Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κεφάλαιο 35 - Τζάρβις)

Πέρασαν πολλά φεγγάρια από το βράδυ που χωρίστηκαν οι νυχτερινοί στη Λούμπισα. Είχαν δώσει την υπόσχεσή τους στη Λαίδη Μπέθιελ πως θα βρίσκονταν την επόμενη πανσέληνο και πάλι στο Γκόγκλεντολ, για να πάρουν το νυχτερινό καράβι για την Κατάα, ώστε να μεταφέρουν το σώμα του Κάανν και τα άσχημα νέα στη Βασίλισσα Ντιλέχγουιν. Έτσι, ο Τζάρβις βρήκε επιτέλους το χρόνο να επισκεφτεί τη Σινές, ακόμα κι αν ήταν αργά.

Η πόλη της Πράσινης Θάλασσας ήταν υγρή και γεμάτη λάσπες εκείνο το βράδυ. Το φως του φεγγαριού είχε καλυφθεί από τα σύννεφα βροχής και ο νεαρός Μποέμιαν, για αρκετή ώρα, δεν άκουγε τίποτα στο πέρασμά του. Προχωρώντας προς την ακρόπολη και τον Πύργο της Σινές, άκουσε κάτι που του τράβηξε την προσοχή: Φωνές και δυνατή μουσική, έφταναν στα αυτιά του από την ταβέρνα του παζαριού, τον “Σκίουρο” όπως ήταν το όνομά της.

“Μουσική”, μονολόγησε με μια έκφραση νοσταλγίας στο πρόσωπό του. Έκλεισε τα μάτια του και πήγε προς την ταβέρνα, σχεδόν χορεύοντας. Όσο πλησίαζε, τόσο κατάφερνε να ξεχωρίσει τη μουσική από την οχλαγωγία. Του ακούγονταν τόσο γνώριμα όλα. Οι φωνές, τα γέλια, οι ήχοι των κανατιών και των ξύλινων κουπών, αλλά κυρίως τα τραγούδια τους. Έριξε μια ματιά στην ξύλινη επιγραφή που είχε πάνω της έναν σκίουρο να πίνει λαίμαργα μια κούπα κρασί. Χαμογέλασε και μπήκε μέσα.


Όταν κατέβασε την κουκούλα από το πανωφόρι του, το νεαρό κορίτσι που τραγουδούσε σταμάτησε και σηκώθηκε όρθιο. Στη συνέχεια, το ένα μετά το άλλο τα όργανα σώπασαν και για λίγο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι μουσικοί σηκώθηκαν και εκείνοι όρθιοι. Όλοι είχαν γυρίσει και κοιτούσαν τον ξένο.

“Έλινορ;” αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Τζάρβις. Μα πριν προλάβει να συνεχίσει τη σκέψη του, το κορίτσι έτρεχε καταπάνω του, πέφτοντας με φόρα πάνω στην αγκαλιά του. Δε μίλησαν. Οι τρεις μουσικοί, ο Γιοέλ, ο Γιοτζαΐλ και ο Μπόρι Κενν πλησίασαν και αυτοί τον παλιό τους φίλο, τον αγκάλιασαν και κάθισαν βιαστικά σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι σε μια γωνιά της ταβέρνας. Ο Γιοτζαΐλ έφερε κρασί και κούπες για όλους και ο Τζάρβις Λαγκ, ο μεγάλος αδερφός της Έλινορ Λαγκ τους εξιστόρησε τις περιπέτειές του στα Βουνά Πριν Την Ανατολή.

“Δεν βλέπω να φοράς το μποεμικό σταυρό σου”, ρώτησε με περιέργεια ο Γιοέλ. Οι άλλοι τρεις κοιτάχτηκαν διακριτικά.

“Ναι, δεν τον έχω”, επιβεβαίωσε ο Τζάρβις.

“Τον έχασες στα μέρη των Λύκων;”, επέμεινε ο Γιοέλ.

“Όχι...” απάντησε ο Τζάρβις και ήπιε μια γουλιά ακόμα από την κούπα του. “...Τον έδωσα να μου τον φέρουν εδώ στη Σινές. Για αυτό είμαι εδώ και έσμιξαν οι δρόμοι μας”. Οι τέσσερεις τσιγγάνοι έμειναν να τον κοιτούν χωρίς να λένε τίποτα. Έτσι ο Τζάρβις συνέχισε: “Τον έδωσα σε μια κοπέλα από την Αραζέμ. Έχει κοντά μαλλιά, στο χρώμα της φωτιάς και φακίδες στο πρόσωπο. Το όνομά της είναι Έλστα. Μήπως έχετε δει κάποια τέτοια κοπέλα;” ρώτησε ανήσυχος.

Οι μουσικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αλλά δεν απάντησαν. Ούτε έδειχναν ξαφνιασμένοι στα λόγια του φίλου τους. Είχαν όμως στο πρόσωπό τους μια ανεξήγητη μελαγχολία.

“Είναι δύσκολα λόγια, βαριά για να στα πω αδερφέ μου...”, είπε η Έλινορ και σηκώθηκε να πάει στο κέντρο της ταβέρνας. “...μα άκου το τραγούδι μου”

Ο Μπόρι Κενν έφερε τον ξύλινο αυλό του και ξεκίνησε να παίζει μια μελωδία, που θύμιζε ξεκίνημα λυπητερού παραμυθιού. Στη συνέχεια ακούστηκε η αρμονία της μικρής άρπας του Γιοέλ και ύστερα τραγούδησε η Έλινορ το τραγούδι για τη φίλη της

“Ω ένα κορίτσι αγνό, που η μαμά του το φρόντιζε όταν ήταν μικρό,

της έκανε πλεξούδες στα μαλλιά, τα αδέρφια της την παίρναν αγκαλιά

Μην την είδατε πέρα από την Πράσινη Θάλασσα;

Την είδαμε πιο μακριά, πολύ πιο μακριά

Δεν είχε πια πλεξούδες στα μαλλιά, δεν είχε σπίτι πια πουθενά

Μόν’ φρούτα ξερά και λόγια τρυφερά, μα μάτια αδειανά και χέρια νεκρά

Την είδαμε πέρα από την Πράσινη Θάλασσα”



Και απ’ έξω από την ταβέρνα, στο σπασμένο παράθυρο, είχε κολλήσει το βρώμικο πρόσωπό του, ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι, προσπαθώντας να ακούσει.

“Ώστε την είδατε;”, ρώτησε λυπημένος τη μικρή του αδερφή μόλις τελείωσε το τραγούδι της.

“Στο δρόμο για το Μαν’ νακά...” είπε ο Μπόρι Κένν. “...Ταξίδεψε μαζί μας ως το λιμάνι...”

“Και μετά;”, ρώτησε με αγωνία ο Τζάρβις.

“Μετά την είδαν εδώ” είπε η Έλινορ

“Ποιος;”

Η Έλινορ γύρισε προς το παράθυρο, μα το μικρό κορίτσι δεν ήταν πια εκεί.

“Ποιος;”, ρώτησε ξανά.

“Πάμε αδερφέ μου, ας φύγουμε”, του είπε η Έλινορ με κατευναστική και ζεστή φωνή, ακουμπώντας στο τραπέζι τον μποεμικό σταυρό του.