Η ώρα ήταν περασμένες τέσσερις, αλλά ο δαιμόνιος βιβλιοφάγος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, ιδρωμένος και αφυδατωμένος, λες και βρισκόταν στην έρημο Σαχάρα, κάτω από έναν υπέρλαμπρο ήλιο. Πάντα σκεπτικός, προσπαθούσε να ταξινομήσει σωστά στο μυαλό του τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τον τελευταίο καιρό, ώστε να βρει μια ορθολογική λύση.
Το πρώτο και το πιο σημαντικό θέμα που τον απασχολούσε ήταν πώς θα βρει τα χρήματα, για να αγοράσει όλα τα βιβλία που είχε στη λίστα του. Την περιβόητη «Χρυσή Λίστα», όπως και την είχε ονομάσει. Βλέπετε, η συγκεκριμένη λίστα είχε όλα τα κλασικά λογοτεχνικά έργα των μεγάλων συγγραφέων που ήθελε να αποκτήσει. Πρώτες εκδόσεις, φυσικά. Κάποια από αυτά ήταν «Οι αδερφοί Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, «Η Δίκη του Κάφκα», «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρ Ουγκό, αλλά και πιο σύγχρονα έργα, όπως «Η φάρμα των ζώων» του Όργουελ, «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» του Φίτζεραλντ και πάρα, μα πάρα πολλά άλλα αριστουργήματα της ξένης και ελληνικής λογοτεχνίας.
«Χρήμα» μονολόγησε. «Κινητήρια δύναμη των πάντων. Χωρίς το χρήμα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σε αυτήν τη μίζερη ζωή. Κανείς δε σε υπολογίζει. Πράσινα, κόκκινα, μπλε άψυχα χαρτάκια που σε μία άλλη ζωή, σε ένα άλλο σύμπαν, σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, ίσως και να μην είχαν καμία αξία». Όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Ο βιβλιοφάγος φίλος μας, ένας παθιασμένος λάτρης της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, όχι πολύ μεγάλος θα έλεγα, είχε δεν είχε αγγίξει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, με αρκετή εμπειρία στα βιβλία και στα έργα τέχνης, γνώριζε πολύ καλά ότι, μόνο με την εργασία του, δε θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν, ώστε να αγοράσει όλα αυτά τα αριστουργήματα, μεγαλώνοντας κι άλλο τη συλλογή του.
Έξι η ώρα και ο ήλιος δειλά δειλά έδινε το παρόν, προσπαθώντας να σπάσει το συμπαγές τοίχο που είχε δημιουργηθεί από την πρωινή ομίχλη. Όλο το βράδυ δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Όταν τελικά τον έπαιρνε στη γλυκιά αγκαλιά του ο θεός του ύπνου, ο Μορφέας, διάφοροι συγγραφείς και καλλιτέχνες περνούσαν από τα όνειρά του, προσπαθώντας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να τον πείσουν να τους προσθέσει στη συλλογή του. Άλλοι με τον καλό τον λόγο, ενώ άλλοι με απειλές ότι θα στοιχειώνουν τα όνειρά του για μια ζωή, δίχως να του αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμού. Γι’ ακόμα μια φορά άλλαξε πλευρό και το αρχοντικό παλαιό κρεβάτι του έτριξε δυνατά, βγάζοντας ένα παράπονο ταλαιπωρίας από μέσα του.
«Τσέχωφ» συλλογίστηκε. «Πώς είναι δυνατόν με ένα τέτοιο επώνυμο και να μην μπορώ να γράψω λέξη; Τίποτα. Ούτε ένα στιχάκι. Για να μη μιλήσουμε για ποίημα ή διήγημα. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι αείμνηστοι γονείς μου δε σκέφτηκαν να αλλάξουν το επώνυμο της οικογένειάς μας σε κάτι πιο… διαφορετικό θα έλεγα. Ας το έκαναν Μπράουν, ακόμη καλύτερα Σέφιλντ. Δε θα είχα κανένα πρόβλημα. Τουλάχιστον δε θα περίμενε κανείς κάτι από εμένα. Αλλά Τσέχωφ. Αυτό είναι κατάρα».
Όντως. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη στεναχώρια του φίλου μας του βιβλιοφάγου με το Μεγάλο, ή μάλλον τεράστιο σε λογοτεχνική αξία θα έλεγα, επίθετο. Μεγαλύτερο πρόβλημα κι από τα χρήματα που δεν είχε. Γιατί χρήματα με κάποιο τρόπο ίσως μπορέσεις να βρεις, το επώνυμό σου όμως, όταν όλοι σε γνωρίζουν από μικρό ως Τσέχωφ, δεν μπορείς να το αλλάξεις. Αλλάζοντάς το είναι σαν να παραδέχεσαι την αποτυχία σου. Ότι όντως, δεν μπορείς να γράψεις ΤΙΠΟΤΑ. Αυτός, όμως, στο βάθος της ψυχής του ήξερε. Γνώριζε πολύ καλά ότι θα γράψει κάτι σπουδαίο κάποια στιγμή. Θα γράψει ένα αριστούργημα. Το πίστευε. Δύσκολες καταστάσεις. Ψυχοφθόρες, που σίγουρα αφήνουν λογοτεχνικά, κι όχι μόνο, κατάλοιπα στη ψυχή ενός συγγραφέα. Αν ρωτήσετε εμένα, με πάσα ειλικρίνεια, θα σας πω ότι σίγουρα θα γράψει κάτι πολύ καλό κάποια στιγμή. Δε ξέρω αν θα είναι λογοτεχνική έκρηξη της στιγμής ή κλασικό, αλλά σίγουρα θα είναι κάτι ΜΕΓΑΛΟ. Η άποψή μου πάντα. Μην την ενστερνίζεστε κιόλας!
Το άλλο που το βάζεις. Άντε και βρήκες τρόπο να αγοράσεις τα βιβλία και να εμπλουτίσεις τη συλλογή. Άντε και γράφεις ένα μικρό διήγημα ή έστω ένα ποίημα. Χρειάζεσαι χώρο και μία μεγάλη βιβλιοθήκη για να τα στεγάσεις. Να μπορείς να μελετήσεις, να τα συμβουλευτείς, σα να λέμε. Φυσικά υπάρχει ο χώρος στο Κουκάκι, που του έχει παραχωρήσει αμισθί ο πολύ καλός του φίλος, Μάνος. Εκεί στεγάζεται η μεγάλη συλλογή του όπου απαριθμεί περί τα είκοσι χιλιάδες βιβλία και δοκίμια. Θα μου πείτε, δεν του φτάνουν; Είκοσι χιλιάδες είναι είκοσι χιλιάδες. Είναι πολλά… Δυστυχώς όμως, για έναν βιβλιόφιλο συλλέκτη, ποτέ δεν είναι αρκετά. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ποιος είμαι εγώ για να τον κρίνω.
Συνέχεια αυτά συλλογιζόταν και δεν είχε καμία όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ένιωθε τα σκεπάσματα βαριά, να τον πλακώνουν. Και τα έργα τέχνης; Πού θα αποθηκεύσει τα έργα τέχνης, σαν τα φέρει εδώ; Ο Τσέχωφ είχε όλα αυτά τα χρόνια μαζέψει δεκάδες πίνακες ζωγραφικής, οι οποίοι φιλοξενούνταν σε μία γκαλερί του Λονδίνου. Η συγκεκριμένη γκαλερί άνηκε στον Σερ Γουίλιαμς, έναν επιστήθιο φίλο του, τον οποίο γνώριζε πάνω από τριάντα χρόνια. Φυσικά του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Στα νιάτα τους, έτρεχαν μαζί στα ατελιέ των ζωγράφων για να θαυμάσουν και να αποκτήσουν έργα σε πολύ προνομιακές τιμές. Εκείνα τα χρόνια, είχαν αγοράσει ένα φορτηγάκι της κακιάς ώρας για να μεταφέρουν τους πίνακες και τους αποθήκευαν στο διαμέρισμα της φιλενάδας του Τσέχωφ. Ο Σερ Γουίλιαμς το έκανε επάγγελμα κι έβγαλε πολλά χρήματα, ενώ ο Τσέχωφ παρέμεινε συλλέκτης και λάτρης της τέχνης.
Δυστυχώς, η γκαλερί χρειαζόταν τον χώρο και του είχαν ζητήσει, με ευγενικό τρόπο, με την πρώτη ευκαιρία να τα πάρει από εκεί. Να που, για ακόμη μία φορά, εμφανιζόταν το χρήμα ως μέγα πρόβλημα στην όλη εξίσωση. Το ερώτημα ήταν το εξής: Πού θα έβρισκε τα χρήματα για να τα φέρει στην Ελλάδα; Άντε και τα έφερνε. Πού θα στέγαζε τόσα πολλά έργα; Τα έργα βεβαίως είχαν μεγάλη καλλιτεχνική κι οικονομική αξία, μιας κι ήταν έργα ζωγραφικής γνωστών Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Μόραλη, του Εγγονόπουλου, του Γκίκα, του Μυταρά, του Φασιανού και πολλών άλλων. Του πέρασε από το μυαλό να πουλήσει κάποιο από τα κομμάτια, ώστε να αποκτήσει τη ρευστότητα που χρειαζόταν και να κάνει τις κινήσεις του, αλλά δεν του πήγαινε καρδιά να θυσιάσει ούτε μισό. Έπρεπε επειγόντως να βρει κάποιον άλλον τρόπο. Οι οικονομικές στερήσεις, τις οποίες είχε επιβάλλει στον εαυτό του, ώστε να αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια τα έργα τέχνης, ήταν πολλές και η μανία του με τις δύο συλλογές του είχαν κοστίσει αρκετά σε οικονομικό, αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Διακοπές είχε να κάνει χρόνια και για μεταφορικό μέσο χρησιμοποιούσε ένα παλιό Ντεσεβό, χρώματος γαλάζιο του 1972, το οποίο είχε από τον πατέρα του. Όλα τα χρήματα φυσικά πήγαιναν για πίνακες και βιβλία. Αυτός ήταν κι ο βασικός λόγος που καμία γυναίκα δεν μπορούσε να τον ανεχτεί. Ο ίδιος αναγνώριζε το πάθος του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Πήγε μέχρι και σε ψυχολόγο, όπου και του έδωσε θεραπευτική αγωγή, ώστε να μην πέφτει σε κατάθλιψη κάθε φορά που δεν μπορούσε να αγοράσει ένα έργο ή ένα ακριβό βιβλίο που ήθελε. Που να τον φτάσουν τα χρήματα. Ποτέ δεν ήταν αρκετά. Κάθε φορά έβρισκε και κάτι ακριβότερο, σε καλλιτεχνική και χρηματική αξία που έπρεπε, πάση θυσία, να αποκτήσει.
