Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Έλστα - Κεφάλαιο 18)

Το καραβάνι με τους τσιγγάνους και την Έλστα, έφτασε νύχτα στο παλιό λιμάνι της Μαν’ νακά. Η θάλασσα ήταν κιόλας φουσκωμένη και ορμούσε με μανία πάνω στους άλλοτε ξύλινους κι άλλοτε πέτρινους αυτοσχέδιους κυματοθραύστες.

«Σε ποιο καράβι μπαίνουμε για το Σίλιντ Άκλαταν;» ρώτησε ανυπόμονα έναν από τους λιμανίσιους σκλάβους, ο Γιοέλ, που οδηγούσε την πρώτη άμαξα.

«Μισό λεπτό να ρωτήσω…» απάντησε εκείνος. Λίγο αργότερα, επέστρεψε, αλλά όχι μόνος του.

«Καλησπέρα!» τους χαιρέτισε ο άντρας που έμοιαζε να είναι ένας από τους τελωνιακούς. «Επιθυμείτε να φτάσετε στο Σίλιντ Άκλαταν;»

«Ναι, ναι! Κι είμαστε τρεις άμαξες και τέσσερα άτομα» απάντησε βιαστικά ο Γιοέλ.

«Λυπάμαι, μα δεν θα φύγει κανένα καράβι για τη Μικρή Ήπειρο απόψε…» ανακοίνωσε ο τελωνιακός, σχεδόν ουρλιάζοντας, προσπαθώντας να ακουστεί μέσα στο βουητό, που δημιουργούσαν τα άγρια κύματα.

«Για τη Σινές;» ρώτησε πάλι ο τσιγγάνος.

Ο τελωνειακός έγνεψε αρνητικά το κεφάλι του.

«Δε φεύγει κανένα πλοίο απόψε με τέτοιον καιρό…»

Ο Γιοέλ αποφάσισε να συσκεφθεί με τους άλλους δύο τσιγγάνους.

«Αν θέλετε, μπορείτε να περιμένετε ως το πρωί, μήπως κοπάσει η καταιγίδα…» τους διέκοψε ο τελωνιακός. Οι τσιγγάνοι γύρισαν και τον κοίταξαν και μετά σήκωσαν το βλέμμα στον ουρανό της Μαν’ νακά.

Ύστερα από μια σύντομη συνεννόηση, αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ στο λιμάνι. Τα κουρασμένα άλογά τους, έγιναν μούσκεμα εκείνη τη νύχτα, ενώ οι τσιγγάνοι ξενυχτούσαν μες στις σκεπαστές τους άμαξες, τρώγοντας και τραγουδώντας. Μαζί και η Έλστα, που απολάμβανε τις μουσικές και το κέφι των τσιγγάνων και αναρωτιόταν αν ήταν και ο Τζάρβις σαν κι αυτούς.

Ο μποέμικος σταυρός του στο λαιμό της, όσο καλά κρυμμένος κι αν ήταν τώρα, δεν την άφηνε να βγάλει από το μυαλό της εκείνον τον ασυνήθιστο νεαρό, που ξανάδωσε, έστω και για λίγο, νόημα στη ζωή της.

Η κακόκαιρη νύχτα κάποια στιγμή έφυγε και όταν επιτέλους βγήκε ο ήλιος, ένα εμπορικό καράβι σάλπαρε για τη Σινές. Μαζί του πήρε την Έλστα, όχι όμως και τους τσιγγάνους, που προτίμησαν να παραμείνουν στο λιμάνι μέχρι το βράδυ.

Από εδώ και πέρα θα συνέχιζε την περιπλάνησή της, όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει. Μόνη.

«…Για να σε δούμε Πράσινη Θάλασσα…» σκέφτηκε δυνατά η Έλστα, που δεν είχε ξανανεβεί ποτέ σε καράβι.

Το χέρι της πήγε αυτόματα στο στέρνο της για να γραπώσει το μενταγιόν και να πάρει κουράγιο για το μακρύ της ταξίδι. Κι εκείνη τη στιγμή πανικοβλήθηκε. Δεν το ένιωθε πια πάνω της. Ο πολύτιμος σταυρός είχε χαθεί!

Κυριάκος Μαυροειδέας