Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 1 - Το Στοιχειό)

Ο νεαρός Κυνηγός έλεγξε ξανά το σακίδιο που είχε περασμένο στην πλάτη του. Κυκλοφορούσαν διάφορες ιστορίες για ταξιδιώτες που ξέμειναν στην ερημιά από τρόφιμα ή νερό και δεν ήθελε να του συμβεί κάτι παρόμοιο.

Οι σκιές των δέντρων μάκραιναν καθώς ο ήλιος έδυε. Άκουγε ήχους από τις φυλλωσιές, νυχτόβια ζώα που σιγά σιγά έβγαιναν από τις φωλιές τους ψάχνοντας για τροφή. Κυκλοφορούσαν, όμως, κι άλλα όντα έξω τη νύχτα, που προτιμούσες να μη συναντήσεις.

Το μονοπάτι έστριβε σα φίδι ανάμεσα στα δέντρα ενώ τα κλαδιά τους έγερναν από πάνω του, σαν να τον προειδοποιούσαν. Ή μήπως τον χλεύαζαν, που, αν και τόσο νέος, είχε αναλάβει μια τέτοια αποστολή; Χρειαζόταν τα χρήματα όμως κι έτσι είχε δεχτεί κάτι που πολλοί ενήλικοι άνδρες δεν θα τολμούσαν ούτε να σκεφτούν. Όχι πως δεν φοβόταν.

Ηρέμησε, Αλέξανδρε, είναι ένα δάσος σαν όλα τ’ άλλα, καθησύχασε τον εαυτό του, απλά έχει κι ένα Στοιχειό που σκοτώνει ανθρώπους.

Το τελευταίο δεν τον βοηθούσε να ηρεμήσει αλλά ήταν αλήθεια. Αυτό το μέρος του δάσους ήταν στοιχειωμένο από ένα φθονερό πνεύμα που είχε προκαλέσει τρέλα και μανία στους κατοίκους της Ελιόπολης και δύο γειτονικών χωριών.

Είχε βρέξει τη χθεσινή μέρα και λακκούβες με νερό ήταν σχηματισμένες στα πλάγια του μονοπατιού. Σε μία από αυτές αντίκρισε το είδωλό του: ένα λεπτό αγόρι με μαύρα ίσια μαλλιά και καστανά μάτια, ντυμένο με τη γκρίζα στολή του επαγγέλματός του.

Ναι, φοβόταν. Αλλά είχε ανάγκη τα χρήματα. Ακόμη περισσότερο, χρειαζόταν να βρίσκει αυτά τα τέρατα και να τα καταστρέφει, όσο καιρό κι αν του ‘παιρνε, μέχρι να πετύχει αυτό που αναζητούσε.

Το μονοπάτι τέλειωνε σε μια λοφοπλαγιά. Συμβουλεύτηκε το χάρτη του. Πάνω του είχε σημειωμένες τις περιοχές με τα περιστατικά. Αν τις ένωνες με ένα μολύβι σχημάτιζαν έναν κύκλο και στο κέντρο του υψωνόταν αυτός ο λόφος. Στα βάθη του ήταν σκαμμένο ένα παλιό ορυχείο, εγκαταλειμμένο εδώ και καιρό.

Αυτό είναι το μέρος, σκέφτηκε και άναψε τον πυρσό του.

Το έδαφος ήταν σκούρο και λασπώδες στο εσωτερικό του ορυχείου. Μια δυσάρεστη μυρωδιά κατέκλυσε τα ρουθούνια του καθώς κατηφόριζε ένα στενό τούνελ, στηριγμένο σε χοντρά ξύλινα δοκάρια. Το σκοτάδι πύκνωνε, σαν να ήθελε να σβήσει τον πυρσό και να τον παγιδέψει.

Έφτασε σε μια σπηλιά. Ήταν αρκετά μεγάλη και ο πυρσός φώτιζε μόνο ένα μέρος της. Κοντά στο ένα τοίχωμα βρήκε ένα τραπέζι που σάπιζε από την υγρασία ενώ πιο πέρα βρίσκονταν κιβώτια εμπορευμάτων, όλα άδεια. Τα Στοιχειά συνήθως ήταν πνεύματα ανθρώπων που είχαν διαπράξει τρομερά εγκλήματα στη διάρκεια της ζωής τους. Για να παραμένουν ενεργά έπρεπε να μένουν κοντά στο σημείο όπου είχαν ταφεί. Πράγματι, ψάχνοντας προσεκτικά, εντόπισε ένα σημείο του εδάφους που φαινόταν να έχει σκαφτεί παλιότερα.

Ακούμπησε τον πυρσό στον τοίχο, ώστε να βλέπει γύρω του, και το σάκο στο τραπέζι. Από μέσα του έβγαλε ένα μικρό πτυσσόμενο φτυάρι και ξεκίνησε τη δουλειά. Το χώμα ήταν σκληρό και του πήρε κάμποση ώρα. Ωστόσο, δεν είχε υπολογίσει λάθος. Ένας σκελετός κειτόταν θαμμένος, με υπολείμματα ρούχων κολλημένα πάνω του κι ένα κρανίο που χαμογελούσε διαβολικά.

Κάποιοι ληστές είχαν το λημέρι τους εδώ σκέφτηκε εστιάζοντας στα άδεια κιβώτια, ίσως δεν τα βρήκαν στη μοιρασιά, έστειλαν έναν απ’ αυτούς στον άλλο κόσμο. Μόνο που δεν το κατάφεραν τελείως.

Πήρε από το σάκο του ένα σακουλάκι με αλάτι και το έχυσε γύρω από το σκελετό ένας θόρυβος ακούστηκε από το βάθος του τούνελ.

Συγκεντρώσου, ο αέρας ήταν διαβεβαίωσε τον εαυτό του και ράντισε το σκελετό με αγιασμένο λάδι.

Τα οστά μαύρισαν. Μουρμούρισε μια προσευχή, που είχε μάθει από τον δάσκαλό του. Ο θόρυβος ακούστηκε ξανά, πιο κοντά. Μόνο που τώρα δεν έμοιαζε με φύσημα αέρα. Πήρε τον πυρσό από χάμω και πλησίασε στην είσοδο της σπηλιάς.

Το ον που ξεπρόβαλε από το σκοτάδι ήταν ημιδιάφανο και έμοιαζε με άνδρα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν φοβερά παραμορφωμένα ενώ τα πόδια του αιωρούνταν πάνω από το χώμα. Κοιτούσε τον αναμμένο πυρσό, μετά το σκαμμένο λάκκο.

«Δικός σου φαντάζομαι;» ρώτησε ο Αλέξανδρος καθώς το Στοιχειό αναγνώριζε το σκελετό του.

Σκέφτηκε ότι ένα άυλο ον δεν μπορούσε να τον βλάψει αλλά προς μεγάλη -κι οδυνηρή- του έκπληξη το χέρι του τέρατος έγινε στερεό και τον χτύπησε με φοβερή δύναμη.

Τουλάχιστον έμαθα κάτι συλλογίστηκε το αγόρι καθώς σερνόταν πονώντας προς τον πυρσό, η φήμη ότι μπορούν να γίνουν στερεά κοντά στα απομεινάρια τους είναι αληθινή.

Πριν όμως φτάσει τον πυρσό το Στοιχειό τον σήκωσε από το έδαφος και τον κόλλησε στον κρύο τοίχο της σπηλιάς.

«Θα σε καταβροχθίσω» μούγκρισε.

«Μιλάς κι όλας;» αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος, ψάχνοντας στη ζώνη του για κάτι που συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να έχει πάνω του και όχι μέσα στο σάκο.

«Θα κρατήσω το πνεύμα σου εδώ, για να το βασανίζω αιώνια» είπε το Στοιχειό και τον εκτόξευσε σαν πάνινη κούκλα.

Κατάφερε να συγκρατήσει την πτώση του αρπάζοντας την άκρη του τραπεζιού, που αναποδογυρίστηκε δίπλα του. Το Στοιχειό πλησίασε αλλά το αγόρι έβγαζε ήδη από το σάκο ένα φιαλίδιο παράλυσης. Δεκάδες σταγονίδια ενός ασημένιου υγρού έλουσαν το τέρας, που έγινε τελείως ορατό και παρέλυσε.

Είχε κερδίσει μερικά δευτερόλεπτα, αρκετά για να φτάσει το στόχο του, αν δεν κούτσαινε από την πτώση του. Τη στιγμή που το τέρας απελευθερωνόταν από την παράλυση και ορμούσε ξανά, έπιασε τον πυρσό και τον εκσφενδόνισε, ευχόμενος το σημάδι του να είναι καλύτερο απ’ ό,τι συνήθως. Η καμπύλη τροχιά του διέσχισε το μήκος της σπηλιάς και κατέληξε στο χείλος του λάκκου ενώ ο εχθρός του σήκωνε το αποστεωμένο χέρι του για να τον αποτελειώσει. Ο πυρσός ισορρόπησε για μια στιγμή, η οποία στα μάτια του Αλέξανδρου φάνηκε ότι κράτησε απείρως περισσότερο, και μετά κύλησε μέσα, κάνοντας τον ραντισμένο με λάδι σκελετό να λαμπαδιάσει.

Το τέρας έβγαλε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό· η μορφή του αποσυντέθηκε, πρώτα τα χέρια και τα πόδια, μετά το σώμα, τελευταίο το κεφάλι. Τα άψυχα μάτια του κοίταξαν με μίσος το αγόρι και μετά χάθηκαν κι αυτά στην άβυσσο.

«Πανεύκολο» μουρμούρισε, έχοντας επίγνωση του πόσο και κοντά είχε φτάσει στο θάνατο. Δοκίμασε να σηκωθεί αλλά το σώμα του διαμαρτυρόταν με κάθε του κίνηση.

Ας κλείσω τα μάτια μου, για πέντε λεπτά μόνο σκέφτηκε.

Όταν ξύπνησε είχε ξημερώσει, κάτι που κατάλαβε με έκπληξη βγαίνοντας από το ορυχείο. Ο ύπνος κάτω από την επιφάνεια της γης δεν τον είχε αναζωογονήσει, το αντίθετο. Ένιωθε πιασμένος, κρύωνε και πονούσε εκεί που τον είχε γραπώσει το πλάσμα. Αργά αλλά αποφασιστικά πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Η Ελιόπολη ήταν μια συνηθισμένη επαρχιακή πόλη στο μέσο μιας πεδιάδας, με ξύλινα σπίτια, κολλητά το ένα στο άλλο, στενούς, λασπωμένους δρόμους και μαγαζιά εμπόρων που πωλούσαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ωστόσο, όταν ο Αλέξανδρος έφτασε το μεσημέρι, κατάκοπος, του φάνηκε η πιο ωραία πόλη του κόσμου.

Ήθελε όσο τίποτα άλλο να πέσει για ύπνο, πρώτα όμως έπρεπε να λάβει την αμοιβή του. Έτσι, κατευθύνθηκε στο δημαρχείο, ένα διώροφο κτίσμα από πέτρα, με είσοδο στεφανωμένη από ένα αέτωμα.

«Θα έχετε ήσυχες νύχτες από ‘δω και πέρα. Κι αυτό επειδή εγώ πέρασα μια απαίσια νύχτα μέσα σ’ ένα ορυχείο. Αν δε σας πειράζει, θέλω την αμοιβή μου» είπε στο δήμαρχο.

«Τα κατάφερες;» απόρησε ο καλοντυμένος άνδρας, με τα σχιστά μάτια του γεμάτα δυσπιστία. «Έχεις αποδείξεις, υποθέτω, ότι ολοκλήρωσες τη δουλειά;» συμπλήρωσε πονηρά.

«Αποδείξεις σαν τι, ένα κομμένο κεφάλι;»

«Όχι κάτι τόσο αιματηρό» είπε ο δήμαρχος, που δεν ήθελε με τίποτα ένα κομμένο κεφάλι να στάζει στο χαλί του, «αλλά κάτι παρόμοιο.»

«Τα Στοιχειά είναι άυλα. Όταν εξαγνίσεις τα απομεινάρια του σώματος που είχαν όσο ζούσαν δε μένει τίποτα από αυτά. Τουλάχιστον όχι στον κόσμο μας.»

«Λυπάμαι, θέλω βέβαια να σε πιστέψω και δε λέω ότι δε σε πιστεύω αλλά…»

«Καταλαβαίνω, κανένα πρόβλημα. Άρα δεν υπάρχει λόγος να επισφραγίσω τον εξαγνισμό.»

«Να τον επισφραγίσεις;»

«Α, δεν το ξέρατε; Ο εξαγνισμός έχει δύο φάσεις. Η δεύτερη, η σημαντικότερη, γίνεται λίγο αργότερα και τον κάνει μόνιμο. Αφού δε σας ενδιαφέρει όμως…» είπε ο Αλέξανδρος και στράφηκε προς την έξοδο.

«Τι γίνεται αν παραλείψεις τη δεύτερη φάση;» ρώτησε ο δήμαρχος με ανησυχία.

«Άγνωστο. Κανείς ως τώρα δεν έκανε το λάθος να εκτελέσει μόνο την πρώτη φάση. Υποθέτω ότι το Στοιχειό θα επιστρέψει, πιο θυμωμένο.»

«Πιο θυμωμένο;» αναφώνησε ο δήμαρχος, ενώ μια στάλα ιδρώτα εμφανίστηκε στο ρυτιδιασμένο κούτελό του.

«Φυσικά, αφού δεν τους αρέσει να τα εξορκίζεις.»

«Θα φέρω την αμοιβή σου» ανακοίνωσε ο άνδρας, «και σε παρακαλώ μην παραλείψεις τη δεύτερη φάση».

«Μείνετε ήσυχος» απάντησε ο Αλέξανδρος, που σε λίγο έφυγε με την αμοιβή του.

Να αναγκάζεσαι να λες ψέματα ενώ είσαι τίμιος… σκέφτηκε, κρατώντας στο χέρι του ένα πουγκί με ασημένια νομίσματα. Δεύτερη φάση εξορκισμού φυσικά δεν υπήρχε, ούτε και χρειαζόταν. Το Στοιχειό είχε χαθεί για πάντα.


 

Δημήτρης Τενές