Παλεύοντας να συνηθίσει τις νέες συνθήκες, ο Πιέρ βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κοιτάζοντας το ταβάνι για τουλάχιστον μία ολόκληρη ώρα. Μέχρι να γινόταν τελείως καλά, έμενε στο μικρό, παραδοσιακό ξενοδοχείο της Ζακελίν η οποία ωστόσο δεν είχε ανέβει στο δωμάτιό του, ούτε για μία στιγμή. Όλες τις εξυπηρετήσεις τις έκανε η μητέρα της, ή οι δύο κοπέλες που δούλευαν εκεί. Με την Ελοντί τα πράγματα παρέμεναν στάσιμα, καθώς εκείνη του έλεγε ένα τυπικό ΄΄καλημέρα΄΄, ενώ όσες φορές είχε παλέψει να της πιάσει την κουβέντα, εκείνη τον διέκοπτε αμέσως. Πώς είχαν γίνει έτσι οι δυο τους; Είχαν ξεκινήσει την σχέση τους όμορφα, με όνειρα κοινά και όρεξη πολύ για την πραγματοποίησή τους. Είχαν πάρει από κοινού την απόφαση να φύγουν από τον θόρυβο της μεγαλούπολης και να αράξουν σε ένα λιμάνι διαφορετικό, όπως το μικρό και γραφικό χωριό του Λουρμαρέν. Ωστόσο, αυτή απόφαση κόστισε την ίδια τους την σχέση, ξεκινώντας να δημιουργεί ρήγματα.
Από την ώρα που ο Φιλίπ έκανε αισθητή την παρουσία του ξεκίνησαν οι καβγάδες τους. Έπειτα, εκείνος οδηγήθηκε ευκολότερα στην παγίδα της αναζήτησης του πάθους του έντονου, στην αγκαλιά μίας πανέμορφης γυναίκας, η οποία τον έκανε για λίγο να ξεχνά και να διαγράφει τόσο την φρικτή παρουσία εκείνου του άντρα που στην ουσία συγκατοικούσε μαζί τους, όσο και τα προβλήματα που υπήρχαν ανάμεσα σε εκείνον και την Ελοντί. Όλη αυτή η παράνομη σχέση, του είχε δημιουργήσει έναν εθισμό, ενώ ο τίτλος του απαγορευμένου, τον έκανε να την αποζητά ακόμη περισσότερο χάνοντας την ουσία και την αγάπη της Ελοντί. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα το άφηνε να συνεχιστεί. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να βγάλει αυτό το φρικιό από την μέση, καθώς ήταν απολύτως βέβαιος πως γλυκοκοιτούσε την κοπέλα που ανήκε σε εκείνον και μόνο.
Διακόπτοντας αυτήν τη συνεχόμενη και ομολογουμένως ανούσια, οπτική επικοινωνία με το ταβάνι, ο Πιέρ ετοιμάστηκε με αργές κινήσεις, προκειμένου να συναντήσει τον Ναπολεόν. Η γιορτή θα ξεκινούσε από το σούρουπο, με μουσικές, γλέντια και άφθονο αλκοόλ, ενώ αρκετοί θα εμφανίζονταν μεταμφιεσμένοι. Έχοντας ετοιμαστεί και παρά τους πόνους που όργωναν το κορμί του, κατέβηκε με προσοχή τις σκάλες, όταν αντίκρισε την Ζακελίν χωμένη μέσα σε μία στοίβα χαρτιών, καθώς περίμεναν τρείς αφίξεις σε λίγη ώρα. Για λίγο εκείνος κοντοστάθηκε στο τελευταίο σκαλοπάτι, ωστόσο αφού εισέπραξε ένα φαρμακερό βλέμμα από την Ζακελίν, είδε την Ελοντί να επιστρέφει δίπλα της φουριόζα εξαιτίας της δουλειάς.
«Ελοντί να σου...» πήγε να πει, αλλά η απότομη χειρονομία της Ζακελίν που του υποδείκνυε να σωπάσει, του έκοψε την κουβέντα στη μέση.
«Να μην της...τίποτε απολύτως. Ευτυχώς ότι είχες να πεις, το έκανες πράξη. Τα μάτια μου τσούζουν ακόμη από το αποτρόπαιο θέαμα» του γρύλισε η Ζακελίν «έφευγες νομίζω» συμπλήρωσε και εκείνος απελευθερώνοντας ένα μουγκρητό τις προσπέρασε. Τελευταία, η Ζακελίν είχε αρχίσει να του δημιουργεί αρκετά προβλήματα. Αν δεν ήταν εκείνη που τους είχε δει καταλάθος στο δάσος, τώρα η Ελοντί δεν θα γνώριζε τίποτε.
Κουτσαίνοντας σχεδόν, έφθασε έξω από τον μυρωδάτο φούρνο της πλατείας και ανοίγοντας την πόρτα, άκουσε τον χαρακτηριστικό χτύπο του μικρού κουδουνιού που κρεμόταν στο κατώφλι της. Η Ναταλί, λερωμένη με αλεύρι καθώς ζύμωνε, τον υποδέχτηκε χαιρετώντας τον από απόσταση.
«Φτωχέ μου Πιέρ. Τα μάθαμε τα μαντάτα παλικάρι μου για τον χωρισμό σου. Για να μην μιλήσω για τον ξυλοδαρμό σου από το κάθαρμα.. Ωστόσο, τι συνέβη και χωρίσατε;» ρώτησε με έκδηλο το ενδιαφέρον και κουτσομπολίστικη διάθεση εκείνη.
«Κατά συρροή ατυχή γεγονότα, ωστόσο η βάση είναι πάντοτε εκείνος. Το φάντασμα που τόσα χρόνια πιστεύατε πως είχε στοιχειώσει τον τόπο. Ωστόσο, όπως σας έχω ξαναπεί είναι άνθρωπος» της τόνισε την τελευταία λέξη.
«Έχεις δει το πρόσωπό του; Λένε πως μοιάζει με την ίδια την Κόλαση» πρόφερε σιγανά η Ναταλί.
«Πράγματι η όψη του είναι απεχθέστατη, αλλά ο χαρακτήρας του είναι χειρότερος» συμπλήρωσε εκείνος.
«Πάντως, έχει πάψει τώρα τελευταία να τριγυρνά τα βράδια παλεύοντας να μας τρομοκρατήσει και απαιτώντας να του αφήνουμε φαγητό. Δεν ξέρω τι συνέβη, τι άλλαξε...» μονολόγησε η Ναταλί.
«Να σας πω εγώ τι άλλαξε. Επικεντρώθηκε στο να καταστρέψει τη ζωή μου. Γι'αυτό έχει εγκαταλείψει για λίγο τα υπόλοιπα ειδεχθή του καθήκοντα. Ορκίστηκα όμως πως δεν θα το αφήσω έτσι. Μα τον Θεό, θα τον καταστρέψω. Αρκετά βασάνισε τόσο εσάς, όσο και εμένα» μούγκρισε ο Πιέρ σφίγγοντας τις γροθιές του, όταν έπειτα από λίγο εμφανίστηκε και ο Ναπολέον ο οποίος είχε ακούσει μέρος της συζήτησης.
«Για να μπορέσουμε να πολεμήσουμε τον εχθρό, θα πρέπει να γνωρίζουμε πρώτα μερικά πράγματα για εκείνον. Πρέπει να πλησιάσουμε κοντά στο σπίτι και να παλέψουμε να ξετρυπώσουμε την επόμενή του κίνηση. Μετά, θα στήσουμε με όμορφο τρόπο μία παγίδα. Από αυτόν τον τόπο, όρθιος δεν θα φύγει» τελείωσε τις σκέψεις ακόμη και του ίδιου του Πιέρ ο Ναπολεόν και οι δύο άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα, αφήνοντας την Ναταλί σχεδόν άφωνη.
