιστορίες, ειδικότερα με φαντάσματα και στοιχειά. Επειδή όμως είμασταν μια μεγάλη ομάδα, με πολλά παιδιά και εφήβους, οι οποίοι με τέτοιες ιστορίες γεμίζουν με ένταση αντί να ηρεμήσουν, μου ζήτησε η μητέρα μου, να αποφύγω τις τρομακτικές ιστορίες. Αντίθετα, ζήτησε να πούμε κάτι που θα είναι για όλους, αλλά και θα μας βοηθήσει να ηρεμήσουμε. Σαν παιδί είχα περάσει εβδομάδες καλοκαιριών με την γιαγιά μου και την αδερφή μου πάνω στο βουνό, σε μια αυτοσχέδια καλύβα κάτω από τα έλατα. Ποτέ δεν φοβόμουν. Πρώτον γιατί η γιαγιά μου ήταν εκεί, και δεύτερον γιατί πίστευα ότι είμασταν με κάποιο τρόπο προστατευμένες. Καθώς έψαχνα να εκφράσω αυτή την σιγουριά με μια ιστορία, η οποία θα δημιουργούσε την γαλήνη που οι μεγαλύτεροι αναζητούσαν, αλλά και την περιπέτεια που θα κρατούσε τους νεότερους σε ησυχία, ήρθε στο μυαλό μου η μορφή του Γκασπάρ. Καθώς ξεκίνησα να λέω την ιστορία του, το ένα συμβάν ακολουθούσε το επόμενο, σχεδόν δίχως να σκέφτομαι. Ο Γκασπάρ είχε πάρει μορφή, εκεί πάνω, στην αστερόλαμπρη νύχτα του Αυγούστου. Τον επόμενο Μάρτιο απομονώθηκα στο εξοχικό μας στο Γαλαξίδι και έγραψα όλη την ιστορία, από αρχή σε τέλος, δίχως να πηδάω μπρος πίσω στα κεφάλαια, ή να κάνω σημειώσεις. Νιώθω ότι η ιστορία αυτή ήταν ήδη μέσα μου, και μέσω των γραπτών μου την βοήθησα να βγει στο φως, ώστε να μπορούν να την δουν και άλλοι.

Μου είναι δύσκολο να γράψω για «μια πηγή έμπνευσης». Όλα τα ερεθίσματα που λαμβάνω αποτελούν έμπνευση για εμένα. Παιδικά βιώματα, καθημερινές πράξεις, ταξίδια, βιβλία που διάβασα και άνθρωποι που γνώρισα. Όλα και όλοι είναι μια εσωτερική σπουδή, και όταν έρχεται η ώρα τους βγαίνουν στην επιφάνεια και το χαρτί. Μερικές φορές μου έρχονται ιδέες από το πουθενά. Υπάρχουν φορές που νιώθω έτοιμη να ξεράσω επειδή έχω μια ιδέα στο μυαλό μου και δεν την γράφω εκείνη την στιγμή, και υπάρχουν άλλες στιγμές – στιγμές που έχω μετανιώσει – κατά τις οποίες είπα «θα το γράψω αυτό σε λίγο» και μετά η πληροφορία ή το ποίημα έφυγε. Οι χαρακτήρες μένουν. Αλλά η αλήθεια είναι, όταν θέλω να γράψω για κάποιον χαρακτήρα, χρειάζομαι ησυχία και έναν χώρο δίχως περισπασμούς.


3. Αν μπορούσες, τι συμβουλή θα έδινες στον εαυτό σου όταν ξεκίνησες να γράφεις;


Θα με κοιτούσα βαθιά στα μάτια, δίχως φανφάρες και απότομες κινήσεις, και αφού καμία μας δεν θα έχανε αυτό τον διαγωνισμό κοιτάγματος θα μου έλεγα: «Αποδέξου το, ότι έτσι είσαι». Πολλές φορές, με τα γραπτά μου, μπορώ να εκφράσω την πραγματική Μάρθα, καλύτερα απ’ ότι με τα λόγια μου. Αυτό, σε μια κοινωνία που σου «επιβάλλει» με τον δικό της τρόπο την εξωστρέφεια, την διαρκή επικοινωνία, και την αυτοπροβολή, δεν είναι και το πιο επιθυμητό χαρακτηριστικό. Μου πήρε πολλά χρόνια, κατά τα οποία εργάστηκα με τον εαυτό μου, έμαθα να είμαι επικοινωνιακή, αλλά βίωσα την γαλήνη περισσότερο με ανθρώπους – από διαφορετικές χώρες και υπόβαθρα – σαν και εμένα, να αποδεχθώ την φύση μου. Όταν γράφω μου αρέσει η απομόνωση. Όταν έγραψα τον Γκασπάρ πήγα σε ένα μέρος που αγαπώ. Έκανα έναν καλό περίπατο το πρωί από το σπίτι μας στο Γαλαξίδι και πίσω, και μετά έγγραφα μέχρι αργά το βράδυ. Έτρωγα όποτε το θυμόμουν και δεν απαντούσα στα τηλέφωνα – γιατί δεν τα άκουγα μέσα στην συγκέντρωσή μου – σε βαθμό που η μητέρα μου έστειλε οικογενειακούς φίλους να ελέγξουν εάν είμαι καλά. Μέχρι να αποδεχθώ, και να επιβάλλω στους γύρω μου, ότι όταν γράφω, είμαι έτσι, και δεν είναι κακό ή καλό, είναι απλά γεγονός, μου πήρε αρκετό χρόνο και πολλά διαφορετικά μαθήματα ζωής. Δεν θα ήθελα να το αλλάξω αυτό, αλλά θα επιβεβαίωνα στον εαυτό μου ότι αυτή είμαι.


4. Τι λογοτεχνικό είδος σού αρέσει να διαβάζεις και ποιο προτιμάς όταν γράφεις;


Όλα τα βιβλία που αγαπώ βαθιά κατηγοριοποιούνται επίσημα ως fantasy. Το ίδιο και αυτά που απολαμβάνω να γράφω. Θα διαβάσω τα πάντα, και σαν άνθρωπος συνιστώ να διαβάζουμε ότι πέφτει στα χέρια μας. Αλλά η Φαντασία είναι το στοιχείο μου.


5. Επίλεξε ένα: τι είναι πιο σημαντικό σε μια ιστορία; Ο πρωταγωνιστής, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ή ο ανταγωνιστής;


Ποτέ δεν μου αρέσουν οι οριζόντιες λύσεις και απαντήσεις. Όσο καλός και εάν είναι ο/η πρωταγωνιστής, εάν οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ιστορίας είναι αδιάφοροι ή ακόμη χειρότερα χλιαροί, η ιστορία θα χάσει μέρος της δύναμής της. Είναι σαν να λες ότι θέλεις να απολαύσεις ένα εξαιρετικό φρούτο, περιτριγυρισμένη από τη δυσωδία σκουπιδιών, ντυμένη με βαριά ρούχα, ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Το φρούτο μπορεί να είναι εξαιρετικό, αλλά η εμπειρία θα είναι το λιγότερο τραυματική, και το σίγουρο είναι ότι δεν θα θέλεις να την επαναλάβεις.

Εάν μου επιτρέπεται μπορώ να πω τι μου αρέσει προσωπικά για την κάθε κατηγορία και τι απολαμβάνω να ανακαλύπτω σε ιστορίες που διαβάζω. Μου αρέσει ένας πρωταγωνιστής που έχει ενσυναίσθηση, οι δευτεραγωνιστές που παίρνουν πρωτοβουλίες και οι ανταγωνιστές που εξελίσσονται κατά την διάρκεια της ιστορίας. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα ότι κανένας δεν είναι κακός για όλους. Ο άνθρωπος που εγώ μπορεί να κρίνω σαν κακό, μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος για το παιδί του, και ο ήρωας της δικής του ιστορίας. Όλα έχουν να κάνουν με προοπτική.


6. Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να γράφεις;


Ιστορίες ξεκίνησα να γράφω στα 23 μου. Με πρώτον τον Γκασπάρ. Μετά άνοιξε η στρόφιγγα. Παιδικές ιστορίες, σύντομες ιστορίες, καινούργιοι κόσμοι, ποιήματα και φαντασιακά πλάσματα. Πριν από αυτό έγραφα την περιοδική έκθεση στο σχολείο όπως όλοι μας, τις εργασίες του πανεπιστημίου και μικρά επιστημονικά δοκίμια. Φυσικά έχουν υπάρξει περίοδοι που δεν έχω γράψει τίποτα, και μέρες που έχω γράψει ολόκληρα βιβλία για παιδιά, απλά γιατί ήταν πια η ώρα και πνιγόμουν.


7. Επίλεξε ένα: τι είναι πιο κρίσιμο για την επίτευξη ενός καλού βιβλίου; Η ικανότητα γραφής, η φαντασία ή η σκληρή δουλειά;


Η ικανότητα γραφής χτίζεται. Η φαντασία παιδεύεται (δηλαδή με διαρκή εξάσκηση την ενισχύεις και την βοηθάς να γίνει πιο δυνατή). Η σκληρή δουλεία σε βοηθάει να μοιραστείς αυτό που έχεις ως συγγραφέας με τον υπόλοιπο κόσμο. Άρα θα έλεγα η σκληρή δουλειά και η δυνατότητα να θυμάσαι ότι η ιστορία είναι δική σου.


8. Γιατί γράφεις;


Στις ερωτήσεις που με ρωτάνε: Γιατί κάνεις κάτι; (οτιδήποτε είναι αυτό) Συνήθως μου αρέσει να απαντάω: Γιατί μπορώ!

Και είναι αλήθεια.

Γράφω γιατί έχω κάτι μέσα μου που θέλω να το πω και μπορώ να το εκφράσω με αυτό τον τρόπο. Δεν είναι όλες οι ιστορίες για όλους, και ούτε έχω την αντίληψη ότι πρέπει να μας αρέσουν όλες οι ιστορίες. Κάθε βιβλίο που βγαίνει στον κόσμο, κάθε ιστορία που λέγεται και καταγράφεται, είναι μια μικρή ζωή, που ζει, για να δώσει την πνοή της, σε κάποιον, κάπου, κάποτε, που θα την χρειαστεί. Είμαι ένα παιδί που μεγάλωσε διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ιστορίες από ανθρώπους που δεν γνώρισα ποτέ, και οι οποίοι με έχουν γαλουχήσει με το πνεύμα τους τόσο όσο η ίδια μου η οικογένεια. Θέλω να δώσω πίσω αυτό το δώρο που πήρα, από ανθρώπους που δεν με γνώρισαν ποτέ, σε ανθρώπους που ίσως να μην γνωρίσω ποτέ. Για εμένα, το γράψιμο είναι κάτι που μας βοηθά, να συνδεόμαστε, ακόμη και εάν βρισκόμαστε σε άλλα «σύμπαντα» χώρου και χρόνου. Το νιώθω σαν μια ολοκλήρωση της ύπαρξής μου. Γράφω γιατί έχω το δικαίωμα, γράφω γιατί θέλω, γράφω γιατί μπορώ.


9. Πρότεινε ένα βιβλίο που θεωρείς ότι πρέπει να διαβάσει κάθε συγγραφέας και ένα κάθε αναγνώστης.

Το πρέπει είναι λίγο δύσκολη λέξη. Καλό είναι να θέλει.

Οποιοδήποτε βιβλίο των Wilde, Dahl, ή Pratchett θα έλεγα. Ξεκινήστε με ένα και μετά θα θέλετε να τα διαβάσετε όλα. Κάθε βιβλίο τους είναι μια σπουδή, στον τρόπο γραφής για κάθε συγγραφέα, στην ανθρώπινη φύση για κάθε αναγνώστη. Δημιουργούν κόσμους και κείμενα με αυτό που μου αρέσει να λέω: observational sarcasm (παρατηρητικό σαρκασμό), και τους αγαπώ για αυτό. Εάν μπορείτε, επιλέξτε να τα διαβάσετε στο πρωτότυπο. Στους Έλληνες συγγραφείς η πρώτη μου επιλογή ήταν, είναι και θα είναι η Ζέη. Για τις ηρωίδες της, που μας μαθαίνουν να γινόμαστε άνθρωποι.


10. Τι πρέπει να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;


Περισσότερες ιστορίες από τον Γκασπάρ και το Δάσος του σίγουρα. Στο τελευταίο κεφάλαιο θα γνωρίσετε και έναν μικρό λαγό και την παρέα του… Προσπαθούμε να μεταφέρουμε τα βιβλία για τα οποία άκουσε ο Γκασπάρ και στον δικό μας κόσμο. Σε κείμενο υπάρχουν οι ιστορίες από τις «Κόρες», «Ο Φανφάρ των ονείρων», και οι «Αρλέτρια και Ίωρλοφ», όλοι φαντασίας και συνδεδεμένοι με τον κόσμο του Γκασπάρ.

Σε παράλληλα σύμπαντα έχουμε τα κείμενα από τους «Αδέξιους Μάγους» και τους «Ρόνιν», ενώ «Η Χριστίνα που έπεσε από τον ουρανό» είναι μια μελέτη της δικής μας ζωής την περίοδο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Στα αγγλικά γράφεται αυτή την περίοδο η „She” και το “The time has come… Finally!” σε παράλληλο σύμπαν και με αρκετό χρόνο μπροστά τους για να ολοκληρωθούν.

Είμαι επίσης αρκετά πεπεισμένη, ότι με τον καιρό θα έρθουν και άλλοι χαρακτήρες στην επιφάνεια, απλά θα πάρουν τον χρόνο τους, όπως όλοι μας κάνουμε, μέχρι να νιώσουμε έτοιμοι.


11. Πώς μπορούν να επικοινωνήσουν οι αναγνώστες μαζί σου;


Μπορούν να με βρουν στην σελίδα μας στο Facebook να αναρτώ κομμάτια από τον Γκασπάρ
Gaspar the goblin - Γκασπάρ το τελώνι, στο Goodreads και στο Instagram (αν και πρέπει να γίνω λίγο πιο ενεργή εκεί)