Όταν ξόδεψε όλη την περιουσία που του είχε αφήσει ο παππούς του, γιατί του παππού του ήταν η περιουσία κι όχι των γονιών του, άρχισε να βάζει δόσεις για την αγορά των έργων τέχνης. Έτσι ξεκίνησε και η τραγική οικονομική κατάσταση που υπήρχε και σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής του. Αυτό ήταν και το κομβικό σημείο όπου άρχισε το ποτό και τα χάπια, προκειμένου να μην κάνει καμία τρέλα μέσα στην απελπισία του. Μέχρι τώρα, είχε μπορέσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο, σε μία ισορροπία, αλλά δυστυχώς, τα πράγματα τώρα είχαν αλλάξει προς το χειρότερο.
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τον πονοκέφαλο. Δίπλα στο κομοδίνο είχε μια ασπιρίνη και ένα μισογεμάτο ποτήρι ουίσκι 12 ετών από την χθεσινοβραδινή κραιπάλη. Έριξε το χάπι στο στόμα του και κατέβασε το ποτό μια κι έξω. «Αν κι έχουν περάσει κάμποσες ώρες, το 12άρι καλά κρατεί» είπε. Κοίταξε τη γραφομηχανή του πάνω στο γραφείο, μια HERMES 3000 του 1969, χρώματος σκούρο πράσινο, αντίκα του 18ου αιώνα. Σκέφτηκε να σηκωθεί. Έκανε μια κίνηση, αλλά ζαλίστηκε λίγο και γρήγορα το μετάνιωσε. Ήθελε απεγνωσμένα να πατήσει τα πλήκτρα της και να γράψει κάτι σπουδαίο. Να ακούσει τον γλυκό χαρακτηριστικό τους ήχο. Σχεδόν πάντα ο ήχος κι η μυρωδιά της γραφομηχανής του έφερνε ανάταση ψυχής. Αλλά τι να γράψει; Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Είχε πέσει σε τέλμα. Το μόνο που τον απασχολούσε αυτή τη στιγμή ήταν τα έργα τέχνης, τα βιβλία του και πως θα βρει χώρο και χρήματα…
Τελικά αποφάσισε να γεμίσει το άδειο ποτήρι με ουίσκι και να ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε ένα από τα αγαπημένα του βιβλία. Παλαιά έκδοση του 1965, Τσάρλς Ντίκενς, «Μεγάλες Προσδοκίες». Σκέφτηκε τις προσδοκίες που είχε κι αυτός πριν από χρόνια για τις συλλογές του. Όντως, ήταν μεγάλες. Έφερε το βιβλίο κοντά στο πρόσωπό του και το μύρισε. Ήταν μία από τις απολαύσεις που κανείς δεν μπορούσε να του στερήσει. Το άρωμα που έβγαζαν στην επιφάνεια τα παλαιά βιβλία. Κιτρινισμένες, εύθραυστες σελίδες και μία ανάμικτη νότα βανίλιας, αμύγδαλου και καμένου ξύλου.
Του έλειπε η συλλογή του. Του έλειπαν τα έργα του. Εκεί στο Λονδίνο δεν μπορούσε να τα βλέπει όσο συχνά θα ήθελε. Τον πρώτο καιρό που υπήρχαν τα χρήματα, πήγαινε σχεδόν κάθε μήνα, ώστε να συμπληρώνει τη συλλογή και με καινούρια κομμάτια. Τώρα πια δεν υπήρχε περίσσευμα για τέτοιες πολυτέλειες.
Άναψε ένα πουράκι Montecristo Νο 4. Το αγαπημένο του. Μεστή γεύση, βελούδινη αφή. Τράβηξε μια καλή τζούρα. Άφησε τον καπνό να βγει από το στόμα του αργά, ώστε να τον απολαύσει, μυρίζοντας τον. «Το 12άρι καλά κρατάει» σκέφτηκε. Τελικά αποφάσισε, μιας κι ήταν πρωί, να ξεκινήσει με γαλλικό καφέ, ώστε να ξεθολώσει το μυαλό του. Σηκώθηκε και τράβηξε προς την κουζίνα. Το βλέμμα του έπεσε στον πάγκο. Είδε τα χάπια του. Χωρίς αυτά, ήταν για δέσιμο και το γνώριζε πολύ καλά. Εδώ και κάμποσες μέρες είχε σταματήσει να τα παίρνει. Του δημιουργούσαν ζαλάδες. Έπρεπε να πάει πάλι στο γιατρό να του αλλάξει τη δοσολογία.
Χτύπησε το κινητό του. Μία, δύο, τρείς φορές. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα. Είδε το νούμερο του φίλου του από το Κουκάκι όπου είχε τα βιβλία του και φυσικά απάντησε. Μίλησαν για αρκετή ώρα και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, σαν ήλιος που ανατέλλει. Ήταν τα πιο ευχάριστα νέα που είχε ακούσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Τα μαύρα σύννεφα είχαν, μέσα σε μια στιγμή, εξαφανιστεί από τα μάτια του. Άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει μέσα στο σπίτι, μόνος του, βάλς. Ο φίλος του, ο Μάνος, μόλις του είχε πει ότι μπορούσε να φιλοξενήσει τη συλλογή των έργων τέχνης στη διπλανή αίθουσα από αυτή που είχε τα βιβλία του, η οποία θα άδειαζε τις προσεχείς ημέρες. Αργότερα, θα έβαζε ενοικιαστήριο, αλλά, για ένα χρονικό διάστημα αρκετών μηνών, θα μπορούσε να τον βοηθήσει και να τα στεγάσουν εκεί. Αμισθί βεβαίως, που λεφτά για ενοίκιο. Ακόμη, τα έξοδα της μεταφορικής θα τα πλήρωνε ο Μάνος και, σιγά σιγά, θα τον ξεπλήρωνε ο Τσέχωφ. Τόσο καλός φίλος ήταν ο Μάνος, με Μ κεφαλαίο. Τώρα το μόνο που έλειπε ήταν να κανονίσουν τα διαδικαστικά, ώστε να φύγει η συλλογή από την γκαλερί του Λονδίνου και να έρθει στην Ελλάδα. Φυσικά αυτό ήταν παιχνιδάκι για τον Τσέχωφ.
Είκοσι μέρες αργότερα, τα έργα ταξίδευαν. Την εικοστή πρώτη, ήταν κιόλας στο Κουκάκι, μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Οι δύο φίλοι, είχαν επιβλέψει τη μεταφορά με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μη δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα και, φυσικά, να μην υπάρξει κάποια φθορά. Όλα ήταν στην εντέλεια. Ξαμπαλάρισαν δύο-τρία κομμάτια και με ένα καλό ουίσκι, το οποίο είχε φέρει ο Τσέχωφ, χαλάρωσαν και θαύμασαν τους πίνακες ζωγραφικής. Η ψυχή του Τσέχωφ ξεχείλιζε από ευτυχία. Στη μία αίθουσα ήταν η τεράστια συλλογή βιβλίων κι ακριβώς δίπλα η εικοσαετή συλλογή έργων τέχνης. Η ψυχολογία του βρισκόταν στο ζενίθ. Όταν τελείωσαν το ουίσκι τους, ασφάλισαν τις πόρτες, έβαλαν το συναγερμό και τράβηξαν ο καθένας προς το σπίτι του. Η γαλήνη στο πρόσωπο του βιβλιόφιλου και λάτρη της τέχνης δεν μπορούσε να κρυφτεί. Έκλεισε τα φώτα και ξάπλωσε στο παλαιό κρεβάτι του, που τώρα έτριζε από ευχαρίστηση.
Τρείς τα ξημερώματα. Νεκρική σιγή επικρατούσε στο διαμέρισμα, μέχρι που χτύπησε το κινητό του. Στριφογύρισε στο κρεβάτι μουγκρίζοντας κι άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε το ρολόι και πετάχτηκε επάνω. «Τέτοια ώρα κάτι κακό θα έχει συμβεί» σκέφτηκε. Αμέσως απάντησε στο τηλέφωνο κι άκουσε τη φωνή του Μάνου να μιλάει βιαστικά στη διαπασών. Χλόμιασε. Άρχισε να φωνάζει και, με απότομες κινήσεις, να κλοτσάει τις καρέκλες δίπλα στο κρεβάτι του. Σταμάτησε. Άρχισε να ντύνεται όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Άνοιξε την πόρτα και, τρέχοντας, κατέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας, πηδώντας τα τρία-τρία. Μπήκε στο Ντεσεβό κι αμέσως γύρισε τη μίζα. Μία, δύο, τρείς φορές, τίποτα. Νεκρό. Δεν έπαιρνε μπροστά. Άρχισε να κοπανάει το τιμόνι. Τον πρόδωσε το Ντεσεβό. Του φαινόταν απίστευτο. Έβρισε και προσπάθησε ξανά. Επιτέλους, το αυτοκίνητο ζωντάνεψε. Έφυγε σφαίρα προς το Κουκάκι. Πραγματικά, θα μπορούσα να πω ότι το Ντεσεβό έδινε και την ψυχή του για να του κάνει το χατίρι και να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στο βάθος, στον σκοτεινό ουρανό, είδε μία τεράστια κόκκινη λάμψη, όπου για ελάχιστα δευτερόλεπτα στη θύμησή του ήρθε η τελευταία δύση του ηλίου που είχε δει αγκαλιά με την πρώην αγαπημένη του στη Σαντορίνη, αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Το κτήριο του Κουκακίου, όπου στεγάζονταν οι συλλογές, είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Καμιά εικοσαριά πυροσβέστες με τα οχήματα τους έδιναν μία άνιση μάχη, ώστε η φωτιά να μην επεκταθεί και στα διπλανά κτήρια. Κόσμος είχε μαζευτεί από τη γειτονιά.
Ο Τσέχωφ, βγήκε γρήγορα από το αμάξι κι έτρεξε προς τα εκεί. Είδε τον Μάνο, με δάκρυα στα μάτια. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τα γόνατα του λύγισαν. Ήθελε να μιλήσει, να φωνάξει, αλλά ένιωθε σαν κάποιος, κάτι, να του σφίγγει το λαιμό. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει και δεν έφταιγε ο καπνός. Γονάτισε. Τα μάτια του ήταν πρησμένα, κόκκινα από το κλάμα. Με τις παλάμες των χεριών του έκρυψε το πρόσωπό του.
Αυτή τη στιγμή, είχε καταρρεύσει ολόκληρο το σύμπαν για τον Τσέχωφ. Δεν υπήρχε τίποτα πια. Η ζωή είχε τραβήξει χειρόφρενο στην πιο απότομη κατηφόρα, ενώ αυτός συνέχιζε να γλιστράει προς το γκρεμό. Όλα είχαν χαθεί… Σε έξαλλη κατάσταση, σηκώθηκε και έτρεξε προς την είσοδο του κτηρίου. Ένας πυροσβέστης προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Χάθηκε από τα μάτια του Μάνου μέσα στους καπνούς.
