Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 45: Το Χωριό των Νεκρών - 2ο μέρος)

Ο Μιχάλης έκανε αρκετή ώρα για να διαβάσει αυτό το κακογραμμένο κείμενο, αλλά δεν άργησε να κατανοήσει όσα έγραφε. Αυτό που του έμεινε στο μυαλό ήταν το πράσινο κλειδί που έπρεπε να βρουν για να φύγουν.

«Κατάλαβα ποιο είναι» είπε ο Νίκος ξαφνικά.

«Ποιο;»

«Το παλαιό δικαστήριο. Είναι το κτήριο στο οποίο οδηγούσε ο πρώτος δρόμος»

«Εκείνο το κτήριο που ξεχώριζε, εννοείς; Άρα το θέμα είναι να βρούμε το κλειδί»

«Σωστά. Το βιβλίο ας το αφήσουμε εδώ;»

Ο Νίκος, αφού του έριξε μια ματιά, το έδωσε στον Μιχάλη για να βάλει το χαρτί πάλι μέσα και μετά να το αφήσει πάνω στο ντουλάπι. Έπειτα, ανέβηκαν στο σπίτι, στο υπόγειο του οποίου είχαν βρεθεί.

Αυτό ήταν επίσης ερείπιο και για αυτό δεν κάθισαν πολύ μέσα και βγήκαν κατευθείαν. Ο Μιχάλης πήδηξε τρεις φορές για να περάσει πάνω από κομμάτια επίπλων ή τούβλων που υπήρχαν στο πάτωμα, με τον Νίκο να φτάνει πρώτος στην πόρτα, εξαφανίζοντας το ξύλο με τη φωτιά, και σπρώχνοντάς τη με χρήση μαγείας. Τον ακολούθησε, μένοντας λίγο εκεί για να πιει λίγο νερό από το μπουκάλι που είχε στο σακίδιό του. Μόλις το έβαλε και πάλι μέσα συνέχισαν, ψάχνοντας κάποιο άλλο σπίτι για να μπουν.

Ο Νίκος διάλεξε ένα σπίτι που υπήρχε στο τέλος ενός μικρού παράδρομου, όπου είχαν στρίψει λίγο πριν. «Όχι πάλι» αναφώνησε ξαφνικά, κάνοντας τον Μιχάλη να στραφεί ξαφνιασμένος προς εκείνον, που κοιτούσε όμως πιο πέρα, έξω από το σπίτι.

Μόλις κοίταξε εκεί, είδε αυτό που είχε προσέξει και ο Νίκος πριν. Μία γυναίκα στεκόταν εκεί, με μακριά καμένα μαλλιά, μέσα στα αίματα, με γέρικο πρόσωπο και κοκκινισμένα μάτια που είχαν ένα πολύ άγριο βλέμμα. Αυτή τη φορά ο Μιχάλης δεν πίστεψε στιγμή πως θα εξαφανιζόταν και έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Νίκος όρμησε μέσα στο σπίτι, παρασύροντας και τον Μιχάλη, και έκλεισε την πόρτα.

«Μάλλον δε θα μπει μέσα» είπε ο Νίκος μετά, εμφανίζοντας και πάλι τον δαυλό στο χέρι του, ψάχνοντας για κάποια πόρτα, εκείνη για το υπόγειο λογικά.

Τότε ο Μιχάλης έμεινε κοκαλωμένος. Από την πόρτα φάνηκε αρχικά το κεφάλι της γυναίκας και έπειτα άρχιζε να φαίνεται το σώμα και τα χέρια της, ενώ είχε φανεί και το ένα της πόδι, με το άλλο να φαίνεται στο τέλος. Η γυναίκα περπατούσε κανονικά, σαν να μην υπήρχε πόρτα εκεί, και ήταν εμφανές πως είχε βάλει στόχο τα δύο αγόρια, με το βλέμμα της να πέφτει πάνω στον Μιχάλη. Ο Νίκος πάλι φάνηκε να μην την έχει αντιληφθεί, αφού άνοιγε ήρεμος μια πόρτα εκείνη τη στιγμή.

«Το βρήκα. Έλα από εδώ» ανέφερε.

Πριν προλάβει όμως να κάνει οποιαδήποτε κίνηση ο Μιχάλης, η γυναίκα είχε βρεθεί ταχύτατα πίσω του, τείνοντας τα χέρια της μπροστά, όπου φάνηκαν τα μακριά και κοφτερά της νύχια, έτοιμα να μπηχτούν στη σάρκα του αγοριού. Έβγαλε τον ήχο που είχαν βγάλει τα προηγούμενα πνεύματα που του είχαν επιτεθεί, σαν λύκος, πριν ορμήσει πάνω του με μεγάλη φόρα.

Καθώς ο Νίκος στράφηκε απότομα, η φωτιά διαπέρασε τη γυναίκα, η οποία την επόμενη στιγμή διαλύθηκε στον αέρα, σαν καπνός από ισχυρό αέρα. Εκείνος κοιτούσε έκπληκτος στο σημείο όπου μέχρι πριν λίγο βρισκόταν η γυναίκα.

«Η φωτιά πρέπει να τα διασπά» παρατήρησε ο Μιχάλης.

«Μπορεί. Ας συνεχίσουμε» ανέφερε μετά από λίγες στιγμές ο φίλος του, δείχνοντας να έχει συνέλθει.

Πολύ σύντομα είχαν φτάσει στο υπόγειο και στο διάδρομο που υπήρχε εκεί.

«Νομίζω ότι κατάλαβε ποιο είναι αυτό το παλαιό δικαστήριο» είπε σε κάποιο σημείο ο Νίκος.

«Ήταν κάτι ιδιαίτερο;»

«Ήταν για τα βαριά εγκλήματα. Τώρα που το ανέφερα, πρέπει να υπήρχε και η φυλακή εδώ»

Είχε ένα κακό προαίσθημα για αυτά ο Μιχάλης, αλλά προτίμησε να μην το αναφέρει. Συνέχισαν αμίλητοι, μέχρι να βγουν έξω πάλι.

«Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που ήρθε κάποιος εδώ» ακούστηκε τότε μια γυναικεία φωνή.

Κοιτούσαν και οι δύο κοκαλωμένοι το πνεύμα μίας μεσήλικης γυναίκας, που είχε κοντά μαύρα μαλλιά και φορούσε γκρίζο φόρεμα.

«Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να σας επιτεθώ»

Τα δύο αγόρια έμειναν να την κοιτάζουν διστακτικά. «Και νομίζεις ότι θα το πιστέψουμε;» της είπε ο Νίκος, δείχνοντας έτοιμος να αμυνθεί.

«Η αρνητική στάση σας είναι δικαιολογημένη. Αλλά θα μπορούσατε να το πιστέψετε, αφού δεν έχω κάτι να κερδίσω από αυτό. Μάλιστα, θα μπορούσατε να με βοηθήσετε»

Ο Μιχάλης έμεινε να την κοιτάζει παραξενεμένος. Το ύφος της φαινόταν ειλικρινές, αλλά είχε μάθει πια να μην εμπιστεύεται κανέναν τόσο εύκολα, μετά από όσα είχε πάθει.

«Πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε εμείς;»

«Αυτό θα εξαρτηθεί από εσάς»

«Δηλαδή;»

Η γυναίκα τον κοίταξε με σοβαρό βλέμμα για λίγη ώρα. «Από το τι θα καταφέρετε»

«Σε ποιο πράγμα;» ρώτησε αυτή τη φορά ο Νίκος.

Το βλέμμα της στράφηκε πάνω του. «Θέλετε να φύγετε από εδώ, έτσι δεν είναι;»

«Ναι»

«Θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρετε να διαφύγετε από το χωριό και από τον τρόπο που θα γίνει αυτό φυσικά»

Τα δύο αγόρια έμειναν να κοιτάζουν απορημένα, αφού αυτό έμοιαζε αρκετά μπερδεμένο.

«Καλά» της είπε, «αν καταφέρουμε να ξεφύγουμε από εδώ, βλέπουμε»

«Ωραία. Για να γίνει όμως αυτό εφικτό, θα χρειαστείτε το κλειδί της μαύρης πόρτας του δικαστηρίου, το οποίο δεν πρόκειται να το βρείτε μόνοι σας. Αν θέλετε να το αποκτήσετε, ακολουθήστε με» τους πρότεινε και άρχισε να προχωρά, με κανονικά βήματα προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο επόμενο σπίτι.

«Τι λες να κάνουμε;» ρώτησε ψιθυριστά ο Νίκος τον Μιχάλη.

«Δεν έχουμε και τίποτα να χάσουμε» αποκρίθηκε εκείνος, γνωρίζοντας τις ικανότητές του με τη φωτιά.

«Σωστό κι αυτό. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε παγιδευμένοι»

Ξεκίνησαν αμέσως μετά, με εκείνη να τους οδηγεί σε ένα μικρό και στενό δρομάκι, όπου χωρούσε να περπατήσει με δυσκολία ένας αδύνατος άνθρωπος. Αυτό κατέληγε σε ένα μικρό σπίτι, το μικρότερο που είχε δει ο Μιχάλης στο χωριό. Πέρασε μπροστά από τον Νίκο αυτή τη φορά, θέλοντας να είναι αυτός ο πρώτος που θα αντιμετωπίσει μια επείγουσα κατάσταση, μιας και ήταν ικανότητερος στη δημιουργία φωτιας.

Το σπιτάκι στο οποίο μπήκαν τελικά, δε διέφερε πολύ από τα άλλα ως προς το εσωτερικό του, όπως και εξωτερικά, απλά οι χώροι του ήταν λίγο μικρότεροι. Το φάντασμα στάθηκε στη μέση του σαλονιού και στράφηκε προς το μέρος τους.

«Εδώ είναι» του είπε εκείνη, «σε εκείνο το…» αλλά μετά σταμάτησε.

Ο Μιχάλης έμεινε απορημένος που σταμάτησε έτσι ξαφνικά, βλέποντάς τη να κοιτάζει στα δεξιά για αυτούς, όπου δεν υπήρχε τίποτα, με τον φόβο να διακρίνεται στο βλέμμα της. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, είδε να εμφανίζονται εκεί από το πουθενά μερικοί άνδρες και γυναίκες, με ρούχα σε άσχημη κατάσταση, πολλά τραύματα στο πρόσωπο και στο σώμα και με πολύ άγριο βλέμμα, που κάρφωνε τη γυναίκα-φάντασμα που είχε οδηγήσει τα αγόρια εκεί.

«Πίστευες ότι θα σε αφήναμε να τους δώσεις το κλειδί;» ρώτησε τη γυναίκα ο άνδρας που βρισκόταν στη μέση των νεοφερμένων, μετρίου αναστήματος με λίγα ασπρισμένα μαλλιά και γένια.

Εκείνη φάνηκε τρομοκρατημένη και έκανε ένα βήμα πίσω. «Πρέπει να καταλάβετε ότι αυτό πρέπει να γίνει»

Ο άνδρας που μίλησε την κοίταξε με απαξιωτικό ύφος. «Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να πάρουμε εκδίκηση για όσα έγιναν εδώ. Και ούτε εσύ ούτε αυτά τα ανθρωπάκια θα μας σταματήσουν»

«Δεν καταλαβαίνεις. Κάτι τέτοιο θα φέρει μεγάλες καταστροφές στη χώρα αλλά και σε εμάς. Πρέπει να αφήσουμε αυτούς τους δύο να μας βοηθήσουν»

Εκείνος γέλασε αυτή τη φορά, με γέλιο που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο και φυσιολογικό, κάνοντας τον Μιχάλη να ανατριχιάσει ολόκληρος.

«Τέρμα» είπε μετά, παίρνοντας το σοβαρό και άγριο ύφος που είχε και πριν, «αρκετά σε ανεχτήκαμε και σε λυπηθήκαμε. Πιάστε την και πετάξτε τη στον πύρινο κλοιό. Οι υπόλοιποι αποτελειώστε αυτούς τους δύο» διέταξε δύο πνεύματα αρχικά στα δεξιά του, ενώ μετά αναφέρθηκε στους υπόλοιπους που έδειξαν να κατευθύνονται προς τα δύο παιδιά.

«Ας χωριστούμε» είπε ο Νίκος που ήταν ήδη έτοιμος να τα βάλει με τα πνεύματα, ορμώντας προς την πλευρά εκείνης που τους είχε καθοδηγήσει.

Ο Μιχάλης αντέδρασε ταχύτατα και όρμησε προς τα συγκεντρωμένα πνεύματα, που δεν έδειξαν να ξαφνιάζονται από αυτό. Ούτε όμως και εκείνος δίστασε και άναψε φωτιές σε πολλά σημεία ταυτόχρονα, πετυχαίνοντας τη διάσπαση δύο πνευμάτων, τα υπόλοιπα όμως τις απέφυγαν και τους όρμησαν κινούμενα με τρομακτική ταχύτητα. Έτσι, πριν το καταλάβει καν, ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος και τινάχθηκε πίσω για μία ακόμη φορά, σκάζοντας στον τοίχο, νιώθοντας την επόμενη στιγμή έναν έντονο πόνο στο κεφάλι και στην πλάτη, στα σημεία όπου είχε χτυπήσει. Ένιωσε ζάλη και κράτησε για μία στιγμή τα μάτια του κλειστά, προσπαθώντας να κάνει ένα μαγικό κόλπο που βοηθούσε να ξεπεράσει τη ζάλη, το οποίο είχε ανακαλύψει πριν μερικές μέρες και προσπαθούσε να το πετύχει κάθε φορά που συνέβαινε αυτό. Δηλαδή, άνοιγε λίγο το μυαλό του και ταυτόχρονα προσπαθούσε να μεταδώσει μαγεία που μπορούσε να θεραπεύσει σε αυτό, ενώ επέστρεφε αμέσως μετά και πάλι στο σώμα του. Το κόλπο αυτό είχε πετύχει για πρώτη φορά εντελώς και ένιωσε τελείως καλά, με εξαίρεση φυσικά τον πόνο που ένιωθε στο κεφάλι και την πλάτη από την πρόσκρουση στον τοίχο.

Ανοίγοντας τα μάτια του, είδε δύο πνεύματα από πάνω του, έτοιμα να τον καρφώσουν με ένα μαχαίρι, με αποτέλεσμα δύο μαχαίρια να πέφτουν πάνω του με δύναμη. Χρησιμοποίησε και πάλι μαγεία για να βοηθήσει το σώμα του να τιναχθεί με φόρα προς τα δεξιά, καταφέρνοντας να αποφύγει τις μαχαιριές οριακά. Μετά, δημιούργησε τη μαύρη φωτιά, που εξερράγη μέσα από τα δύο πνεύματα, τα οποία ούρλιαξαν και χάθηκαν την επόμενη στιγμή. Σηκώθηκε αστραπιαία, για να επιτεθεί στα δύο άλλα πνεύματα που ορμούσαν τώρα μπροστά του. Πριν όμως προλάβει να επιτεθεί, εκείνα χάθηκαν από εκεί εντελώς ξαφνικά, αφήνοντάς τον απορημένο. Υποψιασμένος, γύρισε απότομα τότε πίσω, βλέποντας μία γυναίκα να τείνει προς το μέρος του με φόρα ένα παλιό σπαθί, του οποίου η λεπίδα είχε σκουριάσει, ενώ δεν ήταν πολύ μεγάλο σε μέγεθος.

Τρομαγμένος, έτεινε μπροστά τα δύο χέρια του, σαν να προσπαθούσε να σταματήσει το μαχαίρι, ενώ ένιωσε και μαγεία να μεταδίδεται, κάνοντας τη γυναίκα να παγώσει απότομα. Έμεινε έκπληκτος από αυτό που είχε καταφέρει. Δεν έχασε χρόνο όμως και έκανε το πνεύμα να διασπαστεί με χρήση φωτιάς. Μετά, στράφηκε προς το τελευταίο πνεύμα που του είχε επιτεθεί, το οποίο δε φαινόταν πουθενά. Γύρισε και προς το σημείο που πάλευε ο Νίκος με τα πνεύματα, αλλά δεν τον βρήκε ούτε αυτόν. Ανήσυχος, άνοιξε το μυαλό του και άρχισε να ψάχνει παντού στο σπίτι, διαπιστώνοντας πως δεν ήταν πουθενά, αλλά και πως οι τοίχοι των σπιτιών αποτελούσαν και νοητικά τείχη.

Απορημένος ακόμη, στράφηκε προς την πόρτα, την οποία είδε πως βρισκόταν στην ίδια ακριβώς κατάσταση που την είχαν αφήσει εκείνοι όταν είχαν μπει στο σπίτι. Ψάχνοντας και αλλού, είδε μια άλλη πόρτα να είναι ανοιχτή και να οδηγεί σε σκαλιά, τα οποία δεν τα είχε δει πριν. Δε χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να καταλάβει πως είχαν φύγει από εκεί, αν και δεν καταλάβαινε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί.

Την τελευταία στιγμή σταμάτησε, λίγο πριν κατέβει το πρώτο σκαλοπάτι, όταν στο μυαλό του ήρθε το κλειδί. Μπήκε και πάλι στο χώρο που βρισκόταν πριν και άρχισε να ψάχνει με το μυαλό όλο το σπίτι για κάποιο μαγικό αντικείμενο, αλλά δε βρήκε κάτι. Πήγε να τα παρατήσει και να κατέβει στο υπόγειο, όταν εντόπισε κάτι. Κάτω από το πάτωμα υπήρχε ένα μαγικό αντικείμενο, μπροστά ακριβώς από την πόρτα που οδηγούσε στον υπόγειο χώρο του σπιτιού και του χωριού, κάτω ακριβώς δηλαδή από το σημείο στο οποίο βρισκόταν εκείνος. Μην έχοντας χρόνο για να βρει τρόπους να ανοίξει το πάτωμα, διέλυσε το δάπεδο εκεί με μία κίνηση του χεριού του, γεμίζοντας σκόνη το σημείο εκείνο. Την εξαφάνισε με μία ελαφριά κίνηση του καρπού του, σαν να διέλυε λίγο ατμό με το χέρι και τότε το είδε, Αυτό που έψαχναν βρισκόταν μπροστά του.

Παναγιώτης Βάβαλος