Η μέρα που ‘χε ξημερώσει ήτανε κατασκότεινη κι ο άνεμος που σφύριζε μανιασμένα, σέρνοντας πίσω του παγωνιά και μελαγχολία μέσα απ’ τα βάθη της νύχτας ακόμα, δεν είχε κοπάσει καθόλου.
Πυκνά, μαύρα σύννεφα έκρυβαν τον ουρανό και θα ’λεγες πως θα ’ταν ακόμα νύχτα, αν κι εκείνο το λιγοστό φως που κατάφερνε να τρυπώσει δεν έδινε την αίσθηση πως κάτω από άλλες συνθήκες θα ’πρεπε να ’χε χαράξει για τα καλά. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, όμως, ακόμα κι αν τα ρολογοφάναρα στους τοίχους των σπιτιών της λιμανούπολης συμφωνούσαν, επιβεβαιώνοντας αυτή την αίσθηση, η ορατότητα ήταν απελπιστικά χαμηλή, καθώς μια εξίσου πυκνή κι απόκοσμη ομίχλη έκλεινε μέσα στα γκρίζα της δίχτυα ολόκληρο το λιμάνι, απ’ άκρη σ’ άκρη, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Οι ναύτες της ακτής που ’χαν βάρδια απ’ τη νύχτα, νυσταγμένοι και επηρεασμένοι κι αυτοί απ’ το μουντό πρωινό, φώναζαν πότε - πότε προς την ανοιχτή θάλασσα, με τις παλάμες των χεριών τους χωνιά απλωμένα γύρω απ’ τα χείλη τους, να μην προσεγγίσει κανείς το λιμάνι, μόνο να ρίξουν άγκυρα στ’ ανοιχτά.
Μα στη μιαν άκρη του λιμανιού, μέσα απ’ την ομίχλη, ένα μαύρο σκαρί, ιστιοφόρο, με πανιά κι εκείνα κατάμαυρα, έπλεε αργά, κόντρα στον άνεμο, προσεγγίζοντας την ακτή. Χωρίς άλλο, όποιο κι αν ήταν τούτο το πλοίο που ερχότανε, ξένο ή ντόπιο, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θα ’χε προ πολλού τσακιστεί απάνω στις ξέρες, πράγμα που σήμαινε πως ο καπετάνιος ήτανε γνώστης της τέχνης του και θα το ήξερε το λιμάνι σαν την παλάμη του, μιας και κανένας ναυτοπιλότος απ’ την ακτή δεν θα το ρίσκαρε, με τέτοιο καταραμένο καιρό, να επιβιβαστεί στ’ ανοιχτά, για ν’ αναλάβει μια τέτοια ευθύνη: να το οδηγήσει μ’ ασφάλεια στο λιμάνι.
Κι ήταν μέσα σε μια στιγμή, όταν πρόβαλε το πλεούμενο μπρος στα μάτια του ναύτη που έστεκε κείνη την ώρα σ’ αυτή την πλευρά της ακτής. Κι έμοιαζε ίδιο με σκίτσο ζωγράφου που το γέννησε τ’ αόρατο χέρι του, γραμμή προς γραμμή, απάνω στα γκρίζα και στα σταχτιά χρώματα της θολής ομίχλης. Χτύπησε απαλά, με την πλώρη, στο τοιχίο της προβλήτας κι έπειτα έμεινε να λικνίζεται απαλά στη θέση του, ακολουθώντας τον ρυθμό του κύματος. Βουβό, σιωπηλό, αθόρυβο. Χωρίς ναύτες σκαρφαλωμένους στα ψηλά του κατάρτια, μήτε να τρέχουνε ή να στέκουν απάνω στη μακριά του κουβέρτα.
Κι ήταν ακόμα πιο άξαφνα τότε, όταν κάθε μια σπιθαμή του ξύλινου κήτους έτριξε απ’ τους αρμούς, σαν να έκραζαν χιλιάδες στόματα. Κι έβγαιναν και διαχέονταν από μέσα τους, με τις κραυγές μαζί, τραχιές οσμές θαλασσινές μπερδεμένες μ’ αέρα καυτό, πνιγηρό, που θα ’λεγες πως ανάβλυζαν μέσα απ’ το στόμα ωκεάνιας φάλαινας που στάθηκε μπρος στο λιμάνι για ν’ ανασάνει.
Παραξενεμένος και με μάτια ορθάνοικτα απ’ το αναπάντεχο θέαμα, ο ναύτης του λιμανιού σίμωσε όπως μπορούσε για να δει τι συνέβαινε, μα πάγωσε στη θέση του, όταν πάνω στην πλώρη του αλλόκοτου πλοίου φάνηκε η κοψιά εκείνου.
Μαυροντυμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια σαν το καράβι του, κάτωχρος, σκυθρωπός, ξεσκούφωτος, δείχνοντας με την κάθε πνοή του ανέμου ακόμα πιο σγουρομάλλης, κοίταξε στιγμιαία τον αποσβολωμένο ναύτη κι έπειτα, σφίγγοντας στα δυο του τα χέρια ένα καραβόσκοινο για να κρατηθεί γερά, έγειρε ελαφρά και μ’ ένα σάλτο γλίστρησε προς τα κάτω, μέχρι που τα στιβάλια του βρόντηξαν απάνω στις πέτρινες πλάκες.
Άφησε λεύτερο το σκοινί να ταλαντώνεται πίσω του κι ίσιωσε το κορμί του για να λάμψει η θωριά του, κατόπιν κλείδωσε στη ματιά του τον ναύτη και τον είδε ολοκάθαρα που ’σφιξε την καπότα του απάνω του, σαν να κρύωνε πιότερο, κι ύστερα έκρυψε μύτη και στόμα μες στη μαντίλα του, σαν να ’θελε ν’ αποφύγει να μυρίσει τον θάνατο.
Για μια στιγμή, μείνανε έτσι ακίνητοι, να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, κι έπειτα ο ναύτης χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα της κεφαλής του, σαν από συνήθειο περισσότερο, κι ύστερα κινήθηκε προς τα σπίτια της πόλης, δίχως να μείνει να εξακριβώσει τα πώς και γιατί του κατάπλου, όπως το όριζε ο νόμος.
Κι εκείνος περίμενε πρώτα μέχρις ότου η ομίχλη να καταπιεί μέσα της τη μαβιά σιλουέτα κι ύστερα άνοιξε και το δικό του το βήμα και περπάτησε, στα τυφλά, μα και λες και την ήξερε ακόμα κι αυτή την ξηρά που πατούσε σαν την παλάμη του.
