Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 47: Το Κάλδιο)

Δεν άργησαν να φτάσουν. Μέσα σε εκείνο υπήρχε μια γενική ηρεμία, θυμίζοντας στον Μιχάλη τα χωριά που είχε επισκεφτεί στη διάρκεια του πολέμου, όταν και αυτά ήταν έρημα. Ακολούθησε τον Νίκο, κοιτώντας τους έρημους δρόμους και τα κλειστά σπίτια που υπήρχαν εκεί.

«Έλα από ‘δω» του είπε ο Νίκος, στρίβοντας σε έναν παράδρομο στα δεξιά του δρόμου στον οποίο είχαν μπει, όπου υπήρχαν λίγα σπίτια με μεγάλους κήπους.

Παρατήρησε τότε πως μερικά σπίτια είχαν ζώα στις αυλές τους, τα οποία ήταν τελείως ήσυχα, σαν να ήξεραν πως δεν έπρεπε να κάνουν θόρυβο και να αποκαλύψουν την παρουσία τους. Ένιωσε πάντως μαγεία σε αυτά, επομένως η σκέψη του δεν πρέπει να απείχε και πολύ από την πραγματικότητα.

Σταμάτησαν τελικά μπροστά από ένα σπίτι, από όπου φαινόταν η εκκλησία του χωριού. Ο Νίκος άνοιξε την αυλόπορτα σπρώχνοντάς την, που είχε πράσινο χρώμα, όπως και τα κάγκελα εκεί, και συνέχισε σε ένα μονοπάτι από λείες πέτρες, ενώ δεξιά και αριστερά του υπήρχαν δύο μικροί κήποι, με αρκετά λουλούδια να τους διακοσμούν.

Ο Νίκος σταμάτησε μπροστά στην πόρτα και χτύπησε τρεις φορές. Οι χτύποι ακούστηκαν πιο δυνατά από ότι περίμενε ο Μιχάλης, αλλά μετά διαπίστωσε πως αυτό οφειλόταν στην ησυχία που υπήρχε στο χωριό, όπου δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι για να σκεπάσουν τα χτυπήματα στην πόρτα, όπως γινόταν συνήθως.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε ξαφνικά κάποιος να ρωτάει μέσα από το σπίτι. Ήταν φωνή αγοριού.

«Ο μπαμπούλας» απάντησε ειρωνικά ο Νίκος.

«Τι; Λέγε ποιος είσαι» ακούστηκε η ίδια τρεμάμενη φωνή από μέσα, δυνατότερα από πριν.

«Ο Νίκος είμαι ρε, άντε άνοιξε»

Έπεσε σιωπή μετά. Πέρασε μισό λεπτό περίπου μέχρι να ανοίξει η πόρτα,

όσο χρειαζόταν για να εμφανιστεί ένα μέρος του προσώπου ενός αγοριού, με το μάτι του που φαινόταν να κοιτάζει εξεταστικά τα δύο αγόρια, ενώ στο τέλος έμεινε καρφωμένο στον Νίκο.

«Τι θες εσύ εδώ;»

Ο Νίκος τον κοίταξε για λίγο παραξενεμένος. «Είμαι…ήμουν δηλαδή σε αποστολή με τον φίλο μου από εδώ» δείχνοντας στο τέλος με το χέρι του τον Μιχάλη, «και τώρα τριγυρνάμε για δουλειές. Εσύ γιατί είσαι σαν φοβισμένη γάτα;»

Εκείνος κοίταξε για λίγο παραξενεμένος τον Νίκο, έριξε μια ακόμη ματιά στον Μιχάλη, και μετά άνοιξε πιο πολύ την πόρτα, με αποτέλεσμα να φανεί ολόκληρος. Ήταν ένα αγόρι στην ηλικία τους περίπου, με κοντά μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια, ενώ είχε το ίδιο ύψος με εκείνους.

«Περάστε μέσα καλύτερα»

Ο Νίκος μπήκε πρώτος στο σπίτι, με τον Μιχάλη να ακολουθεί στο στενό διάδρομο που υπήρχε πίσω από την πόρτα και τον ξάδερφο του Νίκου να κλείνει την πόρτα μετά και να ακολουθεί στη συνέχεια τους άλλους δύο. Ο Νίκος έστριψε στην πρώτη πόρτα στα αριστερά, όπου υπήρχε ένα μικρό σαλόνι, με ένα καναπέ και μία πολυθρόνα σε άσπρο χρώμα, με ένα ξύλινο και μικρό τραπέζι στο κέντρο. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στο χώρο, πέρα από ένα πίνακα που απεικόνιζε ένα τοπίο, ο οποίος όμως δεν ήταν μαγεμένος σαν τους προηγούμενους που είχε δει ο Μιχάλης.

Ο ξάδερφος του Νίκου τους έκανε νόημα να καθίσουν, όπως και έκαναν, ενώ εκείνος κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί τους. Από ότι μπόρεσε να καταλάβει ο Μιχάλης με μια πρώτη ματιά, το αγόρι έδειχνε πολύ νευρικό, με το βλέμμα του να πηγαίνει συχνά στην πόρτα του σαλονιού, ενώ πρέπει να παρατηρούσε κάτι και με το μυαλό του. Τη σιωπή που ακολούθησε αποφάσισε να σπάσει ο Νίκος, που έδειχνε πιο άνετος από τους άλλους δύο.

«Ο ξάδερφός μου, ο Μάκης» είπε στον Μιχάλη δείχνοντας το αγόρι, «αυτός είναι ο Μιχάλης, συνταξιδιώτης και φίλος μου»

«Φοβάμαι μην έρθει πάλι ο στρατός των Ηγετών» άρχισε να λέει ο Μάκης, με πολύ χαμηλή φωνή, «ήρθε όταν μπήκαν στο χωριό οι Κυανοί. Για να τους σταματήσουν. Έγινε μάχη και οι Κυανοί υποχώρησαν, ενώ ο στρατός έφυγε ξαφνικά. Τώρα, όλο το χωριό είναι συγκεντρωμένο με τους Κυανούς και ετοιμάζουν εξέγερση»

«Και εσύ τι φοβάσαι τώρα; Μην έρθουν ξαφνικά οι Χιζέρκα και μπουν στο σπίτι;» ρώτησε ο Νίκος, που έδειξε να καταλαβαίνει πιο πολλά από αυτά που έλεγε ο ξάδερφός του, από εκείνα που συμπέρανε ο Μιχάλης.

Ο Μάκης πήγε να απαντήσει και πάλι, αλλά τον διέκοψε η εμφάνιση ενός μικρού κοριτσιού, γύρω στα δέκα, με μακρύ καστανό μαλλί και σκούρα μπλε μάτια, που έδιναν ωραία όψη στο πρόσωπό της.

«Τι κάνεις εκεί;» φώναξε στο Μάκη, «ο μπαμπάς είπε να μην αφήσουμε κανέναν να μπει εκτός από τον ίδιο» συνέχισε, ενώ μετά κοίταξε άγρια τα δύο αγόρια, με το βλέμμα της μετά να μένει στο Νίκο, όπως το άγριο βλέμμα έδωσε τη θέση του σε εκείνο της έκπληξης. «Τι θες εσύ εδώ;»

Ο Νίκος έμεινε ατάραχος από την ξαφνική εμφάνισή της και τις φωνές που έβαλε. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Ρούλα»

Μετά το βλέμμα της Ρούλας πήγε στον Μιχάλη, τον οποίο έμεινε να παρατηρεί, με εκείνον να αισθάνεται άβολα από αυτό.

«Είναι δικιά μου ευθύνη τώρα να μην πάθει τίποτα» ανέφερε τότε ο Μάκης.

Το κορίτσι σταύρωσε τα χέρια μπροστά από το στήθος της και έβγαλε ένα μουγκρητό. Κανένας δεν το σχολίασε.

«Αυτός ο στρατός των Ηγετών, δεν ήταν εκείνοι που μας κυνήγησαν έξω από το δάσος;» αναρωτήθηκε τότε ο Μιχάλης.

«Κι εγώ αυτό φαντάστηκα» απάντησε ο Νίκος, «ήταν εύκαιροι, για αυτό ήρθαν τόσοι πολλοί σε εμας, αφού τέλειωσαν τη δουλειά τους εδώ»

«Πλάκα κάνετε» μπήκε στη συζήτηση ο Μάκης, «σας κυνήγησε ο στρατός των Ηγετών που ήταν εδώ; Και πώς ξεφύγατε;»

«Αυτό είναι μεγάλη ιστορία» αποκρίθηκε ο Νίκος, «ασ’το. Βασικά, θέλουμε να μας βοηθήσεις»

Μόλις εξήγησε ο Νίκος τι έψαχναν, ο Μάκης, προς έκπληξη των δύο αγοριών, γέλασε με αυτό, σαν να είπε μόλις κάποιο καλό αστείο ο Νίκος.

«Ωραίο αυτό το αστείο. Πες τώρα σε τι θες να σας βοηθήσω»

Στη σιωπή που ακολούθησε, το γέλιο του αγοριού χάθηκε. Έπειτα, αναστέναξε.

«Σ’ τα έχω ξαναπεί για αυτόν. Δεν είναι από εκείνους που μπορείς να πλησιάσεις και αν το κάνεις, καλύτερα να μην πεις πολλά και να φύγεις γρήγορα. Και είναι μεγάλο λάθος να του ζητήσεις κάτι»

Ο Νίκος γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη πριν μιλήσει, με βλέμμα σαν να του έλεγε σ’ τα ‘λεγα εγώ. Μετά στράφηκε και πάλι στον ξάδερφό του.

«Τα θυμάμαι αυτά, αλλά είναι ανάγκη να μας δώσει αυτό που θέλουμε. Θα μας πεις που είναι λοιπόν;»

Ο Μάκης έμεινε να τον κοιτάζει λίγο. «Είναι μαζί με τους Κυανούς και το υπόλοιπο χωριό»

«Ωραία. Και πού είναι αυτοί;»

«Δεν μπορεί να σου πει» ακούστηκε ξαφνικά να λέει η Ρούλα, πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ο Μάκης, με τον Νίκο να γυρνάει και να την κοιτάζει απορημένος.

«Γιατί;» ρώτησε μετά, κοιτώντας αρχικά το κορίτσι και μετά τον ξάδερφό του.

Ο Μάκης τον κοίταξε, ενώ φάνηκε να διστάζει να απαντήσει. «Να, δεν…» άρχισε να λέει, «εεε, δεν μπορούμε να το πούμε σε κανέναν»

«Έτσι είπε ο μπαμπάς να κάνουμε» μίλησε και πάλι η Ρούλα, «να μην εμπιστευτούμε κανέναν»

«Καλά ρε, πλάκα μου κάνεις;» είπε μετά ο Νίκος προς τον ξάδερφό του, «δεν μπορείς να πεις σε εμένα που είναι οι Κυανοί;»

Ο Μάκης έμεινε λίγο να τον κοιτάζει και μετά στράφηκε και πάλι προς την αδερφή του, που τον κοιτούσε με άγριο βλέμμα, σαν να τον προειδοποιούσε μην πει τίποτα. «Καλά, δεν πειράζει» είπε τότε ο Μιχάλης, «θα πάμε να τον βρούμε μόνοι μας» χτυπώντας τον Νίκο στην πλάτη, σε μια προτροπή να φύγουν από το σπίτι και να αρχίσουν.

Ο Νίκος σηκώθηκε όρθιος μετά τον Μιχάλη και μετά στράφηκε προς τη Ρούλα, την οποία και κοίταξε με πολύ άγριο βλέμμα, που την έκανε να τρομάξει.

«Τέλος πάντων» είπε στο τέλος, «όπως θέλετε. Εμείς φεύγουμε»

«Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να βοηθήσω. Καταλαβαίνεις, ε;» ρώτησε ο Μάκης, μόλις έφτασαν στην εξώπορτα.

«Δε βαριέσαι» αποκρίθηκε απλά ο Νίκος και βγήκε.

Λίγες στιγμές αργότερα είχαν βγει από την αυλή του σπιτιού.

«Δε χρειάζεται να ψάξουμε» είπε o Νίκος τότε, με ένα χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπό του, «ξέρω που είναι»

«Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Μου το είπε ο Μάκης»

Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει παραξενεμένος, προσπαθώντας να θυμηθεί αυτά που είχαν πει, αλλά σίγουρα δεν υπήρχε αυτή η πληροφορία ανάμεσα σε αυτά.

«Το ψιθύρισε για να μην μπορέσει να το ακούσει η άλλη, η ξινομούρα» εξήγησε μετά ο φίλος του.

Τον οδήγησε σε ένα μικρό δρομάκι, που κατέληγε σε μία εγκαταλειμμένη αυλή, η οποία ανήκε σε δύο σπίτια, ή καλύτερα ερείπια. Προχώρησαν προς το ένα από τα δύο, που είχε από έξω σπασμένα παράθυρα, πεσμένα τούβλα, το χρώμα του είχε ξεφτίσει, ενώ η πόρτα ήταν ξύλινη και έμοιαζε ετοιμόρροπη.

Παναγιώτης Βάβαλος