Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 48: Ο Άνδρας με το Προσωνύμιο «Γεράκι»)

«Ωραίο μέρος για οργάνωση μάχης, δε συμφωνείς;» τον ρώτησε αστειευόμενος ο Νίκος, ρίχνοντας μια ματιά στο σπίτι που έμοιαζε με ερείπιο.

«Δεν είναι κακή ιδέα» σχολίασε ο Μιχάλης.

Στη συνέχεια ο φίλος του χτύπησε την πόρτα μία φορά και έκανε ένα βήμα πίσω. Πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι η πόρτα να ανοίξει και να εμφανιστεί ένας νεαρός άνδρας, με μαύρα μαλλιά και λίγα γένια και με συνηθισμένη ενδυμασία των ανθρώπων της Ζερκαλίας. Δεν έδειξε να εκπλήσσεται, ενώ φάνηκε πως περίμενε να πουν κάτι τα δύο αγόρια, από τον τρόπο που τους κοιτούσε μετά.

«Τι έγινε; Έχουν μπει οι Χιζέρκα στο χωριό;»

«Όχι» αποκρίθηκε κατευθείαν ο Νίκος, «για άλλο λόγο ήρθαμε εδώ. Θέλουμε να δούμε το Γεράκι»

Ο άνδρας έμεινε να τον κοιτάζει παραξενεμένος. Φάνηκε να μην του αρέσει ο λόγος που ήταν εκεί τα δύο αγόρια, ενώ άρχισε να τα κοιτάζει καχύποπτα.

«Τι τον θέλετε;»

Ο Νίκος γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη, σαν να περίμενε να του πει κάτι.

«Μόνο σε εκείνον μπορούμε να το πούμε» απάντησε εκείνος τελικά.

Ο άνδρας έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει, δείχνοντας πολύ σκεφτικός. Σαν να φοβόταν κάτι. Τελικά, έγνεψε στα δύο αγόρια να μπουν μέσα, εκπλήσσοντας το αγόρι.

Το σπίτι και μέσα ήταν διαλυμένο, με κομμάτια από έπιπλα και ιστούς από αράχνες παντού. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν μία πολυθρόνα στο μικρό σαλόνι. Αυτή ήταν καινούργια, σε βαθύ κόκκινο χρώμα, δείχνοντας μάλιστα ιδιαίτερα αναπαυτική. Ο άνδρας πήγε και άνοιξε μια μικρή πόρτα, που πρέπει να οδηγούσε στο υπόγειο.

«Τι συμβαίνει;» ακούστηκε μία βαριά, ανδρική φωνή από εκεί.

«Είναι δύο παιδιά εδώ που θέλουν να δουν το Γεράκι» απάντησε ο νεαρός άνδρας, φωνάζοντας.

Ο Μιχάλης σκέφτηκε πως αν φώναζε λίγο ακόμη, θα μπορούσε να είχε πέσει το τζάμι του παραθύρου. Αμέσως μετά ακούστηκαν βήματα στην ξύλινη σκάλα, σημάδι πως κάποιος ανέβαινε. Λίγες στιγμές αργότερα στην κορυφή της σκάλας είχε βρεθεί ένας άλλος άνδρας, μεγαλύτερος από εκείνον που είχε ανοίξει την πόρτα, τον οποίο δεν άργησε πολύ να αναγνωρίσει ο Μιχάλης. Ήταν ο αρχηγός της ομάδας των Κυανών που είχαν συναντήσει έξω από το εκκλησάκι λίγο μετά τον Κρούνο. Τους κοίταξε με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα, πριν αποκτήσει μία έκφραση έκπληξης στο πρόσωπό του και χαλαρώσει το άγριο ύφος του. Από ότι πρόσεξε ο Μιχάλης πάντως, είχε αποκτήσει και άλλες ουλές στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Τελικά, τους χαμογέλασε ελαφρά, εκπλήσσοντας με τη σειρά του τα δύο αγόρια.

«Εντάξει, μην ανησυχείς» είπε στο νεαρό άνδρα που τους κοιτούσε καχύποπτα όλη αυτή την ώρα, «είναι παιδιά του Ζεραήλ»

Μόλις το είπε αυτό, ο νεαρός άνδρας γύρισε και κοίταξε παραξενεμένος τα δύο αγόρια, ενώ η ανακούφιση στο πρόσωπό του ήταν εμφανής.

