Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 2) - Η Μάσκα της αθωότητας

To βράδυ εκείνο ήταν δύσκολο για τον μικρό τόπο. Οι κάτοικοι είχαν τρομοκρατηθεί, ωστόσο παρατήρησαν πως ήταν η πρώτη νύχτα που το φάντασμα του Φιλίπ δεν είχε βγει στους δρόμους, αναζητώντας την εκδίκησή του από όσους δεν του είχαν αφήσει έξω από την πόρτα, μία μικρή έστω μερίδα φαγητού. Η Ζακελίν είχε γείρει στο παράθυρο του σπιτιού της, αναλογιζόμενη πόσο δύσκολο να ήταν άραγε, να μπορούσε ένας άνθρωπος να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία, παρά την διαφορετικότητά του. Ενάντια στην ψύχρα που επικρατούσε, το ολόγιομο φεγγάρι, την καλούσε να βγει μία βόλτα, μιας που γνώριζε την περιοχή σαν την παλάμη του χεριού της. Η ίδια, ήταν είκοσι πέντε χρονών και παρά το γεγονός πως ένα τόσο μικρό χωριό, αποτελούσε συχνά μία μορφή αγχόνης για τους νέους, καθώς οι επιλογές ήταν λίγες, ενώ το στόμα της μικρής κοινωνίας μεγάλο και συνάμα πικρό, η Ζακελίν πάλευε να δει την θετική πλευρά του.

Σχέση στη ζωή της, αν εξαιρούσες μία εφηβική που είχε κρατήσει έξι ολόκληρους μήνες στο σχολείο, δεν είχε κάνει ποτέ, ενώ υπήρχαν αρκετοί που σιγοψιθύριζαν πως είχε μεγαλώσει σαν αγοροκόριτσο που την ένοιαζε η δουλειά της και οι ολοήμερες βόλτες στη φύση. Η κοπέλα δεν είχε βρει ακόμη εκείνον τον κατάλληλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντικότερος από την ελευθερία της, την οποία θεωρούσε υπερβολικά πολύτιμη. Οδεύοντας προς τα τείχη του κάστρου, που φωτίζονταν σε αρκετά σημεία, άκουσε έναν παράξενο θόρυβο. Για την ακρίβεια έμοιαζε με θόρυβο παπουτσιού, καθώς θρυμμάτιζε τα μικροσκοπικά χαλίκια του χωματόδρομου. Γύρισε το κεφάλι της απότομα, μόνο για να νιώσει ένα χέρι να της κλείνει το στόμα και κάποιον να την αρπάζει βίαια από πίσω προκειμένου να μην δει το πρόσωπό του.

Ο αδίστακτος αυτός και σωματώδης άνδρας, ήξερε πολύ καλά τι έκανε καθώς πιάνοντας τα θύματα και παραμένοντας πίσω από την πλάτη τους, τα δυσκόλευε να καταλάβουν την ταυτότητά του. Η Ζακελίν είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται σε τέτοιο βαθμό που ξεκίνησε να κλαίει, όταν ένιωσε ένα κρύο και μεταλλικό αντικείμενο να της πιέζει χαμηλά τη σπονδυλική της στήλη. Ο άνδρας εξακολουθούσε να μην βγάζει άχνα, ωστόσο μέσα από τις πράξεις του, είχε περάσει το μήνυμα ξεκάθαρα. Εάν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια να ξεφύγει, θα βρισκόταν μάλλον νεκρή και πεταμένη σε κάποιο χωράφι της ατελείωτης υπαίθρου. Μέσα στη σιγαλιά, άκουσε τον ήχο της ζώνης του που άνοιγε και ειλικρινά δεν μπορούσε να πιστέψει πως η πρώτη της φορά, θα είχε τη σφραγίδα ενός βιασμού.

Μολαταύτα, η τύχη φάνηκε να είναι μαζί της, καθώς από μακριά είδε τον Ντεάν με ένα σακίδιο στο χέρι, να τρέχει προς το μέρος της και τον ειδεχθή άνδρα που την βαστούσε αιχμάλωτη, να εξαφανίζεται μέσα στα τείχη. Ωστόσο, ο νεαρός δεν ήθελε να το βάλει κάτω. Πετώντας το σακίδιό του ξεκίνησε να τον ακολουθεί, μέχρι που ο δράστης κατόρθωσε να χαθεί στο κοντινότερο δασάκι, έχοντας το μεγάλο πλεονέκτημα πως γνώριζε πολύ καλά την περιοχή, σε αντίθεση με τον Ντεάν που δεν είχε κυριολεκτικά ιδέα και βρέθηκε χαμένος να τον αναζητά, όταν ένιωσε στα ξαφνικά και καθώς πισωπατούσε, έναν οξύ πόνο στο χέρι του. Την επόμενη στιγμή μία κηλίδα αίματος στόλιζε το γκρίζο του φούτερ, λίγο πιο πάνω από τον καρπό. Ο δράστης, προσπάθησε ξανά να του επιτεθεί, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως τον είχε ξαφνιάσει, ωστόσο ο νεαρός γνωρίζοντας πως θα του ήταν αδύνατον να αμυνθεί, προσπάθησε να τρέξει, με τον δράστη να εξαφανίζεται και τον ίδιο να καταλήγει να πέφτει πάνω στην Ζακελίν που φώναζε έχοντας βουλιάξει κυριολεκτικά στον πανικό.

«Θα σε σκοτώσω» του φώναζε λαχανιασμένα.

«Εμένα; Μα, πες μου είσαι τρελή; Εδώ παραλίγο να σκοτωθώ!» της φώναξε εκείνος πίσω.

«Γι'αυτό θα σε σκοτώσω, γιατί πάνω στον πανικό, ήρθες να μου προσθέσεις ακόμη έναν. Ήθελα να σου πω ευχαριστώ που με γλίτωσες, μα εσύ εξαφανίστηκες παριστάνοντας τον ιππότη σε ένα δάσος που δεν γνωρίζεις. Θεέ μου, είσαι καλά;» τον ρώτησε βλέποντας την κηλίδα αίματος να στολίζει το μανίκι του.

«Είμαι εντάξει και η αλήθεια, ναι ήθελα να φανώ ιππότης μήπως και κατορθώσω να ξεβρομίσω πια αυτόν τον τόπο από το πλάσμα που τον έχει στοιχειώσει!» της ούρλιαξε και την είδε να παγώνει.

«Δεν πιστεύω να εννοείς τον Φιλίπ;» σύριζε σαν το φίδι κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια σε σημείο που δεν ήξερε τι να της απαντήσει για να μην εκραγεί σαν ωρολογιακή βόμβα.

«Εντάξει, δεν είδα το πρόσωπό του, μονάχα πως είναι εύσωμος. Ωστόσο, πώς δικαιολογείς το περιστατικό του Πιέρ; Άντε, ακούω τι είδους δικαιολογία θα μου ξεφουρνίσεις» της φώναξε αγανακτισμένος.

«Τελικά όποτε πέφτω επάνω σου, συγχίζομαι. Ένα ευχαριστώ πήγα να σου πω και να το τελειώσουμε εκεί και ειλικρινά είμαι έτοιμη να το αποσύρω και αυτό από το στόμα μου. Δεν έχω να σου δώσω κάποια προφανή εξήγηση, μονάχα πως ο Πιέρ διόλου αθώος είναι. Επέτρεψέ μου να μην πω περισσότερα, αλλά προφανώς έφτασε τον Φιλίπ στα άκρα. Θα σε παρακαλέσω να μην μιλάς για κάποιον που δεν γνωρίζεις εσύ ο ίδιος μόνο και μόνο γιατί σου έχουν πιπιλήσει τα μυαλά, αυτοί εδώ οι στενόμυαλοι!» μούγκρισε εκείνη και κατόπιν το βλέμμα της έπεσε στο ματωμένο του χέρι. «Παρά το γεγονός πως θα ήθελα να σου ευχηθώ καλό δρόμο, δεν μπορώ να σε εγκαταλείψω σε αυτήν την κατάσταση. Μου έσωσες τη ζωή και ας μου ταράζεις το νευρικό μου σύστημα» του είπε λίγο πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά.

«Ειλικρινά, δεν έχω αυτόν τον σκοπό, αλλά πάρα ταύτα το πετυχαίνω γρήγορα» της απάντησε σχηματίζοντας ένα βεβιασμένο χαμόγελο που γλύκαινε το πρόσωπό του.

Το φως το δυνατό του ολοστρόγγυλου φεγγαριού, φώτιζε τα μεγάλα, αμυγδαλωτά του μάτια με τις πυκνές βλεφαρίδες που προσέδιδαν μία επιπλέον εκφραστικότητα στα χαρακτηριστικά του. Οι δυο τους, κατευθύνθηκαν στο σπίτι της Ζακελίν και εκείνη τον έβαλε να καθίσει για λίγο στο τραπέζι της κουζίνας για να του περιποιηθεί το τραύμα του.

«Αν η μητέρα μου δεν είχε τον ξενώνα τον παραδοσιακό του χωριού, θα ακολουθούσα το επάγγελμα που αρχικά ονειρευόμουν, εκείνο της νοσηλευτικής. Από μικρή μου άρεσε να περιποιούμαι τους άλλους και είσαι τυχερός, που παρά το γεγονός πως ήμουν έτοιμη να σου ανοίξω το κεφάλι σου στα δύο πριν, τελικά καταλήγω να σε περιθάλπω δωρεάν» του είπε και εκείνος χαμογέλασε παραμένοντας σιωπηλός για λίγο.

«Τι είναι αυτό που σε κάνει να υπερασπίζεσαι τον Φιλίπ με τόσο σθένος;» την ρώτησε καθώς εκείνη τον είχε πλησιάσει παλεύοντας να περιποιηθεί το χέρι του. Στην ερώτησή του ξαφνιάστηκε, ωστόσο θα του απαντούσε κοφτά και με ειλικρίνεια.

«Το γεγονός πως σε αντίθεση με εσένα, εγώ τον γνωρίζω και τον έχω δει από κοντά πολλές φορές Ντεάν. Δεν θα μιλούσα με τόση σιγουριά για κάποιον που δεν γνωρίζω. Εσύ τι είδους άνθρωπος θα γινόσουν, αν η κοινωνία σε είχε περιθωριοποιήσει, επειδή είσαι δύσμορφος; Πώς θα αισθανόσουν, αν ποτέ σου δεν πήγαινες σχολείο γιατί θα τρόμαζες τα νήπια με την εμφάνισή σου, ή ακόμη χειρότερα πώς θα αισθανόσουν αν είχες απόλυτη επίγνωση όλων των παραπάνω από μικρό παιδί;» τελείωσε με τις ερωτήσεις της και εκείνος σώπασε παρά το γεγονός πως ήθελε να της σχολιάσει πως οι γονείς του, που ήταν και γονείς του Φιλίπ, γνώριζαν καλύτερα από όλους πως το παιδί είχε ψυχικές διαταραχές.

Για κάποιον λόγο ωστόσο, επέλεξε την σιωπή καθώς δεν ήθελε να χαλάσει την ατμόσφαιρα που πήγαινε δημιουργηθεί. Έβλεπε την κοπέλα, με το όμορφο, σταρένιο δέρμα της να περιποιείται το τραύμα του και ξαφνικά το μυαλό του άδειασε. Το μόνο που είχε σημασία, ήταν το θέαμα που είχε μπροστά του.

«Σε χάζεψαν εντελώς οι ερωτήσεις μου;» ακούστηκε η επιτακτική φωνή της Ζακελίν και εκείνος τίναξε το κεφάλι του ντροπιασμένος.

«Σαφέστατα, τι άλλο θα μπορούσε δηλαδή;» την ρώτησε ελαφρώς παιχνιδιάρικα.

«Λογικό. Μονάχα που όταν βρεις τις απαντήσεις, έλα να συζητήσουμε ξανά το θέμα του φαντάσματος του Λουρμαρέν» συνέχισε εκείνη.

«Ήσουν πάντοτε τόσο σκληρή;» τη ρώτησε ξανά «Εγώ κάθομαι ήσυχα ήσυχα και εσύ είσαι έτοιμη να με καταβροχθίσεις» της είπε δήθεν με παράπονο.

«Είναι να μην σε πάρει το μάτι μου στραβά..» σχολίασε εκείνη ΄΄Και γενικά δηλαδή από τότε που το μάτι μου σε πήρε, είτε στραβά είτε ορθά, αδυνατεί να πάψει να βλεφαρίζει το άτιμο σε σημείο που μου έρχεται να το βγάλω να ησυχάσω. Γιατί πρέπει πάντοτε να πέφτω επάνω σου πειρασμέ της Κολάσεως, από τη στιγμή που οι απόψεις σου μου είναι λίαν ενοχλητικές και αντιτίθεμαι πλήρως;΄΄ ξεκίνησε να παραμιλά το υποσυνείδητο, όταν ένιωσε το χέρι του στο πηγούνι της και τον ίδιο να τη ρωτά :

«Είσαι καλά;»

Ιφιγένεια Μπακογιάννη