Ελισάβετ, το καταραμένο κορίτσι - Διαμαντένια, της Βασιλικής Διαμάντη

«Ελισάβετ, σε παρακαλώ, στάσου μη φεύγεις! Πού πας;» της φώναξε με στοργή και σπασμένη φωνή ο Έντισον ενώ έτρεχε από πίσω της λαχανιασμένος να την προφτάσει.

«Έντισον, μην κάνεις καμία προσπάθεια. Η μητέρα σου δε θα με συμπαθήσει ποτέ... Είμαστε δύο διαφορετικοί κόσμοι, δεν το βλέπεις; Προτιμώ να φύγω με όρθιο το κεφάλι παρά να το σκύβω συνέχεια σε κάθε προσβολή της. Πήγαινε κοντά της. Μην κάνεις την κατάσταση πιο δύσκολη απ' όσο είναι...» του απάντησε με υψωμένο το χέρι, δημιουργώντας έναν αόρατο τοίχο ανάμεσά τους.

«Σε αγαπάω, Ελισάβετ. Γιατί δεν το καταλαβαίνεις;»

«Αγαπημένε μου, λυπάμαι! Λυπάμαι πολύ, αλλά όλα είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν έχω άλλες αντοχές...» Η φωνή της ίσα που έβγαινε, σαν ένα θρόισμα του ανέμου, ενώ του γυρνούσε με πόνο ψυχής την πλάτη της.

Η ψηλόλιγνη φιγούρα της άρχισε να ξεμακραίνει όλο και πιο πολύ. Μέσα στο ολόλευκο φόρεμά της η σιλουέτα της διαγράφονταν περήφανη και στητή. Εν αντιθέσει με την κομματιασμένη της καρδιά που αιμορραγούσε με αυτόν τον χωρισμό. Αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να φύγει μακριά του, μα περισσότερο μακριά από αυτή τη σατανική γυναίκα.

Το κεφάλι της βούιζε και ένιωθε ότι θα λιποθυμήσει εκεί έξω από την εξώπορτα του σπιτιού του, του αρχοντικού του.

Παρόλο που ο Έντισον είχε λυγίσει ήδη τα πόδια του και έκλαιγε σιωπηλά, καταλάβαινε και κατανοούσε απόλυτα την αντίδρασή της, αλλά δεν ήθελε να το δεχτεί. Την αγαπούσε τόσο πολύ, που θα μπορούσε ακόμα να φτάσει και σε φόνο για την Ελισάβετ, αλλά δεν είχε το σθένος να αντιμετωπίσει τη μητέρα του, ήταν η μόνη αδυναμία του. Όσο η αγαπημένη του εξαφανιζόταν από το οπτικό του πεδίο, τόσο ο θυμός του φούντωνε. Έπρεπε να βρει τρόπο να ξεσπάσει, πριν αντιμετωπίσει τη μητέρα του, η οποία παρακολουθούσε τη σκηνή πίσω από την κουρτίνα του σαλονιού της.

«Όχι, νόμιζες πως θα μου πάρεις τον μοναχογιό μου!» και ένα χαιρέκακο γέλιο βγήκε από τα σωθικά της κάνοντας κάθε ον να τρομοκρατηθεί στο άκουσμά του. «Κανείς δε θα μου τον πάρει! Καμία δεν είναι άξια για το παλικάρι μου», συνέχισε να μιλάει με θυμό και ας ήταν μόνη στο σπίτι. «Ετοιμάσου για το επόμενο θανατηφόρο μου χτύπημα, “μικρή” μου Ελισάβετ», είπε στον εαυτό της και το τρανταχτό της γέλιο ανατρίχιασε όλη την πλάση.

Επιδέξια, παρά τα 95 της χρόνια, κατευθύνθηκε προς το υπόγειο, εκεί όπου, φύλαγε το μυστικό της. Ήταν νόμος απαράβατος κανείς να μη διαβεί το κατώφλι του. Μόνο που λίγες μέρες πριν, η Ελισάβετ παραβίασε αυτόν τον όρο. Τότε ήταν που όλα ράγισαν μέσα της και πήρε την απόφαση, μετά από σκέψη πολλών ημερών, να εγκαταλείψει τον Έντισον. Μέχρι τότε ακόμα πίστευε ότι απλώς η μητέρα του ήταν υπερπροστατευτική. Αλλά τα ευρήματά της την έπεισαν ότι είναι κάτι περισσότερο... Η ζωή της κινδύνευε και έπρεπε να αποφασίσει τι θα έκανε τελικά, θα παρέμενε και θα περίμενε στωικά τον θάνατό της ή θα έφευγε δια παντός από εκεί μέσα; Τελικά, η πλάστιγγα έγειρε προς τη δεύτερη λύση.

Μέσα στο σκοτεινό και κρύο δωμάτιο του υπογείου όλα ήταν στη θέση τους για να συνεχίσει τις υποχθόνιες ενέργειές της. Δεν της έφτανε ότι η Ελισάβετ έφυγε από το σπίτι. Ήθελε να τη δει να πεθαίνει, να πεθαίνει βασανιστικά και άγρια. Με αυτά στο μυαλό της έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό της. Οι επικλήσεις της στον μοναδικό Aka Manah, ο οποίος εδώ και χρόνια είχε καταστρατηγήσει το μυαλό της, ξεκίνησαν με όλες τις τιμές. Ο συγκεκριμένος δαίμονας ήταν ο κατάλληλος για να λειτουργήσει η κατάρα που είχε ως στόχο. Αρχικά, την κατάρρευση του νου της Ελισάβετ και τέλος, τον θάνατό της.



Και ενώ στο σκοτεινό αρχοντικό ξεκινούσε κάτι δαιμονικό, η Ελισάβετ διάβαινε το μονοπάτι που θα την οδηγούσε στο ζεστό σπιτικό της. Τα δέντρα του δάσους ήταν πανύψηλα αλλά στην κορυφή δέσποζε με αρχοντιά ο ήλιος. Η ατμόσφαιρα πρόσφερε αγαλλίαση και ηρεμία στο νεαρό κορίτσι. Κάτι που δεν άργησε να αλλάξει τα δεδομένα καθώς μία δυνατή πνοή ανέμου άρχισε να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της, κάνοντας τα πάντα γύρω να παγώσουν. Ένα σύγκρυο κυρίευσε την Ελισάβετ και ο κρύος ιδρώτας απλώθηκε σε κάθε ρανίδα του κορμιού της.

Ευθύς αμέσως, ο ουρανός σκοτείνιασε και ένα σμήνος κορακιών άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον ανεμοστρόβιλο κράζοντας με δύναμη. Κοντά της ακούστηκε ένας ήχος τρομακτικός! Ήταν οι λύκοι, οι οποίοι άρχισαν να αλυχτούν και ο φόβος ξεκίνησε να καταδυναστεύει σιγά – σιγά το μυαλό της παγώνοντάς της το αίμα. Μέσα από τον στροβιλισμό του αέρα, είδε να ξεπροβάλει ένα τρομακτικό μαύρο πλάσμα που της έκοψε την ανάσα. Μα ακόμα περισσότερο την τρόμαξε το απαίσιο γέλιο του και οι ακαταλαβίστικες λέξεις που έβγαιναν σαν κραυγές από το στόμα του αποκαλύπτοντας τα κοφτερά του δόντια. Η ανατριχίλα της μεταφέρθηκε σε κάθε πόρο του κορμιού της. Η μορφή ήταν απαίσια αλλά και “οικεία” κατά μία περίεργη έννοια. «Κάπου το έχω ξαναδεί, πού όμως;»



Εν ριπή οφθαλμού, η εικόνα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η πρώτη της σκέψη πήγε στα εργαλεία και στο βιβλίο που ήταν απλωμένα στον πάγκο του υπογείου του αρχοντικού. Αυτό το παράξενο βιβλίο ήταν γραμμένο σε μία περίεργη γλώσσα. Δειλά άρχισε να το ξεφυλλίζει αλλά η γλώσσα γραφής του τής ήταν άγνωστη. Παρ' όλα αυτά όμως ήταν τόσο άριστα αποτυπωμένες οι εικόνες που ήταν αρκετές για να καταλάβει ότι επρόκειτο για ένα βιβλίο άρτια δεμένο με την μαγεία. Δε θέλησε να δει περισσότερα πράγματα και έτσι έκλεισε το βιβλίο με τρόμο. Την ώρα που κίνησε να φύγει, στην άλλη άκρη του τεράστιου τραπεζιού που δέσποζε στο κέντρο του δωματίου, η ίριδα του δεξιού της ματιού έπεσε σε μία φωτογραφία. Πλησίασε λίγο πιο κοντά για να δει και η έκπληξή της ήταν αναπάντεχη. Στη φωτογραφία απεικονίζονταν η ίδια, την έπιασε στα χέρια της και ένα τρέμουλο άρχισε να την κατακλύζει. Προσπαθούσε να θυμηθεί, ματαίως όμως, πότε τραβήχτηκε. Σίγουρα πάντως δεν ήταν εν γνώσει της. Το θέαμα που αντίκρισε δίπλα από την εικόνα της προκάλεσε ανατριχίλα, καθώς βουνά από καρφιά, βελόνες και τρίχες από τα μαλλιά της απλωνόταν κατά μήκος και αυτά την έκαναν να κοκαλώσει.

Ακριβώς δίπλα από όλα αυτά υπήρχε ένα σημείωμα. Στην κορυφή του υπήρχε η λέξη “ΚΑΤΑΡΑ” και από κάτω υπήρχαν κάποια λόγια σε μία γλώσσα άγνωστη σε αυτήν, αλλά κοινή με αυτή του βιβλίου που βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του τραπεζιού. Στο τέλος του κειμένου υπήρχε επίσης ένα σκίτσο που αναπαριστούσε την ίδια.

Το μυαλό της θολωμένο και το σοκ έχοντας, ήδη, κυριαρχήσει κάθε κύτταρο του δέρματός της την έκαναν να νιώθει έναν πνιγμό που όμοιό της δεν είχε ξαναβιώσει. Η ατμόσφαιρα μεταμορφώθηκε αμέσως σε πνιγερή, ο τόπος δεν την χωρούσε και επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να φύγει μακριά, να απομακρυνθεί, να το σκάσει έστω ωσάν κυνηγημένη. Όλα γύρω της κατέρρεαν και αναζητούσε μία πνοή οξυγόνου.

Τρέχοντας και χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στις σκιές που την ακολουθούσαν βγήκε έξω από το αρχοντικό. Πρέπει να πάρω αποφάσεις. Δεν μπορώ να ζω άλλο σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το χωριό, σε αυτή τη χώρα... συλλογίστηκε. Τα δάκρυα είχαν ποτίσει το δέρμα της και ρυτίδες θυμού και απογοήτευσης αυλάκωναν το πρόσωπό της. Δεν άντεχε άλλο! Γιατί τόση κακία, Θεέ μου; Γιατί; Τι της έχω κάνει και με μισεί τόσο βαθιά; Αχ, καημένε μου, Έντισον! Θα σε χάσω ενώ σε αγαπώ τόσο πολύ... Αλλά δε γίνεται διαφορετικά. Δεν μπορώ να πολεμήσω άλλο... Οι δυνάμεις μου έχουν σωθεί σαν το κεράκι που η φλόγα του τρεμοσβήνει λίγο πριν το τελείωμά του...



Το μόνο που άκουσε λίγο πριν χαθεί από μπροστά της η μορφή αυτού του σκοτεινού πλάσματος ήταν μερικά λόγια, τα οποία ήχησαν στα αυτιά της σαν καρφιά. Η φωνή που ακούστηκε ήταν γνώριμη.

«Η κατάρα μου θα σε κυνηγάει όπου και αν πας. Σου αξίζει να σέρνεσαι σαν το φίδι και να ζητάς λύτρωση αλλά κανείς να μη σου την προσφέρει. Και μόνο που τόλμησες και σήκωσες τα μάτια σου πάνω στον γιο μου σου αξίζει κάθε πόνος!»

Όταν όλα τελείωσαν και επανήλθε και πάλι η όμορφη εικόνα, που τίποτα δεν προσέδιδε σε όσα συνέβησαν λίγα λεπτά νωρίτερα, με τον ουρανό καθάριο και τον ήλιο να στέκεται περήφανος και φωτεινός στην κορυφή η Ελισάβετ λιποθύμησε.

Οι αισθήσεις της επανήλθαν αρκετές ώρες αργότερα, όταν το φεγγάρι έκανε δειλά – δειλά την εμφάνισή του. Μαζί όμως με την όμορφη φεγγαράδα που ξεδιπλώνονταν μπροστά της έβλεπε και ένα περίεργο και παραμυθένιο διάφανο κορίτσι να χορεύει έναν αλλόκοτο χορό. Η ηρεμία που της προκαλούσε, μεταφέρθηκε σε όλο της το κορμί με μία πρωτόγνωρη θέρμη, την οποία δεν είχε ξαναζήσει. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά ένιωθε το σώμα της παραδομένο. Μόνο να νιώσει και να δει μπορούσε. Τίποτα άλλο. Μία λάμψη γεμάτη από αστερόσκονη άρχισε να κατακλύζει τα μάτια της νιώθοντάς τα βαριά.

Και ενώ παραδινόταν σε έναν ύπνο αλλιώτικο από τους συνηθισμένους, ένιωθε το πνεύμα της να αποκόπτεται από το σώμα της. Λίγο πριν κλείσουν οριστικά τα μάτια της, εκεί, στο μονοπάτι που την οδηγούσε στο σπίτι της, οι αισθήσεις της καταλάμβαναν όλο το είναι της για να την οδηγήσουν σε άλλες πολιτείες. Μία φωνή προσέλκυσε το ενδιαφέρον της άυλης, πλέον, μορφής της.

«Μην ανησυχείς, καλή μου!» της απηύθυνε τον λόγο η αέρινη μικροσκοπική μορφή που χόρευε λίγα λεπτά νωρίτερα μπροστά στα μάτια της.

«Ποια είσαι;» τη ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον η Ελισάβετ.

«Η φίλη σου που σε ακολουθεί εδώ και χρόνια. Η βασίλισσά μου μού επέτρεψε να σε σώσω από τα νύχια της μαύρης ψυχής που υπάρχει μέσα στο αρχοντικό», ήρθε γρήγορα η απάντηση που της προκάλεσε ζαλάδα και περιέργεια.

«Ποια εννοείς; Τη μητέρα του Έντισον;» θέλησε να μάθει περισσότερα η Ελισάβετ.

«Όχι, ακριβώς. Αυτή η γυναίκα έχει κυριευτεί εδώ και πολλά χρόνια από μία σκοτεινή δύναμη που ελέγχει το μυαλό της και εξουσιάζει κάθε της κίνηση. Αλλά, πλέον, μην φοβάσαι. Όλα πέρασαν, τουλάχιστον για εσένα. Δεν μπορεί να σε αγγίξει πια. Ευτυχώς πρόλαβα το κακό. Θα ζεις μαζί μου στις παρυφές αυτού του δάσους. Δυστυχώς, όμως, η υλική σου μορφή χάθηκε...» της απάντησε.

Μία θλίψη κυρίευσε το πρόσωπό της και ένα κρυστάλλινο δάκρυ άρχισε να κυλά από τα μάτια της. Αλλά βλέποντας αυτόν τον πόνο η νεραϊδένια ύπαρξη συνέχισε να της λέει, «Μη λυπάσαι, αγαπημένη μου Ελισάβετ. Τώρα θα είσαι για πάντα ασφαλής! Καταλαβαίνω ότι πονάς αλλά ο πόνος σου θα γλυκάνει. Θα είσαι πάντα φύλακας άγγελος για τους δικούς σου ανθρώπους. Θα τους προστατεύεις με τον τρόπο σου, όπως έκανα και εγώ για εσένα. Όλα τελείωσαν σπουργιτάκι μου!»

Σπουργιτάκι μου... κάτι μου θυμίζει αυτή η λέξη... τι όμως; αναρωτήθηκε η Ελισάβετ. Φύλακας άγγελος για όσους αγαπάω; Τι σημαίνει αυτό; Τι μου είναι αυτό το πλάσμα; Όχι δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν. Το μυαλό μου, μάλλον, παραλογίζεται... Κάποτε θα μάθω. Τώρα ας περιμένω να ξημερώσει η νέα μέρα. Έχουμε άπλετο χρόνο στην αιωνιότητα για να μάθω τα πάντα! Αντίο, πατέρα! Σίγουρα δε θα είναι εύκολο για εσένα... Δεν πρόλαβα ούτε να σε αποχαιρετήσω, να σου πω τι συμβαίνει, αλλά θα είμαι συνέχεια δίπλα σου. Εύχομαι και ελπίζω να μπορέσεις να με νιώσεις!





Επιμέλεια:Αλεξάνδρα Κική