Ο Φιλίπ, ένιωθε το κεφάλι του να τον πονά τρομερά και προσπάθησε να ανακαλέσει στην μνήμη του τα τελευταία γεγονότα λίγο πριν χάσει εντελώς τις αισθήσεις του. Βρισκόταν πεσμένος μπρούμυτα στο σαλόνι του σπιτιού του, ενώ εξακολουθούσε να φορά εκείνη την αποκριάτικη στολή με την οποία είχε παρευρεθεί στην γιορτή της κολοκύθας. Κάπου εκεί, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Σηκώθηκε με κόπο, μουδιασμένος ακόμη, ενώ με μία αμήχανη κίνηση , πέρασε το χέρι του πάνω από τα χείλη του διαπιστώνοντας πως τα στόλιζε ακόμη το ξεραμένο αίμα. Άραγε, είχε πράγματι βρεθεί στην γιορτή, ή ήταν αποκύημα της φαντασίας του; Ποιος τον είχε φέρει στο σπίτι και γιατί ήταν χτυπημένος; Πού ήταν η Ελοντί;
Μπροστά σε όλες αυτές τις απορίες οι οποίες συγκεντρώνονταν μέσα στο μυαλό του κοχλάζοντας σαν την λάβα του ηφαιστείου, μούγκρισε εκνευρισμένος και πιάνοντας με το ένα του χέρι την άκρη ενός καναπέ, σηκώθηκε με κόπο. Κατόπιν, άναψε το κεντρικό φως του σαλονιού, όταν φωνές εξαγριωμένες ακούστηκαν από μακριά αναβιώνοντας τον χειρότερο εφιάλτη του. Τον εφιάλτη εκείνης της καταραμένης νύχτας, η οποία τον οδήγησε σε μία ακόμη πιο μίζερη ζωή, κλεισμένο στο μπουντρούμι του ίδιου του του σπιτιού. Απόψε οι φωνές τον δίκαζαν και πάλι μεταμορφώνοντάς τον σε εκείνον τον καταδικασμένο αποδιοπομπαίο τράγο, σε εκείνον τον τραγικό κυματοθραύστη των ανασφαλειών, της φοβίας και της άρνησης, αυτής της μικρής κοινωνίας.
Με αποφασιστικότητα κατευθύνθηκε μπροστά από έναν σχεδόν ολόσωμο καθρέπτη. Αυτή τη φορά δεν θα έκρυβε το πρόσωπό του. Στο ανάθεμα πλέον να πήγαινε αυτή η άθλια ζωή του που ήταν αναγκασμένος να την ζήσει έτσι. Από το τζάμι του παραθύρου, μπορούσε να δει το πλήθος που πλησίαζε. Ας ήταν λοιπόν. Απόψε θα γραφόταν επιτέλους ένα τέλος με εκείνον να υποκύπτει αμαχητί. Η Ελοντί δεν βρισκόταν δίπλα του, μήτε ο Ντεάν. Ήταν μονάχος του. Οι κραυγές πλησίαζαν όλο και περισσότερο, μέχρι που είδε τους πρώτους να κοντοστέκονται μπροστά από την μάντρα του, φοβούμενοι να κάνουν το βήμα και να περάσουν μέσα. Αυτό του δημιουργούσε ομολογουμένως μία εσωτερική ευφορία, να βλέπει τον φόβο να καθρεπτίζεται στα μάτια τους. Ωστόσο, αυτή τη φορά το παιχνίδι θα το έπαιζε διαφορετικά. Θα παρουσιαζόταν μπροστά τους με την αληθινή του εμφάνιση. Εκείνη την τερατόμορφη που έδινε τροφή στο μίσος και τους φόβους τους. Με την καρδιά του να χτυπά σε γρήγορους ρυθμούς, άνοιξε επιτέλους την πόρτα και αντίκρυσε το πλήθος κατάματα. Ένα πλήθος που αίφνης πισωπάτησε και έμεινε να τον κοιτάζει για αρκετή ώρα σιωπηλό, παραδομένο μάλλον στο σοκ.
Η Ελοντί με τον Ντεάν συνέχιζαν την γρήγορη διαδρομή τους στο μονοπάτι εκείνο, όταν άκουσαν φωνές και κατάλαβαν, πως είχαν φτάσει πολύ αργά. Ταυτόχρονα όμως με εκείνους, στο χωριό είχαν έρθει για επίσκεψη, η μικρή Απολλίν με την Ατζέλικα. Προχωρούσαν μονάχες τους στην πλατεία, όταν είδαν τα φαγητά και τα ποτήρια παρατημένα λες και είχε συμβεί κάτι κακό, αναγκάζοντας τον κόσμο να φύγει ατάκτως. Η Ατζέλικα με μία έκδηλη αμηχανία να σκεπάζει τις κινήσεις της, προχώρησε προς την χαρακτηριστική, γοτθική εκκλησία, όπου βρήκε στο προαύλιο τον πατέρα Αυγουστίνο να κλαίει. Η Απολλίν έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά του και ο γέροντας, αναγνωρίζοντάς την , άνοιξε τα χέρια του για να την υποδεχτεί με θέρμη. Αυτό το κοριτσάκι το είχε μεγαλώσει σχεδόν από βρέφος και παρά τις αντιξοότητες στο οικογενειακό περιβάλλον, είχε εξελιχθεί σε ένα υπέροχο παιδί.
«Παππούλη γιατί κλαις;» τον ρώτησε με την χαρακτηριστική παιδική της φωνή.
«Κλαίω γιατί ο κόσμος είναι άδικος και γιατί αυτό το μέρος δεν αντέχει να σηκώνει άλλες αμαρτίες στην πλάτη του. Απόψε, φοβάμαι πως θα συμβεί κάτι τραγικό που θα στιγματίσει τον τόπο αυτόν για πάντα. Είσαι όμως παιδί, μην σε βαραίνω με τέτοια σκληρά πράγματα» της είπε και η Απολλίν βούρκωσε.
«Η μαμά ήθελε να έρθουμε για την γιορτή. Εγώ ωστόσο, ήθελα να δω τον Φιλίπ» του είπε και ο πατέρας Αυγουστίνος κοίταξε πλαγίως την Ατζέλικα, η οποία ωστόσο δεν άντεχε να τον κοιτάζει στα μάτια. Εκείνος, την πλησίασε και έκατσε δίπλα της διακριτικά.
«Υπάρχει μήπως κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μου;» την ρώτησε και εκείνη σιωπηλή κούνησε αρχικά το κεφάλι της αρνητικά. «Να ξέρεις, πως δεν θα σε κρίνω. Δεν είναι δική μου δουλειά άλλωστε. Εγώ, έχω ως σκοπό μου να βοηθώ τους ανθρώπους και να τους απαλλάσσω από τα βάρη της ψυχής τους. Θα ήμουν ανόητος λοιπόν αν σε έκρινα. Αντιθέτως, είμαι εδώ για να μοιραστείς μαζί μου ό,τι σε βασανίζει και αν μπορώ, να σε βοηθήσω» της είπε και για πρώτη φορά την είδε να στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος του. Στο κουρασμένο της πρόσωπο, διαγραφόταν μία υποψία χαμόγελου, σαν να τον ευγνωμονούσε γι' αυτό.
«Κανένας δεν μου έχει μιλήσει έτσι, ποτέ» του είπε ντροπαλά.
«Γιατί κανένας δεν έχει εμπεδώσει ακόμη πως ουδείς αναμάρτητος» της απάντησε ο πατέρας Αυγουστίνος και συμφώνησαν να μπουν στον ναό για να ξεκινήσει μία εξομολόγηση που θα κατόρθωνε να απαλύνει την ψυχή της Ατζέλικα, δίνοντας ελπίδα σε αυτόν τον τόπο για γαλήνη.
Οι δυο τους κοιτάχτηκαν αρχικά βαθιά μέσα στα μάτια. Ήταν μία κίνηση που σηματοδότησε την έναρξη αυτής της εξομολόγησης. Η Ατζέλικα, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, την οποία πάλεψε να ισορροπήσει, ξεκίνησε δειλά την αφήγηση, αρχικά δίχως να τον κοιτάζει.
«Θυμάμαι αυτόν τον τόπο, από τότε που ακόμη ήμουν μικρό κορίτσι. Η ζωή στην επαρχία, έχει τα καλά της, μα και τα κακά της. Μικρό περιβάλλον, ο κόσμος όλος γνωρίζεται μεταξύ του. Είχα πάντοτε το όνειρο να φύγω, ή καλύτερα να ξεφύγω και να βρεθώ στο Παρίσι. Τελικά, όταν ο άνθρωπος κάνει όνειρα, ο Θεός γελά μαζί του. Έτυχε να μείνω έγκυος σε νεαρή ηλικία και να παντρευτώ. Μπορώ να πω, πως ο γάμος μου ήταν ευτυχισμένος. Περνούσα καλά και σπάνια είχαμε προβλήματα. Είχε γεννηθεί η μικρή όταν η μοίρα μου στέρησε τον άντρα μου και έμεινα μόνη να φροντίζω την Απολλίν. Μαζί με την δική μου ιστορία ωστόσο, έτρεχε παράλληλα και εκείνη του Φιλίπ. Σχεδόν ποτέ μου δεν τον είχα δει από κοντά, όχι πριν από την μοιραία βραδιά της πυρκαγιάς. Ομολογώ πως πίστευα τα λεγόμενα των χωριανών, μέχρι που ήρθε ένα βράδυ, όπου εγώ βάδιζα για το σπίτι και δέχτηκα επίθεση. Αρχικά ο άγνωστος, είχε έρθει από πίσω μου αιφνιδιάζοντάς με, προκειμένου να μην δω το πρόσωπό του. Στην αρχή κατάφερα να ξεφύγω γδέρνοντάς τον με το σώμα μου να σπαρταρά σαν το ψάρι που το ξέβρασε το κύμα στην ακτή. Γλίστρησα και έπεσα στο χώμα, το οποίο από την φόρα της πτώσης εισχώρησε στα νύχια μου. Εκείνος, βαριανάσαινε και βρυχιόταν πίσω μου, λυσσασμένος από ηδονή. Σχεδόν μύριζα τον ιδρώτα ανάμεικτο με τις βρωμερές του ορμόνες και μου ερχόταν εμετός. Για λίγο, είχα φοβηθεί για τον Φιλίπ, πως ήταν εκείνος, ωστόσο όταν τελικά έκανα απότομη κίνηση τραβώντας του την κουκούλα είδα...» κάπου σταμάτησε σαν να μην άντεχε άλλο. Ήταν σαν να ζούσε κυριολεκτικά ξανά, εκείνη την μαύρη στιγμή.
«Πάρε όσο χρόνο θέλεις» ήχησε η μονίμως πράα φωνή του πατέρα Αυγουστίνου. Εκείνη τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα, ενώ το χέρι της που διαρκώς έτρεμε, πάλεψε να μαζέψει ένα δάκρυ.
«Ήταν ο Ναπολεόν. Τη στιγμή της αποκάλυψης του προσώπου του, σοκαρίστηκε σε σημείο που αποτραβήχτηκε και γεμάτος οργή με έπιασε από τον λαιμό. Με εκβίασε πως αν άνοιγα ποτέ το στόμα μου, θα έκανε κακό στην μικρή. Θα μας κυνηγούσε και θα μας έβρισκε όπου και να πηγαίναμε. Φοβήθηκα και κράτησα το στόμα μου κλειστό, μα και τα μάτια μου μπροστά στα αίσχη του. Το ξέρω πως κάτι τέτοιο, είναι αμαρτία και πως με αυτόν τον τρόπο έγινα σιωπηλός συνένοχος σε ένα φρικτό έγκλημα. Το ξέρω και έχω μετανιώσει, μα οι αμαρτίες μου είναι πολλές, όπως η κρυφή μου σχέση με τον Πιέρ. Ντρέπομαι γι'αυτό, κοιτάζω την κόρη μου στα μάτια και με πνίγουν οι ενοχές...» έκανε ξανά μία παύση καθώς οι αλλεπάλληλοι λυγμοί την έπνιγαν. Ταυτόχρονα, ένα βάρος σηκωνόταν σαν σκόνη από πάνω της, αφήνοντας την επιφάνεια της ψυχής της καθαρή. Κάθε της λέξη, κάθε της κουβέντα, έμοιαζε με βάλσαμο γλυκό.
«Να ξέρεις» άκουσε την φωνή του γέροντα «Πως η ηλικία μου και η εμπειρία μου, με δίδαξαν να διαβάζω τα μάτια εκείνου που έχω απέναντί μου. Τα μάτια αγγίζουν την ψυχή και επικοινωνούν μέσω αυτής. Σήμερα λοιπόν, αυτήν εδώ τη στιγμή, εγώ σε συγχωρώ. Ήρθες ως εδώ, πιο πολύ για να κάνεις κατάθεση ψυχής, για να πετάξεις το βάρος, να βρεις έναν ώμο να ακουμπήσεις. Εγώ σου τον προσφέρω απλόχερα. Ακούμπησε, κλάψε άμα θέλεις» της είπε και εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Ο Φιλίπ...Ο Φιλίπ στα δικά μου μάτια ήταν πάντοτε ένας άγνωστος τιμωρός. Τον φοβόμουν και από ένα σημείο και μετά ένιωσα αντιπάθεια γιατί τον έβλεπα σαν ένα εμπόδιο στην παράνομη σχέση μου με τον Πιέρ» του είπε και ήταν η αλήθεια.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις με το χέρι στην καρδιά. Τον θεωρείς τέρας;» την ρώτησε.
«Πήγε κάποτε να με πνίξει, όμως η μικρή τον λατρεύει. Δεν ξέρω το γιατί. Ξέρω μονάχα πως ο λόγος που μου φέρθηκε έτσι, ήταν εξαιτίας της συμπεριφοράς μου απέναντι στην Ελοντί...» του είπε και εκείνος έπιασε το χέρι της.
«Ο Φιλίπ είναι ένα δύστυχο πλάσμα και τίποτε περισσότερο. Ένας άνθρωπος φοβισμένος, διωγμένος και αποκομμένος από την κοινωνία. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, το χωριό έχει πάει σπίτι του για να τον σκοτώσει. Ατζέλικα, σε παρακαλώ, θέλω μία χάρη. Να πεις την αλήθεια. Αυτήν τη στιγμή ένας άνθρωπος κατηγορείται άδικα για απαγωγή. Το ένστικτό μου μου λέει, πως πίσω από όλα κρύβεται το πρόσωπο που κάποτε, πήγε να ατιμάσει το κορμί σου. Βρες το κουράγιο να μιλήσεις. Ο Θεός είναι μαζί σου, είναι μαζί με την αλήθεια. Μην φοβηθείς» της είπε ωστόσο εκείνη δεν απάντησε.
Με κόπο σηκώθηκε και του φίλησε απαλά και τα δύο χέρια. Πρώτα το δεξί, έπειτα το αριστερό. Βγήκε έξω από τον μικρό ναό και τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Τελικά η αγκαλιά του Θεού βρισκόταν στην Γη και όχι απαραίτητα στον ουρανό. Βρισκόταν στην αγαθή πρόθεση και στην μεγάλη καρδιά εκείνου του γλυκού γέροντα, ο οποίος τώρα στα μάτια της έπαιρνε άλλες διαστάσεις, θεϊκές. Στο προαύλιο την καρτερούσε η Απολλίν, η οποία έτρεξε και την αγκάλιασε μόλις εκείνη εμφανίστηκε μπροστά της.
«Μαμά, πού είναι ο Φιλίπ;» την ρώτησε μα η Ατζέλικα δεν ήξερε τι να της απαντήσει. «Κινδυνεύει;» ρώτησε ξανά η μικρή.
«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε τώρα η γυναίκα.
«Γιατί δεν μου απαντάς» επέμεινε η Απολλίν και η Ατζέλικα ξεφύσησε.
«Ο Φιλίπ πράγματι κινδυνεύει» της είπε στο τέλος και το κορίτσι χλόμιασε.
«Όχι μαμά!Ο Φιλίπ είναι ο καλύτερος φίλος που είχα εδώ. Είναι ένας άγγελος και με αγαπά. Σε παρακαλώ, σταμάτα να πιστεύεις το χωριό. Ποιος άνθρωπος, ο οποίος έχει κακία μέσα του αγαπά τα παιδιά; Μαμά...»πήγε να συνεχίσει, μα τα λόγια του πατέρα Αυγουστίνου ήχησαν ξανά μέσα της. Πως πρέπει να πει την αλήθεια καθώς το επόμενο θύμα, θα μπορούσε να είναι ένα κορίτσι στην ηλικία της κόρης της. Ο Ναπολεόν έπρεπε να πληρώσει. Στην τελική, αν κάποιον όφειλαν να λιντσάρουν και να κάψουν ζωντανό, ήταν αυτός.
«Φύγαμε!» φώναξε στην κόρη της και ξεκίνησαν να τρέχουν με κατεύθυνση το σπίτι του Φιλίπ.
Εκείνος από την άλλη, έστεκε ακλόνητος στο κατώφλι με τον κόσμο να τον κοιτάζει. Άλλοι έμοιαζαν τρομοκρατημένοι, άλλο αηδιασμένοι, άλλοι τον κοιτούσαν με λύπηση. Όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, διαγράφονταν στα πρόσωπα του πλήθους, τίποτε το θετικό, όπως πάντα.
«Καλώς το τέρας» τον χλεύασε ένας φτύνοντάς τον στο πρόσωπο, μα ο Φιλίπ δεν κουνήθηκε. Συνέχισε να στέκει, με την διπλή του όψη, κληρονομιά του Παραδείσου και της Κολάσεως. Δεν ήθελε να αμυνθεί, γιατί δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Δίχως την παρουσία της Ελοντί, είχε άξαφνα νιώσει μόνος, ανήμπορος. Τότε, μέσα από το πλήθος, ο Ναπολεόν κινήθηκε βαστώντας ένα κυνηγετικό όπλο, καθώς στον ελεύθερό του χρόνο, ήταν κυνηγός. Ο Φιλίπ τον κοίταξε, μα δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Αυτή τη φορά, όλα θα γίνουν γρήγορα. Πες μας πού είναι η Ζακελίν και τι της έκανες» του μούγκρισε και ο νεαρός κάγχασε.
«Θαρρώ πως εσύ, γνωρίζεις την απάντηση καλύτερα από όλους» του απάντησε ο Φιλίπ και το πλήθος ξεσηκώθηκε ουρλιάζοντας του Ναπολεόν να τελειώνει μαζί του. Εξάλλου, όπως όλοι υποστήριζαν, ο Φιλίπ δεν θα έλειπε σε κανέναν. Άνθρωπο να τον υπερασπιστεί δεν είχε και ο λόγος του, ήταν ενάντια σε εκείνον του χωριού. Παρά τις απανωτές ερωτήσεις που δεχόταν, για το μέρος που βρισκόταν η Ζακελίν, εκείνος έδινε πάντοτε την ίδια απάντηση. Τότε, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Ναπολεόν τον σημάδεψε, η σκανδάλη πατήθηκε, μα τα ουρλιαχτά της Ελοντί έσκισαν τον αέρα, με τον Ντεάν να πηδά και να βάζει το σώμα του ασπίδα. Η σφαίρα, βρήκε σχεδόν την καρδιά του ρίχνοντάς τον στο πάτωμα, μέσα σε μία λίμνη αίματος.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη