Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 42: Κινούμενος Λαβύρινθος - 1ο μέρος)

«Λες και θα μπορούσατε» απάντησε ο Νίκος στον Χιζέρκα που είχε μιλήσει.

Ήταν εκείνο το γνωστό και ειρωνικό του ύφος, που είχε χάσει για λίγες μέρες.

«Για πολλά είμαστε ικανοί, μικρέ, και δύο παιδαρέλια σαν κι εσάς δεν είναι τίποτα για εμας» απάντησε ο Χιζέρκα.

«Αυτό το ξέρουμε» ήταν η σειρά του Μιχάλη να απαντήσει, «αλλά δεν είστε και ικανοί για όλα»

Ο άνδρας γέλασε σαν να είπε κάποιο αστείο ο Μιχάλης. «Αρκετά ασχοληθήκαμε μαζί σας. Διαλύστε τους» διέταξε τους άλλους στη συνέχεια.

Τα δύο αγόρια τράβηξαν αστραπιαία τα σπαθιά τους, κάνοντας μια βουτιά σε αντίθετες πλευρές για να αποφύγουν τα δεκάδες πυρά που έπεφταν κατά πάνω τους. Ο Μιχάλης απάντησε άμεσα με αρκετές μαγικές σπρωξιές, με τους γνωστούς μαύρους πίδακες φωτός να συγκρούονται με πολλά αόρατα χτυπήματα ή κόκκινες και κίτρινες λάμψεις. Δεν πρόλαβε να δει τι έκανε ο Νίκος λίγο πιο δίπλα, επειδή εκείνη τη στιγμή όρμησε κατά πάνω του ένας Χιζέρκα, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει, αμυνόμενος με το σπαθί του στο χτύπημα που δεχόταν. Ο ήχος της κρούσης μετάλλων έκανε τα αυτιά του Μιχάλη να βουίζουν, αλλά δεν έχασε το χρόνο του. Επιτέθηκε με δύο κινήσεις στον Χιζέρκα, ένα χτύπημα με το σπαθί στο πόδι και μία προσπάθεια να τον τινάξει μακριά με μαγεία. Αυτό τον έριξε από το άλογό του, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο ο Μιχάλης γιατί κάτι τον χτύπησε στην πλάτη και ανάγκασε και τον ίδιο να πέσει.

Τα μάτια του δάκρυσαν από τον πόνο, αλλά έσφιξε τα δόντια και έκανε μια απότομη κίνηση κατά του νέου του αντιπάλου. Το μαύρη υγρό που τον τύπησε στήθος τον έριξε από το άλογό του. Ο Μιχάλης πρόλαβε να σηκωθεί στη συνέχεια, διαπιστώνοντας πως είχε περικυκλωθεί από δέκα άλλους.

«Κάπου εδώ τελειώνουμε» είπε ο αρχηγός αυτής της ομάδας.

Δεν έχασε την ψυχραιμία του και χτύπησε το έδαφος, δημιουργώντας μια ισχυρή δόνηση, που έκανε όλα τα άλογα να κινηθούν πανικόβλητα προς κάθε κατεύθυνση, ενώ έριξε προς κάθε κατεύθυνση την τρομερή μαύρη φωτιά. Πολλά ουρλιαχτά ακούστηκαν, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα εξαιτίας της φωτιάς και της σκόνης που γέμισαν την περιοχή. Με ένα στιγμιαίο άνοιγμα του μυαλού εντόπισε τον Νίκο κάπου μπροστά από τους Χιζέρκα, να κινείται προς το δασάκι.

Έβαλε το σπαθί του πάλι στη θήκη και όρμησε προς τα εκεί τρέχοντας με όλη του τη δύναμη, για να προλάβουν να διαφύγουν από τους υπηρέτες των Ηγετών. Εκείνοι υπερτερούσαν πολύ αριθμητικά κι έτσι δεν είχαν ελπίδα να τα καταφέρουν εναντίον τους.

«Γρήγορα στο δασάκι» του φώναξε ο Νίκος που έτρεχε λίγο μπροστά του, «εκεί δεν μπορούν να μπουν»

Ο Μιχάλης ήθελε να ρωτήσει γιατί δεν μπορούσαν να μπουν εκεί, αλλά δεν ήθελε να σπαταλήσει ούτε ανάσα. Συνέχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ώστε να φτάσει εγκαίρως στο δασάκι.

Κάπου πίσω τους ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και μετά ο καλπασμός πολλών αλόγων που έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα προς την κατεύθυνσή τους. Το δασάκι ήταν πια κοντά τους, με το μικρό χωριό στο οποίο δεν έπρεπε να πάνε να βρίσκεται πια λίγα χιλιόμετρα δεξιά τους.

Άρχισαν όμως να δέχονται πυρά, κάτι που τους ανάγκασε να κάνουν διάφορους ελιγμούς για να τα αποφύγουν. Όμως απάντησε κι εκείνος, ρίχνοντας τη μία επίθεση μετά την άλλη, κάτι που τον καθυστερούσε ακόμη περισσότερο φυσικά. Από στιγμή σε στιγμή όμως θα τους έφταναν και τότε σταμάτησε.

Μόλις του είχε έρθει άλλη μια ιδέα, όταν είχε βρεθεί σε παρόμοια δυσμενή θέση απέναντι σε υπηρέτες των Ηγετών. Τότε είχε βαρέσει το μπαστούνι που είχε στο έδαφος, το οποίο άνοιξε και μαύρο υγρό ξεχύθηκε από μέσα. Ήξερε πως μπορούσε να το επαναλάβει και τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη. Ο Νίκος είχε σταματήσει λίγο πιο μπροστά και τον κοιτούσε απορημένος.

«Καλά, τι κάνεις; Πάμε να φύγουμε»

«Θα δεις». Την επόμενη στιγμή κάρφωσε το σπαθί του στο έδαφος μπροστά του, ελευθερώνοντας μαγεία.

Και τότε έγινε εκείνοι που είχε συμβεί και έξω από τη Ραμόνα. Το έδαφος σχίστηκε με απίστευτη ταχύτητα, σαν να είχε γίνει σεισμός, και από μέσα ξεχύθηκαν μαύρα κύματα, που χτύπησαν τους ξαφνιασμένους Χιζέρκα και ρίχνοντάς τους όλους από τα άλογά τους, τα οποία άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα προς κάθε κατεύθυνση.

Ο Νίκος είχε μείνει να κοιτάζει έκπληκτος τόσο το έδαφος όσο και τους πεσμένους στο έδαφος Χιζέρκα, που έμοιαζαν αναίσθητοι.

«Αυτή ήταν πολλή ισχυρή μαγεία»

Τελικά έφτασαν ανενόχλητοι στον προορισμό τους. Από έξω φαινόταν ένα απλό δάσος, με λίγα δέντρα, που είχαν κίτρινα φύλλα, πολλά από τα οποία είχαν πέσει και γεμίσει το έδαφος. Μπαίνοντας στο δάσος, καθώς περνούσαν δίπλα από τα ακριανά δέντρα, ένιωσε μια ανατριχίλα σε όλο του το σώμα, σαν να διαπέρασε κάτι το οποίο όμως δεν μπόρεσε να δει αλλά ούτε και να καταλάβει με το μυαλό του.

«Το ένιωσες αυτό;»

«Ναι, κάτι δεν πάει καλά εδώ»

Κοιτούσε δεξιά και αριστερά τα δέντρα. Ήταν η εποχή που έπεφταν τα φύλλα και γέμιζαν το έδαφος. Είχε όμως και μια περίεργη αίσθηση, την οποία όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Τότε κατάλαβε και κάτι άλλο. Όση ώρα περπατούσαν στο δάσος δεν είχαν δει ούτε ένα ζώο, ούτε καν ένα μικρό έντομο. Απορημένος, άνοιξε το μυαλό του για να ψάξει για κάποια ύπαρξη ζωής εκεί, αλλά δε βρήκε τίποτα.

«Είναι έρημο» είπε στον Νίκο σε κάποια στιγμή.

«Το κατάλαβα. Κάτι έχει διώξει όσα ζούσαν εδώ»

«Περίεργο»

«Ίσως και επικίνδυνο» ενώ την επόμενη στιγμή σταμάτησε ξαφνικά. Η τριβή των παπουτσιών του στο χώμα και το πάτημα των φύλλων ακούστηκαν πολύ δυνατά στο έρημο δάσος, κάτι που έκανε και τον Μιχάλη να σταματήσει απότομα.

«Τι συμβαίνει;»

«Έχω την αίσθηση…» πήγε να πει ο Νίκος, αλλά σταμάτησε τη φράση του εκεί και έμεινε να κοιτάζει κάπου μπροστά.

Ο Μιχάλης κοίταξε και εκείνος απορημένος, μην μπορώντας να καταλάβει. «Τι έπαθες;»

«Είναι κινούμενος λαβύρινθος. Και δεν πρέπει να είναι το μόνο πρόβλημα αυτό»

«Κινούμενος λαβύρινθος;»

«Σημαίνει ότι το δάσος αλλάζει συνεχώς και θα είναι μεγάλο πρόβλημα να βρούμε το δέντρο αλλά και να φύγουμε. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει ένας περίεργος συνδυασμός μαγείας, που δε μου αρέσει»

«Υπάρχει περίπτωση να μην το βρούμε ποτέ δηλαδή;»

Ο Νίκος χαμογέλασε. «Είσαι μαζί με τον ειδικό τους λαβύρινθους. Λες να υπάρχει περίπτωση να μη βρούμε την άκρη;»

Τον εμπιστευόταν γενικά, επομένως θα στηριζόταν πάνω του και σε αυτό. Συνέχισαν λοιπόν το περπάτημα, με τον Νίκο να τον καθοδηγεί.

«Θα χρειστώ τη βοήθειά σου» ανέφερε σε κάποιο σημείο ο φίλος του.

«Πώς;»

«Θέλω να προχωρήσεις ένα λεπτό μπροστά και μετά να στρίψεις αριστερά»

Ήξερε να μετράει πια πόσος χρόνος αντιστοιχούσε σε ένα λεπτό και ετοιμάστηκε να στρίψει μόλις περνούσε. Έστριψε αριστερά λίγο μετά, κάνοντας ελιγμούς για να αποφύγει τα δέντρα που υπήρχαν εκεί και συνέχισε το περπάτημα, μέχρι να σταματήσει απότομα.

Λίγο μπροστά του στεκόταν ο Νίκος και κοιτούσε προς την άλλη πλευρά. Βλέποντας γύρω, διαπίστωσε πως πλησίαζε στο σημείο που είχαν σταθεί πριν και από όπου είχε ξεκινήσει μόνος του

Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε χαμογελαστός. Είχε εκείνο το γνωστό ύφος, που έπαιρνε όταν ήταν χαρούμενος και υπερήφανος.

«Το βρήκα»

«Ποιο; Το δέντρο;»

«Και πως θα βγούμε μετά. Έλα» του είπε και ξεκίνησαν προς κάπου ευθεία μπροστά από εκεί που βρισκόταν ο Μιχάλης.

Ξαφνικά, αέρας εμφανίστηκε από το πουθενά και τους χτύπησε κατά πρόσωπο. Δεν ήταν δικαιολογημένο αυτό, αλλά υπέθεσε πως έπρεπε να οφειλόταν σε κάποια ξαφνική καταιγίδα.

«Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;» ακούστηκε μια φωνή.

Ο Μιχάλης, αν και δεν μπορούσε να το πιστέψει, θα ορκιζόταν πως τους μιλούσε ο άνεμος, αφού με κάθε δυνατό χτύπημα του αέρα ακουγόταν και μία λέξη. Ήταν σίγουρος για αυτό που άκουσε, μία φωνή ηλικιωμένου άνδρα, που έμοιαζε εκνευρισμένος.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε το Νίκο δίπλα του, που κοιτούσε γύρω του παραξενεμένος, «ποιος μας μίλησε;»

«Ιδέα δεν έχω».

Η φωνή ακούστηκε ξανά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε ακουστεί και πριν, σαν να τους μιλούσε ο αέρας. Ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρος, αλλά βρήκε γρήγορα το θάρρος του και του μίλησε και εκείνος, εντυπωσιασμένος από το πόσο είχε ξεθαρρέψει.

«Ποιος είσαι; Εμφανίσου»

«Δεν μπορείτε να με δείτε, ανόητοι» ακούστηκε και πάλι η φωνή του γέρου, «γιατί διαταράσσετε την ηρεμία του δάσους; Τι θέλετε και είστε εδώ;»

Παναγιώτης Βάβαλος