«Δεν πέρασε και πολύς καιρός από τότε που συναντηθήκαμε» είπε μετά ο Κυανός αναφερόμενος στα δύο αγόρια, «ελπίζω να μείνατε μακριά από μπλεξίματα»

«Το προσπαθήσαμε» του απάντησε ο Μιχάλης, προσπαθώντας να αποκτήσει κάποια οικειότητα με τον άνδρα.

Τους κοίταξε μετά λίγο καχύποπτα, σαν να μην πίστευε αυτά που έλεγε ο Μιχάλης, στο οποίο δεν είχε και άδικο φυσικά. «Και το Γεράκι για ποιο λόγο θέλετε να το δείτε;»

Ο Μιχάλης δεν ήξερε αν έπρεπε να τον εμπιστευτεί ή όχι, αλλά κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή. «Θέλουμε να μας δώσει κάτι, για να το πάμε στον… Σέκαρ»

Ο άνδρας έμεινε να κοιτάζει παραξενεμένος. «Τι δουλειά έχουν παιδιά του Ζεραήλ με τον Σέκαρ;»

Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει, αφού δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. «Βασικά, σε εμένα έχει αναθέσει ο Σέκαρ αυτήν την αποστολή» άρχισε να λέει και μετά εξήγησε όσο πιο σύντομα γινόταν τη γνωριμία του και με τους δύο.

Ο άνδρας όλη αυτή την ώρα άκουγε προσεκτικά όσα έλεγε ο Μιχάλης και όταν τελείωσε, έμεινε σκεφτικός για λίγο.

«Μάλιστα» είπε στο τέλος, «ελάτε κάτω, εκεί είναι το Γεράκι» συνέχισε σε ακόμη πιο φιλικό τόνο, αρχίζοντας να κατεβαίνει τις σκάλες. Τα δύο αγόρια ακολούθησαν, ενώ ο νεαρός άνδρας είχε κατέβει νωρίτερα στο υπόγειο.

Τα ξύλινα σκαλοπάτια έτριζαν καθώς τα πατούσαν, ενώ έδιναν την εντύπωση πως θα μπορούσαν να πέσουν ανά πάσα στιγμή. Στο υπόγειο βρισκόταν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι σε σχήμα έλλειψης, με μήκος που να επιτρέπει σε πολλούς ανθρώπους να κάθονται σε καρέκλες γύρω του, ενώ πάνω σε αυτό ήταν ακουμπισμένα πολλά χαρτιά, πάπυροι δηλαδή, όπου υπήρχαν πολλά σχέδια, ζωγραφισμένα εξαίρετα, σαν να τα είχε φτιάξει ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης. Δεν πρόλαβε να τα δει καλά όμως, γιατί όλοι στράφηκαν στα δύο αγόρια. Υπήρχαν και άνδρες και γυναίκες, όλων των ηλικιών άνω των δεκαοχτώ, με τους Κυανούς να ξεχωρίζουν από τους χωρικούς εξαιτίας των μανδυών που φορούσαν, σε μπλε χρώμα που κάλυπταν ολόκληρα τα σώματά τους. Μόνο τα κεφάλια τους ήταν ακάλυπτα, αφού είχαν κατεβασμένες τις κουκούλες. Όλοι οι Κυανοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το τραπέζι μαζί με λίγους χωρικούς, ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν διάσπαρτοι στον υπόλοιπο χώρο.

«Νίκο; Εσύ είσαι;» ρώτησε ξαφνικά ένας άνδρας που καθόταν στο τραπέζι, κοντά στην κεντρική θέση που ήταν άδεια.

«Γεια σου, θείε» τον χαιρέτησε ο Νίκος, σε ήρεμο ύφος.

«Τι κάνεις εδώ;»

Ο άνδρας που τους είχε οδηγήσει εκεί, έφτιαξε το λαιμό του και τράβηξε την προσοχή, πριν προλάβει να απαντήσει ο Νίκος στην ερώτηση του θείου του, αλλά τελικά δεν είχε σκοπό να μιλήσει σε όλους και απευθύνθηκε μονάχα στον Μιχάλη.

«Καλύτερα να πας μόνος σου να του ζητήσεις αυτό που θες, όσο ο φίλος σου θα μιλήσει με τον θείο του. Είναι πίσω από το τραπέζι» συνέχισε, δείχνοντας μία πόρτα πίσω από το τραπέζι, την οποία δεν την είχε προσέξει μέχρι τότε ο Μιχάλης.

Μόλις έφτασε εκεί, έσπρωξε την πόρτα, νιώθοντας τα βλέμματα όλων καρφωμένα επάνω του και μπήκε μέσα σε έναν μικρό και σκοτεινό χώρο. Εκεί δεν υπήρχε η μυρωδιά και η αίσθηση της υγρασίας που υπήρχε στο υπόγειο. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα, εκτός από ένα τραπέζι, πάνω στο οποίο βρισκόταν μία κανάτα με νερό, και μία μεγάλη πολυθρόνα, πάνω στην οποία καθόταν ένας άνδρας, ο οποίος εκείνη τη στιγμή πρέπει να κοιμόταν. Στο λιγοστό φως που έμπαινε από την ελάχιστα ανοιχτή πόρτα που είχε αφήσει ο Μιχάλης μπαίνοντας, είδε πως ήταν ηλικιωμένος, με λίγα μαύρα αραιωμένα μαλλιά και ένα μεγάλο μουστάκι να ξεχωρίζει στο πρόσωπό του. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ροχαλητό του, καθώς έπαιρνε βαθιές ανάσες.

«Εεε… συγγνώμη. Πρέπει να σας μιλήσω»

Ο άνδρας τινάχθηκε από τον ύπνο του και σχεδόν στάθηκε όρθιος, ενώ την επόμενη στιγμή κάθισε καλύτερα στην πολυθρόνα, στην οποία είχε σχεδόν ξαπλώσει στη διάρκεια του ύπνου του. Το βλέμμα του μετά έπεσε πάνω στον Μιχάλη.

«Ποιος είσαι και για ποιο λόγο τόλμησες να με ξυπνήσεις;»

Του εξήγησε τι ήθελε. Το άγριο βλέμμα του άνδρα τότε έδωσε τη θέση του σε ένα ανέκφραστο. «Και πιστεύεις ότι εγώ έχω αυτή την περγαμηνή που λες; Είσαι τόσο χαζός ή έχεις κάποιο λόγο να εμπιστεύεσαι τον Σέκαρ;»

Ο Μιχάλης έμεινε παραξενεμένος να τον κοιτάζει, πριν απαντήσει καταφατικά.

«Πες μου κάτι άλλο» είπε ο άνδρας μετά, με το ίδιο ανέκφραστο ύφος, «τι γνώμη έχεις για τους Ηγέτες;»

«Τη χειρότερη»

«Δηλαδή, τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουν αυτοί που βρίσκονται υπό την εξαναγκαστική εξουσία τους;»

«Να τους ρίξουν από την εξουσία και μετά δε θα πρέπει να τους δικάσουν και να τους τιμωρήσουν για όλα αυτά που έχουν κάνει;»

«Καλώς» είπε ο άνδρας μετά, ενώ μετά έκανε μια γρήγορη και μικρή κίνηση με το δεξί του χέρι, όπου βρέθηκε ένας τυλιγμένος πάπυρος, με πάχος σχεδόν τριπλάσιο του καρπού του. «Ξέρεις, μικρέ, δε σέβομαι κανέναν, γιατί όλοι ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους και για το προσωπικό τους κέρδος. Ο Σέκαρ όμως είναι ο μοναδικός που έχει κερδίσει το σεβασμό μου και τον εμπιστεύομαι αρκετά. Εκείνος πιστεύει για κάποιο λόγο σε εσένα, τον οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι δεν καταλαβαίνω, αλλά θα το σεβαστώ. Θα σου τη δώσω αυτή την περγαμηνή, αλλά να θυμάσαι ένα πράγμα: Αλίμονό σου έτσι και δε φτάσει στα χέρια του Σέκαρ. Οι συνέπειες θα είναι ολέθριες»

«Ξέρατε πως θα έρθω;» αναρωτήθηκε ο Μιχάλης μόλις την πήρε στα χέρια του.

«Λες να έδινα κάτι τόσο σημαντικό σε ένα τυχαίο παιδαρέλι που θα ερχόταν να το ζητήσει;» ήταν η απόκριση του άνδρα, «Εξαφανίσου τώρα από τα μάτια μου, πριν θυμηθώ πως μου χάλασες τον ύπνο» είπε στο τέλος.

Τελικά ο Ζεραήλ δεν ήταν ο μόνος με κακή συμπεριφορά. Δεν είπε κάτι άλλο και έκανε μεταβολή, βγαίνοντας σύντομα από το δωμάτιο, βρίσκοντας ένα άδειο υπόγειο.

«Πού πήγαν οι άλλοι;»

«Οι Χιζέρκα είναι έξω από το χωριό και πήγανε να τους σταματήσουν» του απάντησε ο Νίκος.

Παναγιώτης Βάβαλος