Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 10 - Μέρος 3) - Δικαίωση

Μπαίνοντας στο σπίτι άνοιξε όλα τα παράθυρα, αφήνοντας τις χειμωνιάτικες μυρωδιές και την δροσιά να εισέλθουν. Τακτοποίησε τα πάντα και όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, είδε μερικά από τα ρούχα του Πιέρ. Άμεσα τα έβγαλε όλα τακτοποιώντας τα σε μία κούτα. Αν δεν έβρισκε τον ίδιο, θα τα άφηνε στην εκκλησία για εκείνους που είχαν ανάγκη. Έχοντας τελειώσει με όλες τις δουλειές, έβαλε στο φούρνο ένα κοτόπουλο με λίγες πατάτες. Δυσκολευόταν να φάει, καμία όρεξη δεν είχε όμως ακολούθησε μηχανικά τη διαδικασία του μαγειρέματος. Το σπίτι μύρισε και πάλι όμορφα, όταν άκουσε μία φωνή.

«Σ'αγαπώ» ήχησε σε όλο το σπίτι και η σκιερή φιγούρα την αγκάλιασε από πίσω. Εκείνη γύρισε και αντίκρυσε έναν Φιλίπ κομματιασμένο.

«Ανησύχησα» του είπε.

«Μην ανησυχείς για εμένα. Είμαι ένα αγρίμι που έχει μάθει να περιφέρεται παραδομένο στην μοναξιά. Έχασα και το τελευταίο μέλος της οικογένειάς μου, όμως έστω και έτσι κέρδισα την αγάπη του. Μου άφησε μία πολύτιμη κληρονομιά που θα την κουβαλώ μέσα μου για πάντα» της είπε και δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του.

«Θα είμαι εγώ η νέα σου οικογένεια. Όπως είχαμε συζητήσει, εμείς θα γεράσουμε μαζί χτίζοντας ένα όμορφο μέλλον σε διαφορετικά θεμέλια πλέον. Πιο δυνατά αυτή τη φορά. Θα καθίσεις να φάμε μαζί;» τον ρώτησε, όταν άκουσαν το κουδούνι. Στο κατώφλι, φάνηκε μία Ζακελίν, με μάτια πρησμένα.

«Έχετε χώρο για ακόμη έναν;» τους ρώτησε και ο Φιλίπ την αγκάλιασε σφιχτά, αφήνοντάς την να ξεσπάσει ξανά.



Οι επόμενες δύο ημέρες, ήταν δραματικές. Στο χωριό πραγματοποιήθηκαν δύο κηδείες. Εκείνη του Ναπολεόν και εκείνη του πολυαγαπημένου Δήμαρχου. Στον Ναπολεόν δεν πάτησε κανείς. Ούτε ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να τον κλάψει, ούτε καν η Ναταλί που υποσχέθηκε πως δεν θα βάλει μαύρο, ούτε για μία ημέρα. Η Ζακελίν, είχε πάρει ηρεμιστικά μιας που δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου και ας έμενε μαζί με την Ελοντί. Καθώς ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος, είδαν από μακριά τον Φιλίπ να πλησιάζει σκυφτός, με ένα λουλούδι για τον αδερφό του. Δεν κοίταξε κανέναν τους, ωστόσο, τα βλέμματα του κόσμου απέναντί του, έπεφταν πιο μαλακά. Η φιγούρα του εξακολουθούσε να προκαλεί δέος, ωστόσο πιο πολύ τον ζύγιζαν για να δουν αν εκείνος τους αποδεχόταν. Βουρκωμένος, γονάτισε χαϊδεύοντας την πλάκα, πάντοτε σιωπηλός.

Τότε, η Ναταλί τον πλησίασε διακριτικά, προσφέροντάς του το χέρι της για να σηκωθεί. Άπαντες κοιτούσαν το θέαμα με κομμένη την ανάσα.

«Λυπάμαι πάρα πολύ γι'αυτό» του ψιθύρισε καθώς εκείνος σηκωνόταν. «Θα ήθελες μήπως να περάσεις από τον φούρνο μου; Έχω φτιάξει φρέσκια πορτοκαλόπιτα. Θυμάμαι πως σου άρεσε» του είπε και τότε τον είδε για πρώτη φορά να χαμογελά αμήχανα.

«Ευχαριστώ» της απάντησε και η Ελοντί δίπλα του ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει από στιγμιαία χαρά.

Μετά από εκείνη τη δραματική στιγμή, ένα πέπλο ομιχλώδες σηκώθηκε απότομα. Είχε ψιχαλίσει και στο βάθος του κάμπου, διαγραφόταν το ουράνιο τόξο, ευλογία από τον Θεό. Ο Φιλίπ έκανε μικρά, μα σταθερά βήματα επανένταξης στον κόσμο, που φάνηκε να έχει ξεκινήσει να τον αποδέχεται. Συνήθως, πήγαινε στον φούρνο γιατί η Ναταλί είχε πάντοτε για εκείνον, φρέσκα γλυκά. Η Ατζέλικα με την Απολλίν είχαν αποφασίσει να μείνουν και η μικρή ερχόταν τα απογεύματα στο σπίτι του Φιλίπ που ζούσε κανονικά με την Ελοντί. Ένα απόγευμα ωστόσο, άκουσαν τον ήχο του κουδουνιού και στο κατώφλι φάνηκε ένας άνδρας.

«Καλησπέρα σας. Είμαι ο Μισέλ Πατρόν, συμβολαιογράφος του αποθανόντα Ντεάν Λεγκράντ. Είστε ο κύριος Φιλίπ;» τον ρώτησε και εκείνος ένευσε θετικά «Θα μπορούσα να περάσω;» ρώτησε ξανά και η Ελοντί τον συνόδευσε στο σαλόνι.

«Θα θέλατε κάτι να σας ετοιμάσω;» τον ρώτησε και εκείνος αρνήθηκε ευγενικά.

«Έχω έρθει να σας βρω καθώς υπάρχει μία διαθήκη που σας αφορά» τους είπε παραδίδοντάς τους τη διαθήκη και ένα γράμμα, το οποίο θα διάβαζαν με την αποχώρησή του. Καθώς τα μάτια τους έτρεχαν επάνω στις λέξεις, δάκρυα κυλούσαν σιωπηλά.

Η διαθήκη όριζε ως νόμιμο και μοναδικό κληρονόμο του σπιτιού αυτού, τον Φιλίπ. Της Ελοντί της είχε κάνει εντύπωση που ο Νικολά δεν είχε περάσει για το νοίκι του μήνα, ωστόσο τώρα όλα είχαν νόημα. Ακόμη παρέδιδε στον αδερφό του το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ καθώς και τον λογαριασμό της τράπεζας όπου είχε γίνει η κατάθεση, προκειμένου να πάει στον καλύτερο πλαστικό για να βελτιώσει έστω και λίγο την εμφάνισή του. Ο άνδρας τους ευχαρίστησε και με όλες τις διαδικασίες έτοιμες, αποχώρησε αφήνοντάς τους μόνους με το γράμμα.



Αγαπημένε μου αδερφέ,



Σε αποκαλώ ΄΄αδερφό μου΄΄ και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και μόνο από την προσφώνηση. Σκοπεύω να σας κάνω έκπληξη τόσο σε εσένα, όσο και στην Ελοντί και να σας ανακοινώσω πως αγόρασα το σπίτι, μεταβιβάζοντάς το όμως σε εσένα. Σε περίπτωση που δεν προλάβω και μου συμβεί κάτι, τροποποίησα την διαθήκη, ώστε να είμαι βέβαιος πως τα θεμέλια της νέας σου ζωής, θα μπουν και με το παραπάνω. Θα ήθελα να σου γνωστοποιήσω, πως με τους γονείς μας δεν έχω και δεν θέλω να έχω, καμία απολύτως σχέση. Πέταξαν τον πιο πολύτιμο φίλο μου, το αίμα μου και αυτό δεν θα τους το συγχωρέσω ποτέ. Ωστόσο, οφείλω και εγώ με την σειρά μου μία συγγνώμη σε εσένα που τόσα χρόνια δεν έκανα το βήμα να σε αναζητήσω και να σε γλιτώσω από την Κόλαση. Σου παραδίδω λοιπόν το σπίτι στο Λουρμαρέν που δικαιωματικά σου ανήκει, μαζί με ένα ποσό για το νέο σου ξεκίνημα. Να ξέρεις, πως για εμένα είσαι ούτως ή άλλως όμορφος, μα αν εσένα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, το ποσό θα σε βοηθήσει να έρθεις πιο κοντά στο όνειρό σου.



Σε αγαπώ πολύ, ο αδερφός σου.



Οι δυο τους κοιτάχτηκαν προσεκτικά, με μάτια βουρκωμένα. Ο Φιλίπ ήταν ελεύθερος πια και με γερές βάσεις για το νέο του ξεκίνημα. Είχε ένα φύλακα άγγελο που σε όποιον ουρανό και αν ταξίδευε, πάντοτε θα τον ευλογούσε και θα τον πρόσεχε από εκεί ψηλά. Μαζί με την Ελοντί βγήκαν στην αυλή και κοίταξαν το σπίτι. Οι εικόνες πια που μπλέκονταν το μυαλό τους, ήταν φωτεινές και γεμάτες αγάπη και γέλια, ίσως παιδικά γέλια μελλοντικά όταν θα έφερναν στον κόσμο την δική τους οικογένεια. Είχε όμως και η Ελοντί ένα δώρο για εκείνον. Έναν υπέροχο πίνακα, που απεικόνιζε τον ίδιο και τον αδερφό του αγκαλιά ζωγραφισμένο από εκείνη. Μαζί τον κρέμασαν και μαζί με την κίνηση αυτή, γύρισαν την σελίδα στην ζωή τους.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη