Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 45: Το Χωριό των Νεκρών - 1ο μέρος)

Το χωριό ήταν ερημωμένο αναμφισβήτητα. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος, τα σπίτια ήταν ερείπια, ενώ πολλά είχαν σπασμένα παράθυρα και διαλυμένες πόρτες, ενώ κάτω υπήρχε χώμα και σκόνη, με λίγα κομμάτια από χαρτί να βρίσκονται σκόρπια, σε διάφορα μέρη. Έμοιαζε σαν να είχε συμβεί κάποια καταστροφή παλαιότερα. Μερικές λάμπες υπήρχαν επίσης στα δρομάκια, όλες διαλυμένες, από τους στύλους μέχρι τις λυχνίες. Γενικά, η έλλειψη ζωής ήταν αισθητή.

Με ένα άνοιγμα του μυαλού για να εξερευνήσει την περιοχή, ο Μιχάλης δεν εντόπισε τίποτα, τίποτα ζωντανό αλλά και ούτε ίχνος μαγείας, λες και το χωριό αυτό δεν ανήκε στη Ζερκαλία.

Προχωρούσαν προς την άλλη πλευρά του χωρού για λίγη ώρα.

«Αυτός ο δρόμος πρέπει να οδηγεί σε αδιέξοδο» είπε ο Νίκος σε κάποιιο σημείο σταματώντας.

Ο Μιχάλης σταμάτησε και εκείνος, παρατηρώντας με το μυαλό του μπροστά, διαπιστώνοντας πως πράγματι ο δρόμος που ακολουθούσαν κατέληγε στην είσοδο ενός σπιτιού. Ήταν λες και ήταν φτιαγμένο για να οδηγεί εκεί. Μετά, γύρισε και κοίταξε προς τις άλλες πλευρές, όπου υπήρχαν διάφορα άλλα μικρά δρομάκια.

«Ας πάμε από άλλο δρόμο» πρότεινε μετά.

Αυτή την ιδέα πρέπει να την είχε ήδη σκεφτεί ο Νίκος, αφού είχε στραφεί αλλού και έψαχνε με το μυαλό του το υπόλοιπο χωριό. Ο Μιχάλης τον μιμήθηκε και έψαξε και εκείνος για κάποιο δρόμο που να οδηγούσε στην άλλη πλευρά. Λίγο μετά σταμάτησε παραξενεμένος, αφού διαπίστωσε πως υπήρχαν πολλά δρομάκια που οδηγούσαν σε σπίτια, αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει την άλλη πλευρά. Αυτό που κατάλαβε γρήγορα ήταν πως το κτήριο στο οποίο οδηγούσε ο δρόμος στον οποίο περπατούσαν ήταν το μεγαλύτερο από όλα τα άλλα.

«Παράξενο μέρος» σχολίασε λίγο μετά ο Νίκος, δείχνοντας πως είχε σταματήσει την εξερεύνηση του χωριού.

Το ίδιο έκανε και ο Μιχάλης. «Βρήκες την έξοδο;»

«Όχι. Παντού υπάρχουν σπίτια που εμποδίζουν το πέρασμα στην άλλη πλευρά. Είναι σαν να προσπαθεί το χωριό να μας παγιδέψει»

«Και τι κάνουμε τώρα;»

Ο Νίκος έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Πίσω δεν μπορούμε να γυρίσουμε. Πάμε από εδώ» πρόσθεσε, δείχνοντας έναν μικρό δρόμο στα δεξιά τους.

Ο δρόμος αυτός ήταν μόνο από χώμα, με πολλές μικρές πέτρες και αρκετά στενός με τα σπίτια από τις δύο πλευρές να μοιάζουν έτοιμα να καταρρεύσουν. Δεν άργησαν να βρουν από εκεί, καταλήγοντας σε έναν φαρδύτερο πέτρινο δρόμο.

«Περίμενε εδώ λίγο, να δω κάτι» είπε ο Νίκος όταν έφτασαν σπίτι στο οποίο τελείωνε ο δρόμος, ένα ερείπιο στην κυριολεξία, με τοίχους από σπασμένα τούβλα, διαλυμένα παράθυρα, πόρτα ξεχαρβαλωμένη και στέγη, από την οποία τα μισά τουλάχιστον κεραμίδια είχαν πέσει.

Αφού κοντοστάθηκε για λίγο, μπήκε μέσα και χάθηκε κάπου βαθύτερα. Καθώς ήλεγχε το σπίτι, ο Μιχάλης είχε αίσθηση ότι κάποιος τον κοιτάει. Και τότε κοκάλωσε. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε να παγώνει από το φόβο του, ενώ ανατρίχιασε ολόκληρος, με μία αίσθηση ότι κάποιος του πέταξε παγωμένο νερό. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή στο στήθος του και έμεινε να κοιτάζει, δίχως να μπορεί να πιστέψει αυτό που έβλεπε.

Στα δέκα μέτρα περίπου από αυτόν στεκόταν μία γυναίκα, με παλιά και ξεσκισμένα ρούχα, κατάχλωμη, με μάτια που έμοιαζαν στεγνά, είχαν όμως ένα πολύ άγριο βλέμμα, ενώ ξεραμένο αίμα φαινόταν στο κεφάλι της, από όπου είχαν χαθεί πολλά μαλλιά. Με μια στιγμιαία ματιά και μόνο καταλάβαινες ότι δεν ήταν συμπαγής σαν κανονικός άνθρωπος, αλλά κάτι μάλλον άυλο. Με ένα ασυναίσθητο άνοιγμα του μυαλού δεν εντόπισε καμία παρουσία, δίνοντάς του να καταλάβει τι ήταν αυτή η γυναίκα που στεκόταν απέναντί του.

Μην προλαβαίνοντας να κάνει την παραμικρή κίνηση, μένοντας ακόμη παγωμένος από το φόβο του, είδε τη γυναίκα να κάνει ένα αστραπιαίο βήμα μπροστά, σαν να μεταφέρθηκε μπροστά, ενώ έκανε και μερικά ακόμη, τόσο γρήγορα, σαν να έβλεπες κάτι στην τηλεόραση σε γρήγορη κίνηση. Είχε φτάσει δηλαδή σε ελάχιστο χρόνο μπροστά από τον σοκαρισμένο Μιχάλη, ενώ μετά σταμάτησε μπροστά του για μια στιγμή. Στη συνέχεια σήκωσε τα χέρια της και άνοιξε ελαφρώς το στόμα, από όπου φάνηκαν παλιά κιτρινισμένα δόντια. Από τα χέρια της φάνηκαν μακριά μαύρα νύχια, κοφτερά σαν μαχαίρια, ενώ η γυναίκα έβγαλε έναν ήχο σαν λυσσασμένος λύκος και επιτέθηκε στον Μιχάλη. Εκείνος ένιωσε μερικές σουβλιές στο στήθος, πριν εκτοξευθεί με δύναμη προς τα πίσω και σκάσει στην επόμενη στιγμή στον τοίχο ενός σπιτιού που υπήρχε εκεί, νιώθοντας έντονο πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ενώ τα μάτια του έκλεισαν. Τα άνοιξε γρήγορα για να δει τη γυναίκα, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Γύρισε και την έψαξε σε όλη τη γύρω περιοχή, αλλά δε φαινόταν πουθενά. Μετά, προσπάθησε να σηκωθεί με δυσκολία.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας κρότος, ενώ ακολούθησε και ένας ακόμη σαν ένα αντικείμενο να πέφτει. Από το δρομάκι εμφανίστηκε να στρίβει ο Νίκος, ερχόμενος με φόρα.

«Τι έγινε;»

Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε, με το μυαλό του όμως κολλημένο στην εικόνα εκείνης της γυναίκας. «Μόλις μου επιτέθηκε ένα… φάντασμα»

«Ένα τι; Πλάκα μου κάνεις, έτσι;»

«Κι όμως, αυτό συνέβη»

«Δηλαδή στο χωριό υπάρχουν φαντάσματα;»

«Προφανώς»

Ο Νίκος βλαστήμησε εκνευρισμένος. «Αυτό φοβούνται όλοι τότε»

«Λογικό» σχολίασε εκείνος, μόλις σηκώθηκε.

Ο Νίκος τον κοίταξε λίγο σκεφτικός. «Έχω ακούσει φήμες για τα φαντάσματα, αλλά δεν πίστευα ότι υπάρχουν. Λένε ότι είναι ανεπηρέαστα από τη μαγεία και σκοτώνουν όποιον συναντήσουν. Αν το χωριό είναι γεμάτο από αυτά, τότε σκοτώνουν όποιον έρθει και γίνεται και αυτός ένα από αυτά»

Ο Μιχάλης πήγε να του απαντήσει, αλλά έμεινε παγωμένος να κοιτάζει πίσω από τον Νίκο, στο σημείο όπου είχε εμφανιστεί η γυναίκα. Τώρα, είχε εμφανιστεί ένας γέρος, με ελάχιστα μαλλιά και λίγα γένια, χλωμό πρόσωπο και άγριο βλέμμα στα μάτια του, που αντί για το συνηθισμένο άσπρο είχαν ένα κίτρινο χρώμα.

Ο Νίκος γύρισε και κοίταξε προς τα εκεί, ενώ μετά έμεινε να κοιτάζει κοκαλωμένος. Μία έκφραση τρόμου μαζί με έκπληξη είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Το αγόρι έμοιαζε να μην μπορεί να κουνηθεί, αλλά τελικά έκανε ένα βήμα πίσω, βλέποντας τον άνδρα να κινείται γρήγορα προς το μέρος τους. Έφτασε πάρα πολύ γρήγορα αλλά τα δύο αγόρια πρόλαβαν και βούτηξαν προς τις δύο πλευρές για να αποφύγουν το χτύπημα του πνεύματος, που θύμιζε εκείνο της γυναίκας πριν. Με μια γρήγορη κίνηση όμως εκείνο βρέθηκε μπροστά από τον Νίκο, τον άρπαξε από τον λαιμό με το δεξί του χέρι, τον σήκωσε όρθιο πολύ γρήγορα, πριν τον πετάξει πάνω σε ένα τοίχο. Ο Μιχάλης έβλεπε το θέαμα κοκαλωμένος, μην μπορώντας να κάνει τίποτα, αλλά δε στάθηκε τυχερός, αφού το πνεύμα όρμησε σε εκείνον. Ένιωσε το χέρι του άνδρα να γραπώνει το λαιμό του, με μια αίσθηση από κάτι παγωμένο αλλά καθόλου συμπαγές, που τον σήκωσε όρθιο και τον πέταξε με δύναμη πάνω στον τοίχο του σπιτιού από πίσω του, όπου έσκασε και έπεσε κάτω ζαλισμένος. Στη συνέχεια το πνεύμα πρέπει να εξαφανίστηκε, όπως είχε συμβεί και με το άλλο.

Έμεινε για λίγη ώρα πεσμένος μέχρι να του περάσει η ζάλη και από το δεύτερο χτύπημα, πριν σηκωθεί και κατευθυνθεί προς τον Νίκο, που ήταν πεσμένος ακόμη. Σηκώθηκε τελικά και εκείνος, πιάνοντας το κεφάλι του στο σημείο που είχε χτυπήσει στον τοίχο, όταν το φάντασμα τον έριξε πάνω του. Κοίταξε γύρω, σαν να έψαχνε κάτι, μέχρι που στράφηκε στον Μιχάλη, δείχνοντας σκεφτικός αλλά και έκπληκτος.

«Δε χρειαζόταν τέτοια απόδειξη. Σε είχα πιστέψει»

Ο Μιχάλης γέλασε, ευχαριστημένος που ο φίλος του είχε διάθεση ακόμη για χιούμορ. Τα φαντάσματα έμοιαζαν ανίκητα, αφού ήταν τόσο γρήγορα που το μόνο που προλάβαινε ήταν να τα δει.

«Μάλλον δεν μπορούμε να φύγουμε από τους δρόμους, αφού όλοι είναι αδιέξοδοι. Ίσως να μπορούμε μέσα από τα σπίτια» πρότεινε μετά από λίγο ο φίλος του, δείχνοντας αρκετά ψύχραιμος.

Αν και δεν του άρεσε η ιδέα να βρεθεί σε κλειστό χώρο σε μέρος που υπάρχουν φαντάσματα, το δέχτηκε. Η διαφυγή τους ήταν η βασική προτεραιότητα.

Μπήκαν στο σπίτι που είχε ελέγξει ο Νίκος. Μέσα όλα ήταν διαλυμένα, από τα ξύλινα έπιπλα και τα παράθυρα, μέχρι τους τοίχους, από όπου έλειπαν πολλά τούβλα. Σκόνη και συντρίμμια υπήρχαν σε όλο το πάτωμα, ενώ το μόνο που διέφερε ήταν ένα άνοιγμα μπροστά από μία σκάλα που προφανώς οδηγούσε σε κάποιο κατώτερο επίπεδο, μάλλον στο υπόγειο του σπιτιού. Ο Νίκος κατευθύνθηκε προς τα εκεί, με τον Μιχάλη να τον ακολουθεί.

Ο χώρος κάτω ήταν σκοτεινός και έτσι ο Νίκος δημιούργησε ένα μικρό κλαδί στο οποίο έβαλε φωτιά, ώστε να μπορούν να βλέπουν. Η σκάλα ήταν ξύλινη, χωρίς κάποιο κάγκελο για στήριγμα, ενώ κάθε σκαλοπάτι έτριζε σε κάθε πάτημα πάνω του. Έτσι, άκουγαν το τρίξιμο τέσσερις φορές σε κάθε σκαλοπάτι, όταν πατούσαν με τα πόδια τους πάνω σε αυτά κατεβαίνοντας. Είχε και την αίσθηση ότι η σκάλα θα γκρεμιζόταν, αλλά τελικά κατάφεραν να φτάσουν στο υπόγειο δίχως αυτή να πάθει το παραμικρό.

Αυτό που είδε εκεί ήταν τοίχοι γεμάτοι υγρασία και σε άσχημη κατάσταση, που έδειχναν ότι μπορούσαν να πέσουν ανά πάσα στιγμή. Εκείνη τη στιγμή είχαν βρεθεί στην αρχή ενός διαδρόμου, που οδηγούσε αρκετά πιο πέρα, τόσο που δεν έφτανε το φως. Ήταν τόσο στενός που δε χωρούσαν ούτε δύο άνθρωποι, με αποτέλεσμα να προχωρήσει πρώτος ο Νίκος και να ακολουθεί ο Μιχάλης. Προχωρούσαν αργά και προσεκτικά, σαν να φοβόντουσαν κάποια ξαφνική εμφάνιση ενός πνεύματος που θα τους επιτιθόταν.

Ξαφνικά, ο Μιχάλης ένιωσε κάτι από πίσω του, αλλά δεν εντόπισε τίποτα με το άνοιγμα του μυαλού που έκανε. Έτσι, γύρισε και κοίταξε εκεί επιφυλακτικά, ελπίζοντας να μη δει κάτι που δε θα του άρεζε. Τότε, βρέθηκε πρόσωπό με πρόσωπο με έναν γέρο, χωρίς μαλλιά και γένια, πρόσωπο γεμάτο αίματα και τραύματα, μάτια κόκκινα και πρησμένα, με κουρελιασμένα και σκισμένα ρούχα, αλλά με άγριο βλέμμα. Δεν μπόρεσε ούτε να μιλήσει, κοιτώντας τον άνδρα που φωτιζόταν ελάχιστα και έμοιαζε έτοιμος να του επιτεθεί, αλλά την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε. Ο Μιχάλης ανοιγόκλεισε τα μάτια του, έκπληκτος με αυτό, αλλά δεν άργησε να καταλάβει πως ήταν πνεύμα που είχε εμφανιστεί, αλλά και εξαφανιστεί εντελώς ξαφνικά.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε ο Νίκος που βρισκόταν λίγο πιο πέρα και φάνηκε να έχει μόλις αντιληφθεί πως είχε σταματήσει.

«Ένα πνεύμα ήταν πίσω μου, αλλά εξαφανίστηκε»

«Δε σου επιτέθηκε δηλαδή;»

«Όχι, απλά με κοίταξε και μετά χάθηκε»

«Παράξενο» σχολίασε πριν συνεχίσει.

Κατέληκαν σε ένα μικρό δωμάτιο. Μέσα σε εκείνο υπήρχε μόνο ένα μικρό ξύλινο ντουλάπι, σε ύψος που έφτανε στη μέση του Μιχάλη, ενώ πάνω σε αυτό υπήρχε ένα μικρό βιβλίο, με κόκκινο εξώφυλλο και λίγες σελίδες. Στην άλλη άκρη ξεκινούσε μία σκάλα σαν εκείνη με την οποία κατέβηκαν σε αυτόν τον υπόγειο χώρο. Ο Νίκος σταμάτησε μπροστά ακριβώς από το μικρό ντουλάπι, που βρισκόταν στο κέντρο και κολλημένο στο δεξιό τοίχο.

«Να το ανοίξουμε ή λες να είναι καμιά παγίδα;» τον ρώτησε ο Νίκος.

«Ας δούμε τι γράφει, δεν έχουμε και τίποτα να χάσουμε»

«Αυτό λέω κι εγώ». Μετά το πήρε στα χέρια του ανοίγοντάς το.

Η πρώτη σελίδα ήταν κενή, αλλά ο Νίκος εντόπισε ένα μικρό άνοιγμα μέσα στο οποίο υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί, που ήταν βιαστικά γραμμένο και τοποθετημένο στο βιβλίο. Ο Μιχάλης το πήρε από εκεί και το άνοιξε, βλέποντας πως είχε το μέγεθος μιας σελίδας από το βιβλίο. Ένα μικρό κείμενο υπήρχε εκεί, μάλλον βιαστικά γραμμένο. Άρχισε να το διαβάζει, με τον Νίκο να φέρνει τον αυτοσχέδιο δαυλό πιο κοντά, ώστε να βλέπουν καλύτερα.


Αυτή τη στιγμή βρίσκεσαι στο χωριό των νεκρών. Υπάρχουν μόνο φαντάσματα εδώ, που μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνα, αλλά δε σκοτώνουν αν δεν τα προκαλέσεις. Πρόσεχε λοιπόν μην κάνεις οτιδήποτε εναντίον τους. Ο μόνος τρόπος για να διαφύγεις είναι να βρεις το πράσινο κλειδί που βρίσκεται κάπου κρυμμένο στον υπόγειο χώρο και να το χρησιμοποιήσεις για να ανοίξεις τη σιδερένια πόρτα του παλαιού δικαστηρίου. Από εκεί θα βρεις την έξοδο. Άσε το βιβλίο και το χαρτί εδώ που το βρήκες για τον επόμενο ίσως που θα βρεθεί εδώ. Αν πάρεις το βιβλίο, τα φαντάσματα θα αποδεσμευτούν και θα ξεφύγουν από το χωριό. Ελπίζω να βοήθησα.

Παναγιώτης Βάβαλος