«Όπως και να έχει, δεν αξίζει να λερώσετε την ψυχή και τα χέρια σας με έναν φόνο. Δεν είναι δικό μας δικαίωμα να αφαιρέσουμε μία ανθρώπινη ζωή...»τραύλισε η Ναταλί και ο Ναπολεόν την κοίταξε αυστηρά, σαν να την επέκρινε δίχως να μιλά.
«Μερικές φορές, κάποιες αμαρτωλές πράξεις είναι μονόδρομος» της πέταξε και μαζί με τον Πιέρ εξήλθαν από το μαγαζί με προορισμό εκείνο το σπίτι που έστεκε αιώνια σαν στοιχειό, πάνω από αυτόν τον τόσο όμορφο και γραφικό τόπο.
Ο Ντεάν εκείνο το απόγευμα πνιγόταν στην κυριολεξία στη δουλειά. Πότε πότε έστρεφε το βλέμμα του προς την μεριά του τζαμιού που είχε θέα το μελαγχολικό και χειμωνιάτικο δάσος, με τα γυμνά κλαδιά του και τις σορούς από ξεραμένα φύλλα. Στο μυαλό του, έφερε την εικόνα του Φιλίπ. Δεν του φάνηκε σχιζοφρενής, κάθε άλλο. Έπρεπε να αναζητήσει κάποιες απαντήσεις και θα ξεκινούσε με ένα πρόσωπο που ήταν βέβαιος πως θα του έλεγε την αλήθεια. Τον πατέρα Αυγουστίνο. Τελειώνοντας όπως όπως τις δουλειές του Δημαρχείου, τυλίχτηκε σφιχτά με ένα κασκόλ μάλλινο και βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν μουντός και ένα παγωμένο αεράκι φυσούσε, μεταφέροντας μαζί του και διάσπαρτες σταγόνες βροχής.
Το μικρό, γοτθικό εκκλησάκι ξεπρόβαλε μπροστά του. Ένα αιώνιο ησυχαστήριο και καταφύγιο για όλες τις ανθρώπινες ψυχές και όχι αποκλειστικά αυτού του τόπου. Όταν προσπέρασε το πέτρινο κατώφλι της, η ησυχία τον τύλιξε απότομα. Στο βάθος, η καλοσυνάτη φιγούρα του Ιερέα προσευχόταν και ο Ντεάν έκατσε σιωπηλός περιμένοντας να τελειώσει.
«Καλώς τον δήμαρχό μας» άκουσε την ελαφρώς βραχνή φωνή του ιερέα.
«Καλησπέρα πατέρα» ακούστηκε η γλυκιά φωνή του Ντεάν.
«Τι είναι αυτό που σε απασχολεί τόσο έντονα υιέ μου; Αν ήμουν λίγο νεότερος και είχα καλύτερη ακοή, θα ορκιζόμουν πως ακούω μέχρι και τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς σου» του είπε ο πατέρας Αυγουστίνος και εκείνος χαμογέλασε.
«Πράγματι, υπάρχει κάτι. Απόψε είμαι εδώ, για να μου μιλήσετε για την ιστορία του Φιλίπ. Ξέρω πως μονάχα από εσάς μπορώ να μάθω την πάσα αλήθεια για όλο αυτό και σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη» τελείωσε και ο ιερέας χαμογέλασε.
«Χαίρομαι πολύ που τελικά αποφάσισες να ακουμπήσεις στον ώμο μου και όχι στην οργή που δυστυχώς επικρατεί εδώ γι'αυτήν την τόσο παρεξηγημένη φιγούρα. Ας καθίσουμε λοιπόν για να ξεκινήσω την αφήγηση» του είπε και ο Ντεάν βολεύτηκε στη θέση του κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια με προσμονή.