Τα βιβλία είχαν γίνει στάχτη. Το ίδιο και τα έργα τέχνης. Στάχτη είχε γίνει και η ψυχή του Τσέχωφ.
Art Lover
Eπιμέλεια: Ανθή Ρούσσου
Το πρώτο και το πιο σημαντικό θέμα που τον απασχολούσε ήταν πώς θα βρει τα χρήματα, για να αγοράσει όλα τα βιβλία που είχε στη λίστα του. Την περιβόητη «Χρυσή Λίστα», όπως και την είχε ονομάσει. Βλέπετε, η συγκεκριμένη λίστα είχε όλα τα κλασικά λογοτεχνικά έργα των μεγάλων συγγραφέων που ήθελε να αποκτήσει. Πρώτες εκδόσεις, φυσικά. Κάποια από αυτά ήταν «Οι αδερφοί Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, «Η Δίκη του Κάφκα», «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρ Ουγκό, αλλά και πιο σύγχρονα έργα, όπως «Η φάρμα των ζώων» του Όργουελ, «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» του Φίτζεραλντ και πάρα, μα πάρα πολλά άλλα αριστουργήματα της ξένης και ελληνικής λογοτεχνίας.
«Χρήμα» μονολόγησε. «Κινητήρια δύναμη των πάντων. Χωρίς το χρήμα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σε αυτήν τη μίζερη ζωή. Κανείς δε σε υπολογίζει. Πράσινα, κόκκινα, μπλε άψυχα χαρτάκια που σε μία άλλη ζωή, σε ένα άλλο σύμπαν, σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, ίσως και να μην είχαν καμία αξία». Όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Ο βιβλιοφάγος φίλος μας, ένας παθιασμένος λάτρης της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, όχι πολύ μεγάλος θα έλεγα, είχε δεν είχε αγγίξει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, με αρκετή εμπειρία στα βιβλία και στα έργα τέχνης, γνώριζε πολύ καλά ότι, μόνο με την εργασία του, δε θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν, ώστε να αγοράσει όλα αυτά τα αριστουργήματα, μεγαλώνοντας κι άλλο τη συλλογή του.
Έξι η ώρα και ο ήλιος δειλά δειλά έδινε το παρόν, προσπαθώντας να σπάσει το συμπαγές τοίχο που είχε δημιουργηθεί από την πρωινή ομίχλη. Όλο το βράδυ δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Όταν τελικά τον έπαιρνε στη γλυκιά αγκαλιά του ο θεός του ύπνου, ο Μορφέας, διάφοροι συγγραφείς και καλλιτέχνες περνούσαν από τα όνειρά του, προσπαθώντας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να τον πείσουν να τους προσθέσει στη συλλογή του. Άλλοι με τον καλό τον λόγο, ενώ άλλοι με απειλές ότι θα στοιχειώνουν τα όνειρά του για μια ζωή, δίχως να του αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμού. Γι’ ακόμα μια φορά άλλαξε πλευρό και το αρχοντικό παλαιό κρεβάτι του έτριξε δυνατά, βγάζοντας ένα παράπονο ταλαιπωρίας από μέσα του.
«Τσέχωφ» συλλογίστηκε. «Πώς είναι δυνατόν με ένα τέτοιο επώνυμο και να μην μπορώ να γράψω λέξη; Τίποτα. Ούτε ένα στιχάκι. Για να μη μιλήσουμε για ποίημα ή διήγημα. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι αείμνηστοι γονείς μου δε σκέφτηκαν να αλλάξουν το επώνυμο της οικογένειάς μας σε κάτι πιο… διαφορετικό θα έλεγα. Ας το έκαναν Μπράουν, ακόμη καλύτερα Σέφιλντ. Δε θα είχα κανένα πρόβλημα. Τουλάχιστον δε θα περίμενε κανείς κάτι από εμένα. Αλλά Τσέχωφ. Αυτό είναι κατάρα».
Όντως. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη στεναχώρια του φίλου μας του βιβλιοφάγου με το Μεγάλο, ή μάλλον τεράστιο σε λογοτεχνική αξία θα έλεγα, επίθετο. Μεγαλύτερο πρόβλημα κι από τα χρήματα που δεν είχε. Γιατί χρήματα με κάποιο τρόπο ίσως μπορέσεις να βρεις, το επώνυμό σου όμως, όταν όλοι σε γνωρίζουν από μικρό ως Τσέχωφ, δεν μπορείς να το αλλάξεις. Αλλάζοντάς το είναι σαν να παραδέχεσαι την αποτυχία σου. Ότι όντως, δεν μπορείς να γράψεις ΤΙΠΟΤΑ. Αυτός, όμως, στο βάθος της ψυχής του ήξερε. Γνώριζε πολύ καλά ότι θα γράψει κάτι σπουδαίο κάποια στιγμή. Θα γράψει ένα αριστούργημα. Το πίστευε. Δύσκολες καταστάσεις. Ψυχοφθόρες, που σίγουρα αφήνουν λογοτεχνικά, κι όχι μόνο, κατάλοιπα στη ψυχή ενός συγγραφέα. Αν ρωτήσετε εμένα, με πάσα ειλικρίνεια, θα σας πω ότι σίγουρα θα γράψει κάτι πολύ καλό κάποια στιγμή. Δε ξέρω αν θα είναι λογοτεχνική έκρηξη της στιγμής ή κλασικό, αλλά σίγουρα θα είναι κάτι ΜΕΓΑΛΟ. Η άποψή μου πάντα. Μην την ενστερνίζεστε κιόλας!
Το άλλο που το βάζεις. Άντε και βρήκες τρόπο να αγοράσεις τα βιβλία και να εμπλουτίσεις τη συλλογή. Άντε και γράφεις ένα μικρό διήγημα ή έστω ένα ποίημα. Χρειάζεσαι χώρο και μία μεγάλη βιβλιοθήκη για να τα στεγάσεις. Να μπορείς να μελετήσεις, να τα συμβουλευτείς, σα να λέμε. Φυσικά υπάρχει ο χώρος στο Κουκάκι, που του έχει παραχωρήσει αμισθί ο πολύ καλός του φίλος, Μάνος. Εκεί στεγάζεται η μεγάλη συλλογή του όπου απαριθμεί περί τα είκοσι χιλιάδες βιβλία και δοκίμια. Θα μου πείτε, δεν του φτάνουν; Είκοσι χιλιάδες είναι είκοσι χιλιάδες. Είναι πολλά… Δυστυχώς όμως, για έναν βιβλιόφιλο συλλέκτη, ποτέ δεν είναι αρκετά. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ποιος είμαι εγώ για να τον κρίνω.
Συνέχεια αυτά συλλογιζόταν και δεν είχε καμία όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ένιωθε τα σκεπάσματα βαριά, να τον πλακώνουν. Και τα έργα τέχνης; Πού θα αποθηκεύσει τα έργα τέχνης, σαν τα φέρει εδώ; Ο Τσέχωφ είχε όλα αυτά τα χρόνια μαζέψει δεκάδες πίνακες ζωγραφικής, οι οποίοι φιλοξενούνταν σε μία γκαλερί του Λονδίνου. Η συγκεκριμένη γκαλερί άνηκε στον Σερ Γουίλιαμς, έναν επιστήθιο φίλο του, τον οποίο γνώριζε πάνω από τριάντα χρόνια. Φυσικά του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Στα νιάτα τους, έτρεχαν μαζί στα ατελιέ των ζωγράφων για να θαυμάσουν και να αποκτήσουν έργα σε πολύ προνομιακές τιμές. Εκείνα τα χρόνια, είχαν αγοράσει ένα φορτηγάκι της κακιάς ώρας για να μεταφέρουν τους πίνακες και τους αποθήκευαν στο διαμέρισμα της φιλενάδας του Τσέχωφ. Ο Σερ Γουίλιαμς το έκανε επάγγελμα κι έβγαλε πολλά χρήματα, ενώ ο Τσέχωφ παρέμεινε συλλέκτης και λάτρης της τέχνης.
Δυστυχώς, η γκαλερί χρειαζόταν τον χώρο και του είχαν ζητήσει, με ευγενικό τρόπο, με την πρώτη ευκαιρία να τα πάρει από εκεί. Να που, για ακόμη μία φορά, εμφανιζόταν το χρήμα ως μέγα πρόβλημα στην όλη εξίσωση. Το ερώτημα ήταν το εξής: Πού θα έβρισκε τα χρήματα για να τα φέρει στην Ελλάδα; Άντε και τα έφερνε. Πού θα στέγαζε τόσα πολλά έργα; Τα έργα βεβαίως είχαν μεγάλη καλλιτεχνική κι οικονομική αξία, μιας κι ήταν έργα ζωγραφικής γνωστών Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Μόραλη, του Εγγονόπουλου, του Γκίκα, του Μυταρά, του Φασιανού και πολλών άλλων. Του πέρασε από το μυαλό να πουλήσει κάποιο από τα κομμάτια, ώστε να αποκτήσει τη ρευστότητα που χρειαζόταν και να κάνει τις κινήσεις του, αλλά δεν του πήγαινε καρδιά να θυσιάσει ούτε μισό. Έπρεπε επειγόντως να βρει κάποιον άλλον τρόπο. Οι οικονομικές στερήσεις, τις οποίες είχε επιβάλλει στον εαυτό του, ώστε να αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια τα έργα τέχνης, ήταν πολλές και η μανία του με τις δύο συλλογές του είχαν κοστίσει αρκετά σε οικονομικό, αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Διακοπές είχε να κάνει χρόνια και για μεταφορικό μέσο χρησιμοποιούσε ένα παλιό Ντεσεβό, χρώματος γαλάζιο του 1972, το οποίο είχε από τον πατέρα του. Όλα τα χρήματα φυσικά πήγαιναν για πίνακες και βιβλία. Αυτός ήταν κι ο βασικός λόγος που καμία γυναίκα δεν μπορούσε να τον ανεχτεί. Ο ίδιος αναγνώριζε το πάθος του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Πήγε μέχρι και σε ψυχολόγο, όπου και του έδωσε θεραπευτική αγωγή, ώστε να μην πέφτει σε κατάθλιψη κάθε φορά που δεν μπορούσε να αγοράσει ένα έργο ή ένα ακριβό βιβλίο που ήθελε. Που να τον φτάσουν τα χρήματα. Ποτέ δεν ήταν αρκετά. Κάθε φορά έβρισκε και κάτι ακριβότερο, σε καλλιτεχνική και χρηματική αξία που έπρεπε, πάση θυσία, να αποκτήσει.
Όταν ξόδεψε όλη την περιουσία που του είχε αφήσει ο παππούς του, γιατί του παππού του ήταν η περιουσία κι όχι των γονιών του, άρχισε να βάζει δόσεις για την αγορά των έργων τέχνης. Έτσι ξεκίνησε και η τραγική οικονομική κατάσταση που υπήρχε και σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής του. Αυτό ήταν και το κομβικό σημείο όπου άρχισε το ποτό και τα χάπια, προκειμένου να μην κάνει καμία τρέλα μέσα στην απελπισία του. Μέχρι τώρα, είχε μπορέσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο, σε μία ισορροπία, αλλά δυστυχώς, τα πράγματα τώρα είχαν αλλάξει προς το χειρότερο.
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τον πονοκέφαλο. Δίπλα στο κομοδίνο είχε μια ασπιρίνη και ένα μισογεμάτο ποτήρι ουίσκι 12 ετών από την χθεσινοβραδινή κραιπάλη. Έριξε το χάπι στο στόμα του και κατέβασε το ποτό μια κι έξω. «Αν κι έχουν περάσει κάμποσες ώρες, το 12άρι καλά κρατεί» είπε. Κοίταξε τη γραφομηχανή του πάνω στο γραφείο, μια HERMES 3000 του 1969, χρώματος σκούρο πράσινο, αντίκα του 18ου αιώνα. Σκέφτηκε να σηκωθεί. Έκανε μια κίνηση, αλλά ζαλίστηκε λίγο και γρήγορα το μετάνιωσε. Ήθελε απεγνωσμένα να πατήσει τα πλήκτρα της και να γράψει κάτι σπουδαίο. Να ακούσει τον γλυκό χαρακτηριστικό τους ήχο. Σχεδόν πάντα ο ήχος κι η μυρωδιά της γραφομηχανής του έφερνε ανάταση ψυχής. Αλλά τι να γράψει; Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Είχε πέσει σε τέλμα. Το μόνο που τον απασχολούσε αυτή τη στιγμή ήταν τα έργα τέχνης, τα βιβλία του και πως θα βρει χώρο και χρήματα…
Τελικά αποφάσισε να γεμίσει το άδειο ποτήρι με ουίσκι και να ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε ένα από τα αγαπημένα του βιβλία. Παλαιά έκδοση του 1965, Τσάρλς Ντίκενς, «Μεγάλες Προσδοκίες». Σκέφτηκε τις προσδοκίες που είχε κι αυτός πριν από χρόνια για τις συλλογές του. Όντως, ήταν μεγάλες. Έφερε το βιβλίο κοντά στο πρόσωπό του και το μύρισε. Ήταν μία από τις απολαύσεις που κανείς δεν μπορούσε να του στερήσει. Το άρωμα που έβγαζαν στην επιφάνεια τα παλαιά βιβλία. Κιτρινισμένες, εύθραυστες σελίδες και μία ανάμικτη νότα βανίλιας, αμύγδαλου και καμένου ξύλου.
Του έλειπε η συλλογή του. Του έλειπαν τα έργα του. Εκεί στο Λονδίνο δεν μπορούσε να τα βλέπει όσο συχνά θα ήθελε. Τον πρώτο καιρό που υπήρχαν τα χρήματα, πήγαινε σχεδόν κάθε μήνα, ώστε να συμπληρώνει τη συλλογή και με καινούρια κομμάτια. Τώρα πια δεν υπήρχε περίσσευμα για τέτοιες πολυτέλειες.
Άναψε ένα πουράκι Montecristo Νο 4. Το αγαπημένο του. Μεστή γεύση, βελούδινη αφή. Τράβηξε μια καλή τζούρα. Άφησε τον καπνό να βγει από το στόμα του αργά, ώστε να τον απολαύσει, μυρίζοντας τον. «Το 12άρι καλά κρατάει» σκέφτηκε. Τελικά αποφάσισε, μιας κι ήταν πρωί, να ξεκινήσει με γαλλικό καφέ, ώστε να ξεθολώσει το μυαλό του. Σηκώθηκε και τράβηξε προς την κουζίνα. Το βλέμμα του έπεσε στον πάγκο. Είδε τα χάπια του. Χωρίς αυτά, ήταν για δέσιμο και το γνώριζε πολύ καλά. Εδώ και κάμποσες μέρες είχε σταματήσει να τα παίρνει. Του δημιουργούσαν ζαλάδες. Έπρεπε να πάει πάλι στο γιατρό να του αλλάξει τη δοσολογία.
Χτύπησε το κινητό του. Μία, δύο, τρείς φορές. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα. Είδε το νούμερο του φίλου του από το Κουκάκι όπου είχε τα βιβλία του και φυσικά απάντησε. Μίλησαν για αρκετή ώρα και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, σαν ήλιος που ανατέλλει. Ήταν τα πιο ευχάριστα νέα που είχε ακούσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Τα μαύρα σύννεφα είχαν, μέσα σε μια στιγμή, εξαφανιστεί από τα μάτια του. Άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει μέσα στο σπίτι, μόνος του, βάλς. Ο φίλος του, ο Μάνος, μόλις του είχε πει ότι μπορούσε να φιλοξενήσει τη συλλογή των έργων τέχνης στη διπλανή αίθουσα από αυτή που είχε τα βιβλία του, η οποία θα άδειαζε τις προσεχείς ημέρες. Αργότερα, θα έβαζε ενοικιαστήριο, αλλά, για ένα χρονικό διάστημα αρκετών μηνών, θα μπορούσε να τον βοηθήσει και να τα στεγάσουν εκεί. Αμισθί βεβαίως, που λεφτά για ενοίκιο. Ακόμη, τα έξοδα της μεταφορικής θα τα πλήρωνε ο Μάνος και, σιγά σιγά, θα τον ξεπλήρωνε ο Τσέχωφ. Τόσο καλός φίλος ήταν ο Μάνος, με Μ κεφαλαίο. Τώρα το μόνο που έλειπε ήταν να κανονίσουν τα διαδικαστικά, ώστε να φύγει η συλλογή από την γκαλερί του Λονδίνου και να έρθει στην Ελλάδα. Φυσικά αυτό ήταν παιχνιδάκι για τον Τσέχωφ.
Είκοσι μέρες αργότερα, τα έργα ταξίδευαν. Την εικοστή πρώτη, ήταν κιόλας στο Κουκάκι, μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Οι δύο φίλοι, είχαν επιβλέψει τη μεταφορά με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μη δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα και, φυσικά, να μην υπάρξει κάποια φθορά. Όλα ήταν στην εντέλεια. Ξαμπαλάρισαν δύο-τρία κομμάτια και με ένα καλό ουίσκι, το οποίο είχε φέρει ο Τσέχωφ, χαλάρωσαν και θαύμασαν τους πίνακες ζωγραφικής. Η ψυχή του Τσέχωφ ξεχείλιζε από ευτυχία. Στη μία αίθουσα ήταν η τεράστια συλλογή βιβλίων κι ακριβώς δίπλα η εικοσαετή συλλογή έργων τέχνης. Η ψυχολογία του βρισκόταν στο ζενίθ. Όταν τελείωσαν το ουίσκι τους, ασφάλισαν τις πόρτες, έβαλαν το συναγερμό και τράβηξαν ο καθένας προς το σπίτι του. Η γαλήνη στο πρόσωπο του βιβλιόφιλου και λάτρη της τέχνης δεν μπορούσε να κρυφτεί. Έκλεισε τα φώτα και ξάπλωσε στο παλαιό κρεβάτι του, που τώρα έτριζε από ευχαρίστηση.
Τρείς τα ξημερώματα. Νεκρική σιγή επικρατούσε στο διαμέρισμα, μέχρι που χτύπησε το κινητό του. Στριφογύρισε στο κρεβάτι μουγκρίζοντας κι άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε το ρολόι και πετάχτηκε επάνω. «Τέτοια ώρα κάτι κακό θα έχει συμβεί» σκέφτηκε. Αμέσως απάντησε στο τηλέφωνο κι άκουσε τη φωνή του Μάνου να μιλάει βιαστικά στη διαπασών. Χλόμιασε. Άρχισε να φωνάζει και, με απότομες κινήσεις, να κλοτσάει τις καρέκλες δίπλα στο κρεβάτι του. Σταμάτησε. Άρχισε να ντύνεται όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Άνοιξε την πόρτα και, τρέχοντας, κατέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας, πηδώντας τα τρία-τρία. Μπήκε στο Ντεσεβό κι αμέσως γύρισε τη μίζα. Μία, δύο, τρείς φορές, τίποτα. Νεκρό. Δεν έπαιρνε μπροστά. Άρχισε να κοπανάει το τιμόνι. Τον πρόδωσε το Ντεσεβό. Του φαινόταν απίστευτο. Έβρισε και προσπάθησε ξανά. Επιτέλους, το αυτοκίνητο ζωντάνεψε. Έφυγε σφαίρα προς το Κουκάκι. Πραγματικά, θα μπορούσα να πω ότι το Ντεσεβό έδινε και την ψυχή του για να του κάνει το χατίρι και να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στο βάθος, στον σκοτεινό ουρανό, είδε μία τεράστια κόκκινη λάμψη, όπου για ελάχιστα δευτερόλεπτα στη θύμησή του ήρθε η τελευταία δύση του ηλίου που είχε δει αγκαλιά με την πρώην αγαπημένη του στη Σαντορίνη, αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Το κτήριο του Κουκακίου, όπου στεγάζονταν οι συλλογές, είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Καμιά εικοσαριά πυροσβέστες με τα οχήματα τους έδιναν μία άνιση μάχη, ώστε η φωτιά να μην επεκταθεί και στα διπλανά κτήρια. Κόσμος είχε μαζευτεί από τη γειτονιά.
Ο Τσέχωφ, βγήκε γρήγορα από το αμάξι κι έτρεξε προς τα εκεί. Είδε τον Μάνο, με δάκρυα στα μάτια. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τα γόνατα του λύγισαν. Ήθελε να μιλήσει, να φωνάξει, αλλά ένιωθε σαν κάποιος, κάτι, να του σφίγγει το λαιμό. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει και δεν έφταιγε ο καπνός. Γονάτισε. Τα μάτια του ήταν πρησμένα, κόκκινα από το κλάμα. Με τις παλάμες των χεριών του έκρυψε το πρόσωπό του.
Αυτή τη στιγμή, είχε καταρρεύσει ολόκληρο το σύμπαν για τον Τσέχωφ. Δεν υπήρχε τίποτα πια. Η ζωή είχε τραβήξει χειρόφρενο στην πιο απότομη κατηφόρα, ενώ αυτός συνέχιζε να γλιστράει προς το γκρεμό. Όλα είχαν χαθεί… Σε έξαλλη κατάσταση, σηκώθηκε και έτρεξε προς την είσοδο του κτηρίου. Ένας πυροσβέστης προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Χάθηκε από τα μάτια του Μάνου μέσα στους καπνούς.
Τα βιβλία είχαν γίνει στάχτη. Το ίδιο και τα έργα τέχνης. Στάχτη είχε γίνει και η ψυχή του Τσέχωφ.
Art Lover
Eπιμέλεια: Ανθή Ρούσσου