Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 1)

Τέταρτη γενιά

Θεσσαλονίκη 2022

Το κουδούνι χτύπησε δυνατά και χαρωπά, απανωτά εκείνο το Κυριακάτικο μεσημέρι κι ο ήχος του πλημμύρισε σαν γιορτινή καμπάνα το σαλονάκι του μικρού παλιού διαμερίσματος στο κέντρο της συμπρωτεύουσας. «Αρετή, δέβα άνοιξον, τα παιδία θα ’ναι!» φώναξε ο ογδοντατριάχρονος ιερέας, που καθόταν σε μια πολυθρόνα και έβλεπε τηλεόραση. «Ωφ, τ’ άκλερα τα ποδάρεα!» παραπονέθηκε την επόμενη στιγμή, καθώς σηκωνόταν όρθιος, κρατώντας τα μπράτσα της πολυθρόνας του.

«Πάω, Σάββα μ, πάω!» αποκρίθηκε μια επίσης ηλικιωμένη γυναίκα, λίγα χρόνια μικρότερη από τον ίδιο, και πήγε προς την πόρτα μουρμουρώντας, που άνοιξε για να αποκαλύψει δύο νεαρά παιδιά, μια κοπέλα εικοσιπέντε ετών κι ένα παλικάρι στα είκοσι επτά του, ψηλά, μελαχρινά, όλο χαμόγελο.

«Γεια σου, θεία!» είπανε ταυτόχρονα, κι η γυναίκα τα αγκάλιασε και τα φίλησε.

«Σαββούλη μου, Αρετούλα μ’! Καλώς έρθατε! Τι έκπληξη ήταν αυτή;»

«Ε, είπαμε να ’ρθουμε πιο νωρίς, να σας κάνουμε λίγο παρέα...»

«Ναι, αυτό...»

«Καλά εποίκατε! Ελάτε, ο πάππος είναι μέσα...» τους είπε και τα έμπασε στο σαλονάκι, ενώ στο μεταξύ ο παπά - Σάββας είχε σηκωθεί όρθιος και τους πλησίαζε.

«Πάππο! Ντ’ εφτάς;» του μίλησε στα ποντιακά ο συνονόματος εγγονός του, χαιρετώντας τον. «Έφερα και τη λύρα, να παίξουμε τίποτα...»

«Μπράβο, ρίζα μ’! Καλά είμαι, όσο μπορώ, μόνο αυτά τα έρμα τα ποδάρεα μ’ δε με κρατούν ώρες - ώρες... Αρετούλα, έλα κι εσύ να σε φιλήσω, κορτσόπο μ’! Καλά είσαι;»

«Καλά, παππού, μια χαρά!» απάντησε κι η εγγονή του, κοιτώντας τον με λατρεία. «Θα σου τραγουδήσω κι εγώ άμα παίξει ο Σάββας, να ξέρεις, όπως κάνω πάντα!»

«Τι μαγειρεύεις, ρε θεία, και μας έχει σπάσει τη μύτη;» ρουθούνισε τώρα ο αδελφός της, πιάνοντας τη μυρωδιά που ερχόταν απ’ την κουζίνα.

«Κοσάρα κοκκινιστή και ιβριστόν, αγόρι μου! Κάτσε να σας φέρω και λίγα ωτία που έφτιαξα χθες, να γλυκαθείτε» του εξήγησε η θεία Αρετή, και σε δυο λεπτά επέστρεψε στο σαλονάκι φέρνοντας ένα πιάτο ξέχειλο από τα ζυμαρένια γλυκά σε σχήμα αυτιού και δυο νεράκια για τα μικρανίψια της.

«Λίγα είναι αυτά, καλέ; Θα μας κόψουν την όρεξη!» αστειεύτηκε η Αρετή η νεώτερη, ενώ ο Σάββας σε αντίθεση με την αδελφή του είχε ήδη αρπάξει ένα και μπουκώθηκε, μασουλώντας με απόλαυση.

«Τα ποντιακά γλυκά δεν κόβουν ποτέ την όρεξη... Μμμμ! Γεια στα χέρια σου, θεία! Υπέροχα!»

«Να ’σαι καλά, Σάββα μου! Φα, να πάρεις δύναμη, να μας παίξεις κεμεντζέ... Αρετή, πουλόπο μ’, φα κι εσύ, δεν πιστεύω να φτας δίαιτα, λεγνή μ’, πολλά λεγνέσα μ’*;!»

«Όχι, ούτε καν! Θα τρώω, μη στεναχωριέσαι!» ψιλογέλασε η κοπέλα και μιμήθηκε τελικά τον αδελφό της, παίρνοντας κι αυτή ένα ωτίον, ενώ εκείνος καταβρόχθιζε ήδη το δεύτερο.

«Εσύ, παππού; Δεν τρως;» ρώτησε τον παπά - Σάββα ύστερα, σκουπίζοντας τα χέρια του.

«Όχι, ρίζα μ’, φάτε εσείς που είστε νέοι... Εμείς οι γέροι πρέπει να προσέχουμε τα ζάχαρα» είπε εκείνος και ατένισε για μια στιγμή τα δυο μοναδικά εγγόνια του, τα κλαδιά του επίσης μονάκριβου γιου του του Μανουήλ, του Μάκη όπως τον φώναζαν όλοι, που δεν είχε γνωρίσει μάνα, αφού η παπαδιά πέθανε νεώτατη, από μια σπάνια επιπλοκή στον τοκετό της, και μάνα για τον Μακούλη έγινε η θεία του, που ήθελε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να αφιερωθεί στον Θεό, αλλά τη σταμάτησε η ορφάνια του ανιψιού της∙ κι αυτός, που μεγάλωσε στα χέρια της, όταν νοικοκυρεύτηκε και έκανε τα παιδιά του, την τίμησε δίνοντας το όνομά της στην κόρη του, μετά τον γιο του που πήρε παραδοσιακά το όνομα του παππού απ’ τον πατέρα... Κι ήταν περήφανος ο τραντέλλενας ιερέας για τα εγγόνια του, όχι μόνο γιατί ήταν αίμα του, μα κι επειδή με τις επιλογές τους τιμούσαν όπως έπρεπε την καταγωγή τους και τη ματωμένη τους γενιά...

«Κατάλαβα... Να παίξουμε τίποτα τώρα μιας και φάγαμε;» προθυμοποιήθηκε το παλικάρι, κι έβγαλε απ’ τη μαύρη μακρόστενη θήκη του το αγαπημένο όργανο. «Παππού, τι λαχταράει η ψυχή σου; Λέγε!»

«Ο τι θέλετε παίχτε και τραγωδήστε, παιδία! Αφού ξέρετε πως όλα μ’ αρέσουν, όταν τ’ ακούω από σας τους δυο... Σ’ αυτό το πώς το λένε πρέπει να πάτε, που πήγε κι ο Κωστίκας ο Αγέρης κι έντονε διάσημος!»

«Το Voice λες, παππού; Θα το σκεφτούμε σοβαρά!» έκανε η Αρετή. «SAP θα λεγόμαστε, από το Σάββας και Αρετή Ποιμενίδου! Ε, Σάββα;»

«Δεν είναι κακή ιδέα, μικρή! Παππού, πες ότι είσαι εσύ κριτής ση Λαλίαν τώρα κι εμείς έχουμε έρθει με την Αρετή για τον διαγωνισμό, οκέι; Θα πατήσεις κουμπί μετά, πρόσεξε!»

«Ρε αδελφέ, έλεος! Παππού, ασ’ τονε... Πάμε ένα διπάτ τώρα, τελείωνε! Το Σουμέλα λεν’ την Παναγιά που είναι και χαρούμενο και σε πλάγιο του δευτέρου, στον ήχο της ημέρας**» έδωσε το πρόσταγμα η κοπέλα στον αδελφό της, κυττώντας με νόημα τον παππού της, που καμάρωσε για άλλη μια φορά για τις γνώσεις της στη βυζαντινή μουσική, της οποίας κι ο ίδιος ήταν βαθύς γνώστης ως ιερέας και καλλιφωνότατος...

«Αραέτς, Αρετή μ’! Σάββα μ', άντε, σύρον τα τοξαρέας ισ!» έκανε ζωηρά, κι αφέθηκε έπειτα σιωπηλός να απολαύσει την αηδονολαλιά της εγγονής του που συνόδευε τη λύρα του εγγονού, γεμάτη μέταλλο παραδοσιακό αλλά και τα ιδιαίτερα ποικίλματα του Πόντου, σαν να ερχόταν κατευθείαν απ’ τα πυκνά ορμάνια της Ματσούκας, εκεί που ήταν οι ρίζες των προγόνων της:

«Σουμέλα λεν την Παναγιά, Σουμέλα λεν κι εσένα

Σουμέλα λεν την Παναγιά, Σουμέλα λεν κι εσένα

θα προσκυνώ την Παναγιά κι έρχουμαι μετ’ εσένα

θα προσκυνώ την Παναγιά κι έρχουμαι μετ’ εσένα...»

τραγούδησε η Αρετή, αφού έπαιξε ο Σάββας την εισαγωγή, και σε κάθε επανάληψη τη συνόδευαν ο ίδιος κι ο παππούς της, χτυπώντας αυτός με το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας τον εννεάσημο ρυθμό του χορού, λίγο ήθελε να σηκωθεί και να συμπαρασύρει στον χορό την κυρά Αρετή, που είχε καθίσει πλάι του κι άκουγε κι αυτή συγκινημένη...

«Εγώ Ποντιοπούλ’ είμαι, ματώνω, ’κι ματούμαι***

Εγώ Ποντιοπούλ’ είμαι, ματώνω, ’κι ματούμαι

Ση Σουμελά την Παναγιά εσέν θα στεφανούμαι

Ση Σουμελά την Παναγιά εσέν θα στεφανούουμαιαι...»

τραγούδησε τη δεύτερη στροφή η Αρετή και ολοκλήρωσε το τραγούδι, κάνοντας κορώνα στις δυο τελευταίες συλλαβές, και ο Σάββας στράφηκε στον πατέρα του μπαμπά τους με ενθουσιασμό:

«Ντο λες, παππού; Περνάμε, περνάμε;»

«Περνάτε και παραπερνάτε! Μπράβο, παιδία! Σαββούλη, ντ’ έμορφα παίζεις την κεμεντζέν, ρίζα μ’, άμον τον αρκολυκόπαππο σ’... Να λελεύω σε!»

«Έπαιζε κεμεντζέ ο προπροπαππούς ο Σάββας; Δεν το ’ξερα!»

«Και έπαιζε και ετραγώδνε, κορτσόπο μ’, σ' όλα τα παρακάθεα πρώτος έτον... Κι η αρκολυκοκαλομάνα σας η Αρετή όμως είχε πολλά έμορφον λαλίαν, χώρια που ήτανε κι αυτή πανέμορφη! Τους μοιάσατε σ’ όλα, κι εσύ κι ο αδερφός σου... Να, τερέστ’ αδά...»

Είπε ο παπά - Σάββας, σηκώθηκε και πήρε ευλαβικά στα χέρια του μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, εποχής γύρω στα 1930, που έστεκε πάνω στο τζάκι και απεικόνιζε έναν άντρα και μια γυναίκα μαζί με δυο παιδιά, ένα αγόρι κοντά στην εφηβεία κι ένα κοριτσάκι πολύ μικρότερο, νηπιακής ηλικίας.

«Να... Ελέπετε;» είπε ξανά, τείνοντάς τη προς τα εγγόνια του. «Ατός εν’ ο αρκολυκόπαππος κι ατέ η αρκολυκοκαλομάνα σουν, ο Σάββας κι η Αρετή... Κι ατά τα χάταλα είναι ο πατέρας μου, ο προπάππος σας ο Μανουήλ, κι η θεία η Λισάφ’, δέκα χρόνια είχαν διαφορά μεταξύ τους...»

«Απίστευτο!» ψέλλισε η Αρετή, καθώς παρατηρούσε τη φωτογραφία και διαπίστωνε την τεράστια ομοιότητά της με την προπρογιαγιά της. «Κύττα εδώ, Σάββα! Ολόιδιοι είμαστε, κι εσύ κι εγώ, φωτοτυπία!»