«Ήταν χειμώνας, θα έλεγα πολύ κοντά στα Χριστούγεννα όταν η μητέρα του Φιλίπ τον έφερε στον κόσμο. Έμεναν όλοι εδώ, το ζευγάρι δηλαδή και το μωρό, το οποίο όμως δεν το είχε δει κανείς μας. Είχε περάσει ένα διάστημα, όταν με επισκέφτηκε η γιαγιά του Φιλίπ, η μητέρα της μητέρας του θέλοντας να μου αφήσει στο κατώφλι το μωρό, επιμένοντας πως δεν μπορούσε να το αναλάβει. Ειλικρινά, κάπου εκεί ένιωσα την καρδιά μου να κομματιάζεται. Πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου και καθώς ήταν τυλιγμένο με το κουβερτάκι του, ώστε να φαίνεται μονάχα το ένα μέρος του προσώπου του, ειλικρινά θα ορκιζόμουν πως δεν είχα δει ποτέ πιο όμορφο νεογέννητο αγοράκι. Όταν αποκάλυψα πλήρως το πρόσωπό του, ομολογώ πως ξαφνιάστηκα. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου, ήταν αδύνατον. Το ίδιο παιδί, είχε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Ήταν πραγματικά αδύνατον, μα κατάλαβα αμέσως τι είχε γίνει. Οι γονείς του, που είχαν χτίσει ένα όνομα στα μέρη μας το οποίο δεν ήθελαν φυσικά να καταστρέψουν με ένα δύσμορφο παιδί, τον παράτησαν και τον άφησαν να μεγαλώσει με τη γιαγιά του» κάπου εκεί έκανε παύση βλέποντας εμφανώς την αναστάτωση του Ντεάν.
«Λέγεται πως το παιδί, είχε προβλήματα συμπεριφοράς και πως η εμφάνισή του υποδήλωνε νοητική αστάθεια» μουρμούρισε σχεδόν ο Ντεάν και ο πατέρας Αυγουστίνος γέλασε.
«Ποιος διαδίδει αυτά τα ψεύδη; Μα, δεν είναι λογικό να έχει προβλήματα συμπεριφοράς, όταν έχει βιώσει μονάχα την απόρριψη; Ο καθένας μας θα είχε και είναι απολύτως λογικό. Στη θέση του, άλλοι θα είχαν εγκληματήσει. Ξέρεις τι σημαίνει να προσπαθήσουν να σε κάψουν ζωντανό, μόνο και μόνο γιατί έχουν επιλέξει να σε απωθήσουν και να μην σε καταλάβουν; Γνωρίζω τον Φιλίπ, έρχεται συχνά στον ναό και κυκλοφορεί το βράδυ γιατί ντρέπεται για την εμφάνισή του, αλλά και για τα σχόλια των ανθρώπων. Οι χωριανοί λανθασμένα μετέφρασαν αυτήν του την κίνηση σε συνάξεις παραφυσικές και μαγείες. Αν είναι δυνατόν! Αποτέλεσμα, έκαναν προβολή των δικών τους ψυχικών προβλημάτων, στην φιγούρα του Φιλίπ. Λειτούργησε σαν αποδιοπομπαίος τράγος» τελείωσε και ο Ντεάν έκανε ξαφνικά εικόνα την δική του πλούσια ζωή, σε αντίθεση με τον παραμελημένο και δυστυχισμένο του αδερφό. Δύο παιδία από την ίδια μητέρα και τον ίδιο πατέρα, είχαν μία τελείως διαφορετική κατάληξη και όλα αυτά, γιατί οι γονείς του ήταν γνωστοί και ευυπόληπτοι. Πέταξαν ένα παιδί στα σκουπίδια, παράτησαν ένα μωράκι στο κατώφλι μίας εκκλησίας. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και ο πάτερ του έπιασε τρυφερά το χέρι.
«Πατέρα....ο Φιλίπ νομίζω πως δεν είναι μόνος. Έχει τον αδερφό του. Έχει εμένα» τελείωσε και ο πατέρας Αυγουστίνος έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη