Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 42: Κινούμενος Λαβύρινθος - 2ο μέρος)

Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε παραξενεμένος τον Νίκο. «Τι κάνουμε τώρα;»

«Δεν είμαι σίγουρος»

Αναστέναξε βαθιά. «Τότε ας συνεχίσουμε»

«Τι;»

«Δεν ξέρουμε τι είναι αυτός που μας μιλάει και τι μπορεί να κάνει. Άρα δεν έχει νόημα να κάτσουμε εδώ και να σκεφτούμε κάτι. Προχωράμε και αν μας επιτεθεί, αυτοσχεδιάζουμε»

Ο Νίκος τον κοίταξε λίγο και μετά γέλασε. «Καλό μου ακούγεται. Φύγαμε»

Μόλις όμως ξεκίνησαν πάλι ο αέρας που τους χτυπούσε κατά πρόσωπο δυνάμωσε, αναγκάζοντάς τους να σταματήσουν, αφού δεν μπορούσαν να καταφέρουν να περπατήσουν κόντρα σε αυτόν. Τους έσπρωξε ακόμη πιο πίσω, πριν ηρεμήσει όταν έμειναν ακίνητοι. Ό,τι και αν το προκαλούσε αυτό, δεν ήθελε να συνεχίσουν και μάλλον δε θα τα κατάφερναν.

«Δεν πρόκειται να σας επιτραπεί να κάνετε την παραμικρή ζημιά στο δάσος»

Ο Μιχάλης είχε πια αρχίσει να εκνευρίζεται με αυτό που γινόταν. «Δεν πρόκειται να βλάψουμε το δάσος. Απλώς πρέπει να βρούμε ένα δέντρο»

«Για κανένα λόγο δεν έχετε δικαίωμα να βρίσκεστε στο δάσος, για αυτό…» αντέδρασε η φωνή, αλλά σταμάτησε ξαφνικά.

Ο Μιχάλης έμεινε τώρα απορημένος, αφού η φωνή χάθηκε, αλλά ο αέρας παρέμεινε ακόμη. Ήταν σαν κάτι να είχε συμβεί.

«Γιατί σταμάτησε;»

«Θα αφήσω να σας σταματήσουν αυτοί που σαν ακολουθούν. Δεν έπρεπε να είχατε έρθει εδώ» και μετά τα τελευταία λόγια σβήστηκε και ο δυνατός αέρας σταμάτησε ξαφνικά, σαν να μην είχε αρχίσει ποτέ.

«Μας έφτασαν οι Χιζέρκα που συναντήσαμε πριν;» ρώτησε το Νίκο.

«Μάλλον. Αλλά πώς μπήκαν στο δάσος; Ο Ζεραήλ μου είχε πει πως οι υπηρέτες των Ηγετών δεν μπορούσαν να μπουν μέσα»

«Αλήθεια; Μπορεί να σου είπε ψέματα ή να βρήκαν τρόπο να μπουν τελικά»

«Δεν ξέρω. Θα έχουμε πάντως πρόβλημα με αυτούς»

Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει γύρω στο δάσος σκεφτικός. «Τι θα κάνουμε; Θα πάμε να βρούμε το δέντρο και να τελειώνουμε με την αποστολή;»

«Ασ’το, μας βρήκαν ήδη» δείχνοντας με το βλέμμα του πίσω από τον Μιχάλη.

Εκείνος γύρισε απότομα προς τα πίσω και αντίκρισε δύο από τους Χιζέρκα που είχαν συναντήσει και παλέψει πριν.

«Επιτέλους» είπε ο ένας από τους δύο, «ώρα να τελειώνουμε μαζί σας»

«Μην είσαι τόσο σίγουρος» του είπε ο Νίκος τραβώντας το σπαθί του από τη θήκη του.

Αμέσως μετά όρμησε προς τους δύο Χιζέρκα, με τον Μιχάλη να αιφνιδιάζεται, αλλά να μην κάνει την ίδια κίνηση. Είχε σκεφτεί μια άλλη καλύτερη ιδέα, που δεν ήταν φυσικά κάτι γενναίο και ανδροπρεπές, αλλά είχαν αρκετούς άλλους να αντιμετωπίσουν και το χάσιμο χρόνου και δύναμης με αυτούς δεν ήταν καλή ιδέα.

Τρία σπαθιά συγκρούστηκαν, τα δύο των Χιζέρκα με εκείνο του Νίκου, ενώ συνέχισαν άμεσα τη μάχη τους. Ο Μιχάλης όμως είχε αρπάξει την ευκαιρία, και έσφιξε τις δύο μπουνιές του, χρησιμοποιώντας πολλή δύναμη για να υπερβεί τις άμυνες των Χιζέρκα, καταφέρνοντας αυτό που ήθελε. Την επόμενη στιγμή οι δύο άνδρες έπεσαν κάτω λιπόθυμοι, με τα σπαθιά τους να πέφτουν στο έδαφος.

«Δεν το ξανακάνω αυτό» δήλωσε ο Μιχάλης τότε, νιώθοντας ένα έντονο σφίθξιμο στην καρδιά.

Ο Νίκος έσκυψε και άγγιξε τους δύο άνδρες με τις άκρες των δαχτύλων του δεξιού του χεριού, ενώ αμέσως μετά αυτοί οι δύο έγιναν αόρατοι και λίγο δυσεύρετοι με το μυαλό.Του είπε να τον ακολουθήσει, αφού είχε μια ιδέα. Περπατούσαν αργά, έτοιμοι για κάθε απρόσμενη επίθεση, ενώ έστριβαν μερικές φορές, σαν να έψαχναν και εκείνοι κάτι, με το μυαλό του Μιχάλη ανοιχτό, ψάχνοντας για οποιοδήποτε κίνηση.

Εντόπισαν δύο άλλους Χιζέρκα. Αυτοί βρίσκονταν λίγο μπροστά και δεξιά από τα δύο αγόρια, με αποτέλεσμα να μην τους βλέπουν και να μπορέσουν να τους επιτεθούν ξαφνικά. Ο Νίκος είχε ορμήσει τόσο γρήγορα, που εκείνοι δεν πρόλαβαν να αμυνθούν στο πρώτο χτύπημά του, το οποίο τους τραυμάτισε και τους έκανε να υποχωρήσουν. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Μιχάλη να χτυπήσει έναν από τους δύο και να τον ρίξει στο έδαφος. Δεν άργησαν να τους αποτελειώσουν και συνέχισαν.

Έστριψαν δύο φορές στην πορεία τους, με τον Μιχάλη πια να απορεί ποια ήταν η ιδέα του Νίκου. Πήγε να τον ρωτήσει, αλλά ένιωσε κάτι σαν σίδερο να τον χτυπάει στην πλάτη. Ούρλιαξε από τον πόνο και έπεσε κάτω, με το σπαθί να του ξεφεύγει από το χέρι. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα έκλεισε, αλλά πρόλαβε να δει τον Νίκο να ορμάει κάπου προς τα πίσω. Η περιοχή γέμισε από ήχους μετάλλων που συγκρούονταν, δείγμα πως ο Νίκος πάλευε με κάποιους. Μόλις όμως ο Μιχάλης έδειξε να συνέρχεται από το χτύπημα, δεν μπόρεσε να πάει να βοηθήσει το φίλου του, επειδή δύο άλλοι υπηρέτες των Ηγετών είχαν εμφανιστεί μπροστά του, με τον έναν ήδη να επιτίθεται. Αυτό τον ανάγκασε να κάνει ένα ελιγμό στο έδαφος για να αποφύγει την κόκκινη λάμψη που έσκασε εκεί.

Πετάχτηκε όρθιος με μία κίνηση, κάτι που έκανε την πλάτη του να τον σουβλίσει, εκεί όπου είχε δεχτεί το χτύπημα, αλλά άντεξε και τράβηξε το σπαθί του σαν μαγνήτης, ορμώντας στους δύο Χιζέρκα, ρίχνοντας τον έναν μαύρο πίδακα μετά τον άλλο, που χτυπούσαν με τα αντίστοιχα πυρά των αντιπάλων του. Σταμάτησε την επίθεση του ενός με το σπαθί του, με τα δύο σπαθιά να συγκρούονται βγάζοντας το χαρακτηριστικό ήχο, ενώ η σπρωξιά που είχε ρίξει στον άλλο τον απώθησε, με αποτέλεσμα να έχει στην αρχή μόνο τον έναν να αντιμετωπίσει. Είχε γίνει πια αρκετά καλός στις ξιφομαχίες και παρόλο που ο Χιζέρκα με τον οποίο πάλευε φαινόταν ικανότατος, κατάφερνε να τον κάνει να υποχωρεί με τα εναλλάξ χτυπήματα που έκανε, προσπαθώντας να πετύχει κάποιο πλευρό του αντιπάλου.

Την επόμενη στιγμή έριξε μία ριπή μαύρης φωτιάς, που χτύπησε μανιασμένη τους δύο Χιζέρκα και τους εκτόξευσε μακριά. Με μία άλλη κίνηση τους έκανε να λιποθυμήσουν, με το θυμό του πια να τον κυριεύει και να νιώθει πως η δύναμή του είχε αυξηθεί. Πλησιάζοντάς τους θυμήθηκε εκείνο που είχε γίνει στο σπήλαιο και σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, φοβούμενος μην πάθει πάλι το ίδιο, και τους έκανε αόρατους μόνο όταν είχε ηρεμήσει.

Λίγο πιο πέρα, ο Νίκος πάλευε ακόμη με τους άλλους δύο Χιζέρκα και άδραξε την ευκαιρία για να τους ρίξει αναίσθητους

«Δεν πρέπει να έχουν έρθει όλοι μέσα»

«Υπάρχουν κάποιοι που περιμένουν έξω στην περίπτωση που σκάσουμε δηλαδή;»

«Νομίζω. Το συνηθίζουν αυτό. Πάντως, αν δεν μπορέσουμε να τα βάλουμε με τους επόμενους, καλύτερα να χωριστούμε»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε παραξενεμένος. «Θα γίνουμε πιο ευάλωτοι έτσι» σχολίασε.

«Ναι, αλλά θα το κάνουμε για να πας στο δέντρο κι εγώ να τους τραβήξω έξω την προσοχή, ώστε να μην καταλάβουν γιατί ήρθαμε. Άλλωστε, πιστεύουν ότι μπήκαμε εδώ για να ξεφύγουμε από αυτούς»

Μια έντονη λάμψη όμως από τα δεξιά του τον τύφλωσε στιγμιαία και ένιωσε κάτι μεταλλικό να καρφώνεται στο χέρι του και στα πλευρά του, προκαλώντας του έντονο πόνο και κάνοντάς τον να τιναχθεί λίγο πιο πέρα. Κατέληξε σωριασμένος στο έδαφος, χάνοντας πολύ αίμα από τις πληγές στο χέρι και τα πλευρά του. Με ένα στιγμιαίο βλέμμα στην περιοχή, είδε τον Νίκο να βρίσκεται πεσμένος μπροστά από ένα δέντρο, ματωμένος μπροστά από το στήθος και την κοιλιά, ενώ φαινόταν και ζαλισμένος. Είχε μείνει να κοιτάζει το Νίκο που έχανε τις αισθήσεις του, όταν ένιωσε αρκετούς Χιζέρκα να πλησιάζουν.

Και τότε έφτασε η στιγμή που η οργή ξέσπασε μέσα του. Ήταν λες και ο θυμός του είχε έλεγχο πάνω σε αυτήν και αυτή να αυξανόταν μάλιστα όταν αυτός εξοργιζόταν. Ένιωθε πια πολύ δυνατότερος από πριν, σαν να είχε τη δύναμη να καταφέρει τρομερά πράγματα.

Πετάχτηκε όρθιος με μία κίνηση, πολύ γρηγορότερα από ότι θα περίμενε και θα μπορούσε να κάνει ποτέ. Κοίταξε τους Χιζέρκα με άγριο βλέμμα, ενώ ένιωθε πως τα μάτια του πετούσαν φλόγες, με μια αίσθηση τρομερής φωτιάς σε όλο του το σώμα. Οι Χιζέρκα από την άλλη τράβηξαν με μία κίνηση τα σπαθιά τους, δείχνοντας αποφασισμένοι να τελειώσουν μαζί του, κάτι που μπορούσε να διαβάσει απλά στα μυαλά τους, ενώ την επόμενη στιγμή ορμούσαν κατά πάνω του, ουρλιάζοντας και βρίζοντάς τον. Ο Μιχάλης όμως δεν τράβηξε το σπαθί του. Δεν το έκανε αυτό όχι επειδή δεν προλάβαινε ή είχε αποφασίσει να παραδοθεί, αλλά γιατί δεν του χρειαζόταν.

Έκανε έναν αστραπιαίο ελιγμό και απέφυγε όλα τα χτυπήματά τους, κόβοντας μάλιστα όλα τα μαγικά πυρά που είχαν εκτοξεύσει με μία απλή κίνηση του χεριού του. Καταλάβαινε πως ήταν πολύ πιο αδύναμοι μάγοι από εκείνον και μπορούσε εύκολα να τους σταματήσει. Στη συνέχεια, με την περίεργη αίσθηση της δεξιότητας που είχε με τη μαγεία του, μετέδωσε μαγεία στα φύλλα των δέντρων που βρισκόταν απέναντί του και ύστερα εκείνα άρχισαν να ρίχνουν δεκάδες μικρά βέλη συνεχώς, τα οποία είχαν μία μικρή μαύρη φλόγα στην άκρη τους. Οι Χιζέρκα έδειξαν να ξαφνιάζονται από αυτό και προσπάθησαν να αποφύγουν αυτά τα πυρά, δίνοντας την ευκαιρία στον Μιχάλη να τους επιτεθεί ανοιχτά και με ιδιαίτερη άνεση. Πέταξε τους δύο από αυτούς πάνω σε δύο δέντρα με μία ανεπαίσθητη κίνηση του δεξιού του χεριού, σαν να ήταν ελαφριά αντικείμενα, ενώ μετά δημιούργησε εξογκώματα από τους κορμούς των δέντρων, σαν πλοκάμια, που τους τύλιξαν και τους έκαναν ισχυρό ηλεκτροσόκ, το οποίο τους άφησε αναίσθητους σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα. Ασχολήθηκε όμως και με τους άλλους δύο παράλληλα, κυριεύοντας μάγο για πρώτη φορά. Ήξερε πώς να το κάνει και του φάνηκε μάλιστα αρκετά εύκολο, παρόλο που το μυαλό ενός ανθρώπου ήταν αρκετά πολύπλοκο. Τον έβαλε να επιτεθεί στον άλλο και να τον εξουδετερώσει με δύο χτυπήματα, ενώ τον ίδιο κάρφωσαν δύο από τα μικρά βέλη που έριχναν τα δέντρα, που του τράβηξαν τη δύναμη και τον έριξαν και αυτόν λιπόθυμο. Μετά, σταμάτησε με μία κίνηση τα βέλη.

Στη συνέχεια, πήγε στο Νίκο και τον θεράπευσε με μία κίνηση, ακουμπώντας απλά το χέρι του στο στήθος του φίλου του. Μόλις εκείνος σταμάτησε να αιμορραγεί και συνήλθε, ο Μιχάλης ένιωσε να χάνει αρκετή δύναμη, με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν τα νεύρα του, αλλά και να πέσει στα γόνατα, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες. Είχε ξεχάσει πως η προσπάθεια θεραπείας τον εξαντλούσε και αυτή η κίνηση, μία δύσκολη μάλιστα τέτοια προσπάθεια, τον είχε κάνει να εξασθενήσει. Δεν απογοητεύτηκε όμως γιατί έτσι ξεθόλωσε το μυαλό του από το θυμό του, ενώ μετά σύρθηκε μέχρι το διπλανό δέντρο, όπου στήριξε την πλάτη του και άπλωσε τα πόδια του στο έδαφος για να ξεκουραστεί.

«Τι έγινε εδώ;» ρώτησε ο Νίκος, που ψηλάφιζε το θεραπευμένο του σώμα και κοιτούσε τους Χιζέρκα που βρίσκονταν πεσμένοι και αναίσθητοι στη γύρω περιοχή.

«Έχασα την υπομονή μου για λίγο» απάντησε εκείνος.

«Πας καλά, ρε; Με γιάτρεψες έτσι απλά; Αυτό θα μπορούσε να σε σκοτώσει»

Η φωνή του φίλου του άρχισε να χάνεται, ενώ τα βλέφαρά του άρχισαν να βαραίνουν και να πέφτουν σιγά-σιγά μπροστά από τα μάτια του.. Χρειαζόταν οπωσδήποτε λίγη ξεκούραση και ίσως λίγα λεπτά ύπνου να βοηθούσαν, κάτι που άλλωστε δεν μπορούσε να αποφύγει…

Βρισκόταν σε ένα άγνωστο τοπίο, που έμοιαζε με την άκρη ενός δάσους, δίπλα στο οποίο υπήρχε μία λίμνη, με την πυκνή ομίχλη να περιορίζει την ορατότητά του. Πλησίασε και έφτασε εκεί στην άκρη της λίμνης παραξενεμένος, ακουμπώντας με το πόδι του το νερό. Αισθανόταν καλά και ξεκούραστος, σε μία γαλήνια κατάσταση. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να αφεθεί σε αυτήν την υπέροχη αίσθηση.

Ξαφνικά, ένας ανεπαίσθητος ήχος ακούστηκε και άνοιξε τα μάτια του. Από κάπου δεξιά φάνηκε μία σκιά, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει περισσότερα μέσα από την πυκνή ομίχλη που σκέπαζε όλο το τοπίο. Εκείνο όμως που αχνοφαινόταν πρέπει να πλησίαζε προς το σημείο του Μιχάλη και εκείνος στράφηκε προς τα εκεί, πριν ετοιμαστεί να αμυνθεί σε κάποια επίθεση εναντίον του. Η σκιά ξεκαθάριζε σιγά-σιγά, παίρνοντας τη μορφή ενός ανθρώπου που κατευθυνόταν προς τα εκεί, με αργό περπάτημα, ενώ μετά από λίγο διέκρινε πως χρησιμοποιούσε και ένα μπαστούνι για να περπατήσει. Δεν άργησε να φανεί ολόκληρος. Φορούσε ένα μπλε μανδύα, με τα μακριά λευκά μαλλιά και γένια να πέφτουν πάνω από αυτόν, καλύπτοντας λίγο από το γερασμένο και γεμάτο ουλές πρόσωπό του. Όταν πλησίασε πιο πολύ, ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει το απίστευτα ήρεμο βλέμμα του, που έκανε να ηρεμήσει όποιον το κοιτούσε.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, αγόρι μου» του είπε Σέκαρ χαμογελαστός, με ήρεμη φωνή.

Παναγιώτης Βάβαλος