Τα μαύρα του ρούχα ανέμιζαν πάνω του κι η παγωνιά που απλωνότανε ακόμα και μες στα σοκάκια της πόλης δεν τον άγγιζε στο ελάχιστο. Σ’ όλο τον δρόμο του ούτε με μια ψυχή δεν αντάμωσε, κι ας ήτανε ψυχωμένη η πόλη, ετούτη την ώρα και με τέτοιον καιρό έμοιαζε στοιχειωμένη και άψυχη, μόνο τα στιβάλια του ηχούσαν, που χτύπαγαν στο πλακόστρωτο απάνω και πίσω του μια σκιά πνιγηρή απλωνόταν, κατάμαυρη, σκεπάζοντας μες στα πέπλα της το αγουροξυπνημένο έδαφος.
Στάθηκε μόνο όταν βρέθηκε μπρος στο πανύψηλο κτίσμα. Κοίταξε τα μεγάλα, λευκά σκαλοπάτια κι ύστερα την κλειστή, θεόρατη κι ολοσκάλιστη δίφυλλη ξύλινη θύρα κι έπειτα άπλωσε τη ματιά του πιο ψηλά ακόμα, στον πέτρινο όγκο που έσμιγε στην ομίχλη με τα γκριζόμαυρα σύννεφα.
Έσκυψε το κεφάλι του, ανέβηκε αργά τα σκαλιά, έσπρωξε με τα χέρια τα δύο θυρόφυλλα κι ο άνεμος πίσω του σφύριξε άγρια και τρύπωσε μέσα μαζί του, μέχρι που άφησε τα θυρόφυλλα απ’ τα χέρια του και τα ’νιωσε που κλείσανε πίσω του από μόνα τους, τρίζοντας.
Μεμιάς, λιβάνι και μύρο και αναθυμιάσεις από κεριά αναμμένα μπόλιασαν το θαλασσινό του το χνώτο, μα η οσμή του, περίσσεια, οξεία, βλάσφημη, επέμεινε ν’ αναδύεται.
Το βλέμμα του κύλησε πέρα στο βάθος μα και στο ύψος της αίθουσας, ρουφώντας κάθε φως και σκιά, απ’ τα στασίδια ως τις εικόνες και τα αγάλματα των αγγέλων, ώσπου στάθηκε ακίνητο, πρόσωπο με πρόσωπο, στο άγαλμα το μαρμάρινο του Εσταυρωμένου. Σήκωσε το δεξί του χέρι κι ενώνοντας τα τρία πρώτα του δάκτυλα έκαμε τον σταυρό του.
Από μιαν άκρη στο βάθος, καμπουριαστός κι αργοκίνητος, φάνηκε ένας ιερέας. Τα βλέμματά τους αντάμωσαν κι αμέσως, σαν να τον ντράπηκε, χαμήλωσε το δικό του κι έγειρε κι έβρεξε τα δάχτυλά του στη μαρμάρινη λεκάνη που ήτανε δίπλα του και προχωρώντας γονάτισε κι έκανε το σταυρό του, σκυφτός ξανά, μα αυτή τη φορά μ’ άλλον τρόπο, κρατώντας τα δάχτυλα του ανοιγμένα και λεύτερα.
Επανέλαβε την ίδια κίνηση άλλες δυο φορές κι ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε αργά προς τα δεξιά του, άνοιξε τη μικρή πορτούλα του περίκλειστου χώρου κι έκατσε στο στασίδι κοιτώντας το πάτωμα.
«Συγχώρεσέ με, Πάδρε… γιατί αμάρτησα, κι αν και νιώθω μέσα στην μαύρη καρδιά μου πως έχω μετανοήσει πικρά, ξέρω πως μόνο με τη Συγχώρεσή σου θα σωθεί η ψυχή μου» μίλησε με βαριά προφορά στη γλώσσα της πόλης που εκείνη τη στιγμή τον φιλοξενούσε. Στ’ αυτιά του έφτανε ακόμα το σφύριγμα του ανέμου που χτύπαγε μανιασμένα πάνω στους πέτρινους τοίχους του κτίσματος.
«Συνέχισε, τέκνο μου…», ακούστηκε γέρικη η φωνή του ιερέα που καθότανε δίπλα του, πέρα απ’ το διάτρητο χώρισμα. Τα βήματα του άλλου ιερέα στην άκρη της αίθουσας ακούστηκαν πάλι, έπειτα ένα βήξιμο κι ύστερα τίποτα. Κι ύστερα πάλι βήματα.
«Είμαι ξένος, Πάδρε» συγκέντρωσε τη σκέψη του και ξαναμίλησε. «Από νησί… Στ’ ανατολικά, πέρα μακριά, πέρα απ’ τη μεγάλη θάλασσα κι ύστερα ακόμα πιο πέρα, ως την άκρη της μικρότερης. Είχα έναν αδελφό. Ήμασταν… ήμασταν καπετάνιοι κι οι δυο μας. Κι οι δυο στο ίδιο καράβι. Στο δικό μας καράβι. Ναύτες από γεννησιμιού μας. Καραβοκύρηδες συνάμα κι έμποροι. Ήταν μικρότερός μου δυο χρόνια. Τον αγαπούσα πολύ, Πάδρε. Αλήθεια σ’ το λέω, τον αγαπούσα πολύ…»
Μπροστά του μπορούσε να δει ολοζώντανο, στο σημείο που είχε ριζώσει το βλέμμα του, το πρόσωπό του αδελφού του. Πάγωσε στην αναπάντεχη θύμηση κι ευχήθηκε μέσα του να μπορούσε ν’ αφήσει ένα δάκρυ, έστω ένα δάκρυ.
«Συνέχισε, τέκνο μου, συνέχισε…», ακούστηκε πάλι η φωνή από δίπλα του.
«Ήτανε παντρεμένος. Παντρεμένος με την… με την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου. Ποτέ στη ζωή μου δεν αντίκρισα ομορφότερη… Κάλλιο να ’μουν τυφλός, Πάδρε. Να μην είχα μάτια. Να μην την είχα αντικρίσει ποτέ μου…»
«Συνέχισε…» έβηξε απρόσμενα η φωνή δίπλα του, πριν προφέρει τα ίδια λόγια ενθάρρυνσης.
«Τα μάτια της… Πάδρε… δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια της. Τα μάτια της και… και τα λόγια της… τότε…»
Στ’ αυτιά του έφτανε πιο δυνατή η βοή του ανέμου που χτύπαγε βίαια τις πολύχρωμες, γυάλινες παραστάσεις που ήτανε φυτεμένες ψηλά στα πέτρινα ανοίγματα, απάνω στα παραθύρια, κάνοντάς τες να τρέμουν ολόκληρες με κάθε του φύσημα. Ο ιερέας στην άκρη της αίθουσας ακούστηκε σαν να στάθηκε απότομα, σαν να έριξε όπως μπορούσε το σώμα του απάνω σ’ ένα στασίδι. Η γέρικη φωνή δίπλα του ανάσαινε βαριά. Αυτή τη φορά έμεινε σιωπηλή, κουρασμένη.
«Είχανε κι ένα κοριτσάκι, Πάδρε… Ένα κοριτσάκι που της έμοιαζε ολόιδιο. Ολόιδιο. Όπως θα ’ταν κι αυτή στα μικράτα της. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι… Ήταν… Ήταν βαφτισιμιά μου...»
Η μορφή μπροστά στα μάτια του άλλαξε σχήμα, ένα έξυπνο βλέμμα κι ένα χαμόγελο λαμπερό φώτιζαν τώρα ένα κοριτσίστικο πρόσωπο. Ας μπορούσε να τρέξει στα μαγουλά του ένα δάκρυ, έστω ένα δάκρυ! Μα ούτε ένα δεν έτρεχε…
Η γέρικη φωνή δίπλα του έβηξε πάλι, πιο επίμονα, πριν σβήσει ξανά μες στη βοή του ανέμου. Μα σχεδόν αναπάντεχα, ακούστηκε πάλι, αχνή, ξεψυχισμένη.
«Συνέχισε…»
«Είχαμε μπαρκάρει, όπως πάντα, με εμπορεύματα. Όλα τα καλά του κόσμου, Πάδρε. Καλές δουλειές, όλα δεξιά μας τα ’φερνε η ζωή, όλα δεξιά κι η τύχη… Επιστρέφαμε… Εκείνος… εκείνος είχε χαλάσει όλο του το κομπόδεμα, όλο σε δώρα. Σε δώρα για κείνες. Μα κάναμε και μια τελευταία στάση. Μια στάση πριν πλεύσουμε πάλι για το νησί. Τότε… τότε κατέβηκα μόνος μου. Όλοι τους ήτανε βιαστικοί. Όλο το πλήρωμα κι εκείνος ακόμα πιο πολύ. Βιάζονταν να γυρίσουμε πίσω. Εγώ, όμως, δε βιαζόμουν. Δεν βιαζόμουν καθόλου. Έπρεπε κάτι να κάνω. Κάτι που είχα σχεδιάσει. Έπρεπε όλα να πάνε όπως τα είχα σχεδιάσει. Ασήμωσα όλο το πλήρωμα να με περιμένουνε και κατέβηκα μόνος μου. Εκείνη τη μέρα χάλασα και το δικό μου κομπόδεμα. Στο πλήρωμα και σ’ ετούτα τα μαύρα τα ρούχα που φοράω ακόμα και τώρα απάνω μου και… και σε κάτι άλλο...»
Ο άνεμος χίμηξε λυσσασμένα απάνω στους πέτρινους, τοίχους τραντάζοντας τον ναό και κάνοντας θρύψαλα κάθε υαλογραφία στα παραθύρια, μία προς μία, σ’ όλο το κτίσμα. Άπειρα κομματάκια γυαλί, μικρά και πολύχρωμα, πέσανε σαν βροχή, σαν χαλάζι στο μαρμάρινο πάτωμα και μια παγωνιά απλώθηκε απότομα μέσα στην αίθουσα. Νόμισε πως ήταν η μαύρη καρδιά του που ξαναέσπασε. Αγνόησε το θόρυβο και την παγωνιά και συνέχισε.
«Ήταν χαρούμενη που γυρίσαμε, Πάδρε. Κι εκείνη και το κοριτσάκι της. Κι εγώ… εγώ ήμουν αποφασισμένος. Αποφασισμένος να τον βγάλω απ’ τη μέση. Κι αυτόν και το κοριτσάκι τους. Για να την κάνω δική μου. Μόνο δική μου. Όπως το είχα σχεδιάσει. Θα του ’φτιαχνε το γλυκό που του άρεσε. Πάντοτε όταν επέστρεφε του ’φτιαχνε το γλυκό που του άρεσε. Εκείνη δεν το έτρωγε. Όχι, όχι, δεν το ’τρωγε, ποτέ της δεν το ’τρωγε, μόνο εκείνος, εκείνος και το κοριτσάκι τους. Φέρθηκα δόλια, Πάδρε. Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω και σε μια στιγμή που δε μ’ έβλεπε, το ’ριξα… Το ‘ριξα, Πάδρε… Το ‘ριξα μες στο γλυκό το φαρμάκι. Κι εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα, μα και την ίδια στιγμή ήταν και σαν να κατάλαβε…»
Στο βάθος της αίθουσας ακούστηκε ένας γδούπος. Σαν κάποιος να σωριάστηκε στο πάτωμα, σέρνοντας πίσω του ό,τι θα μπορούσε να τον κρατήσει στα πόδια του. Δίπλα του, η γέρικη ανάσα είχε βυθιστεί στη σιωπή. Τώρα, το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν τα μάτια της. Πήρε μια ανάσα βαθιά και συνέχισε.
«Είχα βγει έξω, στην αυλή του σπιτιού, και περίμενα. Βγήκε μονάχη της, παραπατώντας, μα μόλις μ’ αντίκρισε στάθηκε μπροστά μου, αγέρωχη… Τα μάτια της… Δεν έβλεπα τίποτα, Πάδρε, μόνο τα μάτια της… Θεέ μου, πώς με κοιτούσαν τα μάτια της… Δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια της… κι ύστερα… τα λόγια της. Τα θυμάμαι ακόμα εκείνα τα λόγια της, Πάδρε, λέξη προς λέξη, όπως και τα μάτια της... Μου είπε:
»Το κακό που μου ’κανες, να το κουβαλάς για πάντα απάνω σου κι ήσυχο να μη σ’ αφήσει ποτέ σου. Να ποτίσει τη μαύρη ψυχή σου και να τη ζώσει όπως ζώνουν κι εσένα τα μαύρα σου ρούχα. Συγχώρεση να ζητάς και να τη βλέπεις μέσα απ’ τα χέρια σου να σου γλιστρά και να φεύγει. Και σ’ αυτή τη ζωή και στην επόμενη και στο θάνατο, και σε κάθε ζωή και σε κάθε θάνατο, να μην τη βρεις ποτέ σου, ούτε από άνθρωπο, ούτε από Θεό, ούτε από δαίμονα. Όπου κι αν πατήσεις το πόδι σου, ζωντανός ή νεκρός,, ετούτη η πράξη σου πάντα να σε βαραίνει. Φαρμάκι να στάζεις σαν το φαρμάκι που μας έδωσες. Κυνηγημένος απ’ όλους να είσαι και πιο πολύ απ’ τον εαυτό σου. Φύγε από μπρος μου να μη σε βλέπω, καταραμένε.
«Είχε φάει κι αυτή, Πάδρε, αυτή που ποτέ της δεν το έτρωγε. Γιατί, Πάδρε; Γιατί το ’φαγε; Τόσο πολύ τους αγαπούσε; Που όταν τους είδε νεκρούς… το ‘φαγε… χωρίς δεύτερη σκέψη, το ‘φαγε…»
Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα μάτια της, εκείνο το βλέμμα που ακόμα και τώρα το ’βλεπε μπρος του ολοκάθαρο, όσο κι αν προσπάθησε, ο τι κι αν έκανε. Ακόμα και όταν έβγαλε τα δικά του τα μάτια με τα ίδια του τα χέρια, ακόμα κι όταν έπεσε να πνίγει στα βαθιά τα νερά της θαλάσσης με μια πέτρα ζωσμένη στα πόδια του, ακόμα και τότε το έβλεπε ολοκάθαρα, χωρίς μάτια, χαμένος μες στο βυθό της θάλασσας, πάντοτε μπροστά του, όπως κι ετούτη τη στιγμή.
«Πάδρε…» κατάφερε να ψελλίσει. Το μόνο που έφτανε πια στ’ αυτιά του ήταν η μανιασμένη θέληση του ανέμου που αναποδογύριζε τα πάντα μέσα στην αίθουσα. Σηκώθηκε απ’ τη θέση του, άνοιξε τη μικρή πορτούλα, βγήκε και παραμέρισε το παραπέτασμα. Ένας γέρος ιερωμένος κειτόταν νεκρός στο στασίδι κι ένας άλλος στο βάθος της αίθουσας. Έσκυψε κι έπιασε τον ιερέα στα χέρια του, τον ταρακούνησε, τον αγκάλιασε.
«Πάδρε» φώναξε απελπισμένα. «Πάδρε, συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με, Πάδρε… Συγχώρεσέ με…»
Μα ήταν πλέον αργά για συγγνώμη, κι ακόμη πιο αργά για συγχώρεση. Το ήξερε, τώρα που ήτανε πια ένας ζωντανός νεκρός, καταραμένος να βολοδέρνει δίχως καμία ελπίδα στη θάλασσα, χωρίς προορισμό και χωρίς κατευόδιο, ένα με τις φουρτούνες της κι ένα και με τα βάθη της τα απέραντα, μαύρα σύννεφα να σκεπάζουνε πάντα τη σκέψη του και μες στην πυκνή την ομίχλη να βλέπει μόνο εκείνο το βλέμμα. Τον ήλιο μέσα στα μάτια της δεν θα τον ξαναντίκρυζε ποτέ του.
Κι όμως, θα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε για ν’ αναστρέψει την πράξη του. Εκείνη την καταραμένη την πράξη του. Ανάθεμα τη στιγμή και την ώρα που σκέφτηκε να την κάνει δική του! Ανάθεμα τη στιγμή και την ώρα που δεν κρεμάστηκε, όταν το σκέφτηκε! Θα έδινε αληθινά ό,τι είχε και ό,τι δεν είχε, μα δεν είχε τίποτε…
«Έχω μετανοήσει πικρά, Πάδρε» ψέλλισε, κρατώντας το νεκρό σώμα στα χέρια του. «Και για τον αδελφό μου και για τη μικρή. Και για κείνη. Μόνο με τη συγχώρεσή σου θα μπορούσε να σωθεί η ψυχή μου. Μα δε μου ’χει μείνει πια ψυχή για να τη σώσω. Κι αν μου ’χε μείνει, δεν έζησες ούτε κι εσύ για να με συγχωρέσεις. Πέθανες απ’ τα δικά μου τα χέρια. Απ’ το ίδιο φαρμάκι. Αυτό είμαι πια: φαρμάκι…»
Ακούμπησε το νεκρό σώμα πίσω στη θέση του κι ύστερα έσπρωξε με τα δάκτυλά του τα ματόφυλλα του νεκρού, να τα κλείσει, για να κρύψουν τον τρόμο που του ’χε παγώσει το βλέμμα.
Σηκώθηκε, έσκυψε το κεφάλι του, πισωγύρισε. Έτρεξε κι έσπρωξε με τα χέρια του τα θυρόφυλλα. Έξω η ομίχλη δεν είχε κοπάσει καθόλου, μα και το φως της ημέρας, το ίδιο αχνό, έφεγγε ολοένα και λιγότερο. Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και γέρνοντας τη ματιά του στο πλάι είδε πάλι εκείνη τη μαύρη σκιά του, κατάμαυρη, να τρέχει ξοπίσω του, οχιά κι έχιδνα που σερνότανε απάνω στο πλακόστρωτο να τον φτάσει, για να γευτεί και να σπείρει μέσα του φαρμάκι. Φαρμάκι απ’ το δικό του φαρμάκι.
Ο άνεμος σφύριζε ακατάπαυστα κι η παγωνιά πάνω στο σώμα του τον τρύπαγε σε χίλια σημεία, μα ο ίδιος δεν αισθανότανε τίποτα, ποτέ του δεν αισθανότανε τίποτα. Κίνησε για το λιμάνι, για το καράβι του. Εκεί, στην προκυμαία, ένας ναύτης, νεκρός κι αυτός από ώρα, τον περίμενε.
Ήξερε τον δρόμο του γυρισμού, όπως κι εκείνον του πηγαιμού. Όπως και κάθε δρόμο. Κάθε τόπο, κάθε λιμάνι, κάθε γλώσσα. Όπου και να πατούσε το πόδι του, άφηνε πίσω του νεκρούς, μόνο νεκρούς. Και μήτε άνθρωπος, μήτε Θεός, μήτε δαίμονας δε βρέθηκε και δε θα βρισκόταν ποτέ μπροστά του για να προλάβει, για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή, να τονε λυπηθεί. Ας βρισκόταν ένας, έστω ένας, κι εκείνος θα πρόσπεφτε στα πόδια του εκλιπαρώντας. Θα τον θερμοπαρακαλούσε να τον εξαγνίσει, να του ξεπλύνει τα μολυσμένα του χέρια απ’ το φαρμάκι, αυτά τα χέρια που μέσα τους κι εκείνη ξεψύχησε, αρνούμενη σθεναρά να πιει το αντίδοτο. Το ’νιωθε πως, για τα κρίματά του, τη γαλήνη που αποζητούσε η ψυχή του δεν θα την έβρισκε ποτέ του.
Σκαρφάλωσε στο καράβι του, στο μπάρκο το τρικάταρτο, κι ύστερα στάθηκε όρθιος για να λάμψει η θωριά του. Σήκωσε τη ματιά του και κοίταξε πέρα μακριά, προσπαθώντας να διακρίνει μες στη θολή ομίχλη την άπιαστη τη γραμμή του ορίζοντα. Το μόνο που είδε ήταν τα μάτια της, και κίνησε κατά κει…
Νick V.
