Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 41: Μια Ευχάριστη Επικοινωνία)

«Ε;» έκανε ο Νίκος μισοκοιμισμένος, «τι έγινε;»

«Κάτι ακούγεται μέσα από το σακίδιό σου»

Ο Νίκος στράφηκε προς τα εκεί. Ο ήχος ακούστηκε λίγο μετά και τότε κίνησε απορημένος προς τα εκεί. Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει, απορώντας με την άνεσή του, αφού θα περίμενε να ανησυχήσει όπως κι εκείνος.

«Περίμενε. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να είναι»

«Όχι, ξέρω. Είναι το…» απάντησε εκείνος, αλλά η φωνή του σβήστηκε μόλις πήγε να αναφέρει αυτό που ακουγόταν.

Έφτασε στο σακίδιό του και το άνοιξε, ενώ μετά πήρε με το χέρι του από μέσα ένα μικρό αντικείμενο. Ο Μιχάλης κατάφερε να δει πως στο χέρι του Νίκου υπήρχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι, απλό, χωρίς κάτι ξεχωριστό πάνω του. Ο μυστήριος ήχος ξανακούστηκε από εκεί και έμεινε να το κοιτάζει απορημένος, αφού ήταν λες και το δαχτυλίδι αποτελούσε ένα είδος ραδιοφώνου.

«Τι ακούγεται έτσι;»

Ο Νίκος δεν του απάντησε αμέσως. Κοιτούσε ακόμη το δαχτυλίδι απορημένος με κάτι, που μάλλον δεν ήταν οι ήχοι που ακούγονταν.

«Είναι σαν κάποιος να προσπαθεί…» αλλά τον έκοψε ένας δυνατότερος ήχος αυτή τη φορά.

Ο ήχος είχε δυναμώσει και ακουγόταν τώρα συνεχώς, κάνοντάς τον να απορήσει ακόμη περισσότερο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν αυτό, αλλά ούτε τι ακριβώς γινόταν. Ξαφνικά, ακούστηκε κάτι άλλο, σαν κάποιος να προσπαθούσε να μιλήσει. Αυτό τον έκανε να απορήσει ακόμη περισσότερο, ενώ ο Νίκος κοιτούσε παγωμένος, σαν να μην πίστευε αυτό που γινόταν. Η φωνή καθάριζε σιγά-σιγά, αποκαλύπτοντας πως κάποιος μιλούσε, πριν…

«Νίκο, μπορείς να με ακούσεις;»

Τα δύο αγόρια έμειναν παγωμένα. Ο Μιχάλης ήταν απίστευτα ξαφνιασμένος που άκουγε κάποιον να μιλάει από το δαχτυλίδι, τόσο δυνατά και καθαρά μάλιστα, ενώ ο Νίκος φαινόταν σαν να μην πίστευε στα αυτιά του.

«Μαρία;»

«Επιτέλους» ακούστηκε καθαρά να λέει εκείνη, «πόση ώρα προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί σου»

«Είσαι καλά;» ρώτησε μετά ο Νίκος, σαν αποχαυνωμένος.

«Ναι, μια χαρά. Εσύ είσαι καλά; Ο Μιχάλης είναι εντάξει;»

«Ναι, καλά είμαστε κι εμείς... πού είσαι; Μάθαμε ότι μπήκαν στο χωριό οι δυνάμεις των Ηγετών»

«Τα άσχημα νέα κυκλοφορούν γρήγορα, ε; Μπήκαν, αλλά εμείς ξεφύγαμε και κρυβόμαστε αλλού τώρα»

Ο Νίκος αναστέναξε ανακουφισμένος, ενώ ο Μιχάλης μπορούσε πια να διαισθανθεί τη χαρά του. «Φοβήθηκα μην είχες πάθει κάτι, όπως και για τους άλλους. Είστε καλά όλοι;»

«Οι περισσότεροι, ναι. Μην ανησυχείς. Εσείς πού είστε; Έχετε πάθει τίποτα;»

«Ευτυχώς... εμείς είμαστε πολύ κοντά στο σημείο που πρέπει να πάμε, αύριο θα έχουμε φτάσει και μάλλον θα τελειώσουμε με την αποστολή. Τα έχουμε βγάλει πέρα μέχρι εδώ»

«Ωραία. Ανησυχώ πολύ. Είναι πολύ επικίνδυνα»

«Μην ανησυχείς, είμαστε σκληρά καρύδια. Εσείς σίγουρα δεν έχετε κάποιο πρόβλημα;»

«Όχι, είμαστε καλά κρυμμένοι. Φυσικά ο Ζεραήλ δε με αφήνει να σου μιλήσω, αλλά φοβάμαι πολύ και ήθελα να μάθω αν είσαι καλά»

«Θα έρθω να σε βρω μόλις τελειώσουμε την αποστολή. Δεν πρόκειται να σε αφήσω ξανά»

Η Μαρία δεν ακουγόταν για λίγο. Από ότι άκουσε ο Μιχάλης και από ότι κατάλαβε, έκλαιγε. Ήταν βαρύ το κλίμα σίγουρα, αλλά δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει, αισθανόμενος την απερίγραπτη χαρά του Νίκου.

«Μου λείπεις» του είπε ανάμεσα στους λυγμούς της, «φοβάμαι μην πάθεις κάτι»

«Δεν παθαίνω τίποτα, θα έρθω όμως και θα φροντίσω να μην πάθεις τίποτα ούτε κι εσύ»

«Το ελπίζω... πρέπει να σε αφήσω. Σ’ αγαπάω»

«Κι εγώ. Όσο δε φαντάζεσαι»

Μετά όλοι οι ήχοι που έβγαιναν από το δαχτυλίδι χάθηκαν, ενώ ο Μιχάλης κατάλαβε πως είχε χαθεί η σύνδεση. Ο Νίκος έμεινε να κοιτάζει πιο ευτυχισμένος από ποτέ το δαχτυλίδι, με την ανακούφισή του πια να μην κρύβεται.. Χαμογέλασε κι εκείνος, συμμεριζόμενος τη χαρά του φίλου του. Τα καλά νέα της ημέρας ήταν αρκετά, επομένως μπορούσε να χαρεί λιγάκι.

Ο Νίκος μετά, με κινήσεις που έδειχναν πως τα είχε χάσει εντελώς από τη χαρά του, έκανε λίγη ώρα να βάλει το δαχτυλίδι στο σακίδιό του, αφού έμοιαζε να μην μπορεί να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει, ενώ το μυαλό του ήταν εμφανώς αλλού.

«Είσαι έτοιμος να ξεκινήσουμε;»

«Νομίζω ότι χρειαζόμαστε λίγη ξεκούραση» αρνήθηκε ο Μιχάλης.

«Καλά» είπε λίγο μετά ο Νίκος απογοητευμένος, αφού φαινόταν πως ήθελε να τελειώσουν το συντομότερο δυνατό.

«Αν θες, πήγαινε να βρεις τους δικούς σου. Θα την τελειώσω μόνος μου την αποστολή, δεν έμεινε και πολύ άλλωστε»

Εκείνος τον κοίταξε για λίγο αμίλητος. «Όχι. Αυτή η αποστολή είναι και δική μου και δε θα σε αφήσω μόνο σου. Ξεκουράσου τώρα και ξεκινάμε το πρωί»

«Καλά» αποκρίθηκε, βλέποντας πως ο φίλος του δε θα άλλαζε γνώμη, «αλήθεια, πώς ακούγαμε τη Μαρία μέσα από το δαχτυλίδι;»

Ο Νίκος έμεινε για λίγη ώρα αμίλητος, χαμένος στις σκέψεις του, πριν συνειδητοποιήσει πως του μίλησε ο Μιχάλης και του απαντήσει.

«Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που σκεφτήκαμε με τη Μαρία. Φτιάξαμε δύο δαχτυλίδια και τα ενώσαμε, ώστε να μπορούμε να μιλάμε μεταξύ μας όταν είμαστε μακριά ο ένας από τον άλλο ή σε καταστάσεις ανάγκης. Τον τρόπο λειτουργίας τους πάντως τον ξέρουμε μόνο εμείς»

«Και κάτι ακόμη. Εκείνα τα πλάσματα, που σου περιέγραψα πως βρήκα στο σπήλαιο, ξέρεις τι είναι;»

«Για τα Νύλεμς λες;»

«Α, έτσι τα λένε;»

«Τα δημιούργησαν μαύροι μάγοι, ενώνοντας μέρη από διάφορα ζώα και βάζοντάς τους, με κάποιον άγνωστο τρόπο, λογική που προσεγγίζει την ανθρώπινη. Στενόμυαλα πλάσματα και ανθεκτικά στη μαγεία»

«Αυτό το διαπίστωσα κι εγώ. Πάντως, κατάλαβα πως υπηρετούν τους Ηγέτες»

«Δεν εκπλήσσομαι, ταιριάζουν και οι επιθυμίες τους σε πολλά θέματα»

Τελικά, ο Μιχάλης ξάπλωσε και κοιμήθηκε μέχρι να ξημερώσει. Το πρωί ξεκίνησαν με καλή διάθεση για το δασάκι, δείχνοντας και οι δύο έτοιμοι για όσα ακολουθούσαν. Προχωρούσαν πλάι-πλάι με τον Νίκο να λέει πόσο χαρούμενος ένιωθε που η Μαρία του ήταν καλά και θα την έβλεπε ξανά, στιγμή για την οποία λαχταρούσε. Ο Μιχάλης μπορούσε να καταλάβει πια πως ένιωθε και γελούσε και εκείνος με τη χαρά του φίλου του.

«Κάπου εδώ όμως τελειώνει η περιπέτειά σας. Ώρα να σας κοπεί το γέλιο» ακούστηκε να τους λέει κάποιος ξαφνικά, ενώ μπροστά τους ακριβώς στεκόταν καμιά εικοσαριά Χιζέρκα πάνω στα άλογά τους, έτοιμοι για μάχη, μοιάζοντας εξοργισμένοι.

Παναγιώτης Βάβαλος