«Όντως! Πώς έγινε αυτό, ρε Αρετή;» συμμερίστηκε την έκπληξη της αδελφής του ο νεαρός, βλέποντας τη φωτογραφία. «Να δεις πώς λέγεται στη βιολογία... Αταβισμός;»

«Ναι, κάπως έτσι... Απίστευτο, ειλικρινά!» επανέλαβε η κοπέλα και για λίγο έμειναν σκυμμένοι πάνω της.

«Πάππο, δε μας έχεις πει ποτέ... Πώς ήρθαν οι δικοί μας απ' τον Πόντο, τι πέρασαν;» σήκωσε έπειτα το κεφάλι του το παλικάρι κι απευθύνθηκε στον γέροντα ιερέα. «Θέλουμε να ξέρουμε...»

«Ναι, παππού, πέει μας... Να μάθουμε...»

Σοβάρεψε ο παπά - Σάββας με το αίτημα των εγγονιών του, ανακάθισε στη θέση του και μια σκιά πέρασε απ' το βλέμμα του. «Θα λέγω σας, πουλία μ’, να μαθάνετε» μίλησε τελικά, κυττώντας τα βαθιά στα σκούρα μάτια τους που είχανε στυλωθεί απάνω του με προσμονή. «Άχαρον γενέα οι Ποιμενάντ’! Α σην Κουνάκαν τη Ματσούκας ήμασταν, αυτό το ξέρετε ήδη, φτωχοί αθρώπ’, και η αρκολυκοκαλομάνα σας έτον α ση Λιβεράν, αρχοντόπουλον, εγαπέθαν όμως με τον αρκολυκόπαππον κι επέρ’ ατέν, και αυτοί οι δυο ανέστεσαν τη ρίζα μουν αδά σην Ελλάδαν, μετά τη γενοκτονία...»

«Μεγάλος έρωτας... Δεν ήταν;» σκίρτησε η εγγονή. «Κάνω λάθος; Το νιώθω στη φωνή σου...»

«Ναι, ψη μ’, πολλά τρανόν εγάπ’, και κατενόν... Και το κατενόν η εγάπ’ όλια επορεί ατά...» της χαμογέλασε τρυφερά ο παππούς, χαϊδεύοντας το χέρι της, κι άρχισε τη διήγηση, ατενίζοντας πέρα στην καπνοδόχο του τζακιού, σαν να προβαλλόταν εκεί πάνω σε ταινία η ιστορία των προγόνων του...


Δέβα - δεβάτε = πήγαινε - πηγαίνετε (δεβαίνω)

Κοσάρα = κότα

Ιβριστόν = είδος ποντιακών ζυμαρικών

*Στίχος ποντιακού τραγουδιού: «λεγνή μ, πολλά λεγνέσα μ', δεκαοχτώ χρονέσα, τσίζω σε και πονώ σε, ντο κείσαι μαναχέσα»

Λαλία = φωνή (λογοπαίγνιο με το Voice)

**Στον τυπικό της Εκκλησίας, κάθε Κυριακή με τη σειρά τα τροπάρια του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας ψάλλονται σε έναν από τους οκτώ ήχους της βυζαντινής μουσικής (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος - πλάγιος του πρώτου, πλάγιος του δευτέρου, βαρύς, πλάγιος του τετάρτου)

Αραέτς = έτσι λοιπόν/ έτσι ακριβώς (αέτς + επιτατικό/συμπερασματικό μόριο αρ')

Ορμάν = δάσος

***Έκφραση που σημαίνει «ματώνω τους άλλους, δε ματώνω εγώ» και δείχνει το σκληροτράχηλο των Ελλήνων του Πόντου

Κορώνα = το συνεχόμενο κράτημα ενός φθόγγου

Παρακάθ (ή μουχαπέτ) = ιδιωτικό γλέντι με φαγητό, τραγούδι και χορό

Τέρεν - τερέστεν = δες/δείτε (τερώ), αδά = εδώ

Χάταλα (χάταλον) = μικρά παιδιά

Αταβισμός (λατ. atavus = προπάππους, πρόγονος): όταν βιολογικά χαρακτηριστικά παραλείπουν μία ή περισσότερες γενιές για να εμφανιστούν σε επόμενες

Κατενός = καθαρός, αγνός (ρήμα: κατενίζω)

'Ακλερος και άχαρος = καημένος, δύστυχος

Ψη μ = ψυχή μου


Μαρία Παπαθεοδώρου