Πυκνά, μαύρα σύννεφα έκρυβαν τον ουρανό και θα ’λεγες πως θα ’ταν ακόμα νύχτα, αν κι εκείνο το λιγοστό φως που κατάφερνε να τρυπώσει δεν έδινε την αίσθηση πως κάτω από άλλες συνθήκες θα ’πρεπε να ’χε χαράξει για τα καλά. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, όμως, ακόμα κι αν τα ρολογοφάναρα στους τοίχους των σπιτιών της λιμανούπολης συμφωνούσαν, επιβεβαιώνοντας αυτή την αίσθηση, η ορατότητα ήταν απελπιστικά χαμηλή, καθώς μια εξίσου πυκνή κι απόκοσμη ομίχλη έκλεινε μέσα στα γκρίζα της δίχτυα ολόκληρο το λιμάνι, απ’ άκρη σ’ άκρη, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Οι ναύτες της ακτής που ’χαν βάρδια απ’ τη νύχτα, νυσταγμένοι και επηρεασμένοι κι αυτοί απ’ το μουντό πρωινό, φώναζαν πότε - πότε προς την ανοιχτή θάλασσα, με τις παλάμες των χεριών τους χωνιά απλωμένα γύρω απ’ τα χείλη τους, να μην προσεγγίσει κανείς το λιμάνι, μόνο να ρίξουν άγκυρα στ’ ανοιχτά.
Μα στη μιαν άκρη του λιμανιού, μέσα απ’ την ομίχλη, ένα μαύρο σκαρί, ιστιοφόρο, με πανιά κι εκείνα κατάμαυρα, έπλεε αργά, κόντρα στον άνεμο, προσεγγίζοντας την ακτή. Χωρίς άλλο, όποιο κι αν ήταν τούτο το πλοίο που ερχότανε, ξένο ή ντόπιο, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θα ’χε προ πολλού τσακιστεί απάνω στις ξέρες, πράγμα που σήμαινε πως ο καπετάνιος ήτανε γνώστης της τέχνης του και θα το ήξερε το λιμάνι σαν την παλάμη του, μιας και κανένας ναυτοπιλότος απ’ την ακτή δεν θα το ρίσκαρε, με τέτοιο καταραμένο καιρό, να επιβιβαστεί στ’ ανοιχτά, για ν’ αναλάβει μια τέτοια ευθύνη: να το οδηγήσει μ’ ασφάλεια στο λιμάνι.
Κι ήταν μέσα σε μια στιγμή, όταν πρόβαλε το πλεούμενο μπρος στα μάτια του ναύτη που έστεκε κείνη την ώρα σ’ αυτή την πλευρά της ακτής. Κι έμοιαζε ίδιο με σκίτσο ζωγράφου που το γέννησε τ’ αόρατο χέρι του, γραμμή προς γραμμή, απάνω στα γκρίζα και στα σταχτιά χρώματα της θολής ομίχλης. Χτύπησε απαλά, με την πλώρη, στο τοιχίο της προβλήτας κι έπειτα έμεινε να λικνίζεται απαλά στη θέση του, ακολουθώντας τον ρυθμό του κύματος. Βουβό, σιωπηλό, αθόρυβο. Χωρίς ναύτες σκαρφαλωμένους στα ψηλά του κατάρτια, μήτε να τρέχουνε ή να στέκουν απάνω στη μακριά του κουβέρτα.
Κι ήταν ακόμα πιο άξαφνα τότε, όταν κάθε μια σπιθαμή του ξύλινου κήτους έτριξε απ’ τους αρμούς, σαν να έκραζαν χιλιάδες στόματα. Κι έβγαιναν και διαχέονταν από μέσα τους, με τις κραυγές μαζί, τραχιές οσμές θαλασσινές μπερδεμένες μ’ αέρα καυτό, πνιγηρό, που θα ’λεγες πως ανάβλυζαν μέσα απ’ το στόμα ωκεάνιας φάλαινας που στάθηκε μπρος στο λιμάνι για ν’ ανασάνει.
Παραξενεμένος και με μάτια ορθάνοικτα απ’ το αναπάντεχο θέαμα, ο ναύτης του λιμανιού σίμωσε όπως μπορούσε για να δει τι συνέβαινε, μα πάγωσε στη θέση του, όταν πάνω στην πλώρη του αλλόκοτου πλοίου φάνηκε η κοψιά εκείνου.
Μαυροντυμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια σαν το καράβι του, κάτωχρος, σκυθρωπός, ξεσκούφωτος, δείχνοντας με την κάθε πνοή του ανέμου ακόμα πιο σγουρομάλλης, κοίταξε στιγμιαία τον αποσβολωμένο ναύτη κι έπειτα, σφίγγοντας στα δυο του τα χέρια ένα καραβόσκοινο για να κρατηθεί γερά, έγειρε ελαφρά και μ’ ένα σάλτο γλίστρησε προς τα κάτω, μέχρι που τα στιβάλια του βρόντηξαν απάνω στις πέτρινες πλάκες.
Άφησε λεύτερο το σκοινί να ταλαντώνεται πίσω του κι ίσιωσε το κορμί του για να λάμψει η θωριά του, κατόπιν κλείδωσε στη ματιά του τον ναύτη και τον είδε ολοκάθαρα που ’σφιξε την καπότα του απάνω του, σαν να κρύωνε πιότερο, κι ύστερα έκρυψε μύτη και στόμα μες στη μαντίλα του, σαν να ’θελε ν’ αποφύγει να μυρίσει τον θάνατο.
Για μια στιγμή, μείνανε έτσι ακίνητοι, να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, κι έπειτα ο ναύτης χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα της κεφαλής του, σαν από συνήθειο περισσότερο, κι ύστερα κινήθηκε προς τα σπίτια της πόλης, δίχως να μείνει να εξακριβώσει τα πώς και γιατί του κατάπλου, όπως το όριζε ο νόμος.
Κι εκείνος περίμενε πρώτα μέχρις ότου η ομίχλη να καταπιεί μέσα της τη μαβιά σιλουέτα κι ύστερα άνοιξε και το δικό του το βήμα και περπάτησε, στα τυφλά, μα και λες και την ήξερε ακόμα κι αυτή την ξηρά που πατούσε σαν την παλάμη του.
Τα μαύρα του ρούχα ανέμιζαν πάνω του κι η παγωνιά που απλωνότανε ακόμα και μες στα σοκάκια της πόλης δεν τον άγγιζε στο ελάχιστο. Σ’ όλο τον δρόμο του ούτε με μια ψυχή δεν αντάμωσε, κι ας ήτανε ψυχωμένη η πόλη, ετούτη την ώρα και με τέτοιον καιρό έμοιαζε στοιχειωμένη και άψυχη, μόνο τα στιβάλια του ηχούσαν, που χτύπαγαν στο πλακόστρωτο απάνω και πίσω του μια σκιά πνιγηρή απλωνόταν, κατάμαυρη, σκεπάζοντας μες στα πέπλα της το αγουροξυπνημένο έδαφος.
Στάθηκε μόνο όταν βρέθηκε μπρος στο πανύψηλο κτίσμα. Κοίταξε τα μεγάλα, λευκά σκαλοπάτια κι ύστερα την κλειστή, θεόρατη κι ολοσκάλιστη δίφυλλη ξύλινη θύρα κι έπειτα άπλωσε τη ματιά του πιο ψηλά ακόμα, στον πέτρινο όγκο που έσμιγε στην ομίχλη με τα γκριζόμαυρα σύννεφα.
Έσκυψε το κεφάλι του, ανέβηκε αργά τα σκαλιά, έσπρωξε με τα χέρια τα δύο θυρόφυλλα κι ο άνεμος πίσω του σφύριξε άγρια και τρύπωσε μέσα μαζί του, μέχρι που άφησε τα θυρόφυλλα απ’ τα χέρια του και τα ’νιωσε που κλείσανε πίσω του από μόνα τους, τρίζοντας.
Μεμιάς, λιβάνι και μύρο και αναθυμιάσεις από κεριά αναμμένα μπόλιασαν το θαλασσινό του το χνώτο, μα η οσμή του, περίσσεια, οξεία, βλάσφημη, επέμεινε ν’ αναδύεται.
Το βλέμμα του κύλησε πέρα στο βάθος μα και στο ύψος της αίθουσας, ρουφώντας κάθε φως και σκιά, απ’ τα στασίδια ως τις εικόνες και τα αγάλματα των αγγέλων, ώσπου στάθηκε ακίνητο, πρόσωπο με πρόσωπο, στο άγαλμα το μαρμάρινο του Εσταυρωμένου. Σήκωσε το δεξί του χέρι κι ενώνοντας τα τρία πρώτα του δάκτυλα έκαμε τον σταυρό του.
Από μιαν άκρη στο βάθος, καμπουριαστός κι αργοκίνητος, φάνηκε ένας ιερέας. Τα βλέμματά τους αντάμωσαν κι αμέσως, σαν να τον ντράπηκε, χαμήλωσε το δικό του κι έγειρε κι έβρεξε τα δάχτυλά του στη μαρμάρινη λεκάνη που ήτανε δίπλα του και προχωρώντας γονάτισε κι έκανε το σταυρό του, σκυφτός ξανά, μα αυτή τη φορά μ’ άλλον τρόπο, κρατώντας τα δάχτυλα του ανοιγμένα και λεύτερα.
Επανέλαβε την ίδια κίνηση άλλες δυο φορές κι ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε αργά προς τα δεξιά του, άνοιξε τη μικρή πορτούλα του περίκλειστου χώρου κι έκατσε στο στασίδι κοιτώντας το πάτωμα.
«Συγχώρεσέ με, Πάδρε… γιατί αμάρτησα, κι αν και νιώθω μέσα στην μαύρη καρδιά μου πως έχω μετανοήσει πικρά, ξέρω πως μόνο με τη Συγχώρεσή σου θα σωθεί η ψυχή μου» μίλησε με βαριά προφορά στη γλώσσα της πόλης που εκείνη τη στιγμή τον φιλοξενούσε. Στ’ αυτιά του έφτανε ακόμα το σφύριγμα του ανέμου που χτύπαγε μανιασμένα πάνω στους πέτρινους τοίχους του κτίσματος.
«Συνέχισε, τέκνο μου…», ακούστηκε γέρικη η φωνή του ιερέα που καθότανε δίπλα του, πέρα απ’ το διάτρητο χώρισμα. Τα βήματα του άλλου ιερέα στην άκρη της αίθουσας ακούστηκαν πάλι, έπειτα ένα βήξιμο κι ύστερα τίποτα. Κι ύστερα πάλι βήματα.
«Είμαι ξένος, Πάδρε» συγκέντρωσε τη σκέψη του και ξαναμίλησε. «Από νησί… Στ’ ανατολικά, πέρα μακριά, πέρα απ’ τη μεγάλη θάλασσα κι ύστερα ακόμα πιο πέρα, ως την άκρη της μικρότερης. Είχα έναν αδελφό. Ήμασταν… ήμασταν καπετάνιοι κι οι δυο μας. Κι οι δυο στο ίδιο καράβι. Στο δικό μας καράβι. Ναύτες από γεννησιμιού μας. Καραβοκύρηδες συνάμα κι έμποροι. Ήταν μικρότερός μου δυο χρόνια. Τον αγαπούσα πολύ, Πάδρε. Αλήθεια σ’ το λέω, τον αγαπούσα πολύ…»
Μπροστά του μπορούσε να δει ολοζώντανο, στο σημείο που είχε ριζώσει το βλέμμα του, το πρόσωπό του αδελφού του. Πάγωσε στην αναπάντεχη θύμηση κι ευχήθηκε μέσα του να μπορούσε ν’ αφήσει ένα δάκρυ, έστω ένα δάκρυ.
«Συνέχισε, τέκνο μου, συνέχισε…», ακούστηκε πάλι η φωνή από δίπλα του.
«Ήτανε παντρεμένος. Παντρεμένος με την… με την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου. Ποτέ στη ζωή μου δεν αντίκρισα ομορφότερη… Κάλλιο να ’μουν τυφλός, Πάδρε. Να μην είχα μάτια. Να μην την είχα αντικρίσει ποτέ μου…»
«Συνέχισε…» έβηξε απρόσμενα η φωνή δίπλα του, πριν προφέρει τα ίδια λόγια ενθάρρυνσης.
«Τα μάτια της… Πάδρε… δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια της. Τα μάτια της και… και τα λόγια της… τότε…»
Στ’ αυτιά του έφτανε πιο δυνατή η βοή του ανέμου που χτύπαγε βίαια τις πολύχρωμες, γυάλινες παραστάσεις που ήτανε φυτεμένες ψηλά στα πέτρινα ανοίγματα, απάνω στα παραθύρια, κάνοντάς τες να τρέμουν ολόκληρες με κάθε του φύσημα. Ο ιερέας στην άκρη της αίθουσας ακούστηκε σαν να στάθηκε απότομα, σαν να έριξε όπως μπορούσε το σώμα του απάνω σ’ ένα στασίδι. Η γέρικη φωνή δίπλα του ανάσαινε βαριά. Αυτή τη φορά έμεινε σιωπηλή, κουρασμένη.
«Είχανε κι ένα κοριτσάκι, Πάδρε… Ένα κοριτσάκι που της έμοιαζε ολόιδιο. Ολόιδιο. Όπως θα ’ταν κι αυτή στα μικράτα της. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι… Ήταν… Ήταν βαφτισιμιά μου...»
Η μορφή μπροστά στα μάτια του άλλαξε σχήμα, ένα έξυπνο βλέμμα κι ένα χαμόγελο λαμπερό φώτιζαν τώρα ένα κοριτσίστικο πρόσωπο. Ας μπορούσε να τρέξει στα μαγουλά του ένα δάκρυ, έστω ένα δάκρυ! Μα ούτε ένα δεν έτρεχε…
Η γέρικη φωνή δίπλα του έβηξε πάλι, πιο επίμονα, πριν σβήσει ξανά μες στη βοή του ανέμου. Μα σχεδόν αναπάντεχα, ακούστηκε πάλι, αχνή, ξεψυχισμένη.
«Συνέχισε…»
«Είχαμε μπαρκάρει, όπως πάντα, με εμπορεύματα. Όλα τα καλά του κόσμου, Πάδρε. Καλές δουλειές, όλα δεξιά μας τα ’φερνε η ζωή, όλα δεξιά κι η τύχη… Επιστρέφαμε… Εκείνος… εκείνος είχε χαλάσει όλο του το κομπόδεμα, όλο σε δώρα. Σε δώρα για κείνες. Μα κάναμε και μια τελευταία στάση. Μια στάση πριν πλεύσουμε πάλι για το νησί. Τότε… τότε κατέβηκα μόνος μου. Όλοι τους ήτανε βιαστικοί. Όλο το πλήρωμα κι εκείνος ακόμα πιο πολύ. Βιάζονταν να γυρίσουμε πίσω. Εγώ, όμως, δε βιαζόμουν. Δεν βιαζόμουν καθόλου. Έπρεπε κάτι να κάνω. Κάτι που είχα σχεδιάσει. Έπρεπε όλα να πάνε όπως τα είχα σχεδιάσει. Ασήμωσα όλο το πλήρωμα να με περιμένουνε και κατέβηκα μόνος μου. Εκείνη τη μέρα χάλασα και το δικό μου κομπόδεμα. Στο πλήρωμα και σ’ ετούτα τα μαύρα τα ρούχα που φοράω ακόμα και τώρα απάνω μου και… και σε κάτι άλλο...»
Ο άνεμος χίμηξε λυσσασμένα απάνω στους πέτρινους, τοίχους τραντάζοντας τον ναό και κάνοντας θρύψαλα κάθε υαλογραφία στα παραθύρια, μία προς μία, σ’ όλο το κτίσμα. Άπειρα κομματάκια γυαλί, μικρά και πολύχρωμα, πέσανε σαν βροχή, σαν χαλάζι στο μαρμάρινο πάτωμα και μια παγωνιά απλώθηκε απότομα μέσα στην αίθουσα. Νόμισε πως ήταν η μαύρη καρδιά του που ξαναέσπασε. Αγνόησε το θόρυβο και την παγωνιά και συνέχισε.
«Ήταν χαρούμενη που γυρίσαμε, Πάδρε. Κι εκείνη και το κοριτσάκι της. Κι εγώ… εγώ ήμουν αποφασισμένος. Αποφασισμένος να τον βγάλω απ’ τη μέση. Κι αυτόν και το κοριτσάκι τους. Για να την κάνω δική μου. Μόνο δική μου. Όπως το είχα σχεδιάσει. Θα του ’φτιαχνε το γλυκό που του άρεσε. Πάντοτε όταν επέστρεφε του ’φτιαχνε το γλυκό που του άρεσε. Εκείνη δεν το έτρωγε. Όχι, όχι, δεν το ’τρωγε, ποτέ της δεν το ’τρωγε, μόνο εκείνος, εκείνος και το κοριτσάκι τους. Φέρθηκα δόλια, Πάδρε. Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω και σε μια στιγμή που δε μ’ έβλεπε, το ’ριξα… Το ‘ριξα, Πάδρε… Το ‘ριξα μες στο γλυκό το φαρμάκι. Κι εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα, μα και την ίδια στιγμή ήταν και σαν να κατάλαβε…»
Στο βάθος της αίθουσας ακούστηκε ένας γδούπος. Σαν κάποιος να σωριάστηκε στο πάτωμα, σέρνοντας πίσω του ό,τι θα μπορούσε να τον κρατήσει στα πόδια του. Δίπλα του, η γέρικη ανάσα είχε βυθιστεί στη σιωπή. Τώρα, το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν τα μάτια της. Πήρε μια ανάσα βαθιά και συνέχισε.
«Είχα βγει έξω, στην αυλή του σπιτιού, και περίμενα. Βγήκε μονάχη της, παραπατώντας, μα μόλις μ’ αντίκρισε στάθηκε μπροστά μου, αγέρωχη… Τα μάτια της… Δεν έβλεπα τίποτα, Πάδρε, μόνο τα μάτια της… Θεέ μου, πώς με κοιτούσαν τα μάτια της… Δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια της… κι ύστερα… τα λόγια της. Τα θυμάμαι ακόμα εκείνα τα λόγια της, Πάδρε, λέξη προς λέξη, όπως και τα μάτια της... Μου είπε:
»Το κακό που μου ’κανες, να το κουβαλάς για πάντα απάνω σου κι ήσυχο να μη σ’ αφήσει ποτέ σου. Να ποτίσει τη μαύρη ψυχή σου και να τη ζώσει όπως ζώνουν κι εσένα τα μαύρα σου ρούχα. Συγχώρεση να ζητάς και να τη βλέπεις μέσα απ’ τα χέρια σου να σου γλιστρά και να φεύγει. Και σ’ αυτή τη ζωή και στην επόμενη και στο θάνατο, και σε κάθε ζωή και σε κάθε θάνατο, να μην τη βρεις ποτέ σου, ούτε από άνθρωπο, ούτε από Θεό, ούτε από δαίμονα. Όπου κι αν πατήσεις το πόδι σου, ζωντανός ή νεκρός,, ετούτη η πράξη σου πάντα να σε βαραίνει. Φαρμάκι να στάζεις σαν το φαρμάκι που μας έδωσες. Κυνηγημένος απ’ όλους να είσαι και πιο πολύ απ’ τον εαυτό σου. Φύγε από μπρος μου να μη σε βλέπω, καταραμένε.
«Είχε φάει κι αυτή, Πάδρε, αυτή που ποτέ της δεν το έτρωγε. Γιατί, Πάδρε; Γιατί το ’φαγε; Τόσο πολύ τους αγαπούσε; Που όταν τους είδε νεκρούς… το ‘φαγε… χωρίς δεύτερη σκέψη, το ‘φαγε…»
Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα μάτια της, εκείνο το βλέμμα που ακόμα και τώρα το ’βλεπε μπρος του ολοκάθαρο, όσο κι αν προσπάθησε, ο τι κι αν έκανε. Ακόμα και όταν έβγαλε τα δικά του τα μάτια με τα ίδια του τα χέρια, ακόμα κι όταν έπεσε να πνίγει στα βαθιά τα νερά της θαλάσσης με μια πέτρα ζωσμένη στα πόδια του, ακόμα και τότε το έβλεπε ολοκάθαρα, χωρίς μάτια, χαμένος μες στο βυθό της θάλασσας, πάντοτε μπροστά του, όπως κι ετούτη τη στιγμή.
«Πάδρε…» κατάφερε να ψελλίσει. Το μόνο που έφτανε πια στ’ αυτιά του ήταν η μανιασμένη θέληση του ανέμου που αναποδογύριζε τα πάντα μέσα στην αίθουσα. Σηκώθηκε απ’ τη θέση του, άνοιξε τη μικρή πορτούλα, βγήκε και παραμέρισε το παραπέτασμα. Ένας γέρος ιερωμένος κειτόταν νεκρός στο στασίδι κι ένας άλλος στο βάθος της αίθουσας. Έσκυψε κι έπιασε τον ιερέα στα χέρια του, τον ταρακούνησε, τον αγκάλιασε.
«Πάδρε» φώναξε απελπισμένα. «Πάδρε, συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με, Πάδρε… Συγχώρεσέ με…»
Μα ήταν πλέον αργά για συγγνώμη, κι ακόμη πιο αργά για συγχώρεση. Το ήξερε, τώρα που ήτανε πια ένας ζωντανός νεκρός, καταραμένος να βολοδέρνει δίχως καμία ελπίδα στη θάλασσα, χωρίς προορισμό και χωρίς κατευόδιο, ένα με τις φουρτούνες της κι ένα και με τα βάθη της τα απέραντα, μαύρα σύννεφα να σκεπάζουνε πάντα τη σκέψη του και μες στην πυκνή την ομίχλη να βλέπει μόνο εκείνο το βλέμμα. Τον ήλιο μέσα στα μάτια της δεν θα τον ξαναντίκρυζε ποτέ του.
Κι όμως, θα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε για ν’ αναστρέψει την πράξη του. Εκείνη την καταραμένη την πράξη του. Ανάθεμα τη στιγμή και την ώρα που σκέφτηκε να την κάνει δική του! Ανάθεμα τη στιγμή και την ώρα που δεν κρεμάστηκε, όταν το σκέφτηκε! Θα έδινε αληθινά ό,τι είχε και ό,τι δεν είχε, μα δεν είχε τίποτε…
«Έχω μετανοήσει πικρά, Πάδρε» ψέλλισε, κρατώντας το νεκρό σώμα στα χέρια του. «Και για τον αδελφό μου και για τη μικρή. Και για κείνη. Μόνο με τη συγχώρεσή σου θα μπορούσε να σωθεί η ψυχή μου. Μα δε μου ’χει μείνει πια ψυχή για να τη σώσω. Κι αν μου ’χε μείνει, δεν έζησες ούτε κι εσύ για να με συγχωρέσεις. Πέθανες απ’ τα δικά μου τα χέρια. Απ’ το ίδιο φαρμάκι. Αυτό είμαι πια: φαρμάκι…»
Ακούμπησε το νεκρό σώμα πίσω στη θέση του κι ύστερα έσπρωξε με τα δάκτυλά του τα ματόφυλλα του νεκρού, να τα κλείσει, για να κρύψουν τον τρόμο που του ’χε παγώσει το βλέμμα.
Σηκώθηκε, έσκυψε το κεφάλι του, πισωγύρισε. Έτρεξε κι έσπρωξε με τα χέρια του τα θυρόφυλλα. Έξω η ομίχλη δεν είχε κοπάσει καθόλου, μα και το φως της ημέρας, το ίδιο αχνό, έφεγγε ολοένα και λιγότερο. Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και γέρνοντας τη ματιά του στο πλάι είδε πάλι εκείνη τη μαύρη σκιά του, κατάμαυρη, να τρέχει ξοπίσω του, οχιά κι έχιδνα που σερνότανε απάνω στο πλακόστρωτο να τον φτάσει, για να γευτεί και να σπείρει μέσα του φαρμάκι. Φαρμάκι απ’ το δικό του φαρμάκι.
Ο άνεμος σφύριζε ακατάπαυστα κι η παγωνιά πάνω στο σώμα του τον τρύπαγε σε χίλια σημεία, μα ο ίδιος δεν αισθανότανε τίποτα, ποτέ του δεν αισθανότανε τίποτα. Κίνησε για το λιμάνι, για το καράβι του. Εκεί, στην προκυμαία, ένας ναύτης, νεκρός κι αυτός από ώρα, τον περίμενε.
Ήξερε τον δρόμο του γυρισμού, όπως κι εκείνον του πηγαιμού. Όπως και κάθε δρόμο. Κάθε τόπο, κάθε λιμάνι, κάθε γλώσσα. Όπου και να πατούσε το πόδι του, άφηνε πίσω του νεκρούς, μόνο νεκρούς. Και μήτε άνθρωπος, μήτε Θεός, μήτε δαίμονας δε βρέθηκε και δε θα βρισκόταν ποτέ μπροστά του για να προλάβει, για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή, να τονε λυπηθεί. Ας βρισκόταν ένας, έστω ένας, κι εκείνος θα πρόσπεφτε στα πόδια του εκλιπαρώντας. Θα τον θερμοπαρακαλούσε να τον εξαγνίσει, να του ξεπλύνει τα μολυσμένα του χέρια απ’ το φαρμάκι, αυτά τα χέρια που μέσα τους κι εκείνη ξεψύχησε, αρνούμενη σθεναρά να πιει το αντίδοτο. Το ’νιωθε πως, για τα κρίματά του, τη γαλήνη που αποζητούσε η ψυχή του δεν θα την έβρισκε ποτέ του.
Σκαρφάλωσε στο καράβι του, στο μπάρκο το τρικάταρτο, κι ύστερα στάθηκε όρθιος για να λάμψει η θωριά του. Σήκωσε τη ματιά του και κοίταξε πέρα μακριά, προσπαθώντας να διακρίνει μες στη θολή ομίχλη την άπιαστη τη γραμμή του ορίζοντα. Το μόνο που είδε ήταν τα μάτια της, και κίνησε κατά κει…
Νick V.