Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 5 - μέρος 2)

«Το 'χα διαβάσει αυτό, παππού» είπε η Αρετή, σπάζοντας πρώτη τη βαριά, θλιμμένη σιωπή που είχε απλωθεί στο σαλονάκι μετά την εξιστόρηση του πνιγμού της ξαδέλφης του προπροπάππου της. «Στην Ιστορία κατεύθυνσης της Γ΄ λυκείου, στα παραθέματα, που έλεγε ότι 26 γυναίκες και νεάνιδες, περνώντας από τη γέφυρα του ποταμού Πρύτανη κοντά στην Κουνάκα, φοβούμενες την ατίμωση ρίχτηκαν στο ποτάμι και πνίγηκαν*... Πού να το φανταζόμουν τότε ότι ανάμεσά τους ήταν και μια πρόγονός μας!»

«Εγουρταρεύτεν τ' άκλερον το κορτσόπον, Αρετούλα» της αποκρίθηκε ο παπά – Σάββας, με ραγισμένη τη φωνή. «Δεν πρόλαβε να σύρει τα πουγαλίας ντ' έσυραν οι δικοί μας στην Αργυρούπολη... Ε κιτί, πούλι μ'! Πρώτη τη γιαγιά σου την Αρετή, ασαράντιστη λεχώνα ακόμα, την ατίμασαν, μα αυτή με την κουνιάδα της τη Σόνια και τα μωρά τους ήταν τυχερές, κατάφεραν να ζήσουν και να γυρίσουν πίσω, οι άλλοι όμως όλοι εκεί εφέκαν τα στούδεα τουν, πρώτες οι μικρές η Νάστα κι η Νοπίτσα, που τις βίασαν και τις έσφαξαν μπρος στα μάτια της Δόμνας! «Νυφάδεα μ'» εβάρκιζ' η άμοιρη, κρατώντας τα κορμάκια τους που στάζαν αίματα, και μετά τρελάθηκε και πέθανε, έτσι μου τα 'πε η καλομάνα η Αρετή, έτσι σ' τα λέω κι εγώ... Κι ο Μανουήλ με τη Λισάφη, ύστερα, λύγισαν κι αυτοί από την πείνα και τις κακουχίες, μόλις που πρόλαβαν να δουν το τρίτο εγγόνι τους, στα χέρια της πεθεράς της ξεψύχησε πρώτος ο πεθερός της γιαγιάς της Αρετής, δίνοντας στερνή παραγγελιά στη νύφη του να το βαφτίσει με τ' όνομά του, αν γλύτωνε απ' την κόλαση, κι έφυγε με το όνομα του Σαββούλη του και του Γιωρίκα του στα χείλη, τα παλικάρια του που τα 'χε αφήσει ζωντανά απάν' σα ραχιά, αντάρτες...»

«Πατέρα... Νομίζω πως αρκετά είπαμε για σήμερα» έκανε η Μαρία, βλέποντας τον πεθερό της να σπογγίζει τα μάτια του, την κυρά Αρετή να κλαίει σιγανά και τον άντρα της να παλεύει κι αυτός με τα δάκρυά του, ενώ τα παιδιά της είχαν κουρνιάσει το ένα στην αγκαλιά του άλλου και ο πόνος για όσα άκουσαν χαράκωνε τα δροσερά νεανικά τους πρόσωπα. «Να σας αφήσουμε να ησυχάσετε με τη θεία...»

«Έχει δίκιο η μάνα... Δεν αντέχω ν' ακούσω άλλα αυτή τη στιγμή» την υποστήριξε ο Σάββας. «Πάμε;..»

«Ναι, αγόρι μου, καλύτερα να πηγαίνουμε» συμφώνησε κι ο Μάκης με τον γιο του. «Έχει κι άλλα ακόμη πιο βαριά αυτή η ιστορία των πρόγονων μας, δε λέγονται όλα τώρα...»

«Καλά λες, μπαμπά, ούτε εγώ αντέχω... Όμως, παππού, την άλλη φορά θέλουμε να μας συνεχίσεις...»

«Θα σας συνεχίσω, εγγόνα μου... Γιατί μέσα στον τόσο πόνο και στα τόσα βάσανα, γράψανε και λαμπρές σελίδες οι πρόγονοί σας, μαζί με τον καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη και τους άλλους αντάρτες της Σάντας της επτάκωμης, της ηρωικής, που τους δέχτηκε κι έγινε για πέντε χρόνια η πατρίδα τους, πριν τον οριστικό ξεριζωμό το 1921...»

***

Στις 7 Ιουλίου του 1916, εδέησαν πλέον να προχωρήσουν οι Ρώσοι και να καταλάβουν και την υπόλοιπη περιοχή της Ματσούκας, και οι δύστυχοι εκτοπισμένοι στην Αργυρούπολη, όσοι επέζησαν, άρχισαν να γυρνάνε πίσω, στα λεηλατημένα χωριά τους, μαζί μ' αυτούς κι η Αρετή με τη Σόνια, η νύφη κι η κουνιάδα, η μία με τον γιο της αγκαλιά κι η άλλη με τα παιδάκια της κρατημένα από τα κάποτε τροφαντά, αλλά αδυνατισμένα πλέον χέρια της, που σαν αντίκρισαν την Κουνάκα ερειπωμένη, πόνεσε η καρδιά τους, ο πιο μεγάλος πόνος όμως κι η πιο μεγάλη φρίκη τις περίμενε με το που πλησίασαν στο πατρικό τους...

«Ντο σκυλάζ' αέτς;» ψέλλισε η Σόνια, φέρνοντας το λετσέκ της στο πρόσωπο, αφού με το που πέρασαν τη γκρεμισμένη πόρτα μια απαίσια δυσωδία τούς χτύπησε τη μύτη, η Αρετή τη μιμήθηκε, προχώρησαν ακόμη ένα βήμα και τότε είδαν τα μάτια τους το θέαμα: στο χωματένιο πάτωμα, νεκρά, σφαγμένα, κατακρεουργημένα και σε προχωρημένη σήψη, κείτονταν τα σώματα του πάππου του Σάββα και της καλομάνας της Συμέλας, μόλις που γνωρίζονταν...

«Αα!» κραύγασαν κι οι δυο στην τρομερή ανακάλυψη, κι η κραυγή τους έγινε αμέσως οδυρμός, τρεκλίσανε κι έπεσαν απάνω στα αγαπημένα γεροντικά πτώματα, αγνοώντας πια την αποφορά τους, τα έραναν με δάκρυα καυτά αντί για μύρα, κι ύστερα πια, έσκαψαν με τα χέρια τους έναν λάκκο στην αυλή και τα παράχωσαν απλώς, χωρίς παπά, χωρίς κηδεία, χωρίς ούτε έναν σταυρό να δείχνει το μνήμα τους...

«Δε μπορώ να μείνουμε άλλο εδώ, Αρετή μ'» είπε η Σόνια στη νύφη της το ίδιο βράδυ. «Δεν αντέχω, μόνες καταμόνες μας, και μετά από αυτό που είδαμε... Θεέ μου...»

«Ούτε εγώ μπορώ, Σόνα μ'... Μα έχουμε μικρά παιδία, πού θα πάμε;»

«Στο βουνό! Στο βουνό, να βρούμε τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μας και τον θείο Οδυσσέα... Να βρεις κι εσύ τον Σάββα, να μάθει πως έγινε πατέρας» έκανε αυθόρμητα η αδελφή του άντρα της, πιάνοντάς της στοργικά το χέρι και κυττώντας τη στα μάτια, κι η Αρετή, νιώθοντας την αποφασιστικότητα να ριζώνει και στη δική της την καρδιά, βάσταξε με τη σειρά της το χέρι της κουνιάδας της και την ατένισε δίχως να πει λέξη...

Έτσι λοιπόν, την άλλη μέρα, φορτώνοντας ό,τι μπορέσαν να περισώσουν από το βανδαλισμένο σπιτικό τους, πήρανε τα μωρά τους και κίνησαν για το βουνό‧ ταυτόχρονα, ο Σάββας με τα αδέλφια του, τα ξαδέλφια του και τον θείο τους, έχοντας μάθει ότι επέστρεφαν οι εξόριστοι, τώρα που οι Ρώσοι ήρθαν στα χωριά τους, θέλανε να κατέβουν από το λημέρι τους να δουν αν ζούσαν τα γυναικόπαιδά τους κι αν γυρίσανε, και η τύχη το 'φερε να συναντηθεί στον δρόμο ο νεαρός αντάρτης με την τρανέσσα του και τη γυναίκα του...

«Σάββα;... Ο Σάββας μας, αυτός είναι!» άρθρωσε πρώτη η Σόνια, βλέποντας από μακριά τον αδελφό της, και διακρίνοντας κι η Αρετή τον άντρα της ρίγησε ολόκληρη από χαρά, λιγώθηκαν τα μέλη της...

«Σάββα!» του φώναξαν χειρονομώντας. «Σάββα, δες μας! Εμείς είμες, η Σόνια κι η Αρετή!»

«Γαρή; Πατσίκα μ';...» ψέλλισε έκπληκτο το παλικάρι, θωρώντας μπροστά του τις δυο κοπέλες, και πριν το καταλάβει μια δύναμη θεϊκή έβαλε φτερά στα πόδια του, έτρεξε σαν άνεμος προς το μέρος τους και βρέθηκε πρώτα στην αγκαλιά της μεγάλης αδελφής του...

«Σαββούλη μου! Πασά μ'!» έλεγε η Σόνια και τον καταφιλούσε, κλαίγοντας, κι εκείνος έσκυβε και κούρνιαζε μες στα λατρεμένα χέρια της, που τον μεγάλωσαν μαζί με της Λισάφης και θρηνούσε, έχοντας καταλάβει τον χαμό της μάνας... Κι όταν πια χόρτασε την αγκαλιά της αδελφής, έκανε ένα βήμα και πλησίασε την τρυγόνα του, που περίμενε με λαχτάρα τρεμάμενη το ξανασμίξιμό τους, μα πριν ανοίξει τις φτερούγες του να την κλείσει μέσα, στάθηκε για μια στιγμή έκπληκτος κυττώντας το αετοπούλι που βαστούσε στον κόρφο της...

«Αρετούλα μ'... Το μωρόν;... Τίνος εν;» τη ρώτησε, με την ψυχή του να σκιρτάει από γλυκό προαίσθημα...

«Τ' εμέτερον εν', Σάββα μ'» του το επιβεβαίωσε αμέσως με την απόκρισή της εκείνη. «Ο γιος μας... Έπιασε η ευχή σου, άντρα μου...»

Εκεί πνίγηκε η φωνή της Αρετής απ' τη συγκίνηση, εγομώθεν και του Σάββα η γούλα, τα χέρια του τρέμανε την ώρα που του 'βαλε μέσα τους το μωρό τους και έμπηξε αυτό τα κλάματα, που αποχωριζόταν την αγκαλιά της μάνας του... «Ο γιος μας... Το παιδί μας...» μονολόγησε, κυττώντας μια εκείνο και μια τη γυναίκα του, κι όσο συνειδητοποιούσε μέσα του την πατρότητα, τόσο πλάταινε τ' αχείλι του και γινότανε χαμόγελο...

«Μην κλαις, γιαβρόπο μ'... Ατός εν ο κύρη σ', τέρεν ατόν» καθησύχασε κι η Αρετή το αγοράκι τους, κι αυτό σαν να κατάλαβε πως στου πατέρα την αγκάλη πια βρισκόταν κι όχι ξένου, γαλήνεψε, τα ματάκια του στυλώθηκαν στο βλέμμα του Σάββα και με το μικρό χεράκι του έκανε να αγγίξει τα αξύριστα θεριεμένα γενιά του, λιώσανε τότε οι καρδιές των νιων γονιών του από τη γλύκα, κι ο Σάββας γυρνώντας το στα χέρια της Αρετής τους έκλεισε μαζί γυναίκα και παιδί στα μπράτσα του και της φίλησε ζεστά τα πικραμένα χείλη...

«Να ποδεδίζω σε, Χριστέ μ', που μ' αξίωσες να βρω ξανά τη φαμελία μ'!» είπε, στρέφοντας το βλέμμα του στον Ύψιστο. «Κάνε να δω τον γιο μου να τρανύν', και τα κύρουκα μ' βαλ' τα στα δεξιά σου, έγροιξ' ατό, έγροιξα ντ' εχάθαν» πρόσθεσε κάνοντας τον σταυρό του, έπειτα γονάτισε νικημένος απ' τον πόνο και έκλαψε βουβά στον κόρφο της καλής του, κι η αδελφή του έπνιξε τους λυγμούς της στα κεφαλάκια των μωρών της...

 

*Αναφορά Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα 1917, Ανθελληνικοί εν Τουρκία διωγμοί, αριθμός πρωτοκόλλου 9067, Πετρούπολη 30.8.1916. Το ακριβές κείμενο της αναφοράς: «Οι εν τω σπηλαίω Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ πείνης, μετά συνθηκολόγησιν παρεδόθησαν. Εκ τούτων, είκοσι εξ γυναίκες και νεάνιδες, διερχόμεναι την επί του ποταμού παρά το χωρίον των γέφυραν, ίνα αποφύγωσιν τας, ας εφοβούντο, ατιμίας, έρριψαν εαυτάς εις το ρεύμα και παρά τας προσπαθείας των άλλων προς σωτηρίαν των, επνίγησαν»

Πουγαλίας = βάσανα, ταλαιπωρίες

Ε κιτί = σχετλιαστική ποντιακή έκφραση

Σκυλάζει